ΑΠΟΨΕΙΣ

Συμβάσεις ετοιμότητας (Ευχή ή κατάρα;)

 08/03/2020 21:00

Σωρεία επιχειρήσεων καλούνται να καλύψουν απολύτως μεταβαλλόμενες ανάγκες τους. Κάποιες φορές μάλιστα διαμορφώνονται (οι ανάγκες αυτές) από περιστάσεις που απολύτως εκφεύγουν των ορίων οποιασδήποτε πρόβλεψης. Δεν είναι δυνατό, αυτονόητα, να διαθέτουν σημαντικό, κάποιες φορές, αριθμό εργαζομένων στη λογική «μήπως κάποια στιγμή κάποιον/κάποιους χρειαστώ». Τα σχετικά κόστη θα ήταν δυσβάστακτα. Και, κατ’ ακολουθίαν, αποτρεπτικά.

Κατάλληλη λύση για τις συγκεκριμένες επιχειρήσεις και περιπτώσεις είναι οι συμβάσεις ετοιμότητας. Η επιχείρηση-εργοδότης συμφωνεί με συγκεκριμένους εργαζόμενους να προσφέρουν τη διαθεσιμότητα και ετοιμότητά τους για εργασία-υπό προϋποθέσεις και την εργασία τους. Εφόσον παραστεί η σχετική ανάγκη. Έναντι αμοιβής. (Αυτονοήτως).

Οι συμβάσεις ετοιμότητας είναι ένας θεσμός που, δυστυχώς, δεν έχει νομοθετική ρύθμιση. Η νομολογία ανέλαβε να καλύψει το σχετικά κενό. Ποια, άραγε, η αντιμετώπισή της;

Μορφές ετοιμότητας-περιεχόμενο και βασικές ρυθμίσεις

Η νομολογία διακρίνει δύο βασικές μορφές της:

(α) Η γνήσια ετοιμότητα: Στην περίπτωση αυτή ο εργαζόμενος οφείλει να βρίσκεται συγκεκριμένο χρονικό διάστημα σε προκαθορισμένο τόπο (στην επιχείρηση ή εκτός αυτής). Επίσης να είναι σε θέση να προσφέρει τις υπηρεσίες του, αμέσως μόλις απαιτηθούν από τον εργοδότη ή τις περιστάσεις. Στη γνήσια ετοιμότητα εφαρμόζεται το σύνολο των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας.

(β) Η μη γνήσια ετοιμότητα (απλή ετοιμότητα ή ετοιμότητα κλήσης): Στην περίπτωση αυτή, ο εργαζόμενος δεν απαιτείται να διατηρεί σε πλήρη εγρήγορση τις σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις. Δικαιούται να αναπαύεται ή να βρίσκεται μακριά από τον τόπο εργασίας. Δικαιούται να επιδίδεται, ενδεχομένως, σε άλλες (άσχετες) ασχολίες.

Η μη γνήσια ετοιμότητα (κατά το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης-ΔΕΕ) παρουσιάζεται σε δύο μορφές: (i) στην απλή ετοιμότητα όπου ο εργαζόμενος δεν δικαιούται να απομακρύνεται από τον τόπο εργασίας και (ii) στην ετοιμότητα κλήσης, όπου ο εργαζόμενος επιλέγει ελεύθερα τον τόπο παραμονής του, διασφαλίζοντας ότι θα παράσχει την εργασία του σε εύλογο χρόνο από την ενδεχόμενη, σχετική, κλήση του.

Τη μη γνήσια ετοιμότητα προς εργασία δεν καλύπτει σειρά προστατευτικών διατάξεων του εργατικού δικαίου. Δεν ισχύουν, ενδεικτικά, εκείνες που αφορούν τις ελάχιστες αποδοχές. Το ενωσιακό δίκαιο όμως επιβάλλει να διατίθενται, κατ’ ελάχιστον, στον εργαζόμενο 11 συναπτές ώρες ανάπαυσης μέσα σε κάθε εικοσιτετράωρο.

Χρόνος εργασίας δεν θεωρείται εκείνος που ο εργαζόμενος βρίσκεται σε ετοιμότητα κλήσης. Η έναρξη του χρόνου εργασίας εκκινεί με την κλήση του εργαζομένου να παράσχει τη συμφωνηθείσα εργασία. Το πέρας του ταυτίζεται με την ολοκλήρωσή της.

Τέλος, στην έννοια της ετοιμότητας κλήσης θα πρέπει να εντάξουμε και τη διαθεσιμότητα/ετοιμότητα του εργαζομένου προς εργασία, με την αξιοποίηση/χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας.

Εν κατακλείδι

Οι συμβάσεις ετοιμότητας για συγκεκριμένες δραστηριότητες, κλάδους κι επιχειρήσεις αποτελούν, το δίχως άλλο, απτή ανάγκη. Σε πολλές επιχειρήσεις λειτουργούν ήδη και παράγουν θετικά αποτελέσματα. Ικανοποιητικά (και συχνά επιθυμητά) αποτελέσματα παράγουν και για τους εργαζόμενους. Η νομιμότητα της σύναψής τους δεν αμφισβητείται. Το ρυθμιστικό τους πλαίσιο, εντούτοις, καθορίζεται μόνον νομολογιακά. Δυστυχώς όχι νομοθετικά. Το δεδομένο αυτό οδηγεί, κατ’ αναπόφευκτη συνέπεια, σε ανασφάλεια δικαίου. Ιδίως όμως για τις επιχειρήσεις. Αναγκαία, από τα παραπάνω, αποδεικνύεται η εμπλοκή του νομοθέτη. Η σχετική νομοθετική παρέμβαση δεν αποτελεί πολυτέλεια. Αποτελεί, απλά, αδήριτη ανάγκη.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 8 Μαρτίου 2020