Τραμπισμός κατά της Δικαιοσύνης
Οι δικαστικές αποφάσεις δεν είναι πάντοτε σωστές. Αλλά πρέπει να είναι σεβαστές γιατί αυτό αποτελεί σύμβαση της Δημοκρατίας. Και πάντως, την ορθότητά τους δεν θα κρίνουν τα καφενεία, οι περσόνες του Διαδικτύου, πολιτικοί και πολιτικάντηδες, πολύ δε περισσότερο οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, ακόμη και εάν σηκώνουν τον Σταυρό τους. Αυτό επιβάλλει μεν στην κοινωνία να τους αντιμετωπίζει με σεβασμό αλλά τους στερεί την προϋπόθεση της «απάθειας», νοούμενης ως αποστάσεως από τα γεγονότα, η οποία αποτελεί υποχρέωση όχι μόνο του δικαστή (ΚΠΔ 332) αλλά και του μάρτυρα («ορκίζομαι να είπω την αλήθεια, χωρίς φόβο και πάθος»). Γι’ αυτό, άλλωστε, κανένα δικαιϊκό σύστημα, οσονδήποτε πολιτισμικά καθυστερημένο, δεν ανέθεσε στους γονείς του θύματος να αποφανθούν ποιος πρέπει να παραπεμφθεί σε δίκη και σε ποια ποινή να καταδικαστεί.
Αυτό, ως κοινωνία, το είχαμε κατακτήσει. Λίγο που οι άνθρωποι είχαν ακόμη επίγνωση ότι δεν γνωρίζουν οι πάντες τα πάντα, λίγο που η πληροφόρηση περνούσε μέσω του οργανωμένου Τύπου ο οποίος δεσμευόταν από κανόνες δεοντολογίας και είχε συνειδητούς αναγνώστες που πλήρωναν για να ενημερωθούν (αυτή η μιάμιση δραχμή έκανε θαύματα), λίγο που το πολιτικό σύστημα είχε ηγέτες οι οποίοι γνώριζαν ότι με κάποια πράγματα δεν παίζουμε, πάντως δεν συνηθιζόταν να βγαίνει κάποιος στα πλατεία, να λέει ότι η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου συγκαλύπτει δολοφόνους και κόμματα εξουσίας να κάνουν τη λάσπη σημαία. Αυτό άλλαξε δραματικά μέσα σε λίγα χρόνια. Τα social media έδωσαν λόγο σε ψώνια, συνωμοσιολόγους και μυαλοπώλες που μέσω αυτών συναντούν άλλα ψώνια, συνωμοσιολόγους και μυαλοπώλες, ανταλλάσσουν καρδούλες, like και εκδηλώσεις θαυμασμού και όλοι μαζί πείθονται πόσο σπουδαίοι είναι. Η παλιά δομή της ενημέρωσης κατέρρευσε, στο σκηνικό προστέθηκαν νέα μέσα που δεν έχουν αντίρρηση να διεγείρουν ταπεινά ένστικτα του πλήθους για να πουλήσουν κλικ αλλά -αλίμονο- ο κόσμος δεν χορταίνει ούτε με αυτά, θέλει φθηνότερα και φθηνότερα γι’ αυτό αναζητεί την ενημέρωσή του στον δηλητηριώδη λόγο του twitter και στα χαζολογήματα του tik tok. Και το πολιτικό σύστημα, προσπαθώντας να απευθυνθεί σε αυτόν τον κόσμο, δεν αναγνωρίζει πλέον στον εαυτό του όρια. Πράγμα όχι πολύ περίεργο αφού το συνθέτουν οι γενιές της μεταπολιτευτικής καλοπέρασης οι οποίες, αντίθετα με τους πατεράδες τους, δεν γνώρισαν αμφισβήτηση της Δημοκρατίας ούτε αντιλαμβάνονται ότι πρέπει να προστατεύουν τους πυλώνες της.
Η κατάσταση έχει γίνει δηλητηριώδης. Δεν αμφισβητείται μόνο η ορθότητα των δικαστικών αποφάσεων αλλά το κίνητρο των δικαστών. Άνθρωποι που δεν έχουν περάσει έξω από τη Νομική, που δεν γνωρίζουν πού πέφτουν τα δικαστήρια, που δεν έχουν παρακολουθήσει δέκα λεπτά της δίκης, που δεν έχουν δει σελίδα της δικογραφίας, αποφαίνονται για τα πάντα και -ακόμη χειρότερα- αποδίδουν σκοπιμότητα σε ό,τι δεν ταιριάζει στις εμμονές τους. Δεν υπήρξε υπόθεση μείζονος ενδιαφέροντος τα τελευταία χρόνια, από τον Ζακ Κωστόπουλο μέχρι τον Λιγνάδη και από τον Κολωνό μέχρι τα Τέμπη χωρίς ένα λιγότερο ή περισσότερο οργανωμένο διαδικτυακό σύστημα να μην διεκδικήσει το προνόμιο να αποφασίσει ποιος είναι αθώος ή ένοχος και ποια ποινή πρέπει να επιβληθεί. Ανάμεσα σ’ αυτούς, ναυάγια της ζωής που το σημαντικότερο πράγμα που έκαναν στη ζωή τους είναι ότι μπορούν να αναπνέουν. Αυτοί οι απίθανοι τύποι κάνουν bullying στους δικαστές στο όνομα του ανύπαρκτου «κοινού περί δικαίου αισθήματος» το οποίο έχουν αναλάβει να εκφράσουν. Και τέλος πάντων, από αυτό τον διάχυτο όχλο δεν έχει νόημα να ζητήσεις ευθύνες. Είναι χαμένος χρόνος. Αλλά από τα κόμματα επιβάλλεται να ζητήσουμε. Φτάνει πια το ψάρεμα στα θολά νερά, ο λαϊκισμός και το χάιδεμα του συναισθήματος. Εδώ έχουμε τη γραμμή που χωρίζει τον τυχοδιωκτισμό από την σοβαρότητα και καθένα πρέπει να αποφασίσει σε ποια πλευρά ανήκει.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 04-05.05.2024