ΑΠΟΨΕΙΣ

2024: Επιζητώντας την κανονικότητα

 08/01/2024 19:00

Από το 2008 μέχρι σήμερα, ολόκληρη η Ελληνική κοινωνία «εκπαιδεύτηκε» να αντιμετωπίζει το μέλλον με αμφισβήτηση. Η έννοια της «κανονικότητας» που ξένιζε κάθε νουνεχή πολίτη -εάν δεν μαρτυρούσε φοβικότητα για το αύριο- έγινε ζητούμενο. Δεν περάσαμε και λίγα. Διεθνή οικονομική κρίση το 2008, εθνική οικονομική κρίση το 2010, χρεοκοπία (και τυπικά) το 2015, προσπάθεια ανάταξης από το 2018 και μετά, πανδημική κρίση του κορονοϊού το 2020, ενεργειακή κρίση την περίοδο 2021-2022. Η κοινωνική συνοχή δοκιμάστηκε σοβαρά.

Συγκρίνοντας το σήμερα με την παταγώδη αποτυχία της περιόδου 2015-2016, τα πράγματα είναι σαφώς καλύτερα. Έχουμε, όμως, όντως εισέλθει σε «ενάρετο κύκλο»; Βρισκόμαστε εκεί που θα έπρεπε να είμαστε ή βαυκαλιζόμαστε συγκρινόμενοι με το χάος;

Ας δούμε λίγο «τα νούμερα» του σήμερα. Τα «επιστημονικά δεδομένα» πέρα και έξω από ιδεοληψίες και πολιτικές προτιμήσεις. Πρώτα-πρώτα, ίσως είναι χρήσιμο να εξετάσουμε για ποιο λόγο μειώνονται διαρκώς οι καταθέσεις των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων το τελευταίο τετράμηνο του 2023. Μειώθηκαν κατά 904 εκατ. ευρώ τον Νοέμβριο, μετά τη μείωση κατά 2,143 δισ. ευρώ τον Οκτώβριο. Αναμένουμε τα στοιχεία του Δεκεμβρίου. Οι πιθανότερες εκδοχές είναι δύο: οι εναλλακτικές τοποθετήσεις για υψηλότερες αποδόσεις από αυτές των προθεσμιακών, αλλά κυρίως η ακρίβεια που «τρώει» το εισόδημα κυρίως των νοικοκυριών. Προφανώς, αν «αναλώνουμε τα έτοιμα» δεν υπάρχουν σημαντικά περιθώρια για το μέλλον.

Δεύτερον, το ελληνικό ΑΕΠ ανεβαίνει, ωστόσο υπάρχει ακόμη μεγάλη απόσταση που πρέπει να γεφυρωθεί για να καλυφθούν όλες οι απώλειες της παρατεταμένη κρίσης που έπληξε την χώρα μας. Σήμερα, η Ελλάδα βρίσκεται μόνον πάνω από την Βουλγαρία σε ό,τι αφορά το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και υστερεί έναντι πολλών χωρών, όπως η Πορτογαλία, η Σλοβακία, η Πολωνία, η Ρουμανία κ.λπ.

Τρίτον, η Ελλάδα απέχει κατά 33 μονάδες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε επίπεδο εισοδημάτων. Το 2022, το Λουξεμβούργο και η Ιρλανδία κατέγραψαν το υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, 156% και 135% αντίστοιχα πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Μετά το Λουξεμβούργο και την Ιρλανδία ακολουθεί η Δανία (36% πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ), η Ολλανδία (30% πάνω), η Αυστρία (24% πάνω) και το Βέλγιο (20% πάνω). Αν σκεφτούμε ότι το 2010 η Ιρλανδία βρίσκονταν σε παρόμοια οικονομική κατάσταση με εμάς θα έπρεπε να μαραζώνουμε και όχι να κομπορρημονούμε.

Τέταρτον, σύμφωνα με την ανάλυση της Eurobank, το 2022, ο μέσος ετήσιος μικτός μισθός ανά εργαζόμενο στην Ελλάδα ανήλθε στα 16,0 χιλ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 3,8% σε σχέση με το 2021 (15,4 χιλ. ευρώ) και 6,6% σε σχέση με το προ-πανδημίας επίπεδό του (2019: 15,0 χιλ. ευρώ). Ωστόσο, στη σχετική κατάταξη, η Ελλάδα βρίσκεται στην 24η θέση μεταξύ των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με το μέσο ετήσιο μισθό στην τελευταία να ανέρχεται στα 32,3 χιλ. ευρώ. Μάλιστα, μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης, όπου ο μέσος μισθός ήταν στα 35,2 χιλ. ευρώ, η Ελλάδα βρισκόταν στην τελευταία θέση. Βρισκόμαστε στο ευρώ, χωρίς… ευρώ.

Πέμπτον, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι το 2000, η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού στην Ελλάδα βρισκόταν στο 70% περίπου του αντίστοιχου των χωρών της ευρωζώνης και το 2006 είχε ανέλθει στο 87,2%. Το 2009, έτος κατά το όποιο άρχισε να εκδηλώνεται η κρίση χρέους, βρισκόταν στο 86,4%, προτού μειωθεί απότομα τα χρόνια που ακολούθησαν. Έκτοτε, και ειδικότερα από το 2018 και έπειτα, βρίσκεται σε ήπια υποχώρηση (με εξαίρεση το 2020 κατά το οποίο σημείωσε οριακή άνοδο) ενώ αποκλίνει και από τις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Μάλιστα, το 2022, αντιπροσώπευε το 56,9% του μέσου μισθού των χωρών της ευρωζώνης και ήταν η χαμηλότερη στη συγκεκριμένη κατηγορία χωρών.

Η πρόοδος προϋποθέτει γνώση της πραγματικότητας. Κανονικότητα σημαίνει να φτάσουμε το μέσο όρο των χωρών της ευρωζώνης. Ας είμαστε αισιόδοξοι, αλλά όχι εφησυχασμένοι. «Για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή»…

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 06/07.01.2024