ΑΠΟΨΕΙΣ

Νοσταλγικές πρωτοχρονιές

 29/12/2019 18:01

Είναι στη φύση μας η νοσταλγία. Ιδιαιτέρως τέτοιες μέρες που νιώθουμε το χρόνο να φεύγει και χαιρόμαστε για να μην τα βάψουμε μαύρα.

Κάνουμε και απολογισμό του τι πήγε καλά και τι άσχημα τη χρονιά που πέρασε, και προβλέψεις για τη χρονιά που έρχεται.

Η εφημερίδα αυτή έχει μακρά ιστορία από την οθωμανική, ακόμη, Θεσσαλονίκη. Είδε και έζησε όλα τα συνταρακτικά γεγονότα που σημάδεψαν τον τόπο το δύσκολο 20ό αιώνα. Κάπου το 1996 έκανε το μεγάλο κύκλο της και από τότε προσπαθεί να προσαρμοστεί σε μία νέα πραγματικότητα. Οι επανεκδόσεις της είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που σημάδεψε τη διαχρονία της. Όσο και αν φαίνεται παράξενο, οι εφημερίδες είναι πράγματα ζωντανά. Έχουν συναισθήματα. Χαίρονται, λυπούνται, αγωνιούν. Και πολλές φορές πεθαίνουν με αυτούς που τα δημιούργησαν, ή, τέλος πάντων τα κράτησαν στη ζωή.

Η «Μακεδονία» δίνει σήμερα αξιοπρόσεκτο παρών στον Τύπο της Ελλάδας. Κατά γενική ομολογία είναι μία αξιόλογη εφημερίδα και σήμερα, όπως αναμφισβήτητα υπήρξε και στο παρελθόν. Και επειδή δεν σκέφτομαι να πολιτευθώ, θα το πω απροκάλυπτα: για έναν παράξενο λόγο οι Θεσσαλονικείς δεν τιμούν τα προσπάθειες που γίνονται στον τόπο τους. Εν πάση περιπτώσει, για την κοινωνία των Θεσσαλονικέων ας αποφανθούν πρώτα οι κοινωνιολόγοι. Αν βγάλουν άκρη αυτοί, θα συνεχίσουμε και εμείς.

Στην εφημερίδα αυτή και ιδιαιτέρως στη μικρότερη αδελφή της, τη «Θεσσαλονίκη», από την οποία προερχόμαστε δημοσιογραφικά και η οποία εξεμέτρησε το ζην το γιορταστικό κλίμα άρχιζε από τον Νοέμβριο. Από τότε, έως τις 20 Ιανουαρίου κάποιος γιόρταζε. Από όλα τα κεράσματα θυμάμαι το γλασέ κάστανο του Γιάννη Μυλαράκη. Το περιέβαλε και με κάποιο καλλιτεχνικό πνεύμα, όπως άρμοζε στον προϊστάμενο του καλλιτεχνικού ρεπορτάζ της εφημερίδας.

Η «Θεσσαλονίκη» άφησε το στίγμα της την περίοδο που εκδόθηκε. Από τις αρχές του ’60, στην αρχή με τον Γιώργο Μπέρτσο και στη μακρά συνέχεια με τον Αντώνη Κούρτη και προ το τέλος τον Αντώνη Πεκλάρη έπιασε τον παλμό της δημοκρατικής και προβληματιζόμενης κοινωνίας της πόλης.

Πέρα από το τοπικό και περιφερειακό της ρεπορτάζ, τη χαρακτήριζαν τρεις μεγάλες ενότητες: το εκπαιδευτικό, από το οποίο ξεκίνησα και εγώ (στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης δεν υπήρχε φοιτητής στο πανεπιστήμιο που να μην κρατούσε στα χέρια του τη «Θεσσαλονίκη»), τα αθλητικά και την περίφημη «Τρίτη Σελίδα», την επιμέλεια της οποίας είχε ο Χρήστος Μεμής. Στη σελίδα αυτή παρουσιάζονταν μεταφράσεις για τα διεθνή γεγονότα από τις εγκυρότερες ευρωπαϊκές εφημερίδες και περιοδικά, σε μια εποχή που το σχετικό ενδιαφέρον των αθηναϊκών εφημερίδων ήταν περιορισμένο.

Ο Φίλιππος Τσακίρης από τα αγγλικά, ο Γιώργος Ζαμπάκας από τα γαλλικά, ο Γιάννης Χρυσάφης από τα ιταλικά και ο πολύς Θόδωρος Ιωαννίδης, ο επονομαζόμενος και ατζιλούλφο, (ο πρωταγωνιστής του «Ανύπαρκτου Ιππότη» του Ίταλο Καλβίνο) επίσης από τα ιταλικά, ήταν η dream team των μεταφράσεων. Δεν έχω καμιά αμφιβολία πως την ιστορία τη γράφουν οι παρέες.

Τέτοιες μέρες, λοιπόν, διαβάζαμε, και μαθαίναμε, τι γίνεται στον κόσμο (internet δεν υπήρχε) από δημοσιογράφους παγκοσμίου βεληνεκούς όπως ο André Fontaine και ο Eric Rouleau της «Le Monde» (ο Eric Rouleau γεννήθηκε στο Κάιρο και ο Μιτεράν τον έκανε πρέσβη στην αρχή στην Τυνησία και στη συνέχεια στην Τουρκία, κυκλοφορούσε, δε, με κελεμπία. Επί δικτατορίας συμπαραστάθηκε και στην ελληνική αντίσταση), τον Ignacio Ramonet της «Le Monde Diplomatique», τον Serge July της «Liberation», τον Eugenio Scalfaro της Ιταλικής «Republica», τις ανταποκρίσεις της «Corriere della Serra» και της «La Stampa» από τη Μόσχα, τις θεωρητικές αναλύσεις για τον ευρωκομμουνισμό από την ιταλική «L’ Unita» και τη γαλλική «L’ Humanité», τις διαφοροποιήσεις της Rossana Rossanda στο «Il manifesto», τον Uberto Eco από το «L’ Espresso», εξαιρετικές αναλύσεις από το «Panorama», το «L’ Express», το «Le Point», το «Nouvel Observateur», ιατρικά από το «Lancet», επιστημονικά από το «Scientific Americaine», το «Scientist». Αλλά και από τους δικούς μας στο «Βήμα» κυρίως, τον Μιχάλη Ράπτη (Pablo) για τις διεθνείς εξελίξεις και Ξενοφώντα Ζολώτα για την οικονομία. Οι κατοπινοί δεν μπόρεσαν να τους φτάσουν.

Ο Μιχάλης Ράπτης, πιθανώς, σε πολλούς νέους να μη λέει τίποτε. Υπήρξε ηγετική μορφή του διεθνούς τροτσκιστικού κινήματος και γραμματέας της «Τετάρτης Διεθνούς». Υποστήριξε την αλγερινή επανάσταση. Γνωριζόταν με τον Ανδρέα Παπανδρέου και υποστήριξε τους Σέρβους τη δεκαετία του ’90. Κάτι για το οποίο οι άκαπνοι νεοσσοί του τροτσκιστικού κινήματος στην Ελλάδα τον κατηγόρησαν.

Οι δυνατότητες που υπήρχαν για διεθνή ενημέρωση στην προ internet εποχή, δεκαετίες ’70, ’80, ως τα μέσα του ’90), ήταν περιορισμένες. Είτε από τις μεταφράσεις, όπως της «Θεσσαλονίκης» είτε από ξένα έντυπα στο βιβλιοπωλείο του «Μόλχο».

Οι ηγέτες στον βαλκανικό μας περίγυρο που κυριαρχούσαν ήταν ο Τίτο και ο Εμβέρ Χότζα. Το διεθνή Τύπο απασχολούσε, κυρίως, το μέλλον των χωρών τους μετά το θάνατό τους. Οι εφημερίδες στην Ευρώπη προεξοφλούσαν πως η Γιουγκοσλαβία δεν θα μπορούσε να μείνει ενωμένη μετά το θάνατο του Τίτο. Πέθανε το 1980 και οι προβλέψεις επιβεβαιώθηκαν.

Ο Χότζα απασχολούσε και αυτός την ευρωπαϊκή επικαιρότητα λόγω της πρωτοτυπίας, υποτίθεται, του καθεστώτος του. Τους κατήγγελλε όλους (Αμερικανούς, Ρώσους, Κινέζους) και κάλυπτε την αγριότητά του, προβάλλοντας ένα «καθαρό» κομμουνιστικό πρότυπο. Είχε οργανώσεις που τον υποστήριζαν ακόμη και στη Θεσσαλονίκη. Πέθανε το 1985. Είχε κινήσει τόσο την περιέργειά μου που έγραψα ένα δισέλιδο αφιέρωμα, το οποίο δημοσίευσε η «Θεσσαλονίκη».

Ήταν από τις ελάχιστες φορές που στον ελληνικό τύπο γινόταν αναφορά και στο Κόσοβο, κάτι που μου θύμιζε επανειλημμένως ο γενικός πρόξενος της Γιουγκοσλαβίας στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος ήταν Κοσοβάρος. Στο προξενείο της Θεσσαλονίκης η Γιουγκοσλαβία τοποθετούσε διπλωμάτες της είτε από το Κόσοβο είτε από τα Σκόπια.

Είχα, ήδη, επιστρέψει από το στρατό, τα εκπαιδευτικά δεν με ικανοποιούσαν (τα ανέλαβε η επόμενη, από μένα, γενιά στη εφημερίδα) και κάπου στα 1988 ζήτησα από τη διεύθυνση της εφημερίδας να πραγματοποιήσω μία επίσκεψη στο Βελιγράδι.

Πέρασα από τα Σκόπια (στην επικαιρότητα ήταν μία, ακόμη, αντιπαράθεση με την Ελλάδα και έφθασα στη γιουγκοσλαβική πρωτεύουσα με τρένο. Επικοινώνησα, αμέσως, με τον α’ γραμματέα της πρεσβείας μας τον Άκη Αμοιρίδη. Είχε το προξενικό γραφείο. Τον γνώριζα καλά και ήταν αυτός που με παρότρυνε να πραγματοποιήσω αυτό το ταξίδι. Κάτι διαισθανόταν ότι θα άλλαζε.

Ήταν καλός φίλος ο Άκης, ο οποίος είχε τραγικό τέλος ως πρέσβης στη Βραζιλία. Επιζητούσε τις δύσκολες εμπειρίες. Είχε ζητήσει να τοποθετηθεί στη Λιβύη, από όπου απεσύρθη με την κορύφωση των αποσταθεροποιητικών γεγονότων στη χώρα. Ήταν ο τελευταίος πρέσβης της Ελλάδας στη χώρα του Καντάφι, που σήμερα σπαράσσεται από τον εμφύλιο.

Ο Άκης οργάνωσε μια συνάντηση το βράδυ στο σπίτι του, για να γνωρίσω ορισμένες προσωπικότητες του Βελιγραδίου. Εκείνο που μου έμεινε από τη συνάντηση αυτή ήταν το ερώτημά τους, που τους έβγαινε αυθόρμητα: γιατί μαλώνετε με τους Μακεδόνες;

Ποιους Μακεδόνες, αναρωτήθηκα. Μιλάμε για το 1988. Η Γιουγκοσλαβία ήταν ενωμένη και το σκοπιανό δεν είχε, ακόμη, αναδυθεί στην επικαιρότητα. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως τους γείτονές μας τους έλεγαν «Μακεδόνες».

Στην πορεία και αυτό συνέβη αλλά και πολλά άλλα. Οι αλλαγές του 1989 με βρήκαν προετοιμασμένο χάρη σ’ αυτήν την επίσκεψη στο Βελιγράδι.

Για τη «Θεσσαλονίκη» στην αρχή και για την ΕΡΤ3 στη συνέχεια κάλυψα τις δραματικές εξελίξεις στα Βαλκάνια από το 1989 έως το 2008, ημέρα που ανακηρύχθηκε η ανεξαρτησία του Κοσόβου.

Ένας κύκλος αίματος έκλεισε. Οι προσωπικές εμπειρίες ήταν συγκλονιστικές. Από τέτοια τραγικά γεγονότα ο καθένας βγαίνει άλλος άνθρωπος.

Συναντήθηκα, σε διάφορες ευκαιρίες, με όλους τους μεγάλους πρωταγωνιστές αυτού του δράματος. Ένα συγκλονιστικό οδοιπορικό από το Σπλιτ στο πολιορκημένο Σεράγεβο, το 1995, και τα λόγια ενός γέροντα στο χωριό που συνελήφθη ο Μλάντιτς, «γιατί το κάνετε αυτό, αφήστε τον άνθρωπο στο δράμα του», όταν έκανα το stand up για την ΕΡΤ3, μου έρχονται αβίαστα στο νου.

Έκλεισε ο κύκλος των εθνικισμών στα Βαλκάνια; Όχι. Αβίαστα όχι.

Οι βαλκανικές χώρες είχαν άλλου είδους εμπειρίες από το 1945 έως το 1989. Διαμόρφωσαν άλλα ιδεολογήματα, άλλες εμπειρίες και άλλες φαντασιώσεις αυτόν τον μισό, σχεδόν, αιώνα. Το έθνος και το εθνικό κράτος είχαν άλλη προσέγγιση από τα κομμουνιστικά καθεστώτα, τα οποία, υποτίθεται, διαμόρφωναν και το νέο κομμουνιστή άνθρωπο.

Ο άνθρωπος αυτός δεν διαμορφώνεται σε μία ή δύο γενιές. Είναι αμφίβολο και αν μπορεί να διαμορφωθεί. Βγήκε, πάντως, από την κομμουνιστική περιπέτεια με έντονα εθνικιστικά χαρακτηριστικά την περίοδο που στις δυτικές Δημοκρατίες οι κοινωνίες ξεπερνούσαν τα αρνητικά στοιχεία του εθνικισμού.

Η Ελλάδα και η ελληνική κοινωνία έχουν τις δύο αυτές αδυναμίες. Από τη μια τις εμμονές των γειτονικών λαών σε κάτι που ακόμη βιώνουν (έναν παρωχημένο εθνικισμό) και από την άλλη ανερμάτιστες αποδομητικές τάσεις στο εσωτερικό.

Το αποτέλεσμα είναι η αβεβαιότητα την οποία δημιουργεί η προκλητική συμπεριφορά ενός άλλου γείτονα, της Τουρκίας, η οποία δεν βίωσε την κομμουνιστική εμπειρία. Αλλά διακρίνεται από τα ίδια χαρακτηριστικά. Ένας ακραίος εθνικισμός υπό την ιδεολογία του «τουρκισμού» γίνεται συνεχώς απειλητικός, επιδιώκοντας την ανασύσταση της ιστορικά παρωχημένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Την ώρα που η Ελλάδα μέσα από τις ευρωπαϊκές διεργασίες αναζητά, όπως και οι άλλες χώρες της Ένωσης, μία νέα μορφή πολιτειακής συγκρότησης χωρίς να χάνουν την ταυτότητά τους οι λαοί, χωρίς οι εθνικισμοί να γίνονται απειλητικοί, διαμορφώνοντας μια νέα ευρωπαϊκή ταυτότητα, οι γείτονές της ζουν σε έναν άλλο ιστορικό χρόνο.

Η ταυτότητα αυτή δεν μπορεί να είναι εθνική. Δεν υπάρχει ευρωπαϊκό έθνος. Μπορεί, όμως, να είναι πολιτιστική.

Θα ενταχθούν στην προσπάθεια αυτή και οι άλλες βαλκανικές χώρες; Δεν είναι σίγουρο πως το θέλουν όλες.

Πώς συνδυάζει η Ελλάδα την ευρωπαϊκή προοπτική, η οποία στο πολιτικό και αμυντικό επίπεδο είναι άδηλη, αλλά στο πολιτιστικό συγκροτείται, με την αντιμετώπιση του επιθετικού εθνικισμού των γειτόνων της;

Αυτό είναι ένα από τα σοβαρά ερωτήματα που αντιμετωπίζει η χώρα.

Το δεύτερο είναι οι οικονομικές και τεχνολογικές της επιλογές. Τι θα κάνει και τι θα μπορούσε να κάνει.

Και, τέλος, τόσο η Ελλάδα όσο και ο υπόλοιπος κόσμος θα αντιμετωπίσει τη νέα, παγκόσμια, ταξική αντίθεση: μεταξύ των «από κάπου» και των «οπουδήποτε».

Οι πρώτοι είναι τα θύματα της παγκοσμιοποίησης και αυτοί που αναζητούν πατρίδα και κοινωνία μέσα στην οποία θα προστατευτούν. Θέλουν να βρίσκονται «κάπου».

Οι δεύτεροι είναι οι ευνοημένοι της παγκοσμιοποίησης. Βρίσκονται οπουδήποτε και δεν τους ενδιαφέρει αν είχαν ή έχουν κοινές ιστορικές ή άλλες αναφορές με τους πρώτους.

Είναι λάθος για την αριστερά -που υποτίθεται ότι μεριμνά για τα ασθενέστερα στρώματα- να συντάσσεται με τους θύτες.

Ο παλιός εθνικισμός τελείωσε αλλά οι ασθενέστερες τάξεις αναζητούν μια νέα αναφορά.

Αυτά τα ζητήματα θα προσεγγίσουμε σε επόμενα άρθρα τη χρονιά που μας έρχεται.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Επειδή ο χρόνος είναι αδυσώπητος, αφιερώνω το κείμενο στους φίλους και συναδέλφους που μας άφησαν: Αντώνη Πεκλάρη, Γιάννη Μυλαράκη, Σταύρο Ρεπανά, Λάζαρο Χατζηνάκο, Φίλιππο Τσακίρη, Χρήστο Αρνομάλλη, Αντώνη Γραμμενίδη. Έχω ξεκόψει από την παρέα. Ελπίζω να μην υπάρχουν και άλλοι.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 29 Δεκεμβρίου 2019