ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Ιστορίες: Όταν η περιφερειακή τάφρος έσωσε την πόλη από τις πλημμύρες

Το 1948 η πρόταση του δήμου Θεσσαλονίκης προς το υπουργείο Δημοσίων Έργων για την κατασκευή περιφερειακής τάφρου και δικτύου υπονόμων, για την αποφυγή πλημμύρων

 16/09/2023 18:00

Ιστορίες: Όταν η περιφερειακή τάφρος έσωσε την πόλη από τις πλημμύρες

Βασίλης Κεχαγιάς

Το φυσικό τείχος της Θεσσαλονίκης, απέναντι στις βροχές και στις πλημμύρες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν, ήταν ασφαλώς το δάσος του Σέιχ Σου. Δεν ήταν άτρωτη η πόλη στις πλημμύρες που προκαλούσαν τα όμβρια ύδατα, καθώς τα νερά τους, στις χρονιές μεγάλων βροχοπτώσεων κατέβαιναν προς τη θάλασσα μέσω εννιά χειμάρρων. Δεν ήταν λίγες οι φορές που τα νερά τούτα προκαλούσαν ιδιαίτερα προβλήματα πλημμύρων με την υπερχείλισή τους. Κατέβαιναν από τους γύρω λόφους (ως γνωστόν, η Θεσσαλονίκη δε διαθέτει ογκώδεις ορεινές εκτάσεις), με σκοπό την απορροή των υδάτων, αλλά κάποιες φορές δεν επαρκούσαν. 

Η μεγαλύτερη πλημμύρα, με τρεις νεκρούς, κατά τα υπάρχοντα στοιχεία ήταν αυτή του 1925, στην περιοχή του Πεδίου του Άρεως (απέναντι από την ΕΡΤ3). Μάλιστα το συγκεκριμένο περιστατικό δημιούργησε μεγάλο πρόβλημα στην εκγύμναση και στους αγώνες της ομώνυμης ομάδας, το γήπεδο της οποίας βρισκόταν στην έκταση αυτή. Οι βροχές της 12ης Ιουλίου του συγκεκριμένου έτους έφθασαν τα 72,6 χιλιοστόμετρα και ήταν η δεύτερη υψηλότερη στάθμη από το 1896 -οπότε και υπάρχει σχετική καταγραφή- ως το 1949. Μεγαλύτερη ήταν αυτή της χρονιάς του 1918, με 90 χιλιοστόμετρα στις 7 Μαΐου.

Αντίστοιχες πλημμύρες, χωρίς νεκρούς ωστόσο, επισυνέβησαν στην παραλιακή περιοχή της Αγίας Τριάδας (ιδιαιτέρως στην εβραϊκή γειτονιά), όπου δεν υπήρχε επαρκές σύστημα υπονόμων, αλλά μαρτυρίες για μεγάλες ζημιές αναφέρονται και στην περιοχή της πλατείας Ελευθερίας, καθώς σε ανασκαφές για θεμελίωση οικοδομημάτων βρέθηκε εγκλωβισμένος ικανός όγκος υδάτων.

Σημαντικές ζημιές αναφέρονται και στις βροχές της 3ης Νοεμβρίου του 1937, όταν το ύψος της βροχόπτωσης έφθασε μεν τα 68 χιλιοστόμετρα, η διάρκειά της όμως (1 ώρα και 10 λεπτά) έδωσε το υψηλό αποτέλεσμα του ενός χιλοστόμετρου ανά λεπτό, με πλημμύρες κυρίως εκτός Θεσσαλονίκης, στην περιοχή του Σέδες και του αγροκτήματος του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Οι επτά χείμαρροι, οι οποίοι κατέβαιναν από τους γύρω λόφους, ήσαν αυτοί του Πανεπιστημίου, της Εκθέσεως, της οδού Λύτρα, της σχολής Κωνσταντινίδη (ήταν αυτός ο οποίος διέσχιζε την περιοχή της Αγίας Τριάδας), του Κυβερνείου, της Πυλαίας και του Αλατίνι, στην περιοχή Σοφούλη. Κατέληγαν σε εκτάσεις καλυμμένες με χαλίκι, ώστε να μην εκβάλλουν στη θάλασσα ογκώδη αντικείμενα, παρά μόνο αμμώδεις σχηματισμοί, με αποτέλεσμα να συσσωρεύεται ίλυς στα ρηχά του Θερμαϊκού. Βέβαια, εύκολα γίνεται αντιληπτό, ότι δεν επαρκούσαν για την απορροή των βρόχινων υδάτων, οπότε πέρα από τις μεγάλες πλημμύρες, γνωρίζουμε ότι το φαινόμενο επαναλαμβανόταν σχεδόν κατ’ έτος.


Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ

Από τους προαναφερθέντες χειμάρρους, οι τρεις μικρότεροι ήταν αυτοί της Έκθεσης, του Πανεπιστημίου και της Λύτρα, οι οποίοι υπερχείλιζαν συχνότερα τις περιοχές της ΔΕΘ ως το Πεδίο του Άρεως. Γενικότερα, τα μεγαλύτερα προβλήματα παρουσιάζονταν από το Λευκό Πύργο προς την ανατολική Θεσσαλονίκη και στην εκείθεν ύπαιθρο. Στις «προβληματικές» ημέρες δεν ήταν μόνον οι υπερχειλίσεις, που δημιουργούσαν αστικές δυσλειτουργίες, αλλά και το ιδιαίτερο βάθος των υδάτων, κάτι που ουσιαστικά διέκοπτε τις συγκοινωνίες, αφού ο τερματικός σταθμός των τραμ βρισκόταν στην ανατολική πλευρά της πόλης, στο Ντεπό (ακόμη και σήμερα στη συγκεκριμένη περιοχή διακρίνονται εμφανώς τα ίχνη από το προϋπάρχον ρέμα της περιοχής Αλλατίνι).

Μετά το τέλος μίας έντονης βροχόπτωσης επιστρατεύονταν οι πυροσβεστικές αντλίες, οι οποίες απαντλούσαν τα νερά από καταστήματα και από υπόγεια. Συγχρόνως, οι εργάτες του δήμου εργάζονταν εντατικά για τον καθαρισμό των πεζοδρομίων από τις λάσπες και το παχύ τους στρώμα. Δεν ήταν λίγες οι οικίες που πλημμύριζαν και παρατηρούσε κανείς, την επόμενη μέρα τον αερισμό στρωμάτων και κλινοσκεπασμάτων.

Όλα τα προηγούμενα ήταν αυτά που οδήγησαν το δήμο Θεσσαλονίκης στην κατασκευή της λεγόμενης περιφερειακής τάφρου. Επελέγη η κατασκευή της στα ανατολικά κράσπεδα της πόλης, με εκβολή στην περιοχή του αεροδρομίου, όπως τελικά συνέβη και υπάρχει ως σήμερα. Πριν απ’ όλα, θα χρειαζόταν ευθυγράμμιση των κοιτών των ήδη υπαρχόντων χειμάρρων, κάτι που απαιτούσε πολλές κοστοβόρες απαλλοτριώσεις και ιδιαίτερες ποσότητες σκυροδέματος για τη μείωση της κλίσης των πυθμένων. Έτσι προκρίθηκε τελικώς η λύση της εκσκαφής με μηχανικά μέσα, κάτι που μείωσε κατά πολύ το κατασκευαστικό κόστος. Η συνένωση θα πραγματοποιούταν στις ορεινές κοίτες των χειμάρρων. Συγχρόνως, θα επεκτεινόταν το δίκτυο των υπονόμων, επιχωμάτωση των οποίων θα δημιουργούσε ένα νέο δίκτυο οικοπέδων, με την εκμετάλλευσή τους να αποφέρει κέρδη στο δήμο Θεσσαλονίκης.

Το σύστημα των υπονόμων θα κάλυπτε, κατά κύριο λόγο, το κέντρο της Θεσσαλονίκης, επιβαρυνόμενο μόνο με 22% των υδάτων προς απορροή, ενώ το 78% θα επιβάρυνε την περιφερειακή τάφρο. Η βάση της θα ήταν ο προϋπάρχων χείμαρρος Κυβερνείου, για κάπου ένα χιλιόμετρο, ενώ η «καρδιά» της θα βρισκόταν στην περιοχή της Πυλαίας, όπου θα κατασκευαζόταν αναχαιτιστικό φράγμα, δίπλα στην παλιά τουρκική γέφυρα «Καμάρα», όπου το ρεύμα θα εκτρεπόταν προς το νότο. Τα πρανή θα ενισχύονταν με τσιμεντένια αναχώματα, ενώ τα χωμάτινα υλικά, όπως θα προέκυπταν από τις διάφορες εκσκαφές, είτε θα χρησιμοποιούνταν για την ενίσχυση των τοιχωμάτων είτε θα μεταφέρονταν στο γειτονικό κεραμείο Αλατίνι, για την κατασκευή πλίνθων. Ακόμη και σήμερα, αυτός ο σχεδιασμός εξυπηρετεί την πόλη.

*Διαβάστε περισσότερα στη «ΜτΚ» που κυκλοφορεί σήμερα Σάββατο 16.09.2023 και αύριο Κυριακή 17.09.2023

Το φυσικό τείχος της Θεσσαλονίκης, απέναντι στις βροχές και στις πλημμύρες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν, ήταν ασφαλώς το δάσος του Σέιχ Σου. Δεν ήταν άτρωτη η πόλη στις πλημμύρες που προκαλούσαν τα όμβρια ύδατα, καθώς τα νερά τους, στις χρονιές μεγάλων βροχοπτώσεων κατέβαιναν προς τη θάλασσα μέσω εννιά χειμάρρων. Δεν ήταν λίγες οι φορές που τα νερά τούτα προκαλούσαν ιδιαίτερα προβλήματα πλημμύρων με την υπερχείλισή τους. Κατέβαιναν από τους γύρω λόφους (ως γνωστόν, η Θεσσαλονίκη δε διαθέτει ογκώδεις ορεινές εκτάσεις), με σκοπό την απορροή των υδάτων, αλλά κάποιες φορές δεν επαρκούσαν. 

Η μεγαλύτερη πλημμύρα, με τρεις νεκρούς, κατά τα υπάρχοντα στοιχεία ήταν αυτή του 1925, στην περιοχή του Πεδίου του Άρεως (απέναντι από την ΕΡΤ3). Μάλιστα το συγκεκριμένο περιστατικό δημιούργησε μεγάλο πρόβλημα στην εκγύμναση και στους αγώνες της ομώνυμης ομάδας, το γήπεδο της οποίας βρισκόταν στην έκταση αυτή. Οι βροχές της 12ης Ιουλίου του συγκεκριμένου έτους έφθασαν τα 72,6 χιλιοστόμετρα και ήταν η δεύτερη υψηλότερη στάθμη από το 1896 -οπότε και υπάρχει σχετική καταγραφή- ως το 1949. Μεγαλύτερη ήταν αυτή της χρονιάς του 1918, με 90 χιλιοστόμετρα στις 7 Μαΐου.

Αντίστοιχες πλημμύρες, χωρίς νεκρούς ωστόσο, επισυνέβησαν στην παραλιακή περιοχή της Αγίας Τριάδας (ιδιαιτέρως στην εβραϊκή γειτονιά), όπου δεν υπήρχε επαρκές σύστημα υπονόμων, αλλά μαρτυρίες για μεγάλες ζημιές αναφέρονται και στην περιοχή της πλατείας Ελευθερίας, καθώς σε ανασκαφές για θεμελίωση οικοδομημάτων βρέθηκε εγκλωβισμένος ικανός όγκος υδάτων.

Σημαντικές ζημιές αναφέρονται και στις βροχές της 3ης Νοεμβρίου του 1937, όταν το ύψος της βροχόπτωσης έφθασε μεν τα 68 χιλιοστόμετρα, η διάρκειά της όμως (1 ώρα και 10 λεπτά) έδωσε το υψηλό αποτέλεσμα του ενός χιλοστόμετρου ανά λεπτό, με πλημμύρες κυρίως εκτός Θεσσαλονίκης, στην περιοχή του Σέδες και του αγροκτήματος του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Οι επτά χείμαρροι, οι οποίοι κατέβαιναν από τους γύρω λόφους, ήσαν αυτοί του Πανεπιστημίου, της Εκθέσεως, της οδού Λύτρα, της σχολής Κωνσταντινίδη (ήταν αυτός ο οποίος διέσχιζε την περιοχή της Αγίας Τριάδας), του Κυβερνείου, της Πυλαίας και του Αλατίνι, στην περιοχή Σοφούλη. Κατέληγαν σε εκτάσεις καλυμμένες με χαλίκι, ώστε να μην εκβάλλουν στη θάλασσα ογκώδη αντικείμενα, παρά μόνο αμμώδεις σχηματισμοί, με αποτέλεσμα να συσσωρεύεται ίλυς στα ρηχά του Θερμαϊκού. Βέβαια, εύκολα γίνεται αντιληπτό, ότι δεν επαρκούσαν για την απορροή των βρόχινων υδάτων, οπότε πέρα από τις μεγάλες πλημμύρες, γνωρίζουμε ότι το φαινόμενο επαναλαμβανόταν σχεδόν κατ’ έτος.


Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ

Από τους προαναφερθέντες χειμάρρους, οι τρεις μικρότεροι ήταν αυτοί της Έκθεσης, του Πανεπιστημίου και της Λύτρα, οι οποίοι υπερχείλιζαν συχνότερα τις περιοχές της ΔΕΘ ως το Πεδίο του Άρεως. Γενικότερα, τα μεγαλύτερα προβλήματα παρουσιάζονταν από το Λευκό Πύργο προς την ανατολική Θεσσαλονίκη και στην εκείθεν ύπαιθρο. Στις «προβληματικές» ημέρες δεν ήταν μόνον οι υπερχειλίσεις, που δημιουργούσαν αστικές δυσλειτουργίες, αλλά και το ιδιαίτερο βάθος των υδάτων, κάτι που ουσιαστικά διέκοπτε τις συγκοινωνίες, αφού ο τερματικός σταθμός των τραμ βρισκόταν στην ανατολική πλευρά της πόλης, στο Ντεπό (ακόμη και σήμερα στη συγκεκριμένη περιοχή διακρίνονται εμφανώς τα ίχνη από το προϋπάρχον ρέμα της περιοχής Αλλατίνι).

Μετά το τέλος μίας έντονης βροχόπτωσης επιστρατεύονταν οι πυροσβεστικές αντλίες, οι οποίες απαντλούσαν τα νερά από καταστήματα και από υπόγεια. Συγχρόνως, οι εργάτες του δήμου εργάζονταν εντατικά για τον καθαρισμό των πεζοδρομίων από τις λάσπες και το παχύ τους στρώμα. Δεν ήταν λίγες οι οικίες που πλημμύριζαν και παρατηρούσε κανείς, την επόμενη μέρα τον αερισμό στρωμάτων και κλινοσκεπασμάτων.

Όλα τα προηγούμενα ήταν αυτά που οδήγησαν το δήμο Θεσσαλονίκης στην κατασκευή της λεγόμενης περιφερειακής τάφρου. Επελέγη η κατασκευή της στα ανατολικά κράσπεδα της πόλης, με εκβολή στην περιοχή του αεροδρομίου, όπως τελικά συνέβη και υπάρχει ως σήμερα. Πριν απ’ όλα, θα χρειαζόταν ευθυγράμμιση των κοιτών των ήδη υπαρχόντων χειμάρρων, κάτι που απαιτούσε πολλές κοστοβόρες απαλλοτριώσεις και ιδιαίτερες ποσότητες σκυροδέματος για τη μείωση της κλίσης των πυθμένων. Έτσι προκρίθηκε τελικώς η λύση της εκσκαφής με μηχανικά μέσα, κάτι που μείωσε κατά πολύ το κατασκευαστικό κόστος. Η συνένωση θα πραγματοποιούταν στις ορεινές κοίτες των χειμάρρων. Συγχρόνως, θα επεκτεινόταν το δίκτυο των υπονόμων, επιχωμάτωση των οποίων θα δημιουργούσε ένα νέο δίκτυο οικοπέδων, με την εκμετάλλευσή τους να αποφέρει κέρδη στο δήμο Θεσσαλονίκης.

Το σύστημα των υπονόμων θα κάλυπτε, κατά κύριο λόγο, το κέντρο της Θεσσαλονίκης, επιβαρυνόμενο μόνο με 22% των υδάτων προς απορροή, ενώ το 78% θα επιβάρυνε την περιφερειακή τάφρο. Η βάση της θα ήταν ο προϋπάρχων χείμαρρος Κυβερνείου, για κάπου ένα χιλιόμετρο, ενώ η «καρδιά» της θα βρισκόταν στην περιοχή της Πυλαίας, όπου θα κατασκευαζόταν αναχαιτιστικό φράγμα, δίπλα στην παλιά τουρκική γέφυρα «Καμάρα», όπου το ρεύμα θα εκτρεπόταν προς το νότο. Τα πρανή θα ενισχύονταν με τσιμεντένια αναχώματα, ενώ τα χωμάτινα υλικά, όπως θα προέκυπταν από τις διάφορες εκσκαφές, είτε θα χρησιμοποιούνταν για την ενίσχυση των τοιχωμάτων είτε θα μεταφέρονταν στο γειτονικό κεραμείο Αλατίνι, για την κατασκευή πλίνθων. Ακόμη και σήμερα, αυτός ο σχεδιασμός εξυπηρετεί την πόλη.

*Διαβάστε περισσότερα στη «ΜτΚ» που κυκλοφορεί σήμερα Σάββατο 16.09.2023 και αύριο Κυριακή 17.09.2023

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία