ΑΠΟΨΕΙΣ

Πλέει κανείς καλά μετά το ναυάγιο

 19/03/2024 18:00

Η γιαγιά Μαργίτσα μιλούσε και σέρβικα, εκτός των γαλλικών του Ecole Kalamari, και όποτε μουρμούριζε αυτά χρησιμοποιούσε. Κάποτε την άκουσα να τα μιλά κανονικά στο τηλέφωνο -της εποχής- με την ξαδέρφη και κολλητή της, που είχε παντρευτεί Σέρβο και ζούσε στο Βελιγράδι. Ήμουν-δεν ήμουν 16 ετών όταν η γιαγιά «το ’σκασε» από το Πολύχρονο όπου εκείνο το καλοκαίρι παραθερίζαμε με τον μπαμπά -ο οποίος είχε αναλάβει την φροντίδα της- παίρνοντας μαζί της μόνο τη μαύρη τσάντα που κρεμούσε στον ώμο και άρα συμπεράναμε μόνο χρήματα.

«Πού μπορεί να πήγε;». Στο χωριό εκείνα το χρόνια, τους ήξερες όλους με το μικρό τους, τα μαγαζιά λιγοστά, οι δρόμοι συγκεκριμένοι, οι επιλογές μετρημένες. Τότε ο μπαμπάς σκέφτηκε ότι μπορεί να έφυγε για το Βελιγράδι κάτι που έκανε στα προηγούμενα χρόνια με τις «ευλογίες της οικογένειας». Τα παιδιά μείναμε να περιμένουμε στο σπίτι ρίχνοντας και καμιά βουτιά στη θάλασσα και ο μπαμπάς με την «κάσα» -έτσι λέγαμε το αυτοκίνητο- κίνησε για να την βρει, και ω του θαύματος, μία ημέρα μετά, κατά το βραδάκι την έφερε πίσω αφού την είχε εντοπίσει στο σταθμό των τρένων με προορισμό την ξαδέλφη.

Ο άνδρας της, ο παππούς Μανόλης, είχε πεθάνει όταν ήμουν Τετάρτη Δημοτικού και η κόρη της, η θεία Μυρτώ δύο χρόνια πριν. Γιατί σας τα λέω όλα αυτά; Πάντα όταν πιάσω στα χέρια μου ένα βιβλίο στο οποίο υπάρχει υπόνοια πως μπορεί να βρω λίγες λέξεις που να τους αφορούν, συγκινούμαι. Το βιβλίο «Τρεις γυναίκες» της Αμαλίας Στεργίου -φίλη, από την παρέα της μαμάς- ήταν πολλά υποσχόμενο. Το ξεφύλλισα μια γρήγορη ματιά αρχικά, και τελικά το διάβασα και μεταφέρθηκα σ’ εκείνα τα χρόνια. Στις Σέρρες -τόπος καταγωγής του παππού μου- κι έπειτα στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και σε κάθε τόπο που ταξίδεψε ο κεντρικός ήρωας, ο Γιώργος, πρόσωπο υπαρκτό, όπως λέει η συγγραφέας. Ο Γιώργος λοιπόν έζησε και έδρασε την εποχή των Βαλκανικών πολέμων όλα τα θλιβερά ιστορικά γεγονότα και τους δύο παγκόσμιους πολέμους που ακολούθησαν. Στο βιβλίο εξιστορείται -μεταξύ άλλων- με λογοτεχνικό τρόπο η περιοδεία των Μακεδόνων φοιτητών το 1925 από την Αθήνα στη Θράκη και τη Μακεδονία, με σκοπό να ευαισθητοποιηθεί ο λαός και να μην υπάρχει εφησυχασμός.

Εκείνα τα χρόνια έζησε κι ο παππούς μου -η ηλικιακή διαφορά μεταξύ τους ήταν μικρή- ήταν μάρτυρας κι αυτός σε πολλά από τα γεγονότα στις Σέρρες και στην Ανατολική Μακεδονία, είχε πολεμήσει στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και βρέθηκε αιχμάλωτος για δυόμισι χρόνια στο Γκαίρλιτς της Γερμανίας μαζί με άλλους 7.000 Έλληνες στρατιώτες και Αξιωματικούς του Δ’ Σώματος Στρατού. Ποτέ μα ποτέ δεν μου διηγήθηκε τίποτα για τα χρόνια των πολέμων και των καταστροφών. Μία φράση μόνο ήταν και την κράτησα: «Πλέει κανείς καλά μετά το ναυάγιο».

«Ο Γιώργος, γράφει η Αμαλία Αστερίου, γεννήθηκε το 1902 στις Σέρρες. Δύο χρόνια πριν από την επίσημη έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα… τον είπαν Γιώργο γιατί γεννήθηκε του Αι-Γιώργη. Όνομα συμβολικό; Αι-Γιώργης ο στρατιωτικός άγιος, ο ελευθερωτής, που σκότωσε τον δράκο. Η μάνα του, όταν τον είχε στην κοιλιά, στην εικόνα της Παναγιάς της βρεφοκρατούσας, της «Παντανούσας», στο μοναστήρι του Αι-Γιώργη του Κρυονερίτη, είχε πάει να προσευχηθεί…». Ο παππούς έλεγε ότι τον Άγιο τον είπαν Κρυονερίτη εξαιτίας του νερού της πηγής που βρίσκεται εκεί και είναι παγωμένο. Ακολουθούσες έναν χωμάτινο δρόμο στα ανατολικά της πόλης για να πας, θυμότανε. Κυπαρίσσια μα και άλλα δένδρα με πυκνά φυλλώματα δέσποζαν. Είναι το παλαιότερο της περιοχής, μου έλεγε. Είχε πάει μία φορά με την γιαγιά μου εκεί για προσκύνημα.

«Η μαμή τύλιξε το μωρό στα σπάργανα και το έβαλε στον κόρφο της λεχώνας. Τα χείλη της μάνας ακούμπησαν απαλά στο κεφαλάκι του παιδιού. Κουρασμένη έγειρε το κεφάλι και αποκοιμήθηκε. Ένα αχνό χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη της…» μα γρήγορα μετατράπηκε σε απειλητικό όνειρο. Ευτυχώς ήταν μόνο όνειρο, μόνο στον ύπνο της εκείνη τη βραδιά. Χρόνια αργότερα έμελλε να γίνει πραγματικότητα.

Η πόλη των Σερρών έζησε τον εφιάλτη όταν ο ήρωας της ιστορίας μας ήταν μόλις 11 ετών. Στις 28 Ιουνίου του 1913 μετά τις 2 το μεσημέρι δόθηκε εντολή από τον διευθυντή της τοπικής βουλγαρικής Αστυνομίας να την πυρπολήσουνε. Από τα 6.000 σπίτια τα 4.000 παραδόθηκαν στις φλόγες. Άτομα ανήμπορα, γέροι, άρρωστοι, έγκυες, νήπια, έσβησαν μέσα στη φωτιά, απανθρακώθηκαν. «Φωτιά, Βαϊτσα τρέχα… όρμησε ο Γιώργος φωνάζοντας, στο δωμάτιο όπου έραβε η αδερφή του. Η Βαΐτσα αλαφιασμένη έτρεξε με τον αδελφό της έξω από το σπίτι…».

Έτος 1925. Η απόφαση των Μακεδόνων Φοιτητών για συναυλίες σε περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης. «Έξι ώρες και κάτι Σέρρες-Θεσσαλονίκη». Με τρένο. «Το «Ημερολόγιον Θεσσαλονίκης» θεωρεί υποχρέωσιν του όπως συγχαρεί θερμώς όλους εκείνους τους ευγενείς και ευέλπιδας νέους, τους σχόντας την ωραίαν έμπνευσιν και πρωτοβουλίαν της περιοδείας αυτών…» έγραψε. «Πήραν το τραμ στην Εγνατία. Μόλις πέρασαν την Καμάρα κατέβηκαν… Λουστράκια με τα κασελάκια τους καθισμένα κάτω ακουμπούν την πλάτη τους στους πεσσούς της Καμάρας… Οι τρεις φίλοι κατηφορίζουν προς τη θάλασσα από την Εθνικής Αμύνης. Έναν ωραίο φαρδύ δρόμο με δενδροστοιχίες και όμορφα διώροφα σπίτια. Οι παλιοί ακόμα την λένε Λεωφόρο Χαμιδιέ… Με το που έστριψαν, είδαν στα δεξιά τους ένα πολυτελέστατο ζαχαροπλαστείο σε βιεννέζικο στιλ, το Ντορέ… Ήπιαν τον καφέ τους, έφαγαν την πάστα Ζάχερ και συνέχισαν προς παραλία… Μπροστά τους ο Λευκός Πύργος…

- Πάμε στον κήπο του Λευκού Πύργου να σας κεράσω μπύρα και να ακούσουμε την ορχήστρα. Το καλοκαίρι η ορχήστρα παίζει στο μπαλκόνι έξω από το θέατρο. Το τραπέζι δικό μου.

- Μα…

- Δεν σηκώνω αντίρρηση είστε στην πόλη μου».

Η εκδότρια του «Ημερολόγιον Θεσσαλονίκης»

Η Μερόπη Τσιώμου ήταν δημοσιογράφος με αξιοσημείωτη συγγραφική και εκδοτική δραστηριότητα. Τελείωσε το Παρθεναγωγείο Θεσσαλονίκης το 1914 και συνέχισε για τρία χρόνια στην Ανωτέρα Γερμανική Σχολή. Είχε μία αξιοσημείωτη συγγραφική και εκδοτική δραστηριότητα. 

Εξέδιδε, από το 1919 μέχρι το 1929, το «Ημερολόγιον Θεσσαλονίκης» και από το 1929 την εβδομαδιαία «Εφημερίδα των Γυναικών». Το 1921 παντρεύτηκε με τον Βασίλειο Βασιλικό, δημοσιογράφο και αργότερα πολιτικό, οποίος εκλέχθηκε βουλευτής Χαλκιδικής, αρκετές φορές από το 1932 μέχρι το 1963. Η ίδια ήταν ενεργή και μαχητική πολιτικά, έθεσε υποψηφιότητα σε δημοτικές και βουλευτικές εκλογές χωρίς ωστόσο να εκλεγεί παρά τον σημαντικό αριθμό ψήφων που πήρε.

Αμαλία Αστερίου

Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και ζει στην Αθήνα. Διετέλεσε Καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Διευθύντρια του Εργαστηρίου Κλινικής Βιοχημείας και Ιατρικής Σχολής στο Νοσοκομείο ΑΤΤΙΚΟ. Ασχολείται με την Ιστορία, την Συγγραφή και την Ποίηση. Έργα της: «Η κόκκινη μαντίλα», τιμήθηκε από την Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά το 2018, «Θάλασσα», βραβεύτηκε στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό 2020-2021 των Εκδόσεων Ηλιαχτίδα και δημοσιεύτηκε στο «Φως της Ηλιαχτίδας» και συμμετέχει στην συλλογική έκδοση: «34 γιατροί γράφουν ποίηση», Athenian Science Publishers 2022.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 17.03.2024

Δημοφιλείς Απόψεις