ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τους Ναζί μέσα από τα μάτια των συγγραφέων

Στις 30 Οκτωβρίου 1944 οι Γερμανοί αποχωρούν από την πόλη, μετά από μία μακρά κατοχή. Είχαν προηγηθεί πείνα, θάνατοι, εκτελέσεις και ξεκλήρισμα των Εβραίων...

 30/10/2022 17:00

Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τους Ναζί μέσα από τα μάτια των συγγραφέων

Του Βασίλη Κεχαγιά

Οι Γερμανοί αποχωρούν από τη Θεσσαλονίκη στις 30 Οκτωβρίου 1944, μετά από δυσβάστακτη κατοχή της τριών ετών, έξι μηνών και εικοσιμίας ημερών. Το τραύμα έμεινε ανεξίτηλο σε όσους έζησαν αυτές τις ημέρες σε συνθήκες ακραίας πείνας και απώλειας ζωών, με αποκορύφωμα το ξεκλήρισμα των Εβραίων. Πριν την τελική έξοδό τους, ανατίναξαν το λιμενοβραχίονα, ώστε το λιμάνι να μη διατηρεί τη λειτουργικότητά του. Ο Βασίλης Βασιλικός κατέγραψε με λογοτεχνικό μελάνι τις στιγμές τούτες:

«Ακούστηκε ένα βαθύ μουγκανητό, λες και η θάλασσα βόγγιζε από τα έγκατά της, ενώ κάτι σαν τεκτονικός σεισμός έκανε το σπίτι να λυγίσει πίσω-μπρος σαν κυπαρίσσι και οι πόρτες να ξεμανταλωθούν. Ακολούθησε μια δεύτερη και Τρίτη έκρηξη. Βρεθήκαμε πεσμένοι καταγής, δίνοντας τα χέρια μας όπως στι γύρω γύρω όλοι. Έρποντας μέσα από τις οιμωγές των γυναικών, φτάνω ως εδώ στο μπαλκόνι κι ανασηκώνοντας το κεφάλι δειλά βλέπω, πάνω στη θάλασσα, ένα τεράστιο μαύρο σύννεφο, γεμάτο φλογισμένα ξύλα και σιδερικά που ο ήλιος τα ’κανε να μοιάζουν με αστραπές στη νύχτα (...).

Όλο το απόγευμα συνεχίστηκαν οι εκρήξεις, μικρότερες σε ένταση βέβαια, αλλά χωρίς διακοπή, βούλιαζαν τα πλοία που ήταν αγκυροβολημένα σε όλο το μάκρος της παραλίας, από το λιμάνι ως το Λευκό Πύργο. Ο κόσμος ξεθαρρεμένος βγήκε στα παράθυρα και στα μπαλκόνια κι εμείς οι τολμηροί πιτσιρικάδες, είχαμε στήσει καρτέρι στα θάμνα της πλατείας Αριστοτέλους κι αρπάζαμε ότι ξέπεφτε μπροστά μας.

Χρόνια κατόπιν βλέπαμε τα μικρά σκάφη που ανατίναζαν οι Γερμανοί στο φευγιό τους ν’ αλλάζουν σχήματα μες τη ρηχή θάλασσα όπου έχαν βουλιάξει. Μοιάζαν πολύ με τις πικρές εκείνες εμπειρίες που είχε ενσταλάξει η κατοχή μέσα μας και που άλλαζαν σχήματα και μορφές, μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν, αλλά που ωστόσο ήταν πάντα εκεί, σαν να μην ενδιαφέρονται ή σαν να μην μπορούσε κανείς να τις ξεριζώσει».

Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ

Ίσως η πλέον αξιόπιστη περιγραφή, με «λογοτεχνική ακρίβεια» καταγεγραμμένη, για τα γεγονότα της 30ης Οκτωβρίου να ανήκει στον Γιώργο Ιωάννου. Σχεδόν «έγχρωμη» στην τεχνική της, συνθέτει έναν πίνακα που αποτυπώνει συμβάντα και συναισθήματα. Το σχετικό απόσπασμα από το πεζογράφημα «Η παρατεταμένη απελευθέρωση», του βιβλίου «Το δικό μας αίμα», μας ζωντανεύει την ημέρα:

«Τα ξημερώματα εκείνης της Κυριακής βαθιά ησυχία απλωνόταν πάνω από την πόλη. Οι συνεχείς και σάμπως ρυθμικές αναταράξεις είχαν πάψει και μόνο μια πυρπολημένη αποθήκη στο λιμάνι έβγαζε ακόμη καπνό. Το κάψιμό της μας είχε χαρίσει μέσα στη νύχτα ένα σπάνιο και πανάκριβο θέαμα. Χιλιάδες χρωματιστές φωτοβολίδες ξεπετιόντουσαν από τα έγκατά της. Τέτοια λαμπρή γιορτή κανένας δεν θα μπορούσε στα χρόνια εκείνη να προσφέρει. Και μας τη χάρισε ο ίδιος ο εχθρός. Όμως από τη σκοτεινιασμένη Εγνατία περνούσαν από τα χαράματα ακροβολισμένες και χωρίς καθόλου θόρυβο οι εχθρικές οπισθοφυλακές. Τα όπλα προτεταμένο, τα πρόσωπα σκυθρωπά -Τάταροι εθελοντές οι περισσότεροι. Από αυτούς αποκλείεται να διασώθηκε μετά τον πόλεμο έστω και ένας. Και αν δεν σκοτώθηκαν στις μάχες, πρέπει να χάθηκαν αλλιώς. Τους Τατάρους και κάτι Γερμανούς πεζικάριους, με κανονικούς φανταρίστικους τρόπους και ολοφάνερα χωριάτες, είχαν αφήσει για τελευταίους. Οι επίλεκτες μονάδες τους, ιδίως εκείνες με την εγκληματική φήμη, είχαν φυγαδευτεί με μιάν αερογέφυρα από γιούγκερς. Από τις δυο λωρίδες του δρόμου, που τις χώριζαν τότε οι γραμμές του τραμ, φαντάροι ζεμένοι σαν υποζύγια έσερναν σιωπηλοί ελαφρά πυροβόλα και καρότσια με λαστιχένιες ρόδες. Ο αλαζονικός κατακτητής που είχε κάποτε ενσκήψει ‘επί πτερύγων ανέμων’ και που είχε φτάσει στο σημείο να μας απαγορεύει μέρα μεσημέρι την κυκλοφορία, όταν ήταν να διασχίσουν τους δρόμους μας με τα άρματά του, τα ‘Τίγρης’ ή τα βαριά πυροβόλα του -ακριβώς για να τα κρυφοδούμε καλύτερα- έφευγε τώρα κρυφά και με κόπο, ζεμένος τα κανονάκια του. Μακαρίζουμε τους εαυτούς μας που αξιωθήκαμε να δούμε κι αυτό. Όμως εκείνοι που πιο πολύ έπρεπε, δεν μπορούσαν πια να τα δούνε.

Με το προχώρημα της μέρας, οι καμπάνες σήμαναν κανονικά και αρκετός κόσμος τραβούσε τοίχο τοίχο για τις εκκλησίες. Πάντως, από την αραιή κίνηση του δρόμο, δεν περίμενε κανείς η Αγιά Σοφιά να είναι τόσο γεμάτη. Το εκκλησίασμα ταραγμένο, αλλά πολύ πιο αληθινό. Μια ζέστη αλλιώτικη εκπέμπονταν από τα όλο αγωνία κορμιά».

Ο ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΜΑΡΤΥΣ

Την απελευθέρωση ακολούθησε η περίφημη «Εαμοκρατία», με την είσοδο των μαχητών του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, της ΕΠΟΝ, στις 4 Νοεμβρίου, τη «Μεγάλη Πέμπτη», όπως ονομάστηκε. Το κλίμα της ημέρας το αντλούμε από το απόσπασμα της «Μεγάλης πλατείας», του Νίκου Μπακόλα:

«Βγήκε σ’ ένα δρόμο που συχνάζανε, σ’ έναν τοίχο είχαν ζωγραφίσει σφυροδρέπανα, λίγο παραπέρα ήταν μία ομάδα με σημαίες και φωνάζανε, ένας κόλλαγε στον τοίχο μια ζωγραφιά, όπου ο εργάτης κι ο αντάρτης είχαν καταπατημένο τον εχθρό, τη γερμανική σημαία και έγραφε ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΕΠΟΝ με ωραία γράμματα. Τότε έβγαλε από την τσέπη το μαντίλι, το ’δεσε με φιόγκο στο λαιμό και τους πλησίασε, είδε όλα τα γνώριμα παιδιά (μόνο από δύο ήξερε το όνομά τους) και ανάμεσά τους και τον Χάρη τον κομψό, είπε «γεια» και τον χαιρέτησαν και κείνα, θα κατέβαιναν να παρελάσουν απ’ την παραλία, μόνο που ο Άγγελος δε θα ακολουθούσε, είχε κάτι άλλο ίσως στο μυαλό του, μία κρυφή ελπίδα ή αναμονή, και έτσι έφυγε, τους άφησε (...).

Είχε φτάσει πια στα «Διονύσια», όπου είδε πως άλλαζαν τις φωτογραφίες, βρήκαν ένα γαλλικό παμπάλαιο και για μία στιγμή θα χαζεύει. Από πάνω κατηφόριζε ο κόσμος, έβλεπε παντού συνθήματα και ελληνικές σημαίες, που και που περνούσαν άνδρες οπλισμένοι, μερικοί ντυμένοι με παράταιρες στολές, πράσινους ιταλικούς μανδύες ή πολιτικά σακάκια -μ’ ανάμεσα σε όλα είδε ένα βυσσινί φουστάνι που του φάνηκε να φώναζε, να κουνούσε υπερβολικά τα χέρια του, και έτσι κοίταξε το πρόσωπο, πέφταν τα μαλλιά στους ώμους, κρύβανε τα μάγουλα, όμως, ήτανε τα μάτια γνώριμα και τα χέρια πάντα σαν να τον καλούσαν, τότε φώναξε «Μπετίνη» κι έτρεξε, γιατί όντως ήταν η χαμένη εβραιοπούλα, κι αγκαλιάζονταν μεσ’ το δρόμο, λες και είχανε δεθεί από παλιά και γελούσε το κορίτσι, έκανε σαν να μην έλεγχε τα λογικά του ή το σώμα του. Όμως κάποτε θα ηρεμούσε και θα εξηγούσε, είχε ζήσει πάνω από ένα χρόνο έγκλειστη σε μία σοφίτα, δίχως ούτε μία στιγμή να βγει, ούτε μέρα ούτε νύχτα, πλένονταν με το σκοτάδι, έτρωγε όταν μπορούσε, δε μιλούσε, δε γελούσε, δεν μπορούσε ούτε να νευριάσει, «μα πού ήσουν;», ρώτησε ο Άγγελος και του είπε «μόνο χτες το έμαθα», που τη βγάλανε σε ένα μεγάλο κήπο, απ’ την πόρτα φαίνονταν η πόλη κάτω, πίσω έφραζε το κάστρο, «με είχαν πάει νύχτα» του συμπλήρωσε (λίγες ώρες πριν τους πάρουν), «και οι άλλοι;» ρώτησε το αγόρι, κι έμεινε η Μπετίνη άφωνη, «ίσως κρύφτηκαν αλλού» την παρηγόρησε «ίσως», είπε ’κείνη και πλημμύρισαν τα μάτια».


Οι Χίτες και οι Ταγματασφαλίτες μετά την απελευθέρωση

Την ώρα που μετά την απελευθέρωση της 30ης Οκτωβρίου η Θεσσαλονίκη περνούσε στην περίοδο της λεγόμενης «Εαμοκρατίας», όσοι «είχαν δώσει χέρι στον εχθρό» ήταν επόμενο να οδηγηθούν στην τελική αναμέτρηση, κυνηγημένοι από τη λαϊκή οργή. Ο έγκυρος ιστορικός Βάιος Καλογριάς, στο βιβλίο με επιμέλεια του Νίκου Μαραντζίδη «Οι άλλοι καπετάνιοι», παρακολούθησε αυτές τις στιγμές, από τις οποίες ερανίζουμε ένα κρίσιμο απόσπασμα:

«Περί τα τέλη Οκτωβρίου του 1944 συγκεντρώθηκαν στο Κιλκίς και τα υπολείμματα άλλων ένοπλων αντί κομμουνιστικών σωμάτων της Κεντρικής Μακεδονίας (όπως των Κισά Μπατζάκ, Σκαπέρδα, Δάγκουλα, Καραμήτσου), καθώς και πολλοί εθνικόφρονες πολίτες από τη Θεσσαλονίκη και από άλλες περιοχές (λόγω του φόβου μίας πιθανής δίωξης τους από τον ΕΛΑΣ). Ο στόχος τους ήταν να οχυρωθούν στην πόλη και να περιμένουν την άφιξη βρετανικών στρατευμάτων. Η αποχώρηση των Γερμανών από το Κιλκίς τους άφηνε ωστόσο εκτεθειμένους στη στρατιωτική υπεροχή του ΕΛΑΣ. Προς το Κιλκίς κατευθύνθηκε επίσης και ο Αστέριος Μιχαλάκης, ο οποίος όμως έπεσε σε ενέδρα του ΕΛΑΣ και συνελήφθηκε. Αργότερα παραδόθηκε στις αρχές για να δικαστεί ως δωσίλογος.

Και τις ζωηρές συζητήσεις που έλαβαν χώρα στο Κιλκίς ανάμεσα στους αξιωματικούς και τους οπλαρχηγούς επήλθε πλήρης ρήξη. Ο Κισά Μπατζάκ τάχθηκε υπέρ της άποψης να παραμείνουν στο Κιλκίς και αν χρειαστεί να δώσουν εκεί τη μάχη με τον ΕΛΑΣ. Με την άποψη αυτή διαφώνησε ο Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος, ο οποίος επέμενε πως δεν έπρεπε να κλειστούν στην πόλη, αλλά να κρατήσουν γύρω τα υψώματα. Αφού δεν κατάφερε να πείσει τους υπόλοιπους οπλαρχηγούς για την ορθότητα της γνώμης του, πλήρες το τμήμα του και επέστρεψε στην περιοχή των Μουριών, στην οποία δεν υπήρχαν τότε δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Υποσχέθηκε, όμως, πως σε περίπτωση πολιορκίας του Κιλκίς από τον ΕΛΑΣ θα τους βοηθούσε. Τα γεγονότα που έμελλε να διαδραματισθούν δικαίωσαν ασφαλώς τον Παπαδόπουλο για την επιλογή του.

Στις αρχές Νοεμβρίου, και ύστερα από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, η ηγεσία του ΕΛΑΣ συγκέντρωσε ένα μεγάλο μέρος των δυνάμεων της στο Κιλκίς, αποφασισμένη να εξουδετερώσει την τελευταία σοβαρή εστία ένοπλης αντίδρασης στην Κεντρική Μακεδονία. Σύμφωνα με την εκτίμηση ενός ηγετικού στελέχους του ΕΛΑΣ, ο αριθμός των ενόπλων στο Κιλκίς ανερχόταν στους 8.000. Ο αριθμός αυτός δε φαίνεται να απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Ένας από τους πρωταγωνιστές της αντίπαλης παράταξης υπολόγιζε τους άνδρες της αντίπαλης παράταξης, τους άνδρες των αντικομμουνιστικών ομάδων σε 7.300 (εκτός των 1.500 του Κωνσταντίνου Παπαδόπουλου). Σ’ αυτούς θα πρέπει να προστεθούν και οι οικογένειες των οπλιτών από τα γειτονικά χωριά, καθώς και ο πληθυσμός της πόλης, οι συμπάθειες της πλειοψηφίας του οποίου έκλιναν σίγουρα προς τον ΕΛΑΣ.

Ημερολόγιο καταστρώματος

1944

Οκτώβριος, 10

Ξεκινάει ο σχεδιασμός της αποχώρησης των Γερμανών από τη Θεσσαλονίκη

Οκτώβριος, 23

Παραίτηση του συνταγματάρχη Παπαγεωργίου, συνεργασθέντος με τους Γερμανούς, από τη θέση του Στρατιωτικού Διοικητή Θεσσαλονίκης

Οκτώβριος, 26

Με αφορμή την επέτειο της αποτίναξης του οθωμανικού ζυγού, οι κάτοικοι της πόλης βγαίνουν στους δρόμους για να πανηγυρίσουν, με ελληνικές σημαίες, την... αναμενόμενη απελευθέρωση

Οκτώβριος, 30

Οι Γερμανοί αποχωρούν από τη Θεσσαλονίκη

Νοέμβριος, 4

Δεν υπάρχει ούτε ένας Γερμανός στη Θεσσαλονίκη ενώ εισέρχονται θριαμβευτικά τα τάγματα του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. Ξεκινάει η περίπου δίμηνη περίοδος της «Εαμοκρατίας»

Ξεκινάει η κύκλωση του Κιλκίς από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Ολοκληρώνεται με συντριβή των αντικομμουνιστών οπλαρχηγών και πολλούς νεκρούς

Νοέμβριος, 12

Επίθεση τμημάτων του ΕΛΑΣ στην Τριάδα, προς εξόντωση των τμημάτων του Παπούλια

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 30.10.2022

Του Βασίλη Κεχαγιά

Οι Γερμανοί αποχωρούν από τη Θεσσαλονίκη στις 30 Οκτωβρίου 1944, μετά από δυσβάστακτη κατοχή της τριών ετών, έξι μηνών και εικοσιμίας ημερών. Το τραύμα έμεινε ανεξίτηλο σε όσους έζησαν αυτές τις ημέρες σε συνθήκες ακραίας πείνας και απώλειας ζωών, με αποκορύφωμα το ξεκλήρισμα των Εβραίων. Πριν την τελική έξοδό τους, ανατίναξαν το λιμενοβραχίονα, ώστε το λιμάνι να μη διατηρεί τη λειτουργικότητά του. Ο Βασίλης Βασιλικός κατέγραψε με λογοτεχνικό μελάνι τις στιγμές τούτες:

«Ακούστηκε ένα βαθύ μουγκανητό, λες και η θάλασσα βόγγιζε από τα έγκατά της, ενώ κάτι σαν τεκτονικός σεισμός έκανε το σπίτι να λυγίσει πίσω-μπρος σαν κυπαρίσσι και οι πόρτες να ξεμανταλωθούν. Ακολούθησε μια δεύτερη και Τρίτη έκρηξη. Βρεθήκαμε πεσμένοι καταγής, δίνοντας τα χέρια μας όπως στι γύρω γύρω όλοι. Έρποντας μέσα από τις οιμωγές των γυναικών, φτάνω ως εδώ στο μπαλκόνι κι ανασηκώνοντας το κεφάλι δειλά βλέπω, πάνω στη θάλασσα, ένα τεράστιο μαύρο σύννεφο, γεμάτο φλογισμένα ξύλα και σιδερικά που ο ήλιος τα ’κανε να μοιάζουν με αστραπές στη νύχτα (...).

Όλο το απόγευμα συνεχίστηκαν οι εκρήξεις, μικρότερες σε ένταση βέβαια, αλλά χωρίς διακοπή, βούλιαζαν τα πλοία που ήταν αγκυροβολημένα σε όλο το μάκρος της παραλίας, από το λιμάνι ως το Λευκό Πύργο. Ο κόσμος ξεθαρρεμένος βγήκε στα παράθυρα και στα μπαλκόνια κι εμείς οι τολμηροί πιτσιρικάδες, είχαμε στήσει καρτέρι στα θάμνα της πλατείας Αριστοτέλους κι αρπάζαμε ότι ξέπεφτε μπροστά μας.

Χρόνια κατόπιν βλέπαμε τα μικρά σκάφη που ανατίναζαν οι Γερμανοί στο φευγιό τους ν’ αλλάζουν σχήματα μες τη ρηχή θάλασσα όπου έχαν βουλιάξει. Μοιάζαν πολύ με τις πικρές εκείνες εμπειρίες που είχε ενσταλάξει η κατοχή μέσα μας και που άλλαζαν σχήματα και μορφές, μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν, αλλά που ωστόσο ήταν πάντα εκεί, σαν να μην ενδιαφέρονται ή σαν να μην μπορούσε κανείς να τις ξεριζώσει».

Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ

Ίσως η πλέον αξιόπιστη περιγραφή, με «λογοτεχνική ακρίβεια» καταγεγραμμένη, για τα γεγονότα της 30ης Οκτωβρίου να ανήκει στον Γιώργο Ιωάννου. Σχεδόν «έγχρωμη» στην τεχνική της, συνθέτει έναν πίνακα που αποτυπώνει συμβάντα και συναισθήματα. Το σχετικό απόσπασμα από το πεζογράφημα «Η παρατεταμένη απελευθέρωση», του βιβλίου «Το δικό μας αίμα», μας ζωντανεύει την ημέρα:

«Τα ξημερώματα εκείνης της Κυριακής βαθιά ησυχία απλωνόταν πάνω από την πόλη. Οι συνεχείς και σάμπως ρυθμικές αναταράξεις είχαν πάψει και μόνο μια πυρπολημένη αποθήκη στο λιμάνι έβγαζε ακόμη καπνό. Το κάψιμό της μας είχε χαρίσει μέσα στη νύχτα ένα σπάνιο και πανάκριβο θέαμα. Χιλιάδες χρωματιστές φωτοβολίδες ξεπετιόντουσαν από τα έγκατά της. Τέτοια λαμπρή γιορτή κανένας δεν θα μπορούσε στα χρόνια εκείνη να προσφέρει. Και μας τη χάρισε ο ίδιος ο εχθρός. Όμως από τη σκοτεινιασμένη Εγνατία περνούσαν από τα χαράματα ακροβολισμένες και χωρίς καθόλου θόρυβο οι εχθρικές οπισθοφυλακές. Τα όπλα προτεταμένο, τα πρόσωπα σκυθρωπά -Τάταροι εθελοντές οι περισσότεροι. Από αυτούς αποκλείεται να διασώθηκε μετά τον πόλεμο έστω και ένας. Και αν δεν σκοτώθηκαν στις μάχες, πρέπει να χάθηκαν αλλιώς. Τους Τατάρους και κάτι Γερμανούς πεζικάριους, με κανονικούς φανταρίστικους τρόπους και ολοφάνερα χωριάτες, είχαν αφήσει για τελευταίους. Οι επίλεκτες μονάδες τους, ιδίως εκείνες με την εγκληματική φήμη, είχαν φυγαδευτεί με μιάν αερογέφυρα από γιούγκερς. Από τις δυο λωρίδες του δρόμου, που τις χώριζαν τότε οι γραμμές του τραμ, φαντάροι ζεμένοι σαν υποζύγια έσερναν σιωπηλοί ελαφρά πυροβόλα και καρότσια με λαστιχένιες ρόδες. Ο αλαζονικός κατακτητής που είχε κάποτε ενσκήψει ‘επί πτερύγων ανέμων’ και που είχε φτάσει στο σημείο να μας απαγορεύει μέρα μεσημέρι την κυκλοφορία, όταν ήταν να διασχίσουν τους δρόμους μας με τα άρματά του, τα ‘Τίγρης’ ή τα βαριά πυροβόλα του -ακριβώς για να τα κρυφοδούμε καλύτερα- έφευγε τώρα κρυφά και με κόπο, ζεμένος τα κανονάκια του. Μακαρίζουμε τους εαυτούς μας που αξιωθήκαμε να δούμε κι αυτό. Όμως εκείνοι που πιο πολύ έπρεπε, δεν μπορούσαν πια να τα δούνε.

Με το προχώρημα της μέρας, οι καμπάνες σήμαναν κανονικά και αρκετός κόσμος τραβούσε τοίχο τοίχο για τις εκκλησίες. Πάντως, από την αραιή κίνηση του δρόμο, δεν περίμενε κανείς η Αγιά Σοφιά να είναι τόσο γεμάτη. Το εκκλησίασμα ταραγμένο, αλλά πολύ πιο αληθινό. Μια ζέστη αλλιώτικη εκπέμπονταν από τα όλο αγωνία κορμιά».

Ο ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΜΑΡΤΥΣ

Την απελευθέρωση ακολούθησε η περίφημη «Εαμοκρατία», με την είσοδο των μαχητών του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, της ΕΠΟΝ, στις 4 Νοεμβρίου, τη «Μεγάλη Πέμπτη», όπως ονομάστηκε. Το κλίμα της ημέρας το αντλούμε από το απόσπασμα της «Μεγάλης πλατείας», του Νίκου Μπακόλα:

«Βγήκε σ’ ένα δρόμο που συχνάζανε, σ’ έναν τοίχο είχαν ζωγραφίσει σφυροδρέπανα, λίγο παραπέρα ήταν μία ομάδα με σημαίες και φωνάζανε, ένας κόλλαγε στον τοίχο μια ζωγραφιά, όπου ο εργάτης κι ο αντάρτης είχαν καταπατημένο τον εχθρό, τη γερμανική σημαία και έγραφε ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΕΠΟΝ με ωραία γράμματα. Τότε έβγαλε από την τσέπη το μαντίλι, το ’δεσε με φιόγκο στο λαιμό και τους πλησίασε, είδε όλα τα γνώριμα παιδιά (μόνο από δύο ήξερε το όνομά τους) και ανάμεσά τους και τον Χάρη τον κομψό, είπε «γεια» και τον χαιρέτησαν και κείνα, θα κατέβαιναν να παρελάσουν απ’ την παραλία, μόνο που ο Άγγελος δε θα ακολουθούσε, είχε κάτι άλλο ίσως στο μυαλό του, μία κρυφή ελπίδα ή αναμονή, και έτσι έφυγε, τους άφησε (...).

Είχε φτάσει πια στα «Διονύσια», όπου είδε πως άλλαζαν τις φωτογραφίες, βρήκαν ένα γαλλικό παμπάλαιο και για μία στιγμή θα χαζεύει. Από πάνω κατηφόριζε ο κόσμος, έβλεπε παντού συνθήματα και ελληνικές σημαίες, που και που περνούσαν άνδρες οπλισμένοι, μερικοί ντυμένοι με παράταιρες στολές, πράσινους ιταλικούς μανδύες ή πολιτικά σακάκια -μ’ ανάμεσα σε όλα είδε ένα βυσσινί φουστάνι που του φάνηκε να φώναζε, να κουνούσε υπερβολικά τα χέρια του, και έτσι κοίταξε το πρόσωπο, πέφταν τα μαλλιά στους ώμους, κρύβανε τα μάγουλα, όμως, ήτανε τα μάτια γνώριμα και τα χέρια πάντα σαν να τον καλούσαν, τότε φώναξε «Μπετίνη» κι έτρεξε, γιατί όντως ήταν η χαμένη εβραιοπούλα, κι αγκαλιάζονταν μεσ’ το δρόμο, λες και είχανε δεθεί από παλιά και γελούσε το κορίτσι, έκανε σαν να μην έλεγχε τα λογικά του ή το σώμα του. Όμως κάποτε θα ηρεμούσε και θα εξηγούσε, είχε ζήσει πάνω από ένα χρόνο έγκλειστη σε μία σοφίτα, δίχως ούτε μία στιγμή να βγει, ούτε μέρα ούτε νύχτα, πλένονταν με το σκοτάδι, έτρωγε όταν μπορούσε, δε μιλούσε, δε γελούσε, δεν μπορούσε ούτε να νευριάσει, «μα πού ήσουν;», ρώτησε ο Άγγελος και του είπε «μόνο χτες το έμαθα», που τη βγάλανε σε ένα μεγάλο κήπο, απ’ την πόρτα φαίνονταν η πόλη κάτω, πίσω έφραζε το κάστρο, «με είχαν πάει νύχτα» του συμπλήρωσε (λίγες ώρες πριν τους πάρουν), «και οι άλλοι;» ρώτησε το αγόρι, κι έμεινε η Μπετίνη άφωνη, «ίσως κρύφτηκαν αλλού» την παρηγόρησε «ίσως», είπε ’κείνη και πλημμύρισαν τα μάτια».


Οι Χίτες και οι Ταγματασφαλίτες μετά την απελευθέρωση

Την ώρα που μετά την απελευθέρωση της 30ης Οκτωβρίου η Θεσσαλονίκη περνούσε στην περίοδο της λεγόμενης «Εαμοκρατίας», όσοι «είχαν δώσει χέρι στον εχθρό» ήταν επόμενο να οδηγηθούν στην τελική αναμέτρηση, κυνηγημένοι από τη λαϊκή οργή. Ο έγκυρος ιστορικός Βάιος Καλογριάς, στο βιβλίο με επιμέλεια του Νίκου Μαραντζίδη «Οι άλλοι καπετάνιοι», παρακολούθησε αυτές τις στιγμές, από τις οποίες ερανίζουμε ένα κρίσιμο απόσπασμα:

«Περί τα τέλη Οκτωβρίου του 1944 συγκεντρώθηκαν στο Κιλκίς και τα υπολείμματα άλλων ένοπλων αντί κομμουνιστικών σωμάτων της Κεντρικής Μακεδονίας (όπως των Κισά Μπατζάκ, Σκαπέρδα, Δάγκουλα, Καραμήτσου), καθώς και πολλοί εθνικόφρονες πολίτες από τη Θεσσαλονίκη και από άλλες περιοχές (λόγω του φόβου μίας πιθανής δίωξης τους από τον ΕΛΑΣ). Ο στόχος τους ήταν να οχυρωθούν στην πόλη και να περιμένουν την άφιξη βρετανικών στρατευμάτων. Η αποχώρηση των Γερμανών από το Κιλκίς τους άφηνε ωστόσο εκτεθειμένους στη στρατιωτική υπεροχή του ΕΛΑΣ. Προς το Κιλκίς κατευθύνθηκε επίσης και ο Αστέριος Μιχαλάκης, ο οποίος όμως έπεσε σε ενέδρα του ΕΛΑΣ και συνελήφθηκε. Αργότερα παραδόθηκε στις αρχές για να δικαστεί ως δωσίλογος.

Και τις ζωηρές συζητήσεις που έλαβαν χώρα στο Κιλκίς ανάμεσα στους αξιωματικούς και τους οπλαρχηγούς επήλθε πλήρης ρήξη. Ο Κισά Μπατζάκ τάχθηκε υπέρ της άποψης να παραμείνουν στο Κιλκίς και αν χρειαστεί να δώσουν εκεί τη μάχη με τον ΕΛΑΣ. Με την άποψη αυτή διαφώνησε ο Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος, ο οποίος επέμενε πως δεν έπρεπε να κλειστούν στην πόλη, αλλά να κρατήσουν γύρω τα υψώματα. Αφού δεν κατάφερε να πείσει τους υπόλοιπους οπλαρχηγούς για την ορθότητα της γνώμης του, πλήρες το τμήμα του και επέστρεψε στην περιοχή των Μουριών, στην οποία δεν υπήρχαν τότε δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Υποσχέθηκε, όμως, πως σε περίπτωση πολιορκίας του Κιλκίς από τον ΕΛΑΣ θα τους βοηθούσε. Τα γεγονότα που έμελλε να διαδραματισθούν δικαίωσαν ασφαλώς τον Παπαδόπουλο για την επιλογή του.

Στις αρχές Νοεμβρίου, και ύστερα από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, η ηγεσία του ΕΛΑΣ συγκέντρωσε ένα μεγάλο μέρος των δυνάμεων της στο Κιλκίς, αποφασισμένη να εξουδετερώσει την τελευταία σοβαρή εστία ένοπλης αντίδρασης στην Κεντρική Μακεδονία. Σύμφωνα με την εκτίμηση ενός ηγετικού στελέχους του ΕΛΑΣ, ο αριθμός των ενόπλων στο Κιλκίς ανερχόταν στους 8.000. Ο αριθμός αυτός δε φαίνεται να απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Ένας από τους πρωταγωνιστές της αντίπαλης παράταξης υπολόγιζε τους άνδρες της αντίπαλης παράταξης, τους άνδρες των αντικομμουνιστικών ομάδων σε 7.300 (εκτός των 1.500 του Κωνσταντίνου Παπαδόπουλου). Σ’ αυτούς θα πρέπει να προστεθούν και οι οικογένειες των οπλιτών από τα γειτονικά χωριά, καθώς και ο πληθυσμός της πόλης, οι συμπάθειες της πλειοψηφίας του οποίου έκλιναν σίγουρα προς τον ΕΛΑΣ.

Ημερολόγιο καταστρώματος

1944

Οκτώβριος, 10

Ξεκινάει ο σχεδιασμός της αποχώρησης των Γερμανών από τη Θεσσαλονίκη

Οκτώβριος, 23

Παραίτηση του συνταγματάρχη Παπαγεωργίου, συνεργασθέντος με τους Γερμανούς, από τη θέση του Στρατιωτικού Διοικητή Θεσσαλονίκης

Οκτώβριος, 26

Με αφορμή την επέτειο της αποτίναξης του οθωμανικού ζυγού, οι κάτοικοι της πόλης βγαίνουν στους δρόμους για να πανηγυρίσουν, με ελληνικές σημαίες, την... αναμενόμενη απελευθέρωση

Οκτώβριος, 30

Οι Γερμανοί αποχωρούν από τη Θεσσαλονίκη

Νοέμβριος, 4

Δεν υπάρχει ούτε ένας Γερμανός στη Θεσσαλονίκη ενώ εισέρχονται θριαμβευτικά τα τάγματα του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. Ξεκινάει η περίπου δίμηνη περίοδος της «Εαμοκρατίας»

Ξεκινάει η κύκλωση του Κιλκίς από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Ολοκληρώνεται με συντριβή των αντικομμουνιστών οπλαρχηγών και πολλούς νεκρούς

Νοέμβριος, 12

Επίθεση τμημάτων του ΕΛΑΣ στην Τριάδα, προς εξόντωση των τμημάτων του Παπούλια

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 30.10.2022

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία