ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Ιστορίες: Εκατό χρόνια μοναξιάς

Γεννιέται στις 2 Δεκεμβρίου η Μαρία Καλογεροπούλου, η αργότερα θρυλική Μαρία Κάλλας. Εκατό έτη μετά -και μάλλον για πολλές δεκαετίες ακόμη- αποτελεί την έκφραση της τελειότητας στην όπερα, στη μουσική ολόκληρη

 15/04/2023 20:00

Ιστορίες: Εκατό χρόνια μοναξιάς

Του Βασίλη Κεχαγιά

Ίσως σε καμιά άλλη περίπτωση δεν ταιριάζει γάντι, ο πολυφορεμένος λογοτεχνικός τίτλος, όσο σε αυτήν της Μαρίας Κάλλας. Από τη στιγμή της γεννησής της, πριν εκατό χρόνια, στις 2 Δεκεμβρίου, τα πάνε-έλα στην Αμερική, την εφηβική της υπέρβαρη ασχήμια, που τη γέμιζε με ψυχολογικά προβλήματα, τη νοσηρά καταπιεστική μητέρα της, τους δυστυχείς έρωτές της, τη βασανιστική ατεκνία της, ως τη θλιβερή πτώση της από την κορυφή, μία ιστορία μοναξιάς.

Η ζωή της στη διάθεση κάθε διαδρομέα του διαδικτύου, η παιδική της ηλικία κλεισμένη μια για πάντα σε ό,τι η ψυχούλα της υπέφερε. Ο βίος της ένα φύραμα εξύψωσης -μέσα από τον ουράνιο δρόμο της μουσικής- και καταβύθισης στην περιοχή που ο Φρόιντ ίσως στο ελάχιστο θα μπορούσε να φωτίσει. 

Από τη Στυλίδα της Φθιώτιδας η Ευαγγελία Δημητριάδη παντρεύεται από έρωτα το φαρμακοποιό Γιώργο Καλογερόπουλο και τον ακολουθεί στο Μελιγαλά της Μεσσηνίας, όπου συλλαμβάνει τη Μαρία και σε προχωρημένη εγκυμοσύνη αναχωρεί, μετά από ξαφνική απόφαση του συζύγου της για τη Νέα Υόρκη. Σεπτέμβριος ήταν και στις 2 Δεκεμβρίου γεννήθηκε η Μαρία.

Αυτή η ματαιωμένη ηθοποιός, η μητέρα της, βλέπει στο βρέφος που έχει μπροστά της άλλη μία ματαίωση: δεν είναι ο γιος που θα ήθελε να αποκτήσει, μετά από μία κόρη που ήδη έχει αποκτήσει, αλλά ακόμη ένα κορίτσι. Την ανατρέφει, για το λόγο τούτο σαν αγόρι, της στερεί τη θηλυκότητα (που τόσο κυνήγησε στη συνέχεια της ζωής της) και την πιέζει να ασχοληθεί με τη μουσική. 

Η Μαρία Καλογεροπούλου επιθυμεί με πάθος να γίνει οδοντίατρος, η μητέρα της την τρέχει από τα οκτώ της στα ωδεία. Στα δέκα της την οδηγεί με το ζόρι σε ένα διαγωνισμό τραγουδιού του αμερικανικού ραδιοφώνου, όπου τραγουδώντας την Παλόμα κερδίζει με ευκολία το πρώτο βραβείο.

Την ίδια στιγμή, ο ανεπρόκοπος κύριος Καλογερόπουλος -που όμως η μικρή Μαρία- τον λατρεύει δε δείχνει ικανός να κερδίσει τα προς το ζην και η αγανακτισμένη Ευαγγελία τα μαζεύει, επιστρέφοντας στην πατρίδα. Ακόμη και στο πλοίο της επιστροφής την υποχρεώνει να κάνει επίδειξη των φωνητικών της ικανοτήτων και μόλις φτάνει στην Αθήνα την παίρνει από το χέρι για την καλύτερη καθηγήτρια φωνητικής, τη Μαρίκα Τριβέλα. 

Λένε ότι η μάνα της αποτελούσε μία μεταφορά στο χρόνο του τρομερού Λεοπόλδου, του πατέρα του Μότσαρτ, που με απάνθρωπες τιμωρίες, ξύλο και στερήσεις απαιτούσε από το γιο του να επιδείξει μουσική βιρτουοζιτέ από την κούνια του. Και καθώς η μαμά Ευαγγελία την έσυρε να τραγουδήσει ακόμη και στα σαλόνια των Γερμανών αξιωματικών, η Μαρία βρέθηκε το 1945 και πάλι στην Αμερική. 

Προηγουμένως γαλουχήθηκε στα χέρια της σινιόρας Ιντάλγκο, της γυναίκας που τη διαμόρφωσε μουσικά. Αυτό το ιερό τέρας της όπερας, που είχε τραγουδήσει με τον Καρούσο, τον Σαλιάπιν, στο Μετροπόλιταν και στη Σκάλα, ποιους ξέρει ποιά μοίρα την έριξε το 1939 στην Αθήνα (λένε ένας έρωτας…) για να λαξεύσει την τελειότερη φωνή όλων των εποχών!


Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ

Επί έξι έτη Μαρία και σινόρα Ιντάλγκο ήσαν ένα σώμα… μια φωνή. Η δασκάλα θα τη μυήσει στο ξεχασμένο ιταλικό μπελ κάντο, του οποίου η ίδια υπήρξε θρυλική μορφή. Τόσο, που η μαθήτρια θα το τελειοποιήσει και θα το αναστήσει, ξαναφέρνοντάς το στη μόδα. 

Η ίδια περιγράφει την εμπειρία της: 

«Με την Ιντάλγκο μυήθηκα στο πραγματικό μπελ κάντο. Απ’ αυτήν μπόρεσα να ξανανεβώ στις απαρχές της μεγάλης όπερας και να αποκτήσω την έννοια αυτού που ήταν για παράδειγμα η τέχνη μίας Μαλιμπράν. Δεν επρόκειτο πια μονάχα να αποκτήσω ένα κάποιο φωνητικό όγκο ή να μπορώ να απαγάγω τους οξείς ήχους με άνεση, αλλά να θέσω τη φωνή μου στην υπηρεσία της μουσικής, σαν ένα όργανο, κατά κάποιο τρόπο. Μου έδωσε όλη αυτή την απόλυτα σημαντική και μοναδική βάση που επιτρέπει να διατηρεί ένας τραγουδιστής πάντοτε μία ρεζέρβα μέσων και να μπορεί έτσι να κινείται, όταν θέλει, εκτός τραγουδιού, δηλαδή να μπορεί επιτέλους πραγματικά να ερμηνεύει».

Η Μαρία, λοιπόν, είχε πλέον τη θεμέλια βάση, για την αναχώρηση προς τη μεγαλουργία, όταν έμπαινε στο υπερωκεάνιο για την Αμερική -και πάλι, το 1945. Ωστόσο, ο θρύλος λέει ότι στην αποβάθρα η δασκάλα της τη φώναζε: «Μαρία, την Ιταλία και τα μάτια σου», εννοώντας ότι μόνο εκεί θα την εκτιμήσουν πραγματικά και θα γνωρίσει την αληθινή επιτυχία. 

Η Μαρία την άκουσε και στην Ιταλία, λίγο αργότερα, θα δεχόταν άλλο ένα χάδι της μοίρας, καθώς συναντούσε τον μαέστρο Τούλιο Σεραφίν, τον άνθρωπο που την έκανε γνωστή σε όλη την ιταλική επικράτεια, πριν ανεβεί… στη Σκάλα. Ή μήπως, πλέον, η μοίρα ήταν αδύνατον να παρέμβει σε ό,τι ήταν θεϊκό χάρισμα. Η ίδια, πάντως, διατύπωνε την άποψη ότι, ναι, ήταν δημιούργημα του πεπρωμένου, το οποίο αναπτύχθηκε με δουλειά, πολύ δουλειά, πειθαρχία και πάλι δουλειά. 

Κάποιοι αποδίδουν την πορεία της στον ουρανό στην υπερβολική μυωπία της -«αυτή είναι αόμματη», έλεγαν χαρακτηριστικά, κάτι που τη βοήθησε να αναπτύξει έναν εσωτερικό ρυθμό και μία μουσική οξύτητα, καθώς δεν έβλεπε ούτε το μαέστρο. Άλλοι πάλι ότι αυτός αναπτύχθηκε από τη βιωμένη εμπειρία των μεγάλων ηθοποιών του ελληνικού θεάτρου, της Κοτοπούλη, της Κυβέλης, της Παπαδάκη, της Παξινού. 

Ο θαυμασμός της για αυτές ήταν που της δίδαξε μία μοναδική θεατρικότητα, που όμοιά της δεν εμφανίστηκε στην ιστορία της όπερας. Και όταν θριάμβευε με τη Νόρμα του Μπελίνι, στη Σκάλα του Μιλάνου (όπου τραγούδησε πρώτη φορά το 1952), στο πρόσωπό της καθρεφτιζόταν το πάθος των μεγάλων τραγωδών.


Ο ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΜΑΡΤΥΣ

Σε συνέντευξη μεταφρασμένη και δημοσιευμένη στο περιοδικό Οδός Πανός (τεύχος 32, του 1987), η Μαρία Κάλλας λύνει με το δικό της τρόπο κάποιους κόμπους της ζωής της και που απόσπασμά της αναδημοσιεύουμε:

«Αδυνάτισα γιατί, όπως όλες οι χοντρές γυναίκες, ήθελα να είμαι ελκυστική και όχι μία χοντρή σοπράνο. Κατάλαβα ότι η φωνή δεν έφτανε, όταν ένας Ιταλός κριτικός της όπερας έγραψε, μετά από μία παράσταση της Αΐντα, που έδωσα στη Βερόνα, πως του ήταν αδύνατο να βρει τη διαφορά ανάμεσα στα πόδια των ελεφάντων που ήταν πάνω στη σκηνή και στα πόδια της Αΐντας, που το ρόλο της έπαιζα εγώ.

Έκλαψα με πικρά δάκρυα για πολλές μέρες, όταν διάβασα αυτό το άρθρο. Ήταν σκληρό. Απαίσιο. Αλλά τότε αποφάσισα να αδυνατίσω.

Θυμάμαι ότι την ίδια εποχή είχα υπογράψει συμβόλαιο να τραγουδήσω τη Λουτσία ντε Λαμερμούρ και οι φίλοι μου γελούσαν κι έλεγαν: «Εσύ Λουτσία; Μα είναι αδύνατον. Είσαι πολύ παχιά». Έτσι κατέφυγα σε ένα γνωστό ειδικό γιατρό, στο Παρίσι, που μου έκανε μία σειρά από ενέσεις και ηλεκτρικό μασάζ. Ήταν μία πολύ επίπονη διαδικασία, που χρειάστηκε θυσίες, αλλά είχα αποφασίσει να τις πετύχω και τα κατάφερα».

Στην ίδια συνέντευξη και στην ερώτηση για τη συμπεριφορά της απέναντι στους συνεργάτες της, τους οποίους αντιμετώπιζε με περιφρόνηση, αποκρίθηκε με ειλικρίνεια: «Σχετικά με το δύσκολο χαρακτήρα μου υπάρχει ένα πράγμα, που πρέπει πάνω απ’ όλα να γίνει κατανοητό: θεωρώ την τέχνη της μουσικής κάτι το πραγματικά εξαιρετικό και δεν εννοώ να βλέπω να την κακομεταχειρίζονται. Όταν τη σέβονται και την υπηρετούν πιστά τότε χαίρομαι βαθύτατα, αλλά όταν την κακοποιούν δε θέλω να συμμετέχω στην κακοποίηση.

Δε θέλω, με κανένα τρόπο, να συνδέω το όνομά μου με το κακό γούστο στη σκηνοθεσία, τη διεύθυνση της ορχήστρας ή το τραγούδι και ακόμη περισσότερο δε θέλω εγώ η ίδια να δώσω μία κακή παράσταση. Όταν ήμουν νέα και προσπαθούσα να φτιάξω την καριέρα μου, προσπαθούσα να παίρνω ότι μού δινόταν. Αργότερα είχα τη δυνατότητα να αρνηθώ τις μέτριες προσφορές.

Όταν έλεγα «όχι», ο κόσμος έλεγε ότι η Κάλλας είναι δύσκολη. Σίγουρα ήμουν δύσκολη, αλλά δεν είμαι το «τέρας», που μερικοί ισχυρίζονται ότι είμαι. Αν ήμουν πρόθυμη να δεχτώ να πάρω μέρος σε όπερα δεύτερης ποιότητας, δε θα έφτανα ποτέ να πετύχω αυτό που πέτυχα ως σήμερα».


Αστικοί μύθοι

Ένα πρόσωπο σαν της Κάλλας, δε θα μπορούσε παρά να αποτελέσει αντικείμενο αστικών μύθων και θρύλων, που Κύριος οίδε κατά πόσο κάνουν παρέα με την πραγματικότητα. Ας πούμε, η απλή -αμερικανικής καταγωγής- μετατροπή του επιθέτου Καλογεροπούλου σε Κάλλας, κατά τινες αποδόθηκε σε αναγραμματισμό της λέξης Σκάλα, ως όνειρο κορυφής. 

Λέγεται, επίσης, ότι ένας από τους μεγαλύτερους και οξύτερους καβγάδες της ζωής της έλαβε χώρα στη βίλα του Χέρμπερτ φον Κάραγιαν, στο Σιρμιόνε, όταν η ντίβα για να τραγουδήσει στην όπερα της Βιέννης, της οποίας ο μαέστρος ήταν διευθυντής, έλαβε την και ύδωρ, αλλά ζητούσε… και κάτι παραπάνω, για να σκίσει το συμβόλαιο σε χίλια κομμάτια ο Κάραγιαν και να την πετάξει έξω από το σπίτι.

Μια βραδιά στην Μετροπόλιταν όπερα της Νέας Υόρκης, στη Λουτσία ντε Λαμερμούρ, ο Ιταλός τενόρος Σορντέλο τραγουδούσε μία νότα υψηλότερα και σκέπαζε τη φωνή της Κάλλας. Τότε αυτή του έσφιξε το χέρι και του ψιθύρισε «μπάστα» (ιταλιστί, αρκετά). 

Οι Αμερικανοί θεατές της πρώτης σειράς άκουσαν «μπάσταρδε», κάτι που δεν ήταν αλήθεια. Ωστόσο, με το τέλος της παράστασης απευθύνθηκε στο συνάδελφό της, λέγοντας «εσύ δεν ξανατραγουδάς δίπλα μου». 

Το αντίστροφο συνέβη όταν σε παράσταση στη Σκάλα, δίπλα στο μεγάλο Ντι Στέφανο, η ντίβα παραβίασε την παράδοση που θέλει τους δύο πρωταγωνιστές να εμφανίζονται μαζί στο μπιζάρισμα, με αποτέλεσμα ο Ντι Στέφανο να πει: «αυτή δεν ξανατραγουδάει δίπλα μου». Μετά από χρόνια και τραγούδησαν και διασκέδασαν μαζί και γελούσαν με το επεισόδιο.

Οι ματαιώσεις παραστάσεων της Κάλλας είναι σημαδεμένες στην ιστορία, με κορυφαία την περίπτωση, όπου τον Αύγουστο του ’57 ο Καραμανλής επεδίωξε προσωπικά να δώσει παράσταση στο Ηρώδειο, κάτι που πέτυχε με τη βοήθεια του Θόδωρου Κρίτα, διευθυντή του Φεστιβάλ Αθηνών. Η ντίβα αρνήθηκε να τραγουδήσει την προσδιορισμένη ημέρα, ισχυριζόμενη ότι «δε θα τραγουδούσε καλά». 

Και όταν ένα επιφανές κυβερνητικό στέλεχος προσπάθησε να τη μεταπείσει λίγο πριν το ρεσιτάλ, γιατί «υπάρχει κίνδυνος να πέσει η κυβέρνηση, αν δεν τραγουδήσει», αυτή απάντησε ότι αν τραγουδήσει «υπάρχει περίπτωση να πέσει η Κάλλας, και αυτό είναι χειρότερο». Το ίδιο καλοκαίρι, στο πλαίσιο της φιλοξενίας του πρωθυπουργού Καραμανλή απολάμβανε τον ήλιο και τη θάλασσα της Χαλκιδικής σε γνωστό ξενοδοχείο έξω από την Ουρανούπολη. 

Ο Σερραίος πολιτικός της τηλεφωνούσε κάθε πρωί, για να ενημερωθεί για τη διάθεσή της και της έστελνε για καλημέρα ένα μπουκέτο κόκκινα τριαντάφυλλα.


Ημερολόγιο καταστρώματος

1923

Δεκέμβριος, 2

Γεννιέται η Μαρία Καλογεροπούλου, η θρυλική Μαρία Κάλλας

1939

Πρώτη παράστασή της στο Ωδείο Αθηνών, ως Σαντούτσα στην Καβαλερία Ρουστικάνα

1940

Πρώτη επαγγελματική εμφάνιση στη Λυρική σκηνή. Δε θα ξανατραγουδήσει ποτέ στη σκηνή της, μετά το 1945, αποπεμφθείσα, διότι κατ’ εντολή της μητέρας της κρατούσε μουσική συντροφιά σε Γερμανούς αξιωματικούς

1947

Πρώτη εντυπωσιακή εμφάνιση στην Αρένα της Βερόνας, στο μεγαλύτερο φεστιβάλ όπερας στον κόσμο, στην Τζιοκόντα του Ποντσιέλι

1948

Θριαμβεύει με την Τουραντό. Το όνομά της εκτοξεύεται

1952

Πρώτη εμφάνιση στη Σκάλα του Μιλάνου

1954-1960

Απόλυτη κυρίαρχος της Σκάλας του Μιλάνου

1960

Συνδέεται με τον Ωνάση και τραγουδάει στην Επίδαυρο

1965

Ιούλιος, 5

Τελευταία της εμφάνιση σε παράσταση όπερας

1970

Πρωταγωνιστεί στην ταινία Μήδεια του Παζολίνι

1973

Κονσέρτα και άριες με τον Τζιουζέπε Ντι Στέφανο

1977

Θάνατος της Μαρίας Κάλλας

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 09.04.2023

Του Βασίλη Κεχαγιά

Ίσως σε καμιά άλλη περίπτωση δεν ταιριάζει γάντι, ο πολυφορεμένος λογοτεχνικός τίτλος, όσο σε αυτήν της Μαρίας Κάλλας. Από τη στιγμή της γεννησής της, πριν εκατό χρόνια, στις 2 Δεκεμβρίου, τα πάνε-έλα στην Αμερική, την εφηβική της υπέρβαρη ασχήμια, που τη γέμιζε με ψυχολογικά προβλήματα, τη νοσηρά καταπιεστική μητέρα της, τους δυστυχείς έρωτές της, τη βασανιστική ατεκνία της, ως τη θλιβερή πτώση της από την κορυφή, μία ιστορία μοναξιάς.

Η ζωή της στη διάθεση κάθε διαδρομέα του διαδικτύου, η παιδική της ηλικία κλεισμένη μια για πάντα σε ό,τι η ψυχούλα της υπέφερε. Ο βίος της ένα φύραμα εξύψωσης -μέσα από τον ουράνιο δρόμο της μουσικής- και καταβύθισης στην περιοχή που ο Φρόιντ ίσως στο ελάχιστο θα μπορούσε να φωτίσει. 

Από τη Στυλίδα της Φθιώτιδας η Ευαγγελία Δημητριάδη παντρεύεται από έρωτα το φαρμακοποιό Γιώργο Καλογερόπουλο και τον ακολουθεί στο Μελιγαλά της Μεσσηνίας, όπου συλλαμβάνει τη Μαρία και σε προχωρημένη εγκυμοσύνη αναχωρεί, μετά από ξαφνική απόφαση του συζύγου της για τη Νέα Υόρκη. Σεπτέμβριος ήταν και στις 2 Δεκεμβρίου γεννήθηκε η Μαρία.

Αυτή η ματαιωμένη ηθοποιός, η μητέρα της, βλέπει στο βρέφος που έχει μπροστά της άλλη μία ματαίωση: δεν είναι ο γιος που θα ήθελε να αποκτήσει, μετά από μία κόρη που ήδη έχει αποκτήσει, αλλά ακόμη ένα κορίτσι. Την ανατρέφει, για το λόγο τούτο σαν αγόρι, της στερεί τη θηλυκότητα (που τόσο κυνήγησε στη συνέχεια της ζωής της) και την πιέζει να ασχοληθεί με τη μουσική. 

Η Μαρία Καλογεροπούλου επιθυμεί με πάθος να γίνει οδοντίατρος, η μητέρα της την τρέχει από τα οκτώ της στα ωδεία. Στα δέκα της την οδηγεί με το ζόρι σε ένα διαγωνισμό τραγουδιού του αμερικανικού ραδιοφώνου, όπου τραγουδώντας την Παλόμα κερδίζει με ευκολία το πρώτο βραβείο.

Την ίδια στιγμή, ο ανεπρόκοπος κύριος Καλογερόπουλος -που όμως η μικρή Μαρία- τον λατρεύει δε δείχνει ικανός να κερδίσει τα προς το ζην και η αγανακτισμένη Ευαγγελία τα μαζεύει, επιστρέφοντας στην πατρίδα. Ακόμη και στο πλοίο της επιστροφής την υποχρεώνει να κάνει επίδειξη των φωνητικών της ικανοτήτων και μόλις φτάνει στην Αθήνα την παίρνει από το χέρι για την καλύτερη καθηγήτρια φωνητικής, τη Μαρίκα Τριβέλα. 

Λένε ότι η μάνα της αποτελούσε μία μεταφορά στο χρόνο του τρομερού Λεοπόλδου, του πατέρα του Μότσαρτ, που με απάνθρωπες τιμωρίες, ξύλο και στερήσεις απαιτούσε από το γιο του να επιδείξει μουσική βιρτουοζιτέ από την κούνια του. Και καθώς η μαμά Ευαγγελία την έσυρε να τραγουδήσει ακόμη και στα σαλόνια των Γερμανών αξιωματικών, η Μαρία βρέθηκε το 1945 και πάλι στην Αμερική. 

Προηγουμένως γαλουχήθηκε στα χέρια της σινιόρας Ιντάλγκο, της γυναίκας που τη διαμόρφωσε μουσικά. Αυτό το ιερό τέρας της όπερας, που είχε τραγουδήσει με τον Καρούσο, τον Σαλιάπιν, στο Μετροπόλιταν και στη Σκάλα, ποιους ξέρει ποιά μοίρα την έριξε το 1939 στην Αθήνα (λένε ένας έρωτας…) για να λαξεύσει την τελειότερη φωνή όλων των εποχών!


Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ

Επί έξι έτη Μαρία και σινόρα Ιντάλγκο ήσαν ένα σώμα… μια φωνή. Η δασκάλα θα τη μυήσει στο ξεχασμένο ιταλικό μπελ κάντο, του οποίου η ίδια υπήρξε θρυλική μορφή. Τόσο, που η μαθήτρια θα το τελειοποιήσει και θα το αναστήσει, ξαναφέρνοντάς το στη μόδα. 

Η ίδια περιγράφει την εμπειρία της: 

«Με την Ιντάλγκο μυήθηκα στο πραγματικό μπελ κάντο. Απ’ αυτήν μπόρεσα να ξανανεβώ στις απαρχές της μεγάλης όπερας και να αποκτήσω την έννοια αυτού που ήταν για παράδειγμα η τέχνη μίας Μαλιμπράν. Δεν επρόκειτο πια μονάχα να αποκτήσω ένα κάποιο φωνητικό όγκο ή να μπορώ να απαγάγω τους οξείς ήχους με άνεση, αλλά να θέσω τη φωνή μου στην υπηρεσία της μουσικής, σαν ένα όργανο, κατά κάποιο τρόπο. Μου έδωσε όλη αυτή την απόλυτα σημαντική και μοναδική βάση που επιτρέπει να διατηρεί ένας τραγουδιστής πάντοτε μία ρεζέρβα μέσων και να μπορεί έτσι να κινείται, όταν θέλει, εκτός τραγουδιού, δηλαδή να μπορεί επιτέλους πραγματικά να ερμηνεύει».

Η Μαρία, λοιπόν, είχε πλέον τη θεμέλια βάση, για την αναχώρηση προς τη μεγαλουργία, όταν έμπαινε στο υπερωκεάνιο για την Αμερική -και πάλι, το 1945. Ωστόσο, ο θρύλος λέει ότι στην αποβάθρα η δασκάλα της τη φώναζε: «Μαρία, την Ιταλία και τα μάτια σου», εννοώντας ότι μόνο εκεί θα την εκτιμήσουν πραγματικά και θα γνωρίσει την αληθινή επιτυχία. 

Η Μαρία την άκουσε και στην Ιταλία, λίγο αργότερα, θα δεχόταν άλλο ένα χάδι της μοίρας, καθώς συναντούσε τον μαέστρο Τούλιο Σεραφίν, τον άνθρωπο που την έκανε γνωστή σε όλη την ιταλική επικράτεια, πριν ανεβεί… στη Σκάλα. Ή μήπως, πλέον, η μοίρα ήταν αδύνατον να παρέμβει σε ό,τι ήταν θεϊκό χάρισμα. Η ίδια, πάντως, διατύπωνε την άποψη ότι, ναι, ήταν δημιούργημα του πεπρωμένου, το οποίο αναπτύχθηκε με δουλειά, πολύ δουλειά, πειθαρχία και πάλι δουλειά. 

Κάποιοι αποδίδουν την πορεία της στον ουρανό στην υπερβολική μυωπία της -«αυτή είναι αόμματη», έλεγαν χαρακτηριστικά, κάτι που τη βοήθησε να αναπτύξει έναν εσωτερικό ρυθμό και μία μουσική οξύτητα, καθώς δεν έβλεπε ούτε το μαέστρο. Άλλοι πάλι ότι αυτός αναπτύχθηκε από τη βιωμένη εμπειρία των μεγάλων ηθοποιών του ελληνικού θεάτρου, της Κοτοπούλη, της Κυβέλης, της Παπαδάκη, της Παξινού. 

Ο θαυμασμός της για αυτές ήταν που της δίδαξε μία μοναδική θεατρικότητα, που όμοιά της δεν εμφανίστηκε στην ιστορία της όπερας. Και όταν θριάμβευε με τη Νόρμα του Μπελίνι, στη Σκάλα του Μιλάνου (όπου τραγούδησε πρώτη φορά το 1952), στο πρόσωπό της καθρεφτιζόταν το πάθος των μεγάλων τραγωδών.


Ο ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΜΑΡΤΥΣ

Σε συνέντευξη μεταφρασμένη και δημοσιευμένη στο περιοδικό Οδός Πανός (τεύχος 32, του 1987), η Μαρία Κάλλας λύνει με το δικό της τρόπο κάποιους κόμπους της ζωής της και που απόσπασμά της αναδημοσιεύουμε:

«Αδυνάτισα γιατί, όπως όλες οι χοντρές γυναίκες, ήθελα να είμαι ελκυστική και όχι μία χοντρή σοπράνο. Κατάλαβα ότι η φωνή δεν έφτανε, όταν ένας Ιταλός κριτικός της όπερας έγραψε, μετά από μία παράσταση της Αΐντα, που έδωσα στη Βερόνα, πως του ήταν αδύνατο να βρει τη διαφορά ανάμεσα στα πόδια των ελεφάντων που ήταν πάνω στη σκηνή και στα πόδια της Αΐντας, που το ρόλο της έπαιζα εγώ.

Έκλαψα με πικρά δάκρυα για πολλές μέρες, όταν διάβασα αυτό το άρθρο. Ήταν σκληρό. Απαίσιο. Αλλά τότε αποφάσισα να αδυνατίσω.

Θυμάμαι ότι την ίδια εποχή είχα υπογράψει συμβόλαιο να τραγουδήσω τη Λουτσία ντε Λαμερμούρ και οι φίλοι μου γελούσαν κι έλεγαν: «Εσύ Λουτσία; Μα είναι αδύνατον. Είσαι πολύ παχιά». Έτσι κατέφυγα σε ένα γνωστό ειδικό γιατρό, στο Παρίσι, που μου έκανε μία σειρά από ενέσεις και ηλεκτρικό μασάζ. Ήταν μία πολύ επίπονη διαδικασία, που χρειάστηκε θυσίες, αλλά είχα αποφασίσει να τις πετύχω και τα κατάφερα».

Στην ίδια συνέντευξη και στην ερώτηση για τη συμπεριφορά της απέναντι στους συνεργάτες της, τους οποίους αντιμετώπιζε με περιφρόνηση, αποκρίθηκε με ειλικρίνεια: «Σχετικά με το δύσκολο χαρακτήρα μου υπάρχει ένα πράγμα, που πρέπει πάνω απ’ όλα να γίνει κατανοητό: θεωρώ την τέχνη της μουσικής κάτι το πραγματικά εξαιρετικό και δεν εννοώ να βλέπω να την κακομεταχειρίζονται. Όταν τη σέβονται και την υπηρετούν πιστά τότε χαίρομαι βαθύτατα, αλλά όταν την κακοποιούν δε θέλω να συμμετέχω στην κακοποίηση.

Δε θέλω, με κανένα τρόπο, να συνδέω το όνομά μου με το κακό γούστο στη σκηνοθεσία, τη διεύθυνση της ορχήστρας ή το τραγούδι και ακόμη περισσότερο δε θέλω εγώ η ίδια να δώσω μία κακή παράσταση. Όταν ήμουν νέα και προσπαθούσα να φτιάξω την καριέρα μου, προσπαθούσα να παίρνω ότι μού δινόταν. Αργότερα είχα τη δυνατότητα να αρνηθώ τις μέτριες προσφορές.

Όταν έλεγα «όχι», ο κόσμος έλεγε ότι η Κάλλας είναι δύσκολη. Σίγουρα ήμουν δύσκολη, αλλά δεν είμαι το «τέρας», που μερικοί ισχυρίζονται ότι είμαι. Αν ήμουν πρόθυμη να δεχτώ να πάρω μέρος σε όπερα δεύτερης ποιότητας, δε θα έφτανα ποτέ να πετύχω αυτό που πέτυχα ως σήμερα».


Αστικοί μύθοι

Ένα πρόσωπο σαν της Κάλλας, δε θα μπορούσε παρά να αποτελέσει αντικείμενο αστικών μύθων και θρύλων, που Κύριος οίδε κατά πόσο κάνουν παρέα με την πραγματικότητα. Ας πούμε, η απλή -αμερικανικής καταγωγής- μετατροπή του επιθέτου Καλογεροπούλου σε Κάλλας, κατά τινες αποδόθηκε σε αναγραμματισμό της λέξης Σκάλα, ως όνειρο κορυφής. 

Λέγεται, επίσης, ότι ένας από τους μεγαλύτερους και οξύτερους καβγάδες της ζωής της έλαβε χώρα στη βίλα του Χέρμπερτ φον Κάραγιαν, στο Σιρμιόνε, όταν η ντίβα για να τραγουδήσει στην όπερα της Βιέννης, της οποίας ο μαέστρος ήταν διευθυντής, έλαβε την και ύδωρ, αλλά ζητούσε… και κάτι παραπάνω, για να σκίσει το συμβόλαιο σε χίλια κομμάτια ο Κάραγιαν και να την πετάξει έξω από το σπίτι.

Μια βραδιά στην Μετροπόλιταν όπερα της Νέας Υόρκης, στη Λουτσία ντε Λαμερμούρ, ο Ιταλός τενόρος Σορντέλο τραγουδούσε μία νότα υψηλότερα και σκέπαζε τη φωνή της Κάλλας. Τότε αυτή του έσφιξε το χέρι και του ψιθύρισε «μπάστα» (ιταλιστί, αρκετά). 

Οι Αμερικανοί θεατές της πρώτης σειράς άκουσαν «μπάσταρδε», κάτι που δεν ήταν αλήθεια. Ωστόσο, με το τέλος της παράστασης απευθύνθηκε στο συνάδελφό της, λέγοντας «εσύ δεν ξανατραγουδάς δίπλα μου». 

Το αντίστροφο συνέβη όταν σε παράσταση στη Σκάλα, δίπλα στο μεγάλο Ντι Στέφανο, η ντίβα παραβίασε την παράδοση που θέλει τους δύο πρωταγωνιστές να εμφανίζονται μαζί στο μπιζάρισμα, με αποτέλεσμα ο Ντι Στέφανο να πει: «αυτή δεν ξανατραγουδάει δίπλα μου». Μετά από χρόνια και τραγούδησαν και διασκέδασαν μαζί και γελούσαν με το επεισόδιο.

Οι ματαιώσεις παραστάσεων της Κάλλας είναι σημαδεμένες στην ιστορία, με κορυφαία την περίπτωση, όπου τον Αύγουστο του ’57 ο Καραμανλής επεδίωξε προσωπικά να δώσει παράσταση στο Ηρώδειο, κάτι που πέτυχε με τη βοήθεια του Θόδωρου Κρίτα, διευθυντή του Φεστιβάλ Αθηνών. Η ντίβα αρνήθηκε να τραγουδήσει την προσδιορισμένη ημέρα, ισχυριζόμενη ότι «δε θα τραγουδούσε καλά». 

Και όταν ένα επιφανές κυβερνητικό στέλεχος προσπάθησε να τη μεταπείσει λίγο πριν το ρεσιτάλ, γιατί «υπάρχει κίνδυνος να πέσει η κυβέρνηση, αν δεν τραγουδήσει», αυτή απάντησε ότι αν τραγουδήσει «υπάρχει περίπτωση να πέσει η Κάλλας, και αυτό είναι χειρότερο». Το ίδιο καλοκαίρι, στο πλαίσιο της φιλοξενίας του πρωθυπουργού Καραμανλή απολάμβανε τον ήλιο και τη θάλασσα της Χαλκιδικής σε γνωστό ξενοδοχείο έξω από την Ουρανούπολη. 

Ο Σερραίος πολιτικός της τηλεφωνούσε κάθε πρωί, για να ενημερωθεί για τη διάθεσή της και της έστελνε για καλημέρα ένα μπουκέτο κόκκινα τριαντάφυλλα.


Ημερολόγιο καταστρώματος

1923

Δεκέμβριος, 2

Γεννιέται η Μαρία Καλογεροπούλου, η θρυλική Μαρία Κάλλας

1939

Πρώτη παράστασή της στο Ωδείο Αθηνών, ως Σαντούτσα στην Καβαλερία Ρουστικάνα

1940

Πρώτη επαγγελματική εμφάνιση στη Λυρική σκηνή. Δε θα ξανατραγουδήσει ποτέ στη σκηνή της, μετά το 1945, αποπεμφθείσα, διότι κατ’ εντολή της μητέρας της κρατούσε μουσική συντροφιά σε Γερμανούς αξιωματικούς

1947

Πρώτη εντυπωσιακή εμφάνιση στην Αρένα της Βερόνας, στο μεγαλύτερο φεστιβάλ όπερας στον κόσμο, στην Τζιοκόντα του Ποντσιέλι

1948

Θριαμβεύει με την Τουραντό. Το όνομά της εκτοξεύεται

1952

Πρώτη εμφάνιση στη Σκάλα του Μιλάνου

1954-1960

Απόλυτη κυρίαρχος της Σκάλας του Μιλάνου

1960

Συνδέεται με τον Ωνάση και τραγουδάει στην Επίδαυρο

1965

Ιούλιος, 5

Τελευταία της εμφάνιση σε παράσταση όπερας

1970

Πρωταγωνιστεί στην ταινία Μήδεια του Παζολίνι

1973

Κονσέρτα και άριες με τον Τζιουζέπε Ντι Στέφανο

1977

Θάνατος της Μαρίας Κάλλας

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 09.04.2023

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία