ΑΠΟΨΕΙΣ

Πένθος Νο 1 (Για έναν σπουδαίο άνθρωπο και δάσκαλο)

 09/12/2021 20:00

Στο πατρικό μας σπίτι οι εφημερίδες πήγαιναν κι έρχονταν. Καθημερινά τουλάχιστον δύο (Μακεδονία οπωσδήποτε και Βραδινή) και τις Κυριακές τρεις-τέσσερις, ανάμεσά τους οπωσδήποτε οι δύο παραπάνω και ό,τι άλλο έκανε κλικ στο μάτι του πατέρα μου στα πρωτοσέλιδα.

Έτσι, είχαμε πάντα μεγάλη εξοικείωση με το χαρτί και τη μυρωδιά του και είναι σαν να βλέπω ακόμη τον μπαμπά μου να κάνει τα σχόλιά του χωμένο μέσα στα πολυσέλιδα δημοσιεύματα με το χρατς χρουτς του ξεφυλλίσματος να μου παίρνει και λίγο τα αυτιά.

Εμείς ως παιδιά πάντως δεν είχαμε ακόμη τότε την αντίληψη να καταλάβουμε την ουσία της εφημερίδας, τη δύναμή της, τον λόγο που μπορούσε να ασκήσει και συχνά την αντιμετωπίζαμε με βαρεμάρα και δυσαρέσκεια γιατί μας αποσπούσε τον μπαμπά απ’ το παιχνίδι. «Ωχ, πάλι εφημερίδα διαβάζει ο μπαμπάς…», λέγαμε μεταξύ μας.

Ώσπου ήρθε στη ζωή μου ο… Βαγγέλης Βούρδας. Ο δάσκαλός μου στην τετάρτη δημοτικού. Ο πράος, καλλιεργημένος, ευαίσθητος εκείνος άνθρωπος που μου άλλαξε την οπτική για τα πράγματα και τους ανθρώπους, που το πρώτο που μας είπε μπαίνοντας στην τάξη ήταν «εγώ δεν πρόκειται να σηκώσω χέρι σε κανέναν, δεν χτυπάω», που με την ηρεμία και τη νηφαλιότητά του, με την υπομονή και την επιμονή του μας έμαθε πολλά.

Ένα από αυτά ήταν και το τι θα πει επί της ουσίας εφημερίδα, τι σημαίνει ενημέρωση και πώς το μέσο αυτό μπορεί να επιτελέσει ένα σπουδαίο έργο για τη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων και πως ο δημοσιογράφος είναι πάνω από όλα λειτουργός και όχι στυγνός επαγγελματίας.

Θυμάμαι ότι είχαμε σχεδιάσει όλοι μαζί μια επιτοίχια εφημερίδα, για να ενημερώνουμε για τα νέα της τάξης μας, την οποία εμπλουτίζαμε εβδομαδιαίως με ό,τι έπεφτε στην αντίληψη του καθένα. Τότε, θυμάμαι, είχα κάνει και την πρώτη μου συνέντευξη και ήμουνα ευτυχισμένη, γεμάτη κέφι και μεράκι που μέσα σε ένα δημόσιο σχολείο μας είχε δώσει κάποιος ένα επιπλέον κίνητρο να δημιουργήσουμε κάτι παράλληλα με το ωρολόγιο πρόγραμμα και ταυτόχρονα έξω από αυτό.

Μπορεί και σ’ αυτόν να οφείλω το γεγονός ότι σήμερα είμαι δημοσιογράφος, αφού όταν είδε ένα από τα πρώτα μου δελτία ειδήσεων στο τοπικό κανάλι της περιοχής μου, συνάντησε κάπου τη μαμά μου και της είπε: «να της πεις από τον δάσκαλό της συγχαρητήρια. Της πάει πάρα πολύ αυτό που κάνει και να μην το αφήσει».

Πρόσφατα, στην παράσταση του Ντον Τζοβάννι στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης έπεσα πάνω στις δύο του κόρες και την εγγονή του. Το πρώτο πράγμα που ρώτησα ήταν τι κάνει. Η μεγάλη, η Κατερίνα, με κοίταξε βαθιά στα μάτια βουβά. Κατάλαβα αμέσως. Στα 74 το τρίτο εγκεφαλικό δεν μπόρεσε να το παλέψει. Έφυγε όπως έζησε: όρθιος και ορθός, ήρεμος, αξιοπρεπής. Το πιο παράδοξο όλων: ούτε κάπνιζε, ούτε έπινε, ούτε είχε κιλά, περπατούσε πολύ. «Ναι, αλλά τα κρατούσε όλα μέσα του, ποτέ δεν μιλούσε για όσα τον βασάνιζαν», ήταν η εξήγηση της Κατερίνας.

Εύχομαι, αν, όπως έχω γράψει ξανά, ο θάνατος δεν κουβαλά μαζί του την απόλυτη ανυπαρξία, να είναι κάπου που να έχει απαλλαγεί από όλα του τα βάρη και τα βαρίδια και να έχει συναντήσει εκεί όλους όσους αγαπά και λείπουν από ’δω. Αυτό του άξιζε, αυτό του αξίζει. Καλό ταξίδι, Βαγγέλη!

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 5 Δεκεμβρίου 2021