ΑΠΟΨΕΙΣ

Η αυταπάτη της Χάγης

 23/12/2019 12:00

Είναι γνωστή η αντίληψη πως μέσω του Δικαστηρίου της Χάγης θα μπορούσαμε να δώσουμε μια λύση στις διαφορές μας με την Τουρκία. Μάλιστα αυτή η άποψη κυριαρχεί τόσο στο πολιτικό σύστημα όσο και στους διαμορφωτές της κοινής γνώμης.

Όμως αυτή η αντίληψη έχει δύο σοβαρά μειονεκτήματα, που ουσιαστικά την ακυρώνουν.

Μειονέκτημα πρώτο: Για να προσφύγουμε στην Χάγη -ως γνωστόν- θα πρέπει να υπογράψουμε συνυποσχετικό με την Τουρκία, στο οποίο η κάθε πλευρά θα ορίζει τις διαφορές της με την άλλη, αλλά και οι δύο θα πρέπει να συμφωνούν πως αυτές είναι οι προς επίλυση διαφορές.

Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Η Ελλάδα θεωρεί ως μόνη διαφορά με την Τουρκία το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας. Η Τουρκία έθετε και θέτει και μία σειρά άλλα ζητήματα, που αφορούν την εθνική μας κυριαρχία.

Πώς θα συνυπογράψουμε το συνυποσχετικό;

Ευθεία απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν υπάρχει. Προφανώς, οι υποστηρικτές της προσφυγής στην Χάγη υπονοούν πως, μέσω διμερών επαφών, θα καταλήξουμε σε συμφωνία επί των διαφορών που υπάρχουν μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας και έτσι θα υπογραφεί το συνυποσχετικό.

Αυτό πολύ απλά σημαίνει πως θα έχουμε ήδη προβεί σε παραχωρήσεις, τις οποίες το δικαστήριο της Χάγης θα επικυρώσει και ενδεχομένως και να τις διευρύνει.

Μειονέκτημα δεύτερο: Αυτή η πολιτική έχει δοκιμαστεί στην πράξη και απέτυχε. Όσες προσπάθειες έγιναν για να επιλυθούν οι διαφορές μας με την Τουρκία, δεν έφεραν αποτέλεσμα τελικά, γιατί ο γείτονας είναι μία αναθεωρητική - επεκτατική δύναμη. Έτσι, οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν από τις ελληνικές κυβερνήσεις από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και για μία εικοσαετία ήταν ουσιαστικά πολιτικές κατευνασμού. Άλλωστε, με αυτές τις πολιτικές η περιοχή των Ιμίων έγινε μια γκρίζα ζώνη. Για πρώτη φορά έπειτα από πολλές δεκαετίες υποστήκαμε απώλεια εθνικού εδάφους. Γιατί περί αυτού επρόκειτο.

Όπως έχει επισημάνει ένας έγκυρος σχολιαστής, η Τουρκία έχει εγγράψει στην εξωτερική της πολιτική τα φοβικά σύνδρομα της ελληνικής πολιτικής τάξης απέναντί της. Έχει αντιληφθεί πως μόνο η απειλή ενός θερμού επεισοδίου λειτουργεί παραλυτικά για την πλειονότητα των ελλήνων πολιτικών.

Από την άλλη πλευρά, φαίνεται πως δεν έχουμε κατανοήσει τι σημαίνει η στρατηγική της αποτροπής. Οι περισσότεροι νομίζουν πως αρκεί η αγορά οπλικών συστημάτων. Φυσικά και είναι η αναγκαία συνθήκη της στρατηγικής της αποτροπής, αλλά δεν είναι και η ικανή.

Απαραίτητη προϋπόθεση για να είναι αποτελεσματική αυτή η στρατηγική είναι η μετάθεση του φόβου στην Τουρκία. Αν υπάρχει μια αποφασισμένη πολιτική ηγεσία που θα καταστήσει σαφές πως οποιαδήποτε έμπρακτη αμφισβήτηση της εθνικής μας κυριαρχίας, θα απαντηθεί ενόπλως, τότε ο γείτονας πολύ θα σκεφτεί να προκαλέσει.

Όταν όμως βρίσκει φοβισμένες ηγεσίες, τότε προκαλεί.

Συνεπώς, η στρατηγική της αποτροπής μπορεί να αποτελέσει έναν σταθερό βραχίονα των σχέσεων μας με την Τουρκία, μόνο αν η εκάστοτε πολιτική ηγεσία αντιληφθεί πλήρως πώς υλοποιείται αυτή η στρατηγική.

Άλλωστε, ο ασφαλέστερος τρόπος για να υπάρξει ειρήνη μεταξύ δύο γειτονικών κρατών είναι το μεγάλο κόστος που θα έχει και για τα δύο κράτη μια πολεμική σύγκρουση.

Έτσι, οι πολιτικές μας ηγεσίες αυτό ας το καταστήσουν σαφές στην Τουρκία, ώστε να αντιληφθεί πως η εποχή των φοβικών συνδρόμων έληξε.

Μπορούμε;

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 22 Δεκεμβρίου 2019