ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Ιστορίες: Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, η αρχή

Στις 4 Φεβρουαρίου 1961 ανακοινώθηκε η ίδρυσή του, υπό τη διεύθυνση του Σωκράτη Καραντινού. Η απόφαση είχε ληφθεί στο υπουργικό Συμβούλιο της 13ης Ιανουαρίου

 04/02/2024 18:00

Ιστορίες: Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, η αρχή

Βασίλης Κεχαγιάς

Την πρώτη εμφάνισή του το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος έκανε μεσούσης της γερμανικής κατοχής, ως αντιστάθμισμα στην προσπάθεια των Βουλγάρων να επηρεάσουν τα πολιτιστικά πράγματα της Θεσσαλονίκης. Στις αρχές του 1945 έληξε η σύντομη ζωή αυτού του σχήματος και χρειάστηκαν δεκαπέντε έτη για να ιδρυθεί η επόμενη κρατική σκηνή της πόλης. Στο ενδιάμεσο οι Θεσσαλονικείς τρέφονταν από τις επισκέψεις θιάσων από την πρωτεύουσα, ιδίως στην περίοδο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης.

Βέβαια, οι παραστάσεις αυτές δεν ήταν ευκαταφρόνητες, αφού πρωταγωνιστούσαν η κυρία Κατερίνα, οι Λαμπέτη-Χορν, η Κοτοπούλη, ο Μυράτ, ο Λογοθετίδης, η Βάσω Μανωλίδου, ο Κατράκης, ο οποίος μάλιστα αποτελούσε ένα αποκτά στελέχη του κατοχικού θεάτρου. Αραιές ήταν και οι «άνοδοι» του Εθνικού θεάτρου, με έξοχες και μνημειώδεις παραστάσεις. 

Τον Νοέμβριο του 1960 ο Γιώργος Θεοτοκάς και ο Σωκράτης Καραντινός πέτυχαν τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή σε μία δεξίωση και του εισηγήθηκαν την ίδρυση μίας κρατικής σκηνής στη Θεσσαλονίκη. Εκείνος ζήτησε την υποβολή ενός σχεδίου και αντίστοιχου προϋπολογισμού. Πράγματι, η απαίτησή του ικανοποιήθηκε και στο υπουργικό Συμβούλιο της 13ης Ιανουαρίου του 1961 εγκρίθηκε η ίδρυση του Κρατικού Θεάτρου, με προϋπολογισμό 900.000 δραχμές το μισό ποσό από αυτό που ζητήθηκε από τον πρωθυπουργό. 

Στο ΦΕΚ της 4ης Φεβρουαρίου δημοσιεύτηκε η σχετική απόφαση και ορίσθηκε μία «Επιτροπή Οργάνωσης», με πρόεδρο τον Γιώργο Θεοτοκά και διευθυντή τον Σωκράτη Καραντινό. Το ίδιο καλοκαίρι, το νέο σχήμα, με το έργο του Σοφοκλή «Οιδίπους τύραννος», στο αρχαίο θέατρο των Φιλίππων.

Η Επιτροπή Οργάνωσης είχε ως μέλη της εξέχουσες προσωπικότητες της πνευματικής ζωής της Θεσσαλονίκης, όπως ο Στίλπων Κυριακίδης, ο Αλέξανδρος Συμεωνίδης, ο ποιητής Γιώργος Θέμελης, ο Λίνος Πολίτης. Προσλήφθηκαν είκοσι ηθοποιοί, δεκαέξι από την Αθήνα και τέσσερις από τη Θεσσαλονίκη. Άλλα δέκα άτομα προσλήφθηκαν ως τεχνικό προσωπικό.

Οι εντός της πόλης παραστάσεις φιλοξενήθηκαν από το Βασιλικό θέατρο, το οποίο στο μεταξύ είχε ανακαινισθεί και το ρεπερτόριο ήταν ο «Παπαφλέσσας» του Σπύρου Μελά και «Η κυρία με τα άσπρα γάντια» του Άγγελου Τερζάκη. Από ξένους συγγραφείς επιλέχθηκαν ο Όσκαρ Ουάλντ, με τη «Σαλώμη» και ο Ίψεν, με το έργο «Γιάννης Γαβριήλ Μπόργκμαν». 

Παρά την προσπάθεια που κατέβαλε ο Καραντινός, τα αποτελέσματα δεν ήταν σπουδαία, φυσικά και λόγω μειωμένου προϋπολογισμού. Οι Θεσσσσαλονικείς, λόγω αυξημένου αισθητικού κριτηρίου και εμπειρίας από τις αθηναϊκές παραστάσεις, γκρίνιαξαν -και σε κάποια θέματα δεν είχαν άδικο. Το σημαντικό, ωστόσο, ήταν ότι η αρχή είχε πραγματοποιηθεί.


Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ

Όπως προέβλεπε το σχέδιο, το οποίο είχε υποβάλει ο Σωκράτης Καραντινός, πόνταρε στην πρώτη θεατρική αποκέντρωση της χώρας, κάτι που θα πιστωνόταν το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Έτσι, με τα έργα της χειμερινής περιόδου, το ΚΘΒΕ πραγματοποίησε την άνοιξη την πρώτη περιοδεία του, σε πόλεις της βόρειας Ελλάδας. 

Η παρουσία κάλυψε δεκαπέντε πόλεις και το γεγονός αποτέλεσε μια από τις σημαντικότερες προσφορές, γεφυρώνοντας ένα μεγάλο κενό μεταξύ θεάτρου και επαρχίας, ιδίως στις πόλεις της Μακεδονίας. Οι περιοδείες τούτες πύκνωσαν και ακολούθησαν φθινοπωρινές αντίστοιχες, κρατώντας την εντός Θεσσαλονίκης παρουσία του στους πέντε με έξι μήνες το χρόνο.

Γρήγορα ο Καραντινός άρχισε να προσκαλεί να εργαστούν στη Θεσσαλονίκη αξιότατους σκηνοθέτες, όπως ο Σολωμός, ο Κατσέλης, ο Τουφεξής και ο Βολανάκης, κάτι που προσμετρήθηκε ασφαλώς στο ενεργητικό του. Ιδίως ο τελευταίος ενθουσίασε με έργα του Μπέκετ και του Μπρεχτ, με ολότελα πρωτοποριακή αντίληψη. 

Συγχρόνως, ο Καραντινός άρχισε να φέρνει στη σκηνή του ΚΘΒΕ καταξιωμένους πρωταγωνιστές, όπως η Συνοδινού, η Λιβυκού, ο Παπαμιχαήλ, ως έκτακτες συνεργασίες, αλλά και μόνιμες, όπως αυτές του Ζησιμάτου, του Τσακίρογλου, του Βεάκη, του Βανδή και της Βασιλάκου. Αλλά η μεγαλύτερη επιτυχία του ήταν η παρουσία της θρυλικής Κυβέλης, με εντυπωσιακά αποτελέσματα. Εκτός από τους πρωτοκλασάτους ηθοποιούς, και οι σκηνογράφοι οι οποίοι συνεργάστηκαν αποτελούσαν πρώτα ονόματα του χώρου, όπως ο Μυταράς, ο Εγγονόπουλος, ο Σπύρος Βασιλείου, ο Βακαλό, ο Στεφανάλης, ο Σαχίνης, ο Σβορώνος, ο Κονταξάκης.

Λίγα χρόνια αργότερα, τον Ιανουάριο του 1965, διορίστηκε, επί κυβερνήσεως Γεωργίου Παπανδρέου, διορίστηκε το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο του ΚΘΒΕ, με πρόεδρο τον καθηγητή Βασίλειο Τατάκη και μέλη τον καθηγητή Μιχάλη Σακελλαρίου, τον ποιητή Γ.Θ. Βαφόπουλο (υπεύθυνο της λειτουργίας, κατά την κατοχική περίοδο του θεάτρου), τον Παύλο Ζάννα, τον Δημήτριο Ταλιαδούρο, την Καλλιόπη Ζαχαροπούλου και τον Αλέξανδρο Λέτσα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, ενώ την Καλλιτεχνική Επιτροπή αποτελούσαν ο Παύλος Ζάννας, ο Μανόλης Αναγνωστάκης και ο Γεώργιος Δέλλας.

Ο Σωκράτης Καραντινός παρέμεινε επί εξαετία στη διεύθυνση του ΚΘΒΕ και η αποτίμηση του έργου του είναι ασφαλώς θετικότατη, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το γεγονός ότι σχεδίαζε επί λευκής κόλας, δίχως προηγούμενη παρουσία κρατικής θεατρικής σκηνής στη χώρα, με δυσκολίες στα οικονομικά και με την αναμενόμενη καχυποψία από την πλευρά των Θεσσαλονικέων. 

Κατάφερε και προσέδωσε έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στην αισθητική των παραστάσεων, ιδίως σε αυτές της αρχαίας τραγωδίας, την επιμέλεια και τη σκηνοθεσία των οποίων αναλάμβανε ο ίδιος.


Ο ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΜΑΡΤΥΣ

Μετά την περίοδο της επταετούς δικτατορίας, το θέατρο όφειλε να αναστηλωθεί και το 1974, με πρόεδρο του δ.σ. τον Μανόλη Ανδρόνικο (μέλη τους Νίκο Χουρμουζιάδη, Στέλιο Νέστορα, Χρύσανθο Χρήστου, Αλέκο Πέτσο, Κωνσταντίνο Κεράμεια, Μωρίς Σαλτιέλ, Κλείτο Κύπρου και Νίκο Σαχίνη), καλλιτεχνικό διευθυντή τον Μίνω Βολανάκη και καλλιτεχνική επιτροπή, υπό τον Νίκο Μπακόλα, με συνεργάτες τη Ζωή Καρέλλη και τον Γιώργο Θεοδοσιάδη. 

Ο ίδιος ο Μπακόλας γράφει σχετικά: «Για ένα διάστημα το ΚΘΒΕ κλυδωνίσθηκε, κυρίως από την ιδέα του νέου διευθυντή να δημιουργήσει παράρτημα του θεάτρου στην Αθήνα, με ένα σχήμα εκλεκτό, αλλά με το οποίο είχε αρχίσει ιδιωτική συνεργασία ο σκηνοθέτης. 

Τελικά, ολόκληρος εκείνος ο θίασος εντάχθηκε στη δύναμη του ΚΘΒΕ, παρουσίασε το «Βυσσινόκηπο» του Τσέχοφ, αλλά οι έντονες αντιγνωμίες που εκδηλώθηκαν και που δεν κατασιγάστηκαν οδήγησαν πολύ σύντομα στην παραίτηση του Διοικητικού Συμβουλίου, θόρυβο στον Τύπο και σε παρέμβαση του υπουργού με πρωτοβουλία του τότε υφυπουργού Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου. 

Για ένα διάστημα φάνηκε να αποσοβείται η κρίση και μετά από λίγο η καλλιτεχνική επιτροπή και ο πρόεδρός της (σ.σ.: ο ίδιος ο Νίκος Μπακόλας), διαφωνώντας με το Διοικητικό Συμβούλιο και το διευθυντή. Τον ίδιο καιρό παραιτήθηκε για λόγους υγείας ο Μανόλης Ανδρόνικος και πρόεδρος του δ.σ. εξελέγη ο Νίκος Χουρμουζιάδης, αλλά η καλλιτεχνική επιτροπή έμεινε για καιρό ακέφαλη.

Μετά το ταραχώδες αυτό ξεκίνημα, το Κρατικό Θέατρο με τον Μίνω Βολανάκη πήρε μία καινούρια μορφή. Ο ταλαντούχος σκηνοθέτης, πιστεύοντας στο «σταρ σύστεμ», έφερε στο συγκρότημα (από το οποίο αποχώρησε σύντομα εκείνος ο αθηναϊκός θίασος που είχε προσληφθεί και συνέχισε τις παραστάσεις του στην Αθήνα, με το ίδιο έργο, με τα κοστούμια του ΚΘΒΕ, αλλά σαν ιδιωτική επιχείρηση), πρωταγωνιστές του ελληνικού θεάτρου, όπως η Άννα Συνοδινού, η Μελίνα Μερκούρη, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, ο Βασίλης Διαμαντόπουλος, η Δέσπω Διαμαντίδου, ο Φαίδων Γεωργίτσης, κάτι που έδωσε λάμψη στο ΚΘΒΕ. Ακόμη θα πρέπει να τονισθεί ότι το θέατρο γνώρισε εκείνα τα χρόνια μερικές αδιαμφισβήτητες επιτυχίες, όπως ο «Κύριος Πούντιλα και ο άνθρωπος του ο Μάττι» του Μπρεχτ, ο «Εχθρός» του Γκόρκι και άλλες παραστάσεις.

Ο Βολανάκης, όμως, και το νέο Διοικητικό Συμβούλιο έκλεισαν τη Νέα Σκηνή, αλλά επανέφεραν το εναλλασσόμενο δραματολόγιο, το οποίο είχε καταργήσει επί χούντας ο Κιτσόπουλος και περιόρισαν τις περιοδείες στην επαρχία, παρ’ όλο ότι αποτελούσε βασικό στόχο της δεύτερης στη χώρα κρατικής σκηνής. Στα ίδια χρόνια το ΚΘΒΕ ξεκίνησε τις εμφανίσεις του στο εξωτερικό (μία μικρή αρχή είχε γίνει επί χούντας) και τις εμφανίσεις στην Επίδαυρο».


Το ΚΘΒΕ επί χούντας

Τον Ιούνιο του 1967 η χούντα διόρισε νέο Διοικητικό Συμβούλιο στο ΚΘΒΕ (Δ. Κωνσταντόπουλος, Ι. Κοπανάς, Δ. Ζαφειρόπουλος, Ν. Βοσνιάκος και Ε. Οικονομόπουλος) και γενικός διευθυντής ανέλαβε ο πεζογράφος Γιώργος Κιτσόπουλος. Σύντομα προσλήφθηκε και ο γνωστός πρωταγωνιστής του Εθνικού Θεάτρου Θάνος Κωτσόπουλος, που υπήρξε εκείνη την εποχή βασικός σκηνοθέτης του ΚΘΒΕ και με βαρύνουσα γνώμη ήταν ο άτυπος καλλιτεχνικός διευθυντής της σκηνής και των επιλογών του ρεπερτορίου.

Στην πραγματικότητα, ο Κιτσόπουλος με τον διακεκριμένο ηθοποιό αποτελούσαν τους ρυθμιστές της τύχης του ΚΘΒΕ, καταργώντας εν τοις πράγμασι το Διοικητικό Συμβούλιο. Σε αυτό βοήθησε και η ίδρυση του ΟΚΘΕ (Οργανισμός Κρατικών Θεάτρων Ελλάδος), κάτι που υποκατέστησε τα κατά τόπους συμβούλια, αφού η τελική έγκριση για τα έργα και τους πρωταγωνιστές δινόταν από τον ΟΚΘΕ, ο οποίος έδρευε στην Αθήνα και είχε ως πρόεδρό του τον Βασίλη Παξινό. 

Ο Κιτσόπουλος, με αυξημένες αρμοδιότητες, κατήργησε το εναλλασσόμενο δραματολόγιο, έχοντας ωστόσο θεατρική γνώση κράτησε το επίπεδο των έργων σε αξιοπρεπές επίπεδο. Λίγο αργότερα συγκροτήθηκε και μία νέα καλλιτεχνική επιτροπή, με τους Θάνο Κωτσόπουλο, Νίκο Μέρτζο, Γιώργο Παραλή, Αγαπητό Τσομπανάκη, Κάρολο Αλεξιάδη, Τηλέμαχο Αλαβέρα και πρόεδρο, φυσικά, τον ίδιο τον Κιτσόπουλο.

Ο ισχυρός άνδρας του Κρατικού, ομολογουμένως αύξησε τη δραστηριότητά του και δημιούργησε τη Νέα Σκηνή, με πειραματική διάθεση στις παραστάσεις, τις οποίες αρχικά έδινε στο Γαλλικό Ινστιτούτο και αργότερα στο θέατρο Αυλαία. Αύξησε τον αριθμό των παραστάσεων και των πόλεων που επισκεπτόταν το καλοκαίρι το ΚΘΒΕ, μονιμοποιώντας την παρουσία στους Φιλίππους και στη Θάσο.

Από πλευράς ρεπερτορίου προτιμήθηκαν τα κλασικά έργα, όπως αυτά του Σαίξπηρ, «Μάκβεθ», «Βασιλιάς Ληρ», «Κοριολανός» ή του Μολιέρου («Ο κατά φαντασίαν ασθενής», «Ο αρχοντοχωριάτης»). Οι παραστάσεις δεν ήταν πάντοτε τόσο επιτυχημένες, σε τόσο απαιτητικά έργα, ενώ στη Νέα Σκηνή παρουσιάζονταν νεότεροι Έλληνες και ξένοι συγγραφείς, αλλά και πρωτοεμφανιζόμενοι σκηνοθέτες, όπως ο Κώστας Μιχαηλίδης και ο Γιώργος Θεοδοσιάδης. 

Τέλος, στην περίοδο αυτή ιδρύθηκε και η δραματική σχολή του ΚΘΒΕ, κάτι το οποίο δεν μπορεί παρά να προσμετρηθεί στις θετικές ενέργειες, καθώς αποτελούσε χρόνιο αιτούμενο των θεατρανθρώπων της Θεσσαλονίκης.


Ημερολόγιο καταστρώματος

1943

Ιούλιος, 11

Πρώτη εμφάνιση του Κρατικού Θεάτρου στη Θεσσαλονίκη. διευθυντής ο Λέων Κουκούλας

1945

Κατάργηση του Κρατικού Θεάτρου στη Θεσσαλονίκη

1961

Ίδρυση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Καλλιτεχνικός διευθυντής του ο Σωκράτης Καραντινός. Πρόεδρος ο Γιώργος Θεοτοκάς

1962

Πρώτη περιοδεία του ΚΘΒΕ

1965

Συγκροτείται το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο του ΚΘΒΕ. Πρόεδρος ο Βασίλειος Τατάκης

1967

Επί χούντας ιδρύεται η Νέα Σκηνή. Πρόεδρος ο Γιώργος Κιτσόπουλος

1974

Νέο δ.σ., με πρόεδρο τον Μανόλη Ανδρόνικο. Καλλιτεχνικός διευθυντής ο Μίνως Βολανάκης

1977

Επεισοδιακή λήξη της θητείας Βολανάκη-Χουρμουζιάδη (είχε στο μεταξύ αντικαταστήσει τον Ανδρόνικο), μετά από απεργία των ηθοποιών και υπουργική παρέμβαση κατάργησης διευθυντή και προέδρου

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 04.02.2024

Την πρώτη εμφάνισή του το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος έκανε μεσούσης της γερμανικής κατοχής, ως αντιστάθμισμα στην προσπάθεια των Βουλγάρων να επηρεάσουν τα πολιτιστικά πράγματα της Θεσσαλονίκης. Στις αρχές του 1945 έληξε η σύντομη ζωή αυτού του σχήματος και χρειάστηκαν δεκαπέντε έτη για να ιδρυθεί η επόμενη κρατική σκηνή της πόλης. Στο ενδιάμεσο οι Θεσσαλονικείς τρέφονταν από τις επισκέψεις θιάσων από την πρωτεύουσα, ιδίως στην περίοδο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης.

Βέβαια, οι παραστάσεις αυτές δεν ήταν ευκαταφρόνητες, αφού πρωταγωνιστούσαν η κυρία Κατερίνα, οι Λαμπέτη-Χορν, η Κοτοπούλη, ο Μυράτ, ο Λογοθετίδης, η Βάσω Μανωλίδου, ο Κατράκης, ο οποίος μάλιστα αποτελούσε ένα αποκτά στελέχη του κατοχικού θεάτρου. Αραιές ήταν και οι «άνοδοι» του Εθνικού θεάτρου, με έξοχες και μνημειώδεις παραστάσεις. 

Τον Νοέμβριο του 1960 ο Γιώργος Θεοτοκάς και ο Σωκράτης Καραντινός πέτυχαν τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή σε μία δεξίωση και του εισηγήθηκαν την ίδρυση μίας κρατικής σκηνής στη Θεσσαλονίκη. Εκείνος ζήτησε την υποβολή ενός σχεδίου και αντίστοιχου προϋπολογισμού. Πράγματι, η απαίτησή του ικανοποιήθηκε και στο υπουργικό Συμβούλιο της 13ης Ιανουαρίου του 1961 εγκρίθηκε η ίδρυση του Κρατικού Θεάτρου, με προϋπολογισμό 900.000 δραχμές το μισό ποσό από αυτό που ζητήθηκε από τον πρωθυπουργό. 

Στο ΦΕΚ της 4ης Φεβρουαρίου δημοσιεύτηκε η σχετική απόφαση και ορίσθηκε μία «Επιτροπή Οργάνωσης», με πρόεδρο τον Γιώργο Θεοτοκά και διευθυντή τον Σωκράτη Καραντινό. Το ίδιο καλοκαίρι, το νέο σχήμα, με το έργο του Σοφοκλή «Οιδίπους τύραννος», στο αρχαίο θέατρο των Φιλίππων.

Η Επιτροπή Οργάνωσης είχε ως μέλη της εξέχουσες προσωπικότητες της πνευματικής ζωής της Θεσσαλονίκης, όπως ο Στίλπων Κυριακίδης, ο Αλέξανδρος Συμεωνίδης, ο ποιητής Γιώργος Θέμελης, ο Λίνος Πολίτης. Προσλήφθηκαν είκοσι ηθοποιοί, δεκαέξι από την Αθήνα και τέσσερις από τη Θεσσαλονίκη. Άλλα δέκα άτομα προσλήφθηκαν ως τεχνικό προσωπικό.

Οι εντός της πόλης παραστάσεις φιλοξενήθηκαν από το Βασιλικό θέατρο, το οποίο στο μεταξύ είχε ανακαινισθεί και το ρεπερτόριο ήταν ο «Παπαφλέσσας» του Σπύρου Μελά και «Η κυρία με τα άσπρα γάντια» του Άγγελου Τερζάκη. Από ξένους συγγραφείς επιλέχθηκαν ο Όσκαρ Ουάλντ, με τη «Σαλώμη» και ο Ίψεν, με το έργο «Γιάννης Γαβριήλ Μπόργκμαν». 

Παρά την προσπάθεια που κατέβαλε ο Καραντινός, τα αποτελέσματα δεν ήταν σπουδαία, φυσικά και λόγω μειωμένου προϋπολογισμού. Οι Θεσσσσαλονικείς, λόγω αυξημένου αισθητικού κριτηρίου και εμπειρίας από τις αθηναϊκές παραστάσεις, γκρίνιαξαν -και σε κάποια θέματα δεν είχαν άδικο. Το σημαντικό, ωστόσο, ήταν ότι η αρχή είχε πραγματοποιηθεί.


Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ

Όπως προέβλεπε το σχέδιο, το οποίο είχε υποβάλει ο Σωκράτης Καραντινός, πόνταρε στην πρώτη θεατρική αποκέντρωση της χώρας, κάτι που θα πιστωνόταν το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Έτσι, με τα έργα της χειμερινής περιόδου, το ΚΘΒΕ πραγματοποίησε την άνοιξη την πρώτη περιοδεία του, σε πόλεις της βόρειας Ελλάδας. 

Η παρουσία κάλυψε δεκαπέντε πόλεις και το γεγονός αποτέλεσε μια από τις σημαντικότερες προσφορές, γεφυρώνοντας ένα μεγάλο κενό μεταξύ θεάτρου και επαρχίας, ιδίως στις πόλεις της Μακεδονίας. Οι περιοδείες τούτες πύκνωσαν και ακολούθησαν φθινοπωρινές αντίστοιχες, κρατώντας την εντός Θεσσαλονίκης παρουσία του στους πέντε με έξι μήνες το χρόνο.

Γρήγορα ο Καραντινός άρχισε να προσκαλεί να εργαστούν στη Θεσσαλονίκη αξιότατους σκηνοθέτες, όπως ο Σολωμός, ο Κατσέλης, ο Τουφεξής και ο Βολανάκης, κάτι που προσμετρήθηκε ασφαλώς στο ενεργητικό του. Ιδίως ο τελευταίος ενθουσίασε με έργα του Μπέκετ και του Μπρεχτ, με ολότελα πρωτοποριακή αντίληψη. 

Συγχρόνως, ο Καραντινός άρχισε να φέρνει στη σκηνή του ΚΘΒΕ καταξιωμένους πρωταγωνιστές, όπως η Συνοδινού, η Λιβυκού, ο Παπαμιχαήλ, ως έκτακτες συνεργασίες, αλλά και μόνιμες, όπως αυτές του Ζησιμάτου, του Τσακίρογλου, του Βεάκη, του Βανδή και της Βασιλάκου. Αλλά η μεγαλύτερη επιτυχία του ήταν η παρουσία της θρυλικής Κυβέλης, με εντυπωσιακά αποτελέσματα. Εκτός από τους πρωτοκλασάτους ηθοποιούς, και οι σκηνογράφοι οι οποίοι συνεργάστηκαν αποτελούσαν πρώτα ονόματα του χώρου, όπως ο Μυταράς, ο Εγγονόπουλος, ο Σπύρος Βασιλείου, ο Βακαλό, ο Στεφανάλης, ο Σαχίνης, ο Σβορώνος, ο Κονταξάκης.

Λίγα χρόνια αργότερα, τον Ιανουάριο του 1965, διορίστηκε, επί κυβερνήσεως Γεωργίου Παπανδρέου, διορίστηκε το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο του ΚΘΒΕ, με πρόεδρο τον καθηγητή Βασίλειο Τατάκη και μέλη τον καθηγητή Μιχάλη Σακελλαρίου, τον ποιητή Γ.Θ. Βαφόπουλο (υπεύθυνο της λειτουργίας, κατά την κατοχική περίοδο του θεάτρου), τον Παύλο Ζάννα, τον Δημήτριο Ταλιαδούρο, την Καλλιόπη Ζαχαροπούλου και τον Αλέξανδρο Λέτσα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, ενώ την Καλλιτεχνική Επιτροπή αποτελούσαν ο Παύλος Ζάννας, ο Μανόλης Αναγνωστάκης και ο Γεώργιος Δέλλας.

Ο Σωκράτης Καραντινός παρέμεινε επί εξαετία στη διεύθυνση του ΚΘΒΕ και η αποτίμηση του έργου του είναι ασφαλώς θετικότατη, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το γεγονός ότι σχεδίαζε επί λευκής κόλας, δίχως προηγούμενη παρουσία κρατικής θεατρικής σκηνής στη χώρα, με δυσκολίες στα οικονομικά και με την αναμενόμενη καχυποψία από την πλευρά των Θεσσαλονικέων. 

Κατάφερε και προσέδωσε έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στην αισθητική των παραστάσεων, ιδίως σε αυτές της αρχαίας τραγωδίας, την επιμέλεια και τη σκηνοθεσία των οποίων αναλάμβανε ο ίδιος.


Ο ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΜΑΡΤΥΣ

Μετά την περίοδο της επταετούς δικτατορίας, το θέατρο όφειλε να αναστηλωθεί και το 1974, με πρόεδρο του δ.σ. τον Μανόλη Ανδρόνικο (μέλη τους Νίκο Χουρμουζιάδη, Στέλιο Νέστορα, Χρύσανθο Χρήστου, Αλέκο Πέτσο, Κωνσταντίνο Κεράμεια, Μωρίς Σαλτιέλ, Κλείτο Κύπρου και Νίκο Σαχίνη), καλλιτεχνικό διευθυντή τον Μίνω Βολανάκη και καλλιτεχνική επιτροπή, υπό τον Νίκο Μπακόλα, με συνεργάτες τη Ζωή Καρέλλη και τον Γιώργο Θεοδοσιάδη. 

Ο ίδιος ο Μπακόλας γράφει σχετικά: «Για ένα διάστημα το ΚΘΒΕ κλυδωνίσθηκε, κυρίως από την ιδέα του νέου διευθυντή να δημιουργήσει παράρτημα του θεάτρου στην Αθήνα, με ένα σχήμα εκλεκτό, αλλά με το οποίο είχε αρχίσει ιδιωτική συνεργασία ο σκηνοθέτης. 

Τελικά, ολόκληρος εκείνος ο θίασος εντάχθηκε στη δύναμη του ΚΘΒΕ, παρουσίασε το «Βυσσινόκηπο» του Τσέχοφ, αλλά οι έντονες αντιγνωμίες που εκδηλώθηκαν και που δεν κατασιγάστηκαν οδήγησαν πολύ σύντομα στην παραίτηση του Διοικητικού Συμβουλίου, θόρυβο στον Τύπο και σε παρέμβαση του υπουργού με πρωτοβουλία του τότε υφυπουργού Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου. 

Για ένα διάστημα φάνηκε να αποσοβείται η κρίση και μετά από λίγο η καλλιτεχνική επιτροπή και ο πρόεδρός της (σ.σ.: ο ίδιος ο Νίκος Μπακόλας), διαφωνώντας με το Διοικητικό Συμβούλιο και το διευθυντή. Τον ίδιο καιρό παραιτήθηκε για λόγους υγείας ο Μανόλης Ανδρόνικος και πρόεδρος του δ.σ. εξελέγη ο Νίκος Χουρμουζιάδης, αλλά η καλλιτεχνική επιτροπή έμεινε για καιρό ακέφαλη.

Μετά το ταραχώδες αυτό ξεκίνημα, το Κρατικό Θέατρο με τον Μίνω Βολανάκη πήρε μία καινούρια μορφή. Ο ταλαντούχος σκηνοθέτης, πιστεύοντας στο «σταρ σύστεμ», έφερε στο συγκρότημα (από το οποίο αποχώρησε σύντομα εκείνος ο αθηναϊκός θίασος που είχε προσληφθεί και συνέχισε τις παραστάσεις του στην Αθήνα, με το ίδιο έργο, με τα κοστούμια του ΚΘΒΕ, αλλά σαν ιδιωτική επιχείρηση), πρωταγωνιστές του ελληνικού θεάτρου, όπως η Άννα Συνοδινού, η Μελίνα Μερκούρη, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, ο Βασίλης Διαμαντόπουλος, η Δέσπω Διαμαντίδου, ο Φαίδων Γεωργίτσης, κάτι που έδωσε λάμψη στο ΚΘΒΕ. Ακόμη θα πρέπει να τονισθεί ότι το θέατρο γνώρισε εκείνα τα χρόνια μερικές αδιαμφισβήτητες επιτυχίες, όπως ο «Κύριος Πούντιλα και ο άνθρωπος του ο Μάττι» του Μπρεχτ, ο «Εχθρός» του Γκόρκι και άλλες παραστάσεις.

Ο Βολανάκης, όμως, και το νέο Διοικητικό Συμβούλιο έκλεισαν τη Νέα Σκηνή, αλλά επανέφεραν το εναλλασσόμενο δραματολόγιο, το οποίο είχε καταργήσει επί χούντας ο Κιτσόπουλος και περιόρισαν τις περιοδείες στην επαρχία, παρ’ όλο ότι αποτελούσε βασικό στόχο της δεύτερης στη χώρα κρατικής σκηνής. Στα ίδια χρόνια το ΚΘΒΕ ξεκίνησε τις εμφανίσεις του στο εξωτερικό (μία μικρή αρχή είχε γίνει επί χούντας) και τις εμφανίσεις στην Επίδαυρο».


Το ΚΘΒΕ επί χούντας

Τον Ιούνιο του 1967 η χούντα διόρισε νέο Διοικητικό Συμβούλιο στο ΚΘΒΕ (Δ. Κωνσταντόπουλος, Ι. Κοπανάς, Δ. Ζαφειρόπουλος, Ν. Βοσνιάκος και Ε. Οικονομόπουλος) και γενικός διευθυντής ανέλαβε ο πεζογράφος Γιώργος Κιτσόπουλος. Σύντομα προσλήφθηκε και ο γνωστός πρωταγωνιστής του Εθνικού Θεάτρου Θάνος Κωτσόπουλος, που υπήρξε εκείνη την εποχή βασικός σκηνοθέτης του ΚΘΒΕ και με βαρύνουσα γνώμη ήταν ο άτυπος καλλιτεχνικός διευθυντής της σκηνής και των επιλογών του ρεπερτορίου.

Στην πραγματικότητα, ο Κιτσόπουλος με τον διακεκριμένο ηθοποιό αποτελούσαν τους ρυθμιστές της τύχης του ΚΘΒΕ, καταργώντας εν τοις πράγμασι το Διοικητικό Συμβούλιο. Σε αυτό βοήθησε και η ίδρυση του ΟΚΘΕ (Οργανισμός Κρατικών Θεάτρων Ελλάδος), κάτι που υποκατέστησε τα κατά τόπους συμβούλια, αφού η τελική έγκριση για τα έργα και τους πρωταγωνιστές δινόταν από τον ΟΚΘΕ, ο οποίος έδρευε στην Αθήνα και είχε ως πρόεδρό του τον Βασίλη Παξινό. 

Ο Κιτσόπουλος, με αυξημένες αρμοδιότητες, κατήργησε το εναλλασσόμενο δραματολόγιο, έχοντας ωστόσο θεατρική γνώση κράτησε το επίπεδο των έργων σε αξιοπρεπές επίπεδο. Λίγο αργότερα συγκροτήθηκε και μία νέα καλλιτεχνική επιτροπή, με τους Θάνο Κωτσόπουλο, Νίκο Μέρτζο, Γιώργο Παραλή, Αγαπητό Τσομπανάκη, Κάρολο Αλεξιάδη, Τηλέμαχο Αλαβέρα και πρόεδρο, φυσικά, τον ίδιο τον Κιτσόπουλο.

Ο ισχυρός άνδρας του Κρατικού, ομολογουμένως αύξησε τη δραστηριότητά του και δημιούργησε τη Νέα Σκηνή, με πειραματική διάθεση στις παραστάσεις, τις οποίες αρχικά έδινε στο Γαλλικό Ινστιτούτο και αργότερα στο θέατρο Αυλαία. Αύξησε τον αριθμό των παραστάσεων και των πόλεων που επισκεπτόταν το καλοκαίρι το ΚΘΒΕ, μονιμοποιώντας την παρουσία στους Φιλίππους και στη Θάσο.

Από πλευράς ρεπερτορίου προτιμήθηκαν τα κλασικά έργα, όπως αυτά του Σαίξπηρ, «Μάκβεθ», «Βασιλιάς Ληρ», «Κοριολανός» ή του Μολιέρου («Ο κατά φαντασίαν ασθενής», «Ο αρχοντοχωριάτης»). Οι παραστάσεις δεν ήταν πάντοτε τόσο επιτυχημένες, σε τόσο απαιτητικά έργα, ενώ στη Νέα Σκηνή παρουσιάζονταν νεότεροι Έλληνες και ξένοι συγγραφείς, αλλά και πρωτοεμφανιζόμενοι σκηνοθέτες, όπως ο Κώστας Μιχαηλίδης και ο Γιώργος Θεοδοσιάδης. 

Τέλος, στην περίοδο αυτή ιδρύθηκε και η δραματική σχολή του ΚΘΒΕ, κάτι το οποίο δεν μπορεί παρά να προσμετρηθεί στις θετικές ενέργειες, καθώς αποτελούσε χρόνιο αιτούμενο των θεατρανθρώπων της Θεσσαλονίκης.


Ημερολόγιο καταστρώματος

1943

Ιούλιος, 11

Πρώτη εμφάνιση του Κρατικού Θεάτρου στη Θεσσαλονίκη. διευθυντής ο Λέων Κουκούλας

1945

Κατάργηση του Κρατικού Θεάτρου στη Θεσσαλονίκη

1961

Ίδρυση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Καλλιτεχνικός διευθυντής του ο Σωκράτης Καραντινός. Πρόεδρος ο Γιώργος Θεοτοκάς

1962

Πρώτη περιοδεία του ΚΘΒΕ

1965

Συγκροτείται το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο του ΚΘΒΕ. Πρόεδρος ο Βασίλειος Τατάκης

1967

Επί χούντας ιδρύεται η Νέα Σκηνή. Πρόεδρος ο Γιώργος Κιτσόπουλος

1974

Νέο δ.σ., με πρόεδρο τον Μανόλη Ανδρόνικο. Καλλιτεχνικός διευθυντής ο Μίνως Βολανάκης

1977

Επεισοδιακή λήξη της θητείας Βολανάκη-Χουρμουζιάδη (είχε στο μεταξύ αντικαταστήσει τον Ανδρόνικο), μετά από απεργία των ηθοποιών και υπουργική παρέμβαση κατάργησης διευθυντή και προέδρου

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 04.02.2024

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία