ΑΠΟΨΕΙΣ

Τα δύο όπλα του Κυριάκου Μητσοτάκη

 13/01/2020 12:00

Οι ημέρες πλησιάζουν που ο πρωθυπουργός θα ανακοινώσει τις προθέσεις του για τον εκλογικό νόμο και για το όνομα του προέδρου της Δημοκρατίας.

Αυτό που χαρακτηρίζει και τις δύο προσεχείς εξελίξεις είναι πως δεν θα πραγματοποιηθούν υπό το κράτος πανικού και πίεσης για την κυβέρνηση.

Είναι γνωστό πως μετά την αναθεώρηση του συντάγματος, η εκλογή προέδρου της Δημοκρατίας έχει αποσυνδεθεί από την προσφυγή στις κάλπες, ενώ είναι δεδομένο πως οι 200 ψήφοι για την άμεση εφαρμογή του νέου εκλογικού νόμου δεν υπάρχουν.

Συνεπώς, και στις δύο περιπτώσεις ο πρωθυπουργός θα κινηθεί χωρίς το άγχος της, πάση θυσία, επίτευξης αυξημένων πλειοψηφιών. Οι 158 βουλευτές του αρκούν για να εκλεγεί πρόεδρος της Δημοκρατίας και να αλλάξει -από τις μεθεπόμενες εκλογές- ο εκλογικός νόμος.

Άρα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιδιώκει ευρύτερες πλειοψηφίες για καθαρά πολιτικούς λόγους και όχι από ανάγκη. Διαθέτει δηλαδή μιαν άνεση κινήσεων και μπορεί να σχεδιάσει τους τακτικούς ελιγμούς του χωρίς κανένα ρίσκο.

Είναι ολοφάνερο πως για την κυβέρνηση και η εκλογή προέδρου της Δημοκρατίας και ο εκλογικός νόμος θα σηματοδοτήσουν την προσπάθεια σύγκλισης με το ΚΙΝΑΛ και την πολιτική απομόνωση του ΣΥΡΙΖΑ. Συγχρόνως, αν το προτεινόμενο πρόσωπο θα προέρχεται από τον χώρο της κεντροαριστεράς, ο Αλέξης Τσίπρας θα πρέπει να απαντήσει στο ερώτημα πώς προτείνει για πρόεδρο της Δημοκρατίας έναν κεντροδεξιό, τη στιγμή που υπάρχει πρόταση για κεντροαριστερή υποψηφιότητα.

Ήδη η επιμονή του για τον Προκόπη Παυλόπουλο έχει προκαλέσει συζητήσεις στο εσωτερικό του κόμματός του, καθώς οι λόγοι για τους οποίους τον πρότεινε το 2015 σήμερα έχουν εκλείψει.

Αν λοιπόν το ΚΙΝΑΛ υπερψηφίσει την πρόταση της κυβέρνησης, πέραν του υψηλού συμβολισμού, δημιουργείται ένας πρόσθετος λόγος ρήξης του ΣΥΡΙΖΑ με το ΚΙΝΑΛ. Ούτως ή άλλως η κυρία Φώφη Γεννηματά γνωρίζει πως η συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων του κόμματός της έχει αισθήματα εχθρικά προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό φαίνεται και στις μετρήσεις της κοινής γνώμης, όπου η κυβερνητική πολιτική, σε καίριους τομείς, έχει υψηλή αποδοχή στις τάξεις των ψηφοφόρων του ΚΙΝΑΛ.

Μέσα σε αυτό το κλίμα είναι επόμενο ο πρωθυπουργός να επιδιώξει συναίνεση με την κυρία Γεννηματά και στο θέμα του εκλογικού νόμου. Οι θέσεις του ΚΙΝΑΛ, επί του ζητήματος, είναι γνωστές. Αυτό σημαίνει πως υπάρχει το πλαίσιο συναίνεσης για να επιτευχθεί μια ισχυρή πλειοψηφία, που θα απομονώσει πολιτικά τον ΣΥΡΙΖΑ ακόμα πιο πολύ.

Το ΚΙΝΑΛ στην περίπτωση που συμπράξει με τη Νέα Δημοκρατία και στα δύο ζητήματα, δεν θα κατηγορηθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ πως είναι «δεκανίκι της κυβέρνησης;». Θα κατηγορηθεί, αλλά αυτό δεν έχει καμιά πολιτική σημασία.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ό,τι ήταν να πάρει από την κεντροαριστερά, το πήρε. Το 8% που ψήφισε ΚΙΝΑΛ είναι αντί-ΣΥΡΙΖΑ και θα παραμείνει. Οι μνήμες από το παρελθόν είναι έντονες, ενώ οι αναμενόμενες εξελίξεις στη σκευωρία Novartis θα διευρύνουν το χάσμα που χωρίζει τα δύο κόμματα.

Τούτων δοθέντων, ο πρωθυπουργός είναι κυρίαρχος του παιχνιδιού, έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων και είναι αυτός που ορίζει την πολιτική ατζέντα.

Ακόμα και αν δημιουργηθούν εσωκομματικά προβλήματα με την εκλογή προέδρου της Δημοκρατίας, έχει το απόλυτο όπλο της προσφυγής στις κάλπες.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 12 Ιανουαρίου 2020