ΑΠΟΨΕΙΣ

Ήταν τελικά ο Όργουελ καταδότης;

 15/07/2022 17:24

Πριν λίγες ημέρες παρακολούθησα τη συζήτηση στην Βουλή, που αφορούσε σε θέματα κοινωνικής πολιτικής και οικονομίας.

Εννοείται, όπως συχνά γίνεται, το ενδιαφέρον σύμπασας της πολιτικής ζωής, αλλά και των δημοσιογράφων, ήταν εστιασμένο στις αποστροφές του Πρωθυπουργού σχετικά με τον χρόνο των εκλογών. Λογικό και αναμενόμενο θα ισχυριστεί κάποιος, καθώς έχει φουντώσει η συζήτηση για την πιθανότητα προκήρυξης εκλογών μέσα στο φθινόπωρο.

Αλλά, το λογικό δεν είναι πάντα και χρήσιμο.

Η έννοια της κοινωνικής πολιτικής, όπως και εάν φορτίζεται ιδεολογικά και πολιτικά, δεν αποτελεί θέμα ευκαιρίας για άλλη μία, πανομοιότυπη με πλήθος άλλες, αντιπαράθεση παλαιάς κοπής. Η παράθεση διαφορών και συγκλίσεων, αποκαλύψεων και υπενθυμίσεων, δεν μπορεί να ολοκληρώνεται με την καταλογράφηση επιμέρους επιδομάτων και διευθετήσεων από τη μία, ούτε να εξαντλείται σε αντιπολιτευτικές αιχμές ελλείψεων και κατηγοριών, από την άλλη. Ως κοινωνική πολιτική ορίζουμε την οργανωμένη πρόνοια της Πολιτείας για την αξιοπρεπή και ισότιμη λειτουργία προς όλους τους πολίτες.

Ουσιαστικά, πρόκειται για την έκφραση του, αποδεκτού πλέον από όλους τους πολιτικούς χώρους, Κοινωνικού Κράτους, μία από τις μεγαλύτερες κατακτήσεις του προηγούμενου αιώνα. Πολύ σωστά λοιπόν ο κ. Μητσοτάκης ανέφερε ότι «κοινωνική, θα μπορούσε να ονομαστεί κάθε πολιτική», καθώς «όλες απευθύνονται τελικά στον πολίτη». Αυτές οι ιδιαίτερες, ωστόσο, κοινωνικές πολιτικές, όπως συνηθίζουμε να ορίζουμε τις προνοιακές, προϋποθέτουν οικονομική ευρωστία και, σε κάθε περίπτωση, ορθή και δίκαιη κατανομή πόρων.

Πάνω απ’ όλα Σχέδιο με εναλλακτικές, ιδιαιτέρως σε μία εποχή εφιαλτικής ρευστότητας. Και βέβαια, όπως κάθε Σχέδιο στον δημόσιο αλλά και στον ιδιωτικό τομέα, πρέπει να στηρίζεται σε δεδομένα αυστηρής επεξεργασίας. Δεδομένα, χρήσιμα όχι μόνο για όσους χαράσσουν πολιτικές, αλλά για το σύνολο της κοινωνίας, που αμήχανη και φοβισμένη αναμένει την επόμενη κρίση. Η γενική αναφορά στην αύξηση του ΑΕΠ ή στην μείωση της ανεργίας, στον αριθμό των επιδομάτων, στην αύξηση του κατώτατου μισθού και στα προγράμματα κατάρτισης, έχουν, το καθένα ξεχωριστά, το δικό του ενδιαφέρον. Και βέβαια τον αντίλογό του. Η ανησυχία αφορά στις αντιφάσεις που κρύβονται και, δυστυχώς, μένουν ανεπεξέργαστες από το σύνολο του πολιτικού κόσμου. Πως κατανέμεται η αύξηση του ΑΕΠ γεωγραφικά; Ανοίγει, όπως φαίνεται με γυμνό μάτι, η ψαλίδα ανάπτυξης μεταξύ βορρά και νότου στη χώρα; Η προσφορά εργασίας και η αντίστοιχη άρνηση εργασίας από ανέργους Έλληνες και Ελληνίδες, πώς εξηγείται; Πώς συμβαίνει ταυτοχρόνως να αναπτύσσεται με ρυθμούς, πέρα από κάθε προσδοκία, το τουριστικό ρεύμα και να αναζητούνται εργαζόμενοι με το κιάλι; Ποιος ο σχεδιασμός για την αγροτική παραγωγή, τώρα που έγινε ορατό, το φάντασμα μιας επικείμενης διατροφικής κρίσης; Τι έγιναν εκείνες οι αμήχανες πολιτικές για την επιστροφή των επιστημόνων από το εξωτερικό ή οι άλλες, για νέους αγρότες; Οι επισημάνσεις δεν αφορούν μόνον στην κυβέρνηση. Αφορούν και στην αντιπολίτευση.

Παρά την επιθυμία όλων των κομμάτων να αλλάξουν τη σχέση των πολιτών με την πολιτική, η συζήτηση μεταξύ αρχηγών, για άλλη μία φορά, έμοιαζε με μιαν αντιπαράθεση κλειστού ακροατηρίου. Ως να μην είχε σημασία η περίπτωση να παρακολουθούν πολίτες. Η αίσθηση αυτή ενισχύθηκε από την επιμονή, των αρχηγών κομμάτων, στις πολιτικές απόψεις ενός μεγάλου στοχαστή, που έφυγε από τη ζωή το 1950, του Τζορτζ Όργουελ. Ο κ. Μητσοτάκης μίλησε για την απαρέσκειά του στο καθεστώς της τότε Σοβιετικής Ένωσης και το βιβλίο του «Η Φάρμα των ζώων». Ο κ. Τσίπρας ανέδειξε τις σοσιαλιστικές πεποιθήσεις του, ενώ ο κ. Κουτσούμπας δεν παρέλειψε να υπενθυμίσει τις σχέσεις του με τις μυστικές υπηρεσίες , όπου, λέγεται ότι «έδωσε» δεκάδες κομμουνιστές. Με όλον τον σεβασμό στην Βουλή αλλά και στον Όργουελ, μου θύμισε μια γενική συνέλευση των φοιτητών του Βιολογικού αρχές ου 80, όταν οι «αυτόνομοι» προσέθεσαν στα θέματα συζήτησης αν ήταν ή όχι Έλληνας ο Χουάν Ραμόν Ρότσα Μπουμπλής. Ήταν μια συζήτηση λοιπόν η προχθεσινή, που δεν μπορώ να εκτιμήσω πόσο ενδιαφέρει τους πολίτες.

Σε έρευνα της «διαΝΕΟσις», τον περασμένο Νοέμβριο, καταγράφηκε ότι, το 80% των νέων 17-24 και περισσότερο του 82% από 25 έως 39 χρονών, πιστεύουν ότι « οι περισσότεροι πολιτικοί δεν ενδιαφέρονται για αυτά που σκέφτονται άνθρωποι όπως εγώ». Εγώ πάντως, ακόμα αναζητώ στις βιογραφίες του Όργουελ την απάντηση, που μάλλον είναι κρίσιμη για το μέλλον της χώρας: ήταν ή όχι καταδότης;

ΠΑΜΕ ΝΟΤΙΑ!

Μια φιλική πρόσκληση μου έδωσε την ευκαιρία να ταξιδέψω στο πρώιμο καλοκαίρι στην καρδιά των Κυκλάδων. Για να επιβεβαιώσω, για άλλη μία φορά, την εκτίναξη της ανάπτυξης, με όποια δεδομένα και όποιες αναφορές επιθυμεί ο καθείς να επιλέξει. Τα τελευταία χρόνια, η διαφορά στις υποδομές, τις υπηρεσίες, τη διακίνηση κεφαλαίων, στη γενική εικόνα ανάμεσα στις περιοχές του ελληνικού Νότου (πολύ παλιά το λέγαμε «κάτω από το ποτάμι») γίνεται διαρκώς εμφανέστερη.

Την αίσθησή μου αυτή προσπαθώ να μοιραστώ με φίλους και συναδέλφους στην Θεσσαλονίκη και ομολογώ ότι απογοητεύομαι. Είτε δεν έχει γίνει αντιληπτή είτε, στις περισσότερες περιπτώσεις, την προσπερνάμε με ένα νεύμα συμφωνίας αλλά και δυσφορίας για κάθε περαιτέρω ανάλυση. Βρισκόμουν λοιπόν σε ένα κατάστημα, όταν, η απάντηση ενός 35άρη πελάτη, στην κλασική ερώτηση της πωλήτριας «από πού είστε;», με έκανε να τεντώσω το αυτί μου. «Από την Θεσσαλονίκη». Ακολούθησε η σύντομη γνωστή ανταπάντηση «ωραία πόλη η Θεσσαλονίκη» για να διευκρινίσει ο Θεσσαλονικιός, μέσα σε λίγες προτάσεις, την αλήθεια που δεν θέλουμε να βλέπουμε.

Την μεταφέρω, όσο πιο αυθεντικά μπορώ. «Μπορεί να θεωρείται ωραία πόλη, αλλά εγώ, κάθε φορά που ταξιδεύω νότια, νομίζω ότι έρχομαι σε άλλη χώρα. Είμαι πολιτικός μηχανικός, με συναδέλφους κατεβαίνουμε στα νησιά, μέχρι και την Κρήτη, γιατί εδώ βρίσκουμε πάντα δουλειές. Και βέβαια μας προτιμούν γιατί είμαστε πολύ φθηνότεροι από τους αθηναίους. Η μισή χώρα αναπτύσσεται με πολύ σημαντικούς ρυθμούς. Κυκλάδες, Δωδεκάνησα, Κρήτη και Πελοπόννησος έχουν ξεφύγει. Καμία σχέση με την ωραία Θεσσαλονίκη και τις βόρειες περιφέρειες», είπε ο νεαρός και η πωλήτρια αμήχανη σταμάτησε τη συζήτηση.

Εμείς όμως εδώ στον Βορρά, μάλλον πρέπει να την ανοίξουμε.

* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 10.07.2022