ΔΙΕΘΝΗ

Ιστορίες: Η περιπέτεια του Σουδάν

Το 1956 το Σουδάν αποκτά την ανεξαρτησία του, απαλλασσόμενο από τη βρετανική κυριαρχία. Ωστόσο, οι Άγγλοι (και οι διάδοχοί τους Αμερικανοί) άφησαν πίσω τους το «διαίρει και βασίλευε»

 30/04/2023 08:24

Ιστορίες: Η περιπέτεια του Σουδάν
Πρόσφατη φωτογραφία από το Σουδάν.

Του Βασίλη Κεχαγιά

Το «όπου φτωχός και η μοίρα του», το οποίο βρίσκει ακέραια εφαρμογή σε όλα τα αφρικανικά κράτη, δε θα μπορούσε να αφήσει αλώβητο το Σουδάν, όπου βρίσκει κανείς τις πηγές του ζωοδότη για την περιοχή Νείλου. Όπως, επίσης, όλα τα κράτη της μαύρης ηπείρου ξεκίνησε τον απελευθερωτικό του αγώνα στη δεκαετία του ’50, για να δικαιωθεί το 1956, κερδίζοντας την ανεξαρτησία του στα 1956, οπότε και αποτέλεσε το μεγαλύτερο κράτος της Αφρικής. Από εκεί και πέρα ξεκίνησε η γνωστή περιπέτεια των εμφυλίων και των δικτατοριών, την ώρα που οι λαϊκές διεκδικήσεις έφθαναν στα όρια του φλερτ με τα κομμουνιστικά ιδεώδη, όπως συνέβαινε σε πολλά νεοσύστατα κράτη της περιόδου εκείνης, με πλέον διακριτές τις περιπτώσεις αυτές της Αγκόλας και της Μοζαμβίκης. Κάπου εκεί, από την ήδη ανοιχτή πόρτα, βρήκαν εσχάτως την ευκαιρία να εισδύσουν οι Κινέζοι, με την αγορά κρίσιμων και ανεκμετάλλευτων λιμένων. Συνεπώς, πολλαπλασιάζονται συνεχώς οι αφορμές για άγριες, κυρίως εμφύλιες, συρράξεις.

Σε όλο τούτο το υπό διαμόρφωση καθεστώς της Αφρικής, το Σουδάν κρατάει μία κρίσιμη θέση, έχοντας προλάβει να διασπαστεί στα 2011, στη βάση του βόρειου και του νότιου κράτους, με το πρώτο (συνέχεια της αρχαίας Νουβίας) να αποτελείται σχεδόν αμιγώς από αραβόφωνους και ισλαμιστές, ενώ το νότιο συντίθεται από χριστιανούς καθολικούς, κόπτες και ανιμιστές, στο μεγαλύτερο μέρος τους αφρικανικά ομιλούντες. Η αιτία της διάστασης βρίσκεται στην κυριαρχία των Αράβων και του σουνιτικού Ισλάμ, από τον 9ο ως τον 14ο αιώνα, στην έκταση της άλλοτε Νουβίας, κέντρο της κοπτικής εκκλησίας από τα χρόνια της επικοινωνίας με την Αίγυπτο, της οποίας θεωρούταν αναπόσπαστο κομμάτι, από τα φαραωνικά χρόνια. Η αραβική επικράτηση είτε έστειλε πολλούς Κόπτες στο νότο είτε ακύρωσε την παρουσία τους στο βορρά. Ακόμη και η ονομασία Σουδάν δεν είναι τίποτα άλλο από την αραβιστί « Χώρα των μαύρων». Το πρόβλημα της διάστασης επιτάθηκε από το γεγονός ότι η Αίγυπτος αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας, οπότε οι κάτοικοι του νότου αποτελούσαν εύκολο φορτίο σκλάβων για το βορρά, ενώ από το 1882 το βρετανικό «διαίρει και βασίλευε» οδήγησε μακροχρόνια στη διάσπαση.

Εκτός των παραπάνω, ο διχασμός ενισχύθηκε από το γεγονός ότι ο βορράς αποτελούταν από κτηνοτροφικούς πληθυσμούς, ενώ οι γείτονες ήσαν ως επί το πλείστον αγροτικοί πληθυσμοί. Το συγκεκριμένο διασπαστικό γεγονός, ας μη μας διαφεύγει, ότι κρυβόταν πίσω από τον μεγαλύτερο εμφύλιο όλων των εποχών στη γειτονική Ρουάντα και στο Κογκό. Τέλος, προπομπός του πολέμου υπήρξε η εξέγερση των Τορίτ, στο νότιο Σουδάν, το 1955, ένα έτος πριν την απόκτηση της ανεξαρτησίας της χώρας, στα 1956.


Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ

Από το 1958, οπότε την κυβέρνηση της χώρας ανέλαβε ο στρατηγός Ιμπραήμ Αμπούντ, το Σουδάν βρέθηκε στα χέρια των βόρειων, με απόλυτη διαχείριση της διοίκησης σε όλα τα επίπεδα. Επόμενο ήταν να ξεσηκωθούν οι νότιοι, έστω και αν τους διαιρούσαν πενήντα φυλές και εκατόν δεκαεπτά τοπικές διάλεκτοι. Παρά ταύτα, συγκρότησαν το Στρατό για την απελευθέρωση της Γης, το Ανία-Νια ή «δάγκωμα της οχιάς», σε πολλές διαλέκτους. Αρχηγός του ήταν ο Τζόσεφ Λαγκού, πρώην αξιωματικός του σουδανικού στρατού. 

Οι περισσότεροι μαχητές προέρχονταν από τη φυλή των Ντίνκα, η οποία αποτελούσε το 37% του νοτιοσουδανικού πληθυσμού. Ως τις αρχές του 1964, οι ελλείψεις σε οπλισμό και η κακή οργάνωση οδηγούσε το Ανία-Νία σε συνεχείς αποτυχίες, με αποκορύφωμα την επίθεση στην πόλη Ουάου. Η αντίδραση του κυβερνητικού στρατού ήταν σφοδρή και οδήγησε πολλούς αντιστασιακούς, ως πρόσφυγες στην Ουγκάντα και στην Αιθιοπία. Ωστόσο, οι συγκρούσεις, σε συνδυασμό με τον εκτεταμένο λιμό στη χώρα, δεν ευνόησαν την ειρήνευση κι έτσι η πτώση του Αμπούντ συνοδεύτηκε από μία σειρά αποτυχημένων κυβερνήσεων, ως το 1969, όταν στην εξουσία βρέθηκε με πραξικόπημα ο Τζααφάρ αλ Νιμέιρι. 

Στα χνάρια του γείτονά του Νάσερ, ο Νιμέιρι ακολούθησε το δρόμο του αραβικού εθνοσοσιαλισμού, με αποτέλεσμα το παραδοσιακά φιλοδυτικό Σουδάν να στραφεί προς τη Σοβιετική Ένωση, προκειμένου να λάβει από αυτήν σημαντική στρατιωτική βοήθεια. Μετά τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο και την τοποθέτηση του Σουδάν στο πλευρό των Σύρων και των Αιγυπτίων, οι Σοβιετικοί αποπειράθηκαν να ανατρέψουν τον Νιμέιρι, για να παγώσουν οι σουδανοσοβιετικές σχέσεις. Το Ανία-Νία κατάφερε να ανασυσταθεί, με βελτιωμένο το ισοζύγιο στρατιωτικών δυνάμεων και η κυβέρνηση του εκλεγμένου προέδρου, πλέον, Νιμέιρι στράφηκε προς την Κίνα, για την εξεύρεση πολεμικής βοήθειας. 

Τελικά, μετά από πολλές μάχες, τον Μάρτιο του 1972 επιτεύχθηκε κατάπαυση του πυρός και υπογράφηκε το σύμφωνο της Αντίς Αμπέμπα μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών. Στο σύμφωνο αυτό το Ανία-Νία βρέθηκε αναβαθμισμένο, με τον Τζόζεφ Λάγκου να αναλαμβάνει τη διοίκηση του σουδανικού στρατού στο νότο. Ο πρώτος σουδανικός πόλεμος, όπως ονομάστηκε, στοίχισε 500.000 ζωές, πολλές από αυτές λόγω υποσιτισμού. Η ειρήνη υπήρξε εύθραυστη και το 1983 ξεκίνησε ο δεύτερος σουδανικός πόλεμος.


Ο ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΜΑΡΤΥΣ

Με την ειρήνευση, υπήρξε επαναπροσέγγιση του Νιμέιρι με την Μ. Βρετανία και τις ΗΠΑ, μια που ο Ψυχρός πόλεμος απαιτούσε ισχυρό αντίβαρο στη φιλοσοβιετική κυβέρνηση της γειτονικής Αιθιοπίας. Είχε ξεπροβάλλει, όμως, το Εθνικό Ισλαμικό Μέτωπο, του Τουραμπί και οι πιέσεις προς τον Νιμέιρι ακύρωσαν στην πράξη την αυτονομία του νότιου Σουδάν, μία αφύπνιση της καχυποψίας του νότου, με αποκορύφωμα την καθολική επιβολή του ισλαμικού νόμου της σαρίας.

Η εξέγερση που ακολούθησε από τον Απελευθερωτικό Λαϊκό Στρατό του Σουδάν (SPLA), υπό την ηγεσία του Αμερικανοσπουδασμένου συνταγματάρχη Τζον Γκαράνγκ, πάλι από τη φυλή των Ντίνκα και εξέχοντος στρατιώτη των Ανία-Νία, γρήγορα έφερε το νότιο Σουδάν στα χέρια τους και το 1985 ο Νιμέιρι ανατράπηκε με πραξικόπημα.

Ο διάδοχος Ραχμάν αλ Νταχάμπ υποσχέθηκε μεταρρυθμίσεις και εκλογές, ο ισλαμικός νόμος όμως παρέμεινε σε ισχύ. Ο SPLA, δυσαρεστημένος από τις εξελίξεις απείλησε ότι θα κατάρριπτε κάθε αεροπλάνο της πολιτικής αεροπορίας πετούσε πάνω από τα εδάφη του, θεωρώντας ότι μεταφέρει πολεμικό υλικό. Την απειλή του έκανε πράξη τον Αύγουστο του 1986, όταν κατέρριψε αεροπλάνο με 60 επιβαίνοντες, με κατεύθυνση το Χαρτούμ. Σε αντίποινα τα κυβερνητικά στρατεύματα προχώρησαν σε σφαγή χιλιάδων μελών της φυλής Ντίνκα, κάτι που μετέτρεψε την κρίση σε διεθνή. Από τη μία πλευρά, η Λιβύη του Καντάφι υποστήριζε τη σουδανική κυβέρνηση, ενώ η Αιθιοπία έστελνε στρατεύματα στον SPLA.

Η αδυναμία της κυβέρνησης να ελέγξει τον SPLA οδήγησε σε νέο πραξικόπημα και ανατροπή της, με το στρατηγό Ομάρ Χασάν αλ Μπασίρ να ενισχύει την ισλαμική ταυτότητα της νέας κυβέρνησης και να μετατρέπει τον πόλεμο σε θρησκευτικό. Και ενώ η αντεπίθεση του εθνικού στρατού, σε συνδυασμό με τις εσωτερικές, φυλετικές έριδες του SPLA, τον απώθησε ως τα σύνορα με την Ουγκάντα το 1995, οι αντάρτες άντεξαν χάρη στη βοήθεια από τους γείτονες (Ουγκάντα, Αιθιοπία, Αίγυπτο, Ερυθραία -ανεξάρτητη από το 1991). Οι σφοδρότατες συγκρούσεις που ακολούθησαν, έφεραν τους αντάρτες ξανά σε ισχυρή θέση στο νότιο Σουδάν και το 1998 η εξόντωση των αμάχων από τον κυβερνητικό στρατό οδήγησε σε νέα κρίση λιμού.

Ήταν το κομβικό έτος, κατά το οποίο η επίθεση της Αλ Κάιντα στις πρεσβείες της Κένυας και της Τανζανίας έστρεψαν τις ΗΠΑ εναντίον της κυβέρνησης του Χαρτούμ, αφού θεωρήθηκε ότι σιγοντάριζε τις τρομοκρατικές επιθέσεις, ίσως ακόμη και να έκρυβε τον Μπιν Λάντεν. Βομβαρδίστηκε αμέσως ένα εργοστάσιο φαρμάκων έξω από την πρωτεύουσα, θεωρώντας ότι αποτελούσε άντρο κατασκευής χημικών για τους ισλαμιστές. Σε αντίποινα η κυβέρνηση κατάφερε συνεχή πλήγματα εναντίον αμάχων και καθολικών ιεραποστολών, με 260 αεροπορικές επιθέσεις ως το 2001. Η παρέμβαση των ΗΠΑ οδήγησε σε εκεχειρία και κατάπαυση του πυρός, τον Ιανουάριο του 2002, καθώς και συνάντηση του προέδρου Μπασίρ με τον Γκάραγκ. Οι συνεχείς παραβιάσεις από την κυβέρνηση, προκειμένου να ελέγξει τις πετρελαιοπηγές του Νείλου, έπαυσαν οριστικά το 2003, ήδη όμως σοβούσε η κρίση στο Νταρφούρ.


Νταρφούρ και διάσπαση

Το σουλτανάτο του Νταρφούρ αποτέλεσε τμήμα του Σουδάν υπό βρετανο-αιγυπτιακή συγκυριαρχία το 1916. Οι αραβόφωνοι κάτοικοί του ήσαν νομάδες, ενώ οι αφρικανικοί πληθυσμοί του, όπως οι φυλές των Φουρ και των Μασάλιτ είχαν υιοθετήσει έναν αγροτικό τρόπο ζωής. Οι αιτίες της σύγκρουσης βρισκόταν στη διεκδίκηση του πολύτιμου για την περιοχή νερού. Οι παρατεταμένες περίοδοι λιμού οδήγησαν ένα μέρος του αραβόφωνου πληθυσμού να προσφύγει στις νότιες περιοχές , όπου και ξεκίνησε η σχετική διαμάχη. 

Το πρόβλημα διογκώθηκε από την είσοδο χιλιάδων ενόπλων και προσφύγων από τον εμφύλιο του γειτονικού Τσαντ. Με την άνοδο του στρατηγού Μπασίρ στην εξουσία, οι αραβόφωνοι πήραν το πάνω χέρι και το καθεστώς τους παραχώρησε γη, η οποία ανήκε στους Φουρ. Η ένταση εξελίχθηκε σε εξέγερση εναντίον της κεντρικής κυβέρνησης, με δύο ένοπλα κινήματα: τον Απελευθερωτικό Στρατό του Σουδάν, με κυρίαρχους τους Φουρ και το Κίνημα Δικαιοσύνης και Ισότητας, στο οποίο κυριαρχούσαν οι Ζαγκάουα.

Τότε η κυβέρνηση χρησιμοποίησε για την καταστολή τούς τους ένοπλους του Τσαντ, με ομάδες που έγιναν γνωστές ως Τζανζαουίντ, δηλαδή «Έφιπποι δαίμονες», επειδή εξαπέλυαν τις επιθέσεις τους έφιπποι ή με αυτοσχέδια άρματα μάχης. Πραγματοποίησαν σωρεία εγκλημάτων κατά των αμάχων, με αποτέλεσμα το πέρας των εχθροπραξιών να μετράει περίπου 460.000 νεκρούς.

Από το δεύτερο σουδανικό πόλεμο και μετά οι σφαίρες και η πείνα άφησαν πίσω τους 2.000.000 νεκρούς, κάτι που εκ των πραγμάτων καθιστούσε την ειρήνη αποδυναμωμένη. Τα πνεύματα οξύνθηκαν από το θάνατο του στρατηγού και αντιπροέδρου της κυβέρνησης Γκάραγκ, μετά από πτώση ελικοπτέρου, για να αντικατασταθεί από τον διχαστικό Σάλβα Κτιρ -επίσης από τη φυλή των Ντίνκα. Έσπευσε να εκμεταλλευτεί έναν από τους όρους της συνθήκης ειρήνης, ο οποίος προέβλεπε δημοψήφισμα , ορισμένο για το2011, προκειμένου να αποφασίσει το νότιο Σουδάν αν επιθυμεί την ανεξαρτησία του.

Φυσικά πίσω απ’ όλα κρυβόταν η εκμετάλλευση των πετρελαίων, αφού αυτά βρίσκονταν κατά 80% στο νότο, ενώ τα διυλιστήρια, οι αγωγοί και το κύριο λιμάνι μεταφοράς στο βορρά. Με αυτά και μ’ αυτά ξεκίνησαν πάλι οι εχθροπραξίες, από το 2008 και έτσι το νότιο Σουδάν ψήφισε για την απόσχισή του στις 9 Ιουλίου του 2009. Με αυτήν την απόφαση ο βορράς έχασε το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των εσόδων του, ενώ η απόφαση των νότιων να κλείσουν τις πετρελαιοπηγές για δύο χρόνια (2012-2013) οδήγησε στην καταστροφή τις οικονομίες και των δύο κρατών. Συγχρόνως, ο Σάλβα Κτιρ απέπεμψε τον αντιπρόεδρο, της φυλής των Νουέρ, Ριέκ Μαχάρ, με έναν σκληρότατο εσωτερικό πόλεμο να ξεκινάει το 2013 και να τελειώνει το 2020 και να καταλήγει το 2020, με καταγγελίες στον ΟΗΕ για στρατολόγηση ανηλίκων και 400.000 νεκρούς και 2.000. 000 πρόσφυγες σε γειτονικά κράτη. Όπως φαίνεται, η ανατροπή του προέδρου Μπασίρ, που ακολούθησε άνοιξε καινούριο « βιβλίο των νεκρών».


Ημερολόγιο καταστρώματος

1956

Το Σουδάν κερδίζει την ανεξαρτησία του

1955-1972

Α’ πόλεμος του Σουδάν

1969

Ο ταγματάρχης Νιμέιρι στην εξουσία

1983-2005

Β’ πόλεμος του Σουδάν

1983

Επιβολή της ισλαμικής σαρίας στον αφρικανικό νότο

1985

Ανατροπή του Νιμέιρι με πραξικόπημα

1998

Χτύπημα των αμερικανικών πρεσβειών σε Κένυα και Τανζανία

2003

Αντικυβερνητική εξέγερση στο Νταρφούρ

2010

Εκεχειρία στο Νταρφούρ

2011

Το νότιο Σουδάν αποσχίζεται μετά από δημοψήφισμα

2013-2020

Εμφύλιος στο νότιο Σουδάν

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 23.04.2023

Του Βασίλη Κεχαγιά

Το «όπου φτωχός και η μοίρα του», το οποίο βρίσκει ακέραια εφαρμογή σε όλα τα αφρικανικά κράτη, δε θα μπορούσε να αφήσει αλώβητο το Σουδάν, όπου βρίσκει κανείς τις πηγές του ζωοδότη για την περιοχή Νείλου. Όπως, επίσης, όλα τα κράτη της μαύρης ηπείρου ξεκίνησε τον απελευθερωτικό του αγώνα στη δεκαετία του ’50, για να δικαιωθεί το 1956, κερδίζοντας την ανεξαρτησία του στα 1956, οπότε και αποτέλεσε το μεγαλύτερο κράτος της Αφρικής. Από εκεί και πέρα ξεκίνησε η γνωστή περιπέτεια των εμφυλίων και των δικτατοριών, την ώρα που οι λαϊκές διεκδικήσεις έφθαναν στα όρια του φλερτ με τα κομμουνιστικά ιδεώδη, όπως συνέβαινε σε πολλά νεοσύστατα κράτη της περιόδου εκείνης, με πλέον διακριτές τις περιπτώσεις αυτές της Αγκόλας και της Μοζαμβίκης. Κάπου εκεί, από την ήδη ανοιχτή πόρτα, βρήκαν εσχάτως την ευκαιρία να εισδύσουν οι Κινέζοι, με την αγορά κρίσιμων και ανεκμετάλλευτων λιμένων. Συνεπώς, πολλαπλασιάζονται συνεχώς οι αφορμές για άγριες, κυρίως εμφύλιες, συρράξεις.

Σε όλο τούτο το υπό διαμόρφωση καθεστώς της Αφρικής, το Σουδάν κρατάει μία κρίσιμη θέση, έχοντας προλάβει να διασπαστεί στα 2011, στη βάση του βόρειου και του νότιου κράτους, με το πρώτο (συνέχεια της αρχαίας Νουβίας) να αποτελείται σχεδόν αμιγώς από αραβόφωνους και ισλαμιστές, ενώ το νότιο συντίθεται από χριστιανούς καθολικούς, κόπτες και ανιμιστές, στο μεγαλύτερο μέρος τους αφρικανικά ομιλούντες. Η αιτία της διάστασης βρίσκεται στην κυριαρχία των Αράβων και του σουνιτικού Ισλάμ, από τον 9ο ως τον 14ο αιώνα, στην έκταση της άλλοτε Νουβίας, κέντρο της κοπτικής εκκλησίας από τα χρόνια της επικοινωνίας με την Αίγυπτο, της οποίας θεωρούταν αναπόσπαστο κομμάτι, από τα φαραωνικά χρόνια. Η αραβική επικράτηση είτε έστειλε πολλούς Κόπτες στο νότο είτε ακύρωσε την παρουσία τους στο βορρά. Ακόμη και η ονομασία Σουδάν δεν είναι τίποτα άλλο από την αραβιστί « Χώρα των μαύρων». Το πρόβλημα της διάστασης επιτάθηκε από το γεγονός ότι η Αίγυπτος αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας, οπότε οι κάτοικοι του νότου αποτελούσαν εύκολο φορτίο σκλάβων για το βορρά, ενώ από το 1882 το βρετανικό «διαίρει και βασίλευε» οδήγησε μακροχρόνια στη διάσπαση.

Εκτός των παραπάνω, ο διχασμός ενισχύθηκε από το γεγονός ότι ο βορράς αποτελούταν από κτηνοτροφικούς πληθυσμούς, ενώ οι γείτονες ήσαν ως επί το πλείστον αγροτικοί πληθυσμοί. Το συγκεκριμένο διασπαστικό γεγονός, ας μη μας διαφεύγει, ότι κρυβόταν πίσω από τον μεγαλύτερο εμφύλιο όλων των εποχών στη γειτονική Ρουάντα και στο Κογκό. Τέλος, προπομπός του πολέμου υπήρξε η εξέγερση των Τορίτ, στο νότιο Σουδάν, το 1955, ένα έτος πριν την απόκτηση της ανεξαρτησίας της χώρας, στα 1956.


Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ

Από το 1958, οπότε την κυβέρνηση της χώρας ανέλαβε ο στρατηγός Ιμπραήμ Αμπούντ, το Σουδάν βρέθηκε στα χέρια των βόρειων, με απόλυτη διαχείριση της διοίκησης σε όλα τα επίπεδα. Επόμενο ήταν να ξεσηκωθούν οι νότιοι, έστω και αν τους διαιρούσαν πενήντα φυλές και εκατόν δεκαεπτά τοπικές διάλεκτοι. Παρά ταύτα, συγκρότησαν το Στρατό για την απελευθέρωση της Γης, το Ανία-Νια ή «δάγκωμα της οχιάς», σε πολλές διαλέκτους. Αρχηγός του ήταν ο Τζόσεφ Λαγκού, πρώην αξιωματικός του σουδανικού στρατού. 

Οι περισσότεροι μαχητές προέρχονταν από τη φυλή των Ντίνκα, η οποία αποτελούσε το 37% του νοτιοσουδανικού πληθυσμού. Ως τις αρχές του 1964, οι ελλείψεις σε οπλισμό και η κακή οργάνωση οδηγούσε το Ανία-Νία σε συνεχείς αποτυχίες, με αποκορύφωμα την επίθεση στην πόλη Ουάου. Η αντίδραση του κυβερνητικού στρατού ήταν σφοδρή και οδήγησε πολλούς αντιστασιακούς, ως πρόσφυγες στην Ουγκάντα και στην Αιθιοπία. Ωστόσο, οι συγκρούσεις, σε συνδυασμό με τον εκτεταμένο λιμό στη χώρα, δεν ευνόησαν την ειρήνευση κι έτσι η πτώση του Αμπούντ συνοδεύτηκε από μία σειρά αποτυχημένων κυβερνήσεων, ως το 1969, όταν στην εξουσία βρέθηκε με πραξικόπημα ο Τζααφάρ αλ Νιμέιρι. 

Στα χνάρια του γείτονά του Νάσερ, ο Νιμέιρι ακολούθησε το δρόμο του αραβικού εθνοσοσιαλισμού, με αποτέλεσμα το παραδοσιακά φιλοδυτικό Σουδάν να στραφεί προς τη Σοβιετική Ένωση, προκειμένου να λάβει από αυτήν σημαντική στρατιωτική βοήθεια. Μετά τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο και την τοποθέτηση του Σουδάν στο πλευρό των Σύρων και των Αιγυπτίων, οι Σοβιετικοί αποπειράθηκαν να ανατρέψουν τον Νιμέιρι, για να παγώσουν οι σουδανοσοβιετικές σχέσεις. Το Ανία-Νία κατάφερε να ανασυσταθεί, με βελτιωμένο το ισοζύγιο στρατιωτικών δυνάμεων και η κυβέρνηση του εκλεγμένου προέδρου, πλέον, Νιμέιρι στράφηκε προς την Κίνα, για την εξεύρεση πολεμικής βοήθειας. 

Τελικά, μετά από πολλές μάχες, τον Μάρτιο του 1972 επιτεύχθηκε κατάπαυση του πυρός και υπογράφηκε το σύμφωνο της Αντίς Αμπέμπα μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών. Στο σύμφωνο αυτό το Ανία-Νία βρέθηκε αναβαθμισμένο, με τον Τζόζεφ Λάγκου να αναλαμβάνει τη διοίκηση του σουδανικού στρατού στο νότο. Ο πρώτος σουδανικός πόλεμος, όπως ονομάστηκε, στοίχισε 500.000 ζωές, πολλές από αυτές λόγω υποσιτισμού. Η ειρήνη υπήρξε εύθραυστη και το 1983 ξεκίνησε ο δεύτερος σουδανικός πόλεμος.


Ο ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΜΑΡΤΥΣ

Με την ειρήνευση, υπήρξε επαναπροσέγγιση του Νιμέιρι με την Μ. Βρετανία και τις ΗΠΑ, μια που ο Ψυχρός πόλεμος απαιτούσε ισχυρό αντίβαρο στη φιλοσοβιετική κυβέρνηση της γειτονικής Αιθιοπίας. Είχε ξεπροβάλλει, όμως, το Εθνικό Ισλαμικό Μέτωπο, του Τουραμπί και οι πιέσεις προς τον Νιμέιρι ακύρωσαν στην πράξη την αυτονομία του νότιου Σουδάν, μία αφύπνιση της καχυποψίας του νότου, με αποκορύφωμα την καθολική επιβολή του ισλαμικού νόμου της σαρίας.

Η εξέγερση που ακολούθησε από τον Απελευθερωτικό Λαϊκό Στρατό του Σουδάν (SPLA), υπό την ηγεσία του Αμερικανοσπουδασμένου συνταγματάρχη Τζον Γκαράνγκ, πάλι από τη φυλή των Ντίνκα και εξέχοντος στρατιώτη των Ανία-Νία, γρήγορα έφερε το νότιο Σουδάν στα χέρια τους και το 1985 ο Νιμέιρι ανατράπηκε με πραξικόπημα.

Ο διάδοχος Ραχμάν αλ Νταχάμπ υποσχέθηκε μεταρρυθμίσεις και εκλογές, ο ισλαμικός νόμος όμως παρέμεινε σε ισχύ. Ο SPLA, δυσαρεστημένος από τις εξελίξεις απείλησε ότι θα κατάρριπτε κάθε αεροπλάνο της πολιτικής αεροπορίας πετούσε πάνω από τα εδάφη του, θεωρώντας ότι μεταφέρει πολεμικό υλικό. Την απειλή του έκανε πράξη τον Αύγουστο του 1986, όταν κατέρριψε αεροπλάνο με 60 επιβαίνοντες, με κατεύθυνση το Χαρτούμ. Σε αντίποινα τα κυβερνητικά στρατεύματα προχώρησαν σε σφαγή χιλιάδων μελών της φυλής Ντίνκα, κάτι που μετέτρεψε την κρίση σε διεθνή. Από τη μία πλευρά, η Λιβύη του Καντάφι υποστήριζε τη σουδανική κυβέρνηση, ενώ η Αιθιοπία έστελνε στρατεύματα στον SPLA.

Η αδυναμία της κυβέρνησης να ελέγξει τον SPLA οδήγησε σε νέο πραξικόπημα και ανατροπή της, με το στρατηγό Ομάρ Χασάν αλ Μπασίρ να ενισχύει την ισλαμική ταυτότητα της νέας κυβέρνησης και να μετατρέπει τον πόλεμο σε θρησκευτικό. Και ενώ η αντεπίθεση του εθνικού στρατού, σε συνδυασμό με τις εσωτερικές, φυλετικές έριδες του SPLA, τον απώθησε ως τα σύνορα με την Ουγκάντα το 1995, οι αντάρτες άντεξαν χάρη στη βοήθεια από τους γείτονες (Ουγκάντα, Αιθιοπία, Αίγυπτο, Ερυθραία -ανεξάρτητη από το 1991). Οι σφοδρότατες συγκρούσεις που ακολούθησαν, έφεραν τους αντάρτες ξανά σε ισχυρή θέση στο νότιο Σουδάν και το 1998 η εξόντωση των αμάχων από τον κυβερνητικό στρατό οδήγησε σε νέα κρίση λιμού.

Ήταν το κομβικό έτος, κατά το οποίο η επίθεση της Αλ Κάιντα στις πρεσβείες της Κένυας και της Τανζανίας έστρεψαν τις ΗΠΑ εναντίον της κυβέρνησης του Χαρτούμ, αφού θεωρήθηκε ότι σιγοντάριζε τις τρομοκρατικές επιθέσεις, ίσως ακόμη και να έκρυβε τον Μπιν Λάντεν. Βομβαρδίστηκε αμέσως ένα εργοστάσιο φαρμάκων έξω από την πρωτεύουσα, θεωρώντας ότι αποτελούσε άντρο κατασκευής χημικών για τους ισλαμιστές. Σε αντίποινα η κυβέρνηση κατάφερε συνεχή πλήγματα εναντίον αμάχων και καθολικών ιεραποστολών, με 260 αεροπορικές επιθέσεις ως το 2001. Η παρέμβαση των ΗΠΑ οδήγησε σε εκεχειρία και κατάπαυση του πυρός, τον Ιανουάριο του 2002, καθώς και συνάντηση του προέδρου Μπασίρ με τον Γκάραγκ. Οι συνεχείς παραβιάσεις από την κυβέρνηση, προκειμένου να ελέγξει τις πετρελαιοπηγές του Νείλου, έπαυσαν οριστικά το 2003, ήδη όμως σοβούσε η κρίση στο Νταρφούρ.


Νταρφούρ και διάσπαση

Το σουλτανάτο του Νταρφούρ αποτέλεσε τμήμα του Σουδάν υπό βρετανο-αιγυπτιακή συγκυριαρχία το 1916. Οι αραβόφωνοι κάτοικοί του ήσαν νομάδες, ενώ οι αφρικανικοί πληθυσμοί του, όπως οι φυλές των Φουρ και των Μασάλιτ είχαν υιοθετήσει έναν αγροτικό τρόπο ζωής. Οι αιτίες της σύγκρουσης βρισκόταν στη διεκδίκηση του πολύτιμου για την περιοχή νερού. Οι παρατεταμένες περίοδοι λιμού οδήγησαν ένα μέρος του αραβόφωνου πληθυσμού να προσφύγει στις νότιες περιοχές , όπου και ξεκίνησε η σχετική διαμάχη. 

Το πρόβλημα διογκώθηκε από την είσοδο χιλιάδων ενόπλων και προσφύγων από τον εμφύλιο του γειτονικού Τσαντ. Με την άνοδο του στρατηγού Μπασίρ στην εξουσία, οι αραβόφωνοι πήραν το πάνω χέρι και το καθεστώς τους παραχώρησε γη, η οποία ανήκε στους Φουρ. Η ένταση εξελίχθηκε σε εξέγερση εναντίον της κεντρικής κυβέρνησης, με δύο ένοπλα κινήματα: τον Απελευθερωτικό Στρατό του Σουδάν, με κυρίαρχους τους Φουρ και το Κίνημα Δικαιοσύνης και Ισότητας, στο οποίο κυριαρχούσαν οι Ζαγκάουα.

Τότε η κυβέρνηση χρησιμοποίησε για την καταστολή τούς τους ένοπλους του Τσαντ, με ομάδες που έγιναν γνωστές ως Τζανζαουίντ, δηλαδή «Έφιπποι δαίμονες», επειδή εξαπέλυαν τις επιθέσεις τους έφιπποι ή με αυτοσχέδια άρματα μάχης. Πραγματοποίησαν σωρεία εγκλημάτων κατά των αμάχων, με αποτέλεσμα το πέρας των εχθροπραξιών να μετράει περίπου 460.000 νεκρούς.

Από το δεύτερο σουδανικό πόλεμο και μετά οι σφαίρες και η πείνα άφησαν πίσω τους 2.000.000 νεκρούς, κάτι που εκ των πραγμάτων καθιστούσε την ειρήνη αποδυναμωμένη. Τα πνεύματα οξύνθηκαν από το θάνατο του στρατηγού και αντιπροέδρου της κυβέρνησης Γκάραγκ, μετά από πτώση ελικοπτέρου, για να αντικατασταθεί από τον διχαστικό Σάλβα Κτιρ -επίσης από τη φυλή των Ντίνκα. Έσπευσε να εκμεταλλευτεί έναν από τους όρους της συνθήκης ειρήνης, ο οποίος προέβλεπε δημοψήφισμα , ορισμένο για το2011, προκειμένου να αποφασίσει το νότιο Σουδάν αν επιθυμεί την ανεξαρτησία του.

Φυσικά πίσω απ’ όλα κρυβόταν η εκμετάλλευση των πετρελαίων, αφού αυτά βρίσκονταν κατά 80% στο νότο, ενώ τα διυλιστήρια, οι αγωγοί και το κύριο λιμάνι μεταφοράς στο βορρά. Με αυτά και μ’ αυτά ξεκίνησαν πάλι οι εχθροπραξίες, από το 2008 και έτσι το νότιο Σουδάν ψήφισε για την απόσχισή του στις 9 Ιουλίου του 2009. Με αυτήν την απόφαση ο βορράς έχασε το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των εσόδων του, ενώ η απόφαση των νότιων να κλείσουν τις πετρελαιοπηγές για δύο χρόνια (2012-2013) οδήγησε στην καταστροφή τις οικονομίες και των δύο κρατών. Συγχρόνως, ο Σάλβα Κτιρ απέπεμψε τον αντιπρόεδρο, της φυλής των Νουέρ, Ριέκ Μαχάρ, με έναν σκληρότατο εσωτερικό πόλεμο να ξεκινάει το 2013 και να τελειώνει το 2020 και να καταλήγει το 2020, με καταγγελίες στον ΟΗΕ για στρατολόγηση ανηλίκων και 400.000 νεκρούς και 2.000. 000 πρόσφυγες σε γειτονικά κράτη. Όπως φαίνεται, η ανατροπή του προέδρου Μπασίρ, που ακολούθησε άνοιξε καινούριο « βιβλίο των νεκρών».


Ημερολόγιο καταστρώματος

1956

Το Σουδάν κερδίζει την ανεξαρτησία του

1955-1972

Α’ πόλεμος του Σουδάν

1969

Ο ταγματάρχης Νιμέιρι στην εξουσία

1983-2005

Β’ πόλεμος του Σουδάν

1983

Επιβολή της ισλαμικής σαρίας στον αφρικανικό νότο

1985

Ανατροπή του Νιμέιρι με πραξικόπημα

1998

Χτύπημα των αμερικανικών πρεσβειών σε Κένυα και Τανζανία

2003

Αντικυβερνητική εξέγερση στο Νταρφούρ

2010

Εκεχειρία στο Νταρφούρ

2011

Το νότιο Σουδάν αποσχίζεται μετά από δημοψήφισμα

2013-2020

Εμφύλιος στο νότιο Σουδάν

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 23.04.2023

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία