ΑΠΟΨΕΙΣ

Επιχειρήσεις vs επενδυτές ή/και τράπεζες: Εξισορρόπηση συμφερόντων

 16/10/2018 10:04

Τα χρηματοοικονομικά δεδομένα των επιχειρήσεων, οι εκάστοτε τρέχουσες συγκυρίες αλλά και οι επιχειρηματικοί σχεδιασμοί συχνά δημιουργούν την αναγκαιότητα αναζήτησης κεφαλαίων: συχνότερα με τη μορφή της κεφαλαιακής τους ενίσχυσης ή/και της χρηματοδότησής τους.

Το επιχειρηματικό συμφέρον οδηγεί στην αναζήτηση «φθηνών» κεφαλαίων, χωρίς σημαντικές δεσμεύσεις και παροχή εξασφαλίσεων αλλά και με μακρά περίοδο αποπληρωμής (όταν πρόκειται για δανεισμό).

Οι επενδυτές και, σχετικά πρόσφατα, οι τράπεζες αναζητούν όχι μόνο τη μέγιστη δυνατή απόδοση και τη συντομότερη δυνατή επιστροφή της αλλά, επιπρόσθετα, τη μέγιστη δυνατή εξασφάλιση.

Οι ενοχικές και οι εμπράγματες ασφάλειες (εγγυήσεις, προσημειώσεις, υποθήκες, ενέχυρα) έχουν χάσει την αξία του παρελθόντος. Συχνά επιβάλλονται σημαντικές δεσμεύσεις στην επιχείρηση, οι οποίες συνδέονται με κυρώσεις όπως κάποιου τύπου ποινική ρήτρα ή ακόμη και καταγγελία της χρηματοδότησης.

Οι επιβαλλόμενοι περιορισμοί, δεσμεύσεις και υποχρεώσεις είναι, κατά κανόνα, πολυποίκιλοι. Η πρόσβαση στα βιβλία και η στενή παρακολούθηση των οικονομικών στοιχείων της επιχείρησης είναι το ελάχιστο. Απολύτως ενδεικτικά: (α) Η έγκριση του business plan, (β) Η συμμετοχή εκπροσώπων του επενδυτή στο διοικητικό συμβούλιο, (γ) Η λήψη σημαντικών αποφάσεων, (δ) Η χρηματοδότηση τρίτων, (ε) Η τροποποίηση κρίσιμων διατάξεων του καταστατικού, (στ) Η αλλαγή στο μετοχικό σχήμα, (ζ) Η ασφάλιση των παγίων της επιχείρησης και η απαγόρευση εκχώρησης του ασφαλίσματος κ.ο.κ.

Ανάληψη τέτοιων υποχρεώσεων και δεσμεύσεων λειτουργεί σε τρία επίπεδα: (α) Ο επενδυτής (ή, κατά περίπτωση, η τράπεζα) αισθάνονται την ασφάλεια προκειμένου να προχωρήσουν στη χρήσιμη, και ενίοτε κρίσιμη, για την επιχείρηση επένδυση ή χρηματοδότηση, (β) Η επιχείρηση θα πρέπει να είναι έτοιμη να αποδεχθεί δραστικούς περιορισμούς ή/και βέτο σε σημαντικές αποφάσεις της, (γ) Η επιχείρηση από τη μία και ο επενδυτής (ή, κατά περίπτωση, η τράπεζα) από την άλλη συνδέονται με άρρηκτους δεσμούς καθ’ όλη την περίοδο της συνεργασίας τους.

Οι αναλαμβανόμενες δεσμεύσεις της επιχείρησης είναι ενδεχόμενο να αποδειχθούν από διπλή σκοπιά προβληματικές, ιδιαίτερα όταν τους όρους επιβάλλει τράπεζα που χρηματοδοτεί: (α) Η δυνατότητα λήψης επιχειρηματικών αποφάσεων μεταφέρεται από την επιχείρηση, έστω και μερικά, σε τραπεζικά στελέχη, τα οποία ούτε την αναγκαία γνώση διαθέτουν ούτε ρίσκο αναλαμβάνουν, (β) Η ελευθερία της επιχείρησης περιορίζεται δραστικά όσον αφορά την υλοποίηση των σχεδιασμών τους: Η επιχείρηση προσδένεται στο άρμα της πιστώτριας τράπεζας. Οποιαδήποτε σημαντική επιχειρηματική απόφαση δεν είναι δυνατό να ληφθεί χωρίς τη συναίνεση της πιστώτριας τράπεζας. Η τράπεζα διατηρεί την (κατά κανόνα ανέλεγκτη) επιλογή να εμποδίσει ή να εγκρίνει εντέλει οποιαδήποτε επιχειρηματική κίνηση και οποιαδήποτε άλλη χρηματοδότηση.

Στο πλαίσιο μιας ελεύθερης οικονομίας όπως αυτήν της χώρας μας ουδείς υποχρεούται στη σύναψη σύμβασης ή/και στην αποδοχή συγκεκριμένων δυσμενών συμβατικών ρυθμίσεων.

Στην περίπτωση της αναζήτησης κεφαλαίων, το ισχυρό μέλος δεν είναι, κατά κανόνα, η επιχείρηση: Συχνά θα «συρθεί» σε σύναψη συμβάσεων και συμβατικές ρυθμίσεις ακραία προβληματικές.

Μοιάζει συχνά, και κατά λογική ακολουθία, ουτοπικό να μιλάμε για «εξισορρόπηση συμφερόντων»...

Ένα μόνο είναι το δεδομένο: Κανένας δεν θα καταφέρει να «ακούσει» την επιχείρηση όταν στο σύντομο ή απώτερο μέλλον επιχειρήσει να μιλήσει για «ψιλά γράμματα» ή να αναπαραγάγει τη διαβεβαίωση του αρμόδιου στελέχους των πιστωτών του (τράπεζας, fund ή venture capital): «έλα, μη δίνεις σημασία: τυπικά είναι αυτά, εδώ είμαστε»... 

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ"