ΑΠΟΨΕΙΣ

Αδιαφορία, απογοήτευση και θυμός

Κάποιοι «αναλυτές», για να ξεμπερδεύουν, μας χαρακτηρίζουν τους Θεσσαλονικείς «υπερσυντηρητικούς», κάποιοι άλλοι «μίζερους», κάποιοι πως εμφορούμαστε από συναισθήματα ζηλοφθονίας προς την Αθήνα κ.ά.

 21/04/2024 20:00

Αδιαφορία, απογοήτευση και θυμός

Μιχάλης Αλεξανδρίδης

Παρακολουθώ με θυμό αυτήν την κουβέντα που γίνεται για την «ειδική εκλογική στρατηγική» της κυβέρνησης αλλά και των δύο «κυβερνητικών» κομμάτων της αντιπολίτευσης για την Θεσσαλονίκη και την ευρύτερη περιοχή της.

Δημοσιογράφοι, πολιτικοί αναλυτές, επιτελείς κομμάτων, δημοσκόποι, σύμβουλοι επικοινωνίας, διαφημιστές και όλοι όσοι εμπλέκονται εμμέσως ή ευθέως με την ανάλυση της εκλογικής συμπεριφοράς των ψηφοφόρων και την διαμόρφωση των σχεδιασμών της προεκλογικής δραστηριότητας Νέας Δημοκρατίας, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, αντιμετωπίζουν τους Θεσσαλονικείς και τους Μακεδόνες, ωσάν να πρόκειται για ένα ιδιόμορφο κοινό, που δεν έχουμε νορμάλ εκλογική στάση.

Σαν να έχει κάτι το νερό μας, ή είμαστε τίποτα πειραγμένοι, με εμμονές και κριτήρια που κινούνται στη σφαίρα της μεταφυσικής.

Αυτό βεβαίως γίνεται γιατί αδυνατούν να ερμηνεύσουν τους λόγους που οι Θεσσαλονικείς και οι Μακεδόνες, ψηφίζουμε διαφορετικά από την υπόλοιπη χώρα και περιορίζονται στο να μας θυμούνται προεκλογικά, να μας υπόσχονται πολλά και να μας μοιράζουν… καθρεφτάκια.

Δεν μπορούν να εξηγήσουν γιατί εδώ είναι μικρότερα τα ποσοστά που συγκεντρώνουν τα τρία «κυβερνητικά» κόμματα (Νέα Δημοκρατία, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ) και γιατί τα προσωποπαγή κόμματα -φρούτα της εποχής- έχουν καλύτερες εκλογικές επιδόσεις (Βελόπουλος, Λεβέντης, ΝΙΚΗ κλπ).

Κάποιοι «αναλυτές», για να ξεμπερδεύουν, μας χαρακτηρίζουν «υπερσυντηρητικούς», κάποιοι άλλοι «μίζερους», κάποιοι πως εμφορούμαστε από συναισθήματα ζηλοφθονίας προς την Αθήνα κ.ά.

Ουδείς τους εξηγεί πως η Θεσσαλονίκη και η Μακεδονία, για δεκαετίες λειτουργούσε σαν μια περίκλειστη περιοχή που δεν επικοινωνούσε (οικονομικά, κοινωνικά κλπ) με τους κατοίκους των γειτονικών χωρών (Αλβανία, Σκόπια, Βουλγαρία).

Ουδείς τους εξηγεί ότι τα τελευταία δέκα χρόνια που η Θεσσαλονίκη μπορούσε να παίξει ρόλο μητροπολιτικού κέντρου στα νότια βαλκάνια, παρεμποδίστηκε από το συγκεντρωτικό ελληνικό κράτος το οποίο έκοψε κάθε προοπτική αποκεντρωμένης λειτουργίας, ακρωτηριάζοντας τις έτσι κι αλλιώς περιορισμένες δυνατότητες της πόλης να αποφασίζει, να σχεδιάζει και να εφαρμόζει πολιτικές οικονομικής διείσδυσης στις όμορες χώρες. (Το υπουργείο Μακεδονίας Θράκης υποβαθμίστηκε εισέτι σε υφυπουργείο παρευρίσκομαι και χαιρετίζω, το γραφείο του πρωθυπουργού έγινε ταχυδρομείο υπομνημάτων, κάθε περιφερειακή λειτουργία διακόπηκε (τομείς χρηματοδοτήσεων, δημόσιας υγείας, οργανισμός ρυθμιστικού κλπ). (Ακόμη και η ΕΡΤ3 που με τόσο κόπο δημιουργήθηκε και έπαιζε κάποιο ρόλο, υποβιβάστηκε σε παράρτημα της ΕΡΤ, δίχως οικονομική και προγραμματική αυτονομία).

Όπως και ουδείς τους εξηγεί πως σε μια χώρα στην οποία όλοι οι σχεδιασμοί γίνονται με βάση το κέντρο-επαρχία (όπου ως κέντρο θεωρείται η Αθήνα, τα κοσμικά νησιά και η μισή Βοιωτία και επαρχία η υπόλοιπη επικράτεια), οι περιοχές και οι πόλεις που θα μπορούσαν να παίξουν ρόλο περιφερειακού κέντρου και να ανθίσουν οικονομικά ως τέτοιο, θα μπουν σε τροχιάς διαρκούς υποβάθμισης και απώλειας δραστηριοτήτων κι εσόδων.



Θα μου πείτε ποιος να τους τα εξηγήσει αυτά όταν όποια φωνή αμφισβητήσει την υπερσυγκέντρωση πόρων κι αρμοδιοτήτων στην Αττική, αυτόματα χαρακτηρίζεται τοπικιστική και υπονομευτική και απομονώνεται μέχρι να υποταχθεί πλήρως ή άλλως εξοστρακίζεται ο φορέας της από το πολιτικό γίγνεσθαι.

Κάπως έτσι, η εκπροσώπηση της πόλης παραμένει πολυδιασπασμένη, βουβή και ακίνδυνη, οι φορείς περιορίζονται σε μικροδιευθετήσεις ασήμαντων θεμάτων και όλοι μαζί παρατηρούμε τη μοίρα μας ανήμποροι να αναστρέψουμε την πορεία υποβάθμισης της περιοχής μας.

Με αυτά ως δεδομένα, ας συνειδητοποιήσουν πως η απογοήτευση που επικρατεί είναι μαζικό φαινόμενο και πως σύντομα αυτή θα εξελιχθεί σε θυμό, καθώς το καθεστώς εθελοδουλίας κάποτε θα φτάσει στα όρια του.

Και μιας ο λόγος για όρια, τα κόμματα, μάλλον δεν έχουν συνειδητοποιήσει πώς και η ψηφοθηρία έχει... τέτοια. Έτσι, ενόψει ευρωεκλογών ζούμε και πάλι στον πυρετό των σελέμπριτιζ, που για μία ακόμη φορά σε μία εκλογική αναμέτρηση μπαίνουν στα ψηφοδέλτια, εκτοπίζοντας ανθρώπους με «ένσημα» στην πολιτική ή την επιστήμη. Τόσα και τόσα έγιναν σε εγχώριο όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο με επιλογές που βασίστηκαν στο lifestyle και στην αναγνωρισιμότητα κι όμως μυαλό δε βάζουν οι «κομματάρχες».

Ακολουθώντας το δρόμο των επιχειρηματιών κάθε είδους που κερδοσκοπούν και κάνουν κόλπα για το γρήγορο και εύκολο κέρδος, έτσι και τα κόμματα επιλέγουν αναγνωρίσιμα πρόσωπα για τις εύκολες ψήφους. Και τότε στο παιχνίδι μπαίνουν οι οπαδοί που επιτίθενται εν χορώ στο αντίπαλο κόμμα όταν εκείνο επιλέγει ανθρώπους που θεωρητικά δεν έχουν σχέση με τον ρόλο που καλούνται να υπερασπιστούν εάν εκλεγούν, όμως όταν ο δικός τους αρχηγός επιλέξει κάποιο τέτοιο πρόσωπο, κρύβονται πίσω από ένα ιδιότυπο «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» και με μότο το «όλοι τα ίδια κάνουν» δίνουν... συγχωροχάρτι.

Δε θέλω, φυσικά, να πω πως πρέπει να αποκλείονται οι σελέμπριτιζ από τα ψηφοδέλτια. Πάντοτε υπήρχαν στην πολιτική και αυτοί και για να λέμε του στραβού το δίκιο, η Ελλάδα και καλά τα πάει αν σκεφτεί κανείς πώς δεν έβγαλε ούτε Ρίγκαν, ούτε Τραμπ, ούτε Μπερλουσκόνι στα ανώτερα και ανώτατα αξιώματα, ούτε, βέβαια, οι σελέμπριτιζ είναι φύσει κακοί και ανίκανοι.

Άλλωστε, είχαμε ως χώρα την τύχη να έχουμε τη Μελίνα Μερκούρη στα υπουργικά έδρανα...

Η ιστορία με τους σελέμπριτις στην πολιτική δεν είναι καινούρια. Παλιά, προ της ιδιωτικής τηλεόρασης δηλαδή, σελέμπριτις υπό μία έννοια ήταν οι ακαδημαϊκοί, όπως ο Τσάτσος, οι οποίοι συνέπαιρναν το λαό με το κύρος τους και κέρδιζαν με άνεση ψήφους. Γρήγορα, βέβαια, οδηγηθήκαμε σε... υπερκατανάλωση καθηγητών με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να βγει το ρητό «αν θες να διαλύσεις κάτι, βάλε έναν καθηγητή».

Μετά περάσαμε στους καλλιτέχνες πρώτης γραμμής από το σινεμά, το θέατρο και τη μουσική και σιγά σιγά αυτοί έδωσαν τη θέση τους στους TV stars για να συζητάμε πια για... Αυτιάδες, Παπανώτες, Μελέτηδες κλπ.

Ας ελπίσουμε, αυτή τη φορά οι ψηφοφόροι να βάλουν τα γυαλιά στα κόμματα με την κοντή... μνήμη και να επιλέξουν ευρωβουλευτές που μπορούν να σταθούν επάξια στις Βρυξέλλες, εκπροσωπώντας τα συμφέροντα της χώρας μας, υπερασπιζόμενοι τις αξίες της ευρωπαϊκής οικογένειας, μακριά από το γυαλί ή τα μικρόφωνα.


* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 21.04.2024

Παρακολουθώ με θυμό αυτήν την κουβέντα που γίνεται για την «ειδική εκλογική στρατηγική» της κυβέρνησης αλλά και των δύο «κυβερνητικών» κομμάτων της αντιπολίτευσης για την Θεσσαλονίκη και την ευρύτερη περιοχή της.

Δημοσιογράφοι, πολιτικοί αναλυτές, επιτελείς κομμάτων, δημοσκόποι, σύμβουλοι επικοινωνίας, διαφημιστές και όλοι όσοι εμπλέκονται εμμέσως ή ευθέως με την ανάλυση της εκλογικής συμπεριφοράς των ψηφοφόρων και την διαμόρφωση των σχεδιασμών της προεκλογικής δραστηριότητας Νέας Δημοκρατίας, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, αντιμετωπίζουν τους Θεσσαλονικείς και τους Μακεδόνες, ωσάν να πρόκειται για ένα ιδιόμορφο κοινό, που δεν έχουμε νορμάλ εκλογική στάση.

Σαν να έχει κάτι το νερό μας, ή είμαστε τίποτα πειραγμένοι, με εμμονές και κριτήρια που κινούνται στη σφαίρα της μεταφυσικής.

Αυτό βεβαίως γίνεται γιατί αδυνατούν να ερμηνεύσουν τους λόγους που οι Θεσσαλονικείς και οι Μακεδόνες, ψηφίζουμε διαφορετικά από την υπόλοιπη χώρα και περιορίζονται στο να μας θυμούνται προεκλογικά, να μας υπόσχονται πολλά και να μας μοιράζουν… καθρεφτάκια.

Δεν μπορούν να εξηγήσουν γιατί εδώ είναι μικρότερα τα ποσοστά που συγκεντρώνουν τα τρία «κυβερνητικά» κόμματα (Νέα Δημοκρατία, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ) και γιατί τα προσωποπαγή κόμματα -φρούτα της εποχής- έχουν καλύτερες εκλογικές επιδόσεις (Βελόπουλος, Λεβέντης, ΝΙΚΗ κλπ).

Κάποιοι «αναλυτές», για να ξεμπερδεύουν, μας χαρακτηρίζουν «υπερσυντηρητικούς», κάποιοι άλλοι «μίζερους», κάποιοι πως εμφορούμαστε από συναισθήματα ζηλοφθονίας προς την Αθήνα κ.ά.

Ουδείς τους εξηγεί πως η Θεσσαλονίκη και η Μακεδονία, για δεκαετίες λειτουργούσε σαν μια περίκλειστη περιοχή που δεν επικοινωνούσε (οικονομικά, κοινωνικά κλπ) με τους κατοίκους των γειτονικών χωρών (Αλβανία, Σκόπια, Βουλγαρία).

Ουδείς τους εξηγεί ότι τα τελευταία δέκα χρόνια που η Θεσσαλονίκη μπορούσε να παίξει ρόλο μητροπολιτικού κέντρου στα νότια βαλκάνια, παρεμποδίστηκε από το συγκεντρωτικό ελληνικό κράτος το οποίο έκοψε κάθε προοπτική αποκεντρωμένης λειτουργίας, ακρωτηριάζοντας τις έτσι κι αλλιώς περιορισμένες δυνατότητες της πόλης να αποφασίζει, να σχεδιάζει και να εφαρμόζει πολιτικές οικονομικής διείσδυσης στις όμορες χώρες. (Το υπουργείο Μακεδονίας Θράκης υποβαθμίστηκε εισέτι σε υφυπουργείο παρευρίσκομαι και χαιρετίζω, το γραφείο του πρωθυπουργού έγινε ταχυδρομείο υπομνημάτων, κάθε περιφερειακή λειτουργία διακόπηκε (τομείς χρηματοδοτήσεων, δημόσιας υγείας, οργανισμός ρυθμιστικού κλπ). (Ακόμη και η ΕΡΤ3 που με τόσο κόπο δημιουργήθηκε και έπαιζε κάποιο ρόλο, υποβιβάστηκε σε παράρτημα της ΕΡΤ, δίχως οικονομική και προγραμματική αυτονομία).

Όπως και ουδείς τους εξηγεί πως σε μια χώρα στην οποία όλοι οι σχεδιασμοί γίνονται με βάση το κέντρο-επαρχία (όπου ως κέντρο θεωρείται η Αθήνα, τα κοσμικά νησιά και η μισή Βοιωτία και επαρχία η υπόλοιπη επικράτεια), οι περιοχές και οι πόλεις που θα μπορούσαν να παίξουν ρόλο περιφερειακού κέντρου και να ανθίσουν οικονομικά ως τέτοιο, θα μπουν σε τροχιάς διαρκούς υποβάθμισης και απώλειας δραστηριοτήτων κι εσόδων.



Θα μου πείτε ποιος να τους τα εξηγήσει αυτά όταν όποια φωνή αμφισβητήσει την υπερσυγκέντρωση πόρων κι αρμοδιοτήτων στην Αττική, αυτόματα χαρακτηρίζεται τοπικιστική και υπονομευτική και απομονώνεται μέχρι να υποταχθεί πλήρως ή άλλως εξοστρακίζεται ο φορέας της από το πολιτικό γίγνεσθαι.

Κάπως έτσι, η εκπροσώπηση της πόλης παραμένει πολυδιασπασμένη, βουβή και ακίνδυνη, οι φορείς περιορίζονται σε μικροδιευθετήσεις ασήμαντων θεμάτων και όλοι μαζί παρατηρούμε τη μοίρα μας ανήμποροι να αναστρέψουμε την πορεία υποβάθμισης της περιοχής μας.

Με αυτά ως δεδομένα, ας συνειδητοποιήσουν πως η απογοήτευση που επικρατεί είναι μαζικό φαινόμενο και πως σύντομα αυτή θα εξελιχθεί σε θυμό, καθώς το καθεστώς εθελοδουλίας κάποτε θα φτάσει στα όρια του.

Και μιας ο λόγος για όρια, τα κόμματα, μάλλον δεν έχουν συνειδητοποιήσει πώς και η ψηφοθηρία έχει... τέτοια. Έτσι, ενόψει ευρωεκλογών ζούμε και πάλι στον πυρετό των σελέμπριτιζ, που για μία ακόμη φορά σε μία εκλογική αναμέτρηση μπαίνουν στα ψηφοδέλτια, εκτοπίζοντας ανθρώπους με «ένσημα» στην πολιτική ή την επιστήμη. Τόσα και τόσα έγιναν σε εγχώριο όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο με επιλογές που βασίστηκαν στο lifestyle και στην αναγνωρισιμότητα κι όμως μυαλό δε βάζουν οι «κομματάρχες».

Ακολουθώντας το δρόμο των επιχειρηματιών κάθε είδους που κερδοσκοπούν και κάνουν κόλπα για το γρήγορο και εύκολο κέρδος, έτσι και τα κόμματα επιλέγουν αναγνωρίσιμα πρόσωπα για τις εύκολες ψήφους. Και τότε στο παιχνίδι μπαίνουν οι οπαδοί που επιτίθενται εν χορώ στο αντίπαλο κόμμα όταν εκείνο επιλέγει ανθρώπους που θεωρητικά δεν έχουν σχέση με τον ρόλο που καλούνται να υπερασπιστούν εάν εκλεγούν, όμως όταν ο δικός τους αρχηγός επιλέξει κάποιο τέτοιο πρόσωπο, κρύβονται πίσω από ένα ιδιότυπο «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» και με μότο το «όλοι τα ίδια κάνουν» δίνουν... συγχωροχάρτι.

Δε θέλω, φυσικά, να πω πως πρέπει να αποκλείονται οι σελέμπριτιζ από τα ψηφοδέλτια. Πάντοτε υπήρχαν στην πολιτική και αυτοί και για να λέμε του στραβού το δίκιο, η Ελλάδα και καλά τα πάει αν σκεφτεί κανείς πώς δεν έβγαλε ούτε Ρίγκαν, ούτε Τραμπ, ούτε Μπερλουσκόνι στα ανώτερα και ανώτατα αξιώματα, ούτε, βέβαια, οι σελέμπριτιζ είναι φύσει κακοί και ανίκανοι.

Άλλωστε, είχαμε ως χώρα την τύχη να έχουμε τη Μελίνα Μερκούρη στα υπουργικά έδρανα...

Η ιστορία με τους σελέμπριτις στην πολιτική δεν είναι καινούρια. Παλιά, προ της ιδιωτικής τηλεόρασης δηλαδή, σελέμπριτις υπό μία έννοια ήταν οι ακαδημαϊκοί, όπως ο Τσάτσος, οι οποίοι συνέπαιρναν το λαό με το κύρος τους και κέρδιζαν με άνεση ψήφους. Γρήγορα, βέβαια, οδηγηθήκαμε σε... υπερκατανάλωση καθηγητών με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να βγει το ρητό «αν θες να διαλύσεις κάτι, βάλε έναν καθηγητή».

Μετά περάσαμε στους καλλιτέχνες πρώτης γραμμής από το σινεμά, το θέατρο και τη μουσική και σιγά σιγά αυτοί έδωσαν τη θέση τους στους TV stars για να συζητάμε πια για... Αυτιάδες, Παπανώτες, Μελέτηδες κλπ.

Ας ελπίσουμε, αυτή τη φορά οι ψηφοφόροι να βάλουν τα γυαλιά στα κόμματα με την κοντή... μνήμη και να επιλέξουν ευρωβουλευτές που μπορούν να σταθούν επάξια στις Βρυξέλλες, εκπροσωπώντας τα συμφέροντα της χώρας μας, υπερασπιζόμενοι τις αξίες της ευρωπαϊκής οικογένειας, μακριά από το γυαλί ή τα μικρόφωνα.


* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 21.04.2024

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία