ΑΠΟΨΕΙΣ

Τι είναι η πατρίδα μας;

 02/12/2018 20:00

«Όντας στον ελάχιστο βαθμό ποιητικός, αγάπησα στον μέγιστο βαθμό την Ποίηση, με τον ίδιο τρόπο, που, όντας στον ελάχιστο βαθμό ‘πατριώτης’, αγάπησα στον μέγιστο βαθμό την Ελλάδα».

Οδυσσέας Ελύτης


Τι είναι άραγε ο (σύγχρονος) πατριώτης και πώς ορίζεται στις μέρες μας ο πατριωτισμός;

Ζούμε καθημερινά, στην πολιτική αντιπαράθεση, στις δημόσιες συζητήσεις, στις παρέες μας, πραγματικές ή ηλεκτρονικές, μια άγονη και θλιβερή σύγκρουση για το βαθμό πατριωτισμού. Πάντα των άλλων, ποτέ του δικού μας. 

Με επιθετικότητα, με ελάχιστη γνώση της Ιστορίας και της μοναδικής πολιτιστικής παρακαταθήκης χιλιετιών, με μια πρωτόγνωρη αλαζονεία, πιστεύοντας, ο καθένας από εμάς ξεχωριστά, ότι κατέχουμε ακεραία την Αλήθεια. 

Στην πραγματικότητα αναπαράγουμε με σύγχρονους όρους τον προσφιλή μας εθνικό διχασμό. Εκτονώνουμε συσσωρευμένη οργή, κρυμμένα πάθη εναντίον πάντα του άλλου, χωρίς καμία ανάγκη πολιτικού και προσωπικού αναστοχασμού και συναίσθησης των σύγχρονων κινδύνων.

Τα μεγάλα κύματα της σαρωτικής παγκοσμιοποίησης των προηγούμενων δεκαετιών, όταν το εθνικό και πατριωτικό θεωρούνταν ξεπερασμένο, δίνουν τη θέση τους σε «εθνικά» τείχη εναντίον του διαφορετικού. 

Το πρόβλημα είναι παγκόσμιο και γνωστά σε όλους μας τα εμβληματικά παραδείγματα της σημερινής διακυβέρνησης των ΗΠΑ και της έξαρσης του εθνικισμού σε πολλές χώρες της Ευρώπης. Ίσως όμως αποτελούμε παγκόσμιο φαινόμενο τόσο έντονου συλλογικού εσωτερικού μίσους των μισών ελλήνων εναντίον των υπολοίπων.

Η ενθουσιώδης αγάπη του τόπου μας ως γεωγραφικού χώρου και συντεταγμένων πολιτισμού από πολλούς χαρακτηρίζεται «εθνικιστική υστερία». Ο σεβασμός πανάρχαιων συμβόλων εθνικής ή λατρευτικής αναφοράς χλευάζεται ως «αναχρονισμός». Παραγνωρίζουμε την αξία της εθνικής ταυτότητας ως αναγκαίας συνθήκης για την ισότιμη και αξιοπρεπή παγκόσμια συγκατοίκηση, ως προαπαιτούμενο για το σεβασμό του διαφορετικού και κυρίως ως παράγοντα ανάπτυξης της χώρας. 

Από την άλλη, οι άλλοι σηκώνουν λάβαρα καρικατούρες με ιαχές εμφυλίου, εν γνώσει ή εν αγνοία του δηλητηρίου που ενσταλάζουν στις αδιαμόρφωτες και ενθουσιώδεις συνειδήσεις των νέων παιδιών. Ο πατριωτισμός, ωστόσο, είναι κάτι άλλο. 

Είναι η προσήλωση στις αξίες της παραγωγικής δημοκρατίας, είναι η συλλογική προσπάθεια κρατικής (αναδι)οργάνωσης, είναι η αλληλεγγύη στους κατατρεγμένους των πολέμων, είναι η πολιτική πράξη, πρωτίστως των κυβερνώντων, για ενότητα και εθνική προσπάθεια.

Πέρα από τη θεωρία, πατριωτισμός είναι η συνείδηση του καθήκοντος από τους δημοσίους υπαλλήλους, που παραμένουν πολλοί και κυρίως οι μεγαλύτεροι εξ αυτών, εκνευριστικά αγενείς προς τους πολίτες, είναι η συνείδηση φορολογικής εντιμότητας από τους επαγγελματίες, είναι η πολιτική αντιπαράθεση επί της ουσίας, που θα πρέπει να είναι τα σχέδια ανάπτυξης, είναι η αυτοσυγκράτηση στα κοινωνικά δίκτυα που παράγουν μίσος, είναι η συναίσθηση ότι έχουμε τις προϋποθέσεις να είμαστε σημαντικοί ως Έλληνες στον παγκόσμιο χώρο, αλλά χρειάζεται πολλή δουλειά, για να το πετύχουμε. 

Είναι η περίσκεψη ότι στο τέλος, με αυτά και με αυτά, θα μείνουμε μόνοι, λίγοι, γερασμένοι, περιμένοντας τις γιορτές σε ένα αεροδρόμιο τα παιδιά ή τα εγγόνια μας, που θα νιώθουν την πατρίδα ως ένα εξαιρετικό μέρος για τις διακοπές τους, αλλά όχι για τη ζωή τους. Γιατί είναι αυτά τα παιδιά της κρίσης, που κάθε φορά που έρχονται στην Ελλάδα, αναζητούν κίνητρα να επιστρέψουν. Όχι μόνο εργασίας ή επιπέδου μισθού. Αναζητούν συνθήκες πολιτισμού της καθημερινότητας και της δημόσιας ζωής. Αυτά τα παιδιά, που ήδη μεγάλωσαν, και δεν καταλαβαίνουν πως είναι δυνατόν μια τόσο μεγάλη κρίση να μη μας δίδαξε τίποτα.

ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΣΠΟΡ ΤΗΣ ΑΓΕΝΕΙΑΣ

Μας αρέσει να πιστεύουμε ότι είμαστε πιο ζεστοί από τους «κρύους» Βορειοευρωπαίους και περισσότερο πολιτισμένοι από τους «υπανάπτυκτους» Ανατολίτες. Όλοι μας, σε κάποιο διαμέρισμα του εγκεφάλου μας, μπροστά ή πίσω, το πιστεύουμε. 

Η αλήθεια είναι ότι πουθενά στον κόσμο της παγκόσμιας πυξίδας δεν υπάρχει λαός που, σημαντικό του τμήμα, να θεωρεί «μαγκιά» την αγενή συμπεριφορά. Όσο και εάν ξινίσουν πολλοί, τολμώ να μας βαθμολογήσω με άριστα. 

Εννοείται ότι δεν αναφέρομαι στη συμπεριφορά των τύπων (που και αυτή, γνωστή ως αστική ευγένεια, έχει τη δική της αξία) αλλά στην έλλειψη σεβασμού στο πρόσωπο του άλλου. Αναφέρομαι σε αυτόν που σπρώχνει στην ουρά, που βρίζει με κάθε αφορμή στην πολυκατοικία, που μεταφέρει, συχνά με μεγάλο κόπο, τον κάδο απορριμμάτων στο σπίτι του διπλανού, στο δημόσιο υπάλληλο που σου απαντά σε μια ακατανόητη γλώσσα με το βλέμμα αλλού. Η αγένεια είναι το αντίθετο του προσωπικού και εθνικού μας αγώνα να γίνουμε καλύτεροι.

Η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΜΑΣ ΟΔΗΓΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

Κορωνίδα της ελληνικής αγένειας είναι η συμπεριφορά στους δρόμους. Αυτά τα πρωτότυπα προς τις γυναίκες οδηγούς που ξεκινούν με το «μωρή», συνεχίζουν με σύνθετους ευφάνταστους χαρακτηρισμούς και τελειώνουν με κάποιες προτροπές για πλύσιμο πιάτων, επαναλαμβάνονται ζωηρά στην ελληνική άσφαλτο από την εποχή που δεν υπήρχαν πλυντήρια. 

Το πρόβλημα είναι τόσο γελοία σεξιστικό, που δεν αξίζει περαιτέρω σχολιασμού και άλλωστε δεν αφορά μόνο τις γυναίκες. Αυτοί οι ίδιοι έμπειροι οδηγοί εκτοξεύουν και προς τον ανδρικό πληθυσμό απειλές του τύπου «κατέβα να λογαριαστούμε» και ύβρεις για τα γενεαλογικά δένδρα. Ας μην επεκταθώ στα κορναρίσματα «του πισινού» στους σηματοδότες. 

Το ανησυχητικό είναι ότι όλα αυτά παραμένουν ίδια και αναλλοίωτα, σε τρόπους, λεξιλόγιο και χειρονομίες, από ηλικιωμένους και νεότερους έλληνες οδηγούς, έως αξίες ιερές και μεταδιδόμενες επιτυχώς από γενιά σε γενιά.

Ο ΦΟΒΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ

Το ακροθίγω γιατί είναι φανερό ότι σε λίγο καιρό θα προκαλέσει πλήθος δημοσιογραφικών και πολιτικών ερευνών. Αναφέρομαι στο εξής φαινομενικά παράδοξο: Η ανεργία παραμένει εξαιρετικά υψηλή, ενώ οι μεγάλες επιχειρήσεις που άντεξαν στην κρίση καταγράφουν αδυναμία εξεύρεσης εκπαιδευμένου και διαθέσιμου προσωπικού. 

Εάν σε αυτόν το γρίφο προσθέσουμε και τις αρνήσεις ελλήνων επιστημόνων να μετακινηθούν στην Ελλάδα, αρνήσεις που καταγράφονται ακόμα και σε δελεαστικές προτάσεις ξένων εταιρειών που έχουν γραφεία στη χώρα μας, συμπεραίνουμε ότι το θέμα της εθνικής ανάκαμψης δεν είναι τόσο απλό. 

Από τη μία είναι το αενάως ζητούμενο της σύνδεσης της παιδείας με την παραγωγή και από την άλλη ο φόβος όσων έχουν αποκτήσει εμπειρία στο εξωτερικό να επιστρέψουν και να βρεθούν αντιμέτωποι με την ανίκητη γραφειοκρατία, ειδικά στις εταιρείες που συναλλάσσονται με το δημόσιο, με τους γερασμένους ξερόλες προϊσταμένους και τα κυκλώματα των πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων, με την έλλειψη περιβάλλοντος κατάλληλου για απερίσπαστη δημιουργία, έρευνα και επιχειρηματικότητα.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 2 Δεκεμβρίου 2018

Δημοφιλείς Απόψεις