ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Αέρια ρύπανση: Σε ψηλά επίπεδα και τα επικίνδυνα ΡΜ2,5

Ο χάρτης «κοκκινίζει» ιδιαίτερα τις βραδινές ώρες που ανάβουν τα τζάκια

 25/01/2024 07:00

Αέρια ρύπανση: Σε ψηλά επίπεδα και τα επικίνδυνα ΡΜ2,5

Σοφία Χριστοφορίδου

Μπορεί η καταδίκη της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να ήταν για τις υπερβάσεις στα αιωρούμενα σωματίδια ΡΜ10 στη Θεσσαλονίκη, αλλά αυξημένες τιμές καταγράφονται και στα πολύ μικρότερα και πιο επικίνδυνα ΡΜ2,5, καθώς μπορούν να εισχωρήσουν βαθύτερα στο αναπνευστικό σύστημα του ανθρώπου.

Το δίκτυο της Εθνικής Υποδομής ΠΑΝΑΚΕΙΑ, που έχουν συγκροτήσει κορυφαία ερευνητικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα, μετρά μεταξύ άλλων αυτά μικροσκοπικά σωματίδια με διάμετρο 2,5 μικρόμετρα, δηλαδή λεπτότερα από μια τρίχα, και αποτυπώνει τα αποτελέσματα σε έναν χάρτη που είναι διαθέσιμος στο https://air-quality.gr/.

Το πρωί της περασμένης Πέμπτης ο χάρτης τα σημεία στο χάρτη που γίνονται οι μετρήσεις στη Θεσσαλονίκη ήταν κόκκινα, το ίδιο και μια εβδομάδα πριν, πράγμα που σημαίνει ότι καταγράφηκε υπέρβαση του ορίου των 20 μgr/m3 που θέτει η ΕΕ. H εικόνα είναι δυναμική, και στο χάρτη του δικτύου ΠΑΝΑΚΕΙΑ μπορεί κανείς να δει το ιστορικό των συγκεντρώσεων μικροσωματιδίων την τελευταία εβδομάδα. 

Σχεδόν πάντα δύο σταθμοί στο δήμο Θερμαϊκού και τέσσερις στο δήμο Θέρμης εμφανίζουν σταθερά υψηλότερα από τα επιτρεπόμενα όρια. Ο χάρτης «κοκκινίζει» ιδιαίτερα τις βραδινές ώρες, γεγονός που σχετίζεται με την πτώση της θερμοκρασίας και τη χρήση ξύλων ή πέλετ για τη θέρμανση των σπιτιών.

«Δυστυχώς το πρόβλημα με τα ΡΜ2,5 είναι μεγαλύτερο, καθώς είναι πολύ πιο επιβλαβή για την ανθρώπινη υγεία. Τις τελευταίες τέσσερις μέρες στον σταθμό της Αγίας Σοφίας είχαμε πολύ υψηλούς ημερήσιους μέσους όρους, με αποκορύφωμα στις 15 Ιανουαρίου, όπου έφτασε τα 57μg/κ.μ. όταν σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας το ημερήσιο όριο είναι τα 15μg/κ.μ). 

Αξίζει να σημειωθεί πως τα PM2.5 είναι πιο στενά συνδεδεμένα με την κυκλοφορία των οχημάτων, υπόθεση που συμφωνεί με τα δεδομένα του σταθμού της Αγίας Σοφίας όπου παρουσιάζει τα μέγιστα των συγκεντρώσεων, τις ίδιες ώρες με την αυξημένη κυκλοφοριακή κίνηση» επισημαίνει στη «ΜτΚ» ο Δρ. Θεοδόσης Κάσσανδρος, o οποίος πρόσφατα υποστήριξε τη διδακτορική του διατριβή, βασισμένη σε έρευνα για τη χρήση μεθόδων μηχανικής μάθησης στην εκτίμηση της ποιότητας το αέρα.

Όπως εξηγεί η ατμοσφαιρική ρύπανση οφείλεται σε ένα πλήθος παραγόντων και πηγών και η καύση βιομάζας αποτελεί μόνο έναν από αυτούς. Εξάλλου τον φετινό χειμώνα δεν είχαμε μέχρι στιγμής πολύ χαμηλές που να παραπέμπουν στην εκτεταμένη χρήση τζακιών και πέλετ. 

«Στη Θεσσαλονίκη επικρατούν αρκετά συχνά διαστήματα στα οποία επικρατούν μετεωρολογικές συνθήκες που στην ουσία εγκλωβίζουν για ημέρες τους ρύπους μέσα στην πόλη -η αστική δόμηση είναι πολύ πυκνή άρα είναι πιο δύσκολο να ‘διαφύγουν’ οι ρύποι- μέχρι να φυσήξει κάποιος Βαρδάρης ή να βρέξει. Είναι πολύ πιθανό να επικράτησαν αυτές οι συνθήκες, σε συνδυασμό με την αύξηση της ρύπανσης από τις υπόλοιπες πηγές ρύπανσης» διευκρινίζει.

Η επίδραση του FlyOver

Δεν είναι όμως η χρήση βιομάζας αποκλειστικά υπεύθυνη για την αέρια ρύπανση, ούτε μόνο τα φαινόμενα μεταφερόμενης ρύπανσης. «Η κυκλοφορία οχημάτων, η δραστηριότητα του λιμανιού, η βιομηχανία αποτελούν βασικές πηγές ρύπανσης». 

Τι ρόλο παίζει η αύξηση της κυκλοφορίας στον αστικό ιστό εξαιτίας των έργων κατασκευής του FlyOver; 

«Oι εικόνες που βλέπουμε καθημερινά σε πάρα πολλούς δρόμους της πόλης, με ουρές χιλιομέτρων από αυτοκίνητα, προφανώς και έχουν πολύ αρνητική επίπτωση στην ποιότητα του αέρα. Δεν έχει γίνει ακόμα κάποια συγκεκριμένη μελέτη άλλα η γνώση μας σχετικά με το φαινόμενο, σε συνδυασμό με τις αυξημένες συγκεντρώσεις του τελευταίου διαστήματος δείχνουν πως αν αυτή η κατάσταση συνεχιστεί, τα αποτελέσματα για την υγεία των κατοίκων θα είναι πολύ αρνητικά. Καθώς έχει αυξηθεί ο αριθμός των αυτοκινήτων που εισέρχονται στην πόλη ενώ παράλληλα παραμένουν για πολύ περισσότερη ώρα στους δρόμους αναμένονται αυξημένα επίπεδα σωματιδίων και διοξειδίου του αζώτου» εκτιμά ο κ. Κάσσανδρος.

Πού πρέπει να εστιάσουν τα μέτρα που θα ληφθούν; 

«Αρχικά, θα πρέπει να σχεδιάσουμε μια πόλη με περισσότερο πράσινο και ανοιχτούς χώρους ώστε να κυκλοφορεί ο αέρας, πιο φιλικά μέσα μεταφοράς και λιγότερα αυτοκίνητα αλλά και να περιορίσουμε την καύση βιομάζας, τουλάχιστον στο πολεοδομικό συγκρότημα. Παράλληλα χρειάζεται καλύτερη μελέτη και παρακολούθηση του φαινομένου της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, μέτρηση σε περισσότερα σημεία, πιο σύγχρονες μεθοδολογίες μέτρησης, αναλυτικά μοντέλα και ορθή επικοινωνία της πληροφορίας μεταξύ των επιστημόνων, των πολιτών και των κέντρων λήψης αποφάσεων. Είναι πολύ σημαντικά να γνωρίζουμε πολύ πιο αναλυτικά τι επηρεάζει την ποιότητα του αέρα στην πόλη μας, ώστε να λάβουμε τα αντίστοιχα στοχευμένα μέτρα» τονίζει.

Το χειμώνα η αύξηση του ρίσκου θνησιμότητας ξεπερνάει το 19%

Η ατμοσφαιρική ρύπανση συνιστά μια απειλή για την ανθρώπινη υγεία, που συνδέεται μεταξύ άλλων και με μία ανησυχητική αύξηση των ποσοστών θνησιμότητας.

Με την επίδραση της κλιματικής αλλαγής, ιδιαίτερα οι κάτοικοι μεγαλουπόλεων εμφανίζουν ολοένα και περισσότερο αυξημένη ευαισθησία στην κακή ποιότητα αέρα. 

«Ο συνδυασμός μολυσμένου αέρα και παρατεταμένου θερμικού στρες ασκεί μεγάλη πίεση στο αναπνευστικό και το καρδιαγγειακό σύστημα, οδηγώντας σε αύξηση των επιπλοκών στην υγεία και, τελικά, σε αυξημένο ρίσκο θνησιμότητας» επισημαίνει στη «ΜτΚ» η Δρ. Δάφνη Παρλιάρη, που ολοκλήρωσε την διδακτορική της διατριβή σε σχέση με τις επιπτώσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και του θερμικού στρες στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης (https://ikee.lib.auth.gr/record/351282). 

Η έρευνα της έδειξε ότι η υποβάθμιση της ποιότητας του αέρα της Θεσσαλονίκης καθιστά τον πληθυσμό της πόλης πιο ευαίσθητο στις επιπτώσεις της μεταβλητότητας της θερμοκρασίας και αντίστροφα ότι οι ακραίες θερμοκρασίες (πολύ υψηλές και πολύ χαμηλές) αυξάνουν την ευαισθησία στην ατμοσφαιρική ρύπανση. 

«Και ενώ οι καλοκαιρινοί μήνες, με τους συχνούς και έντονους καύσωνες μαζί με υψηλά επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης, αποτελούν το χειρότερο συνδυασμό για τη δημόσια υγεία της πόλης, ο χειμώνας παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον» επισημαίνει η κ. Παρλιάρη. 

Όπως λέει, τους μήνες που αυτοί οι ρύποι παρουσιάζουν μέγιστο (Νοέμβριο ως Ιανουάριο), η αύξηση του ρίσκου θνησιμότητας ξεπερνάει το 13% και το 19% στο πολύ υψηλό επίπεδο των αιωρούμενων σωματιδίων ΡΜ10 και του διοξειδίου του αζώτου, αντίστοιχα. Στα μεσαία επίπεδα των δύο αυτών ρύπων, τα ποσοστά είναι 0.2% και 2.5%. 

Όταν θερμοκρασίες μικρότερες των 2.5 °C συνδυάζονται με όλα τα επίπεδα ρύπανσης (χαμηλό-μέσο-υψηλό), η αποδιδόμενη θνησιμότητα αυξάνεται σε τιμές που προσεγγίζουν κατά περιπτώσεις αυτές των πολύ υψηλών θερμοκρασιών. 

«Ενδεικτικά, η έρευνα δείχνει ότι το έντονο ψύχος και οι υψηλές συγκεντρώσεις ρύπανσης ευθύνονται για πάνω από 1.000 θανάτους εξαιτίας των ΡΜ10 και 540 θανάτους εξαιτίας του διοξειδίου του αζώτου σε ετήσια βάση. Με μια βαθύτερη ανάλυση φαίνεται ότι οι θάνατοι που αποδίδονται σε αναπνευστικά αίτια παρουσιάζουν υψηλή συσχέτιση με τους δύο αυτούς ρύπους, και ότι τα άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών εμφανίζουν ακόμα μεγαλύτερη ευαισθησία, άρα και θνησιμότητα, σε σχέση με το γενικό πληθυσμό.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το έμμεσο συμπέρασμα της διατριβής ότι οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης, λόγω της μεγάλης εξοικείωσής τους με τις διακυμάνσεις της ρύπανσης, μεταβάλλουν τα συμπεριφορικά τους μοτίβα ώστε να μειώσουν την έκθεσή τους σε δυσμενείς συνθήκες».

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 21.01.2024

Μπορεί η καταδίκη της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να ήταν για τις υπερβάσεις στα αιωρούμενα σωματίδια ΡΜ10 στη Θεσσαλονίκη, αλλά αυξημένες τιμές καταγράφονται και στα πολύ μικρότερα και πιο επικίνδυνα ΡΜ2,5, καθώς μπορούν να εισχωρήσουν βαθύτερα στο αναπνευστικό σύστημα του ανθρώπου.

Το δίκτυο της Εθνικής Υποδομής ΠΑΝΑΚΕΙΑ, που έχουν συγκροτήσει κορυφαία ερευνητικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα, μετρά μεταξύ άλλων αυτά μικροσκοπικά σωματίδια με διάμετρο 2,5 μικρόμετρα, δηλαδή λεπτότερα από μια τρίχα, και αποτυπώνει τα αποτελέσματα σε έναν χάρτη που είναι διαθέσιμος στο https://air-quality.gr/.

Το πρωί της περασμένης Πέμπτης ο χάρτης τα σημεία στο χάρτη που γίνονται οι μετρήσεις στη Θεσσαλονίκη ήταν κόκκινα, το ίδιο και μια εβδομάδα πριν, πράγμα που σημαίνει ότι καταγράφηκε υπέρβαση του ορίου των 20 μgr/m3 που θέτει η ΕΕ. H εικόνα είναι δυναμική, και στο χάρτη του δικτύου ΠΑΝΑΚΕΙΑ μπορεί κανείς να δει το ιστορικό των συγκεντρώσεων μικροσωματιδίων την τελευταία εβδομάδα. 

Σχεδόν πάντα δύο σταθμοί στο δήμο Θερμαϊκού και τέσσερις στο δήμο Θέρμης εμφανίζουν σταθερά υψηλότερα από τα επιτρεπόμενα όρια. Ο χάρτης «κοκκινίζει» ιδιαίτερα τις βραδινές ώρες, γεγονός που σχετίζεται με την πτώση της θερμοκρασίας και τη χρήση ξύλων ή πέλετ για τη θέρμανση των σπιτιών.

«Δυστυχώς το πρόβλημα με τα ΡΜ2,5 είναι μεγαλύτερο, καθώς είναι πολύ πιο επιβλαβή για την ανθρώπινη υγεία. Τις τελευταίες τέσσερις μέρες στον σταθμό της Αγίας Σοφίας είχαμε πολύ υψηλούς ημερήσιους μέσους όρους, με αποκορύφωμα στις 15 Ιανουαρίου, όπου έφτασε τα 57μg/κ.μ. όταν σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας το ημερήσιο όριο είναι τα 15μg/κ.μ). 

Αξίζει να σημειωθεί πως τα PM2.5 είναι πιο στενά συνδεδεμένα με την κυκλοφορία των οχημάτων, υπόθεση που συμφωνεί με τα δεδομένα του σταθμού της Αγίας Σοφίας όπου παρουσιάζει τα μέγιστα των συγκεντρώσεων, τις ίδιες ώρες με την αυξημένη κυκλοφοριακή κίνηση» επισημαίνει στη «ΜτΚ» ο Δρ. Θεοδόσης Κάσσανδρος, o οποίος πρόσφατα υποστήριξε τη διδακτορική του διατριβή, βασισμένη σε έρευνα για τη χρήση μεθόδων μηχανικής μάθησης στην εκτίμηση της ποιότητας το αέρα.

Όπως εξηγεί η ατμοσφαιρική ρύπανση οφείλεται σε ένα πλήθος παραγόντων και πηγών και η καύση βιομάζας αποτελεί μόνο έναν από αυτούς. Εξάλλου τον φετινό χειμώνα δεν είχαμε μέχρι στιγμής πολύ χαμηλές που να παραπέμπουν στην εκτεταμένη χρήση τζακιών και πέλετ. 

«Στη Θεσσαλονίκη επικρατούν αρκετά συχνά διαστήματα στα οποία επικρατούν μετεωρολογικές συνθήκες που στην ουσία εγκλωβίζουν για ημέρες τους ρύπους μέσα στην πόλη -η αστική δόμηση είναι πολύ πυκνή άρα είναι πιο δύσκολο να ‘διαφύγουν’ οι ρύποι- μέχρι να φυσήξει κάποιος Βαρδάρης ή να βρέξει. Είναι πολύ πιθανό να επικράτησαν αυτές οι συνθήκες, σε συνδυασμό με την αύξηση της ρύπανσης από τις υπόλοιπες πηγές ρύπανσης» διευκρινίζει.

Η επίδραση του FlyOver

Δεν είναι όμως η χρήση βιομάζας αποκλειστικά υπεύθυνη για την αέρια ρύπανση, ούτε μόνο τα φαινόμενα μεταφερόμενης ρύπανσης. «Η κυκλοφορία οχημάτων, η δραστηριότητα του λιμανιού, η βιομηχανία αποτελούν βασικές πηγές ρύπανσης». 

Τι ρόλο παίζει η αύξηση της κυκλοφορίας στον αστικό ιστό εξαιτίας των έργων κατασκευής του FlyOver; 

«Oι εικόνες που βλέπουμε καθημερινά σε πάρα πολλούς δρόμους της πόλης, με ουρές χιλιομέτρων από αυτοκίνητα, προφανώς και έχουν πολύ αρνητική επίπτωση στην ποιότητα του αέρα. Δεν έχει γίνει ακόμα κάποια συγκεκριμένη μελέτη άλλα η γνώση μας σχετικά με το φαινόμενο, σε συνδυασμό με τις αυξημένες συγκεντρώσεις του τελευταίου διαστήματος δείχνουν πως αν αυτή η κατάσταση συνεχιστεί, τα αποτελέσματα για την υγεία των κατοίκων θα είναι πολύ αρνητικά. Καθώς έχει αυξηθεί ο αριθμός των αυτοκινήτων που εισέρχονται στην πόλη ενώ παράλληλα παραμένουν για πολύ περισσότερη ώρα στους δρόμους αναμένονται αυξημένα επίπεδα σωματιδίων και διοξειδίου του αζώτου» εκτιμά ο κ. Κάσσανδρος.

Πού πρέπει να εστιάσουν τα μέτρα που θα ληφθούν; 

«Αρχικά, θα πρέπει να σχεδιάσουμε μια πόλη με περισσότερο πράσινο και ανοιχτούς χώρους ώστε να κυκλοφορεί ο αέρας, πιο φιλικά μέσα μεταφοράς και λιγότερα αυτοκίνητα αλλά και να περιορίσουμε την καύση βιομάζας, τουλάχιστον στο πολεοδομικό συγκρότημα. Παράλληλα χρειάζεται καλύτερη μελέτη και παρακολούθηση του φαινομένου της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, μέτρηση σε περισσότερα σημεία, πιο σύγχρονες μεθοδολογίες μέτρησης, αναλυτικά μοντέλα και ορθή επικοινωνία της πληροφορίας μεταξύ των επιστημόνων, των πολιτών και των κέντρων λήψης αποφάσεων. Είναι πολύ σημαντικά να γνωρίζουμε πολύ πιο αναλυτικά τι επηρεάζει την ποιότητα του αέρα στην πόλη μας, ώστε να λάβουμε τα αντίστοιχα στοχευμένα μέτρα» τονίζει.

Το χειμώνα η αύξηση του ρίσκου θνησιμότητας ξεπερνάει το 19%

Η ατμοσφαιρική ρύπανση συνιστά μια απειλή για την ανθρώπινη υγεία, που συνδέεται μεταξύ άλλων και με μία ανησυχητική αύξηση των ποσοστών θνησιμότητας.

Με την επίδραση της κλιματικής αλλαγής, ιδιαίτερα οι κάτοικοι μεγαλουπόλεων εμφανίζουν ολοένα και περισσότερο αυξημένη ευαισθησία στην κακή ποιότητα αέρα. 

«Ο συνδυασμός μολυσμένου αέρα και παρατεταμένου θερμικού στρες ασκεί μεγάλη πίεση στο αναπνευστικό και το καρδιαγγειακό σύστημα, οδηγώντας σε αύξηση των επιπλοκών στην υγεία και, τελικά, σε αυξημένο ρίσκο θνησιμότητας» επισημαίνει στη «ΜτΚ» η Δρ. Δάφνη Παρλιάρη, που ολοκλήρωσε την διδακτορική της διατριβή σε σχέση με τις επιπτώσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και του θερμικού στρες στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης (https://ikee.lib.auth.gr/record/351282). 

Η έρευνα της έδειξε ότι η υποβάθμιση της ποιότητας του αέρα της Θεσσαλονίκης καθιστά τον πληθυσμό της πόλης πιο ευαίσθητο στις επιπτώσεις της μεταβλητότητας της θερμοκρασίας και αντίστροφα ότι οι ακραίες θερμοκρασίες (πολύ υψηλές και πολύ χαμηλές) αυξάνουν την ευαισθησία στην ατμοσφαιρική ρύπανση. 

«Και ενώ οι καλοκαιρινοί μήνες, με τους συχνούς και έντονους καύσωνες μαζί με υψηλά επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης, αποτελούν το χειρότερο συνδυασμό για τη δημόσια υγεία της πόλης, ο χειμώνας παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον» επισημαίνει η κ. Παρλιάρη. 

Όπως λέει, τους μήνες που αυτοί οι ρύποι παρουσιάζουν μέγιστο (Νοέμβριο ως Ιανουάριο), η αύξηση του ρίσκου θνησιμότητας ξεπερνάει το 13% και το 19% στο πολύ υψηλό επίπεδο των αιωρούμενων σωματιδίων ΡΜ10 και του διοξειδίου του αζώτου, αντίστοιχα. Στα μεσαία επίπεδα των δύο αυτών ρύπων, τα ποσοστά είναι 0.2% και 2.5%. 

Όταν θερμοκρασίες μικρότερες των 2.5 °C συνδυάζονται με όλα τα επίπεδα ρύπανσης (χαμηλό-μέσο-υψηλό), η αποδιδόμενη θνησιμότητα αυξάνεται σε τιμές που προσεγγίζουν κατά περιπτώσεις αυτές των πολύ υψηλών θερμοκρασιών. 

«Ενδεικτικά, η έρευνα δείχνει ότι το έντονο ψύχος και οι υψηλές συγκεντρώσεις ρύπανσης ευθύνονται για πάνω από 1.000 θανάτους εξαιτίας των ΡΜ10 και 540 θανάτους εξαιτίας του διοξειδίου του αζώτου σε ετήσια βάση. Με μια βαθύτερη ανάλυση φαίνεται ότι οι θάνατοι που αποδίδονται σε αναπνευστικά αίτια παρουσιάζουν υψηλή συσχέτιση με τους δύο αυτούς ρύπους, και ότι τα άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών εμφανίζουν ακόμα μεγαλύτερη ευαισθησία, άρα και θνησιμότητα, σε σχέση με το γενικό πληθυσμό.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το έμμεσο συμπέρασμα της διατριβής ότι οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης, λόγω της μεγάλης εξοικείωσής τους με τις διακυμάνσεις της ρύπανσης, μεταβάλλουν τα συμπεριφορικά τους μοτίβα ώστε να μειώσουν την έκθεσή τους σε δυσμενείς συνθήκες».

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 21.01.2024

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία