Ζητείται αντίπαλον δέος!

 07/10/2019 15:10

Η καθίζηση της ευρωπαϊκής κεντροαριστεράς -με κάποιες αναλαμπές που δεν αναιρούν όμως την κεντρική τάση- είναι ένα από τα πιο δύσκολα θέματα που αντιμετωπίζουν οι πολιτικοί αναλυτές εδώ και τουλάχιστον μια δεκαετία.

Σε μεγάλες χώρες της Βόρειας και Δυτικής Ευρώπης τα βασικά κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας χάνουν σε εντυπωσιακό βαθμό δυνάμεις κάθε φορά που γίνονται εκλογές, (με εξαιρέσεις πρόσφατα σε Δανία και Σουηδία που επιβεβαιώνουν τον κανόνα) και συχνά έχουν επίδοση-αρνητικό ρεκόρ.

Ακόμη και γι’ αυτούς που δεν υποστηρίζουν την αριστερά, αυτό το γεγονός είναι αφορμή προβληματισμών. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έπαιξαν κρίσιμο ρόλο για την ανοικοδόμηση της δημοκρατίας στη Δυτική Ευρώπη μετά το 1945 και εξακολουθούν να είναι απαραίτητα για τη δημοκρατία στην ηπειρωτική Ευρώπη σήμερα. Αυτό άλλωστε ήταν και ο τίτλος μίας παλιάς έρευνας των «New York Times»: «Social democratic parties were crucial to rebuilding democracy in Western Europe after 1945. They remain essential to democracy on the Continent today».

Ακόμα και στη Σκανδιναβία, που θεωρείται το «κοινωνικό δημοκρατικό φρούριο της πρόνοιας» στον κόσμο, τα κόμματα αυτά χάνουν διαρκώς δύναμη στις δυναμικές ηλικίες 18 - 35 ετών, ενώ μερικώς ανακάμπτουν στους ηλικιωμένους.

Αν όμως οι σοσιαλδημοκράτες και τα άλλα κεντροαριστερά κόμματα δεν μπορέσουν να δώσουν απαντήσεις στα σημερινά προβλήματα των πολιτών και αν συνεχιστεί η αποδυνάμωσή τους, σύμφωνα με πολλούς πολιτικούς και αναλυτές, θα έλθει μια θλιβερή άνθηση του λαϊκισμού και μία παρακμή της ίδιας της δημοκρατίας.

Κατά τη διάρκεια των μεταπολεμικών χρόνων τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αναγνώρισαν, με σπάνια σε πολλές περιπτώσεις διαύγεια, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του καπιταλισμού. Σε αντίθεση με τους κομμουνιστές, αναγνώρισαν ότι οι αγορές αποτελούν αποτελεσματική κινητήρια δύναμη για την οικονομική ανάπτυξη και την ευημερία. Επίσης, σε αντίθεση με τους κλασικούς φιλελεύθερους και πολλούς συντηρητικούς, που αποθέωσαν τις χρηματαγορές και τις τράπεζες και υποτίμησαν τις συνέπειες των ανισοτήτων και της λιτότητας, οι σοσιαλδημοκράτες δεν υποτάχθηκαν πολιτικά και ιδεολογικά απόλυτα στις αγορές. 

Εξάλλου, όταν ο κόσμος έβλεπε ότι το καράβι παραγέρνει προς τα δεξιά, τιμώρησαν πολύ σκληρά στην κάλπη κόμματα και ηγέτες, στέλνοντας το μήνυμα ότι η κεντροαριστερά βασικά υπάρχει για να πιέζει τις κυβερνήσεις να μετριάσουν τα πιο αποσταθεροποιητικά αποτελέσματα των αγορών και για να αφαιρεί από τον καπιταλισμό τη δυνατότητα να καταργεί την κοινωνική σταθερότητα και την αλληλεγγύη. Χαρακτηριστικό, όσο δεν πάει, είναι το παράδειγμα του Τόνι Μπλερ καθώς και μόνο ο όρος «Μπλερισμός» φτάνει για να συμβολίσει τη… ρετσινιά «συμβιβασμού» και «προδοσίας». Υπάρχει όμως και το παράδειγμα του γερμανικού SPD, που αποφάσισε να συνεργαστεί, σχηματίζοντας έναν «μεγάλο συνασπισμό» με το συντηρητικό χριστιανοδημοκρατικό κόμμα. Οι συντηρητικοί δεν έπαθαν τίποτα, αλλά οι σοσιαλδημοκράτες φυλλορροούσαν συνεχώς…

Εύκολο είναι, λοιπόν, να ορθώνεις αντιρρήσεις για την πολιτική της κεντροαριστεράς στην Ευρώπη, ξεχνώντας την παγκοσμιοποίηση, το απότομο άνοιγμα των αγορών, την εν πολλοίς ερμηνεύσιμη αδυναμία των εθνικών κυβερνήσεων να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις, την απόδραση κεφαλαίων και επιχειρήσεων σε εξωτικούς φορολογικούς παραδείσους, την προσφυγική κρίση και τη θεαματική άνοδο του εθνολαϊκισμού. Είναι ακόμα πιο εύκολο να βρίσκεις «προδότες». Το δύσκολο είναι να βρεις το «τι να κάνουμε».

Με τα παραπάνω ως εισαγωγή και ως αιχμές για προβληματισμό, ας έλθουμε τώρα στα δικά μας.

Εδώ κυριαρχεί μια… ελληνοκεντρική αντίληψη για το πώς θα συνυπάρξουν ή θα αλληλοφαγωθούν η κεντροαριστερά με την και ριζοσπαστική αριστερά, ιδίως όταν το κόμμα που «φιλοξενεί» την τελευταία στον τίτλο του, ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά το καλοκαίρι του 2015 και την υπογραφή του τρίτου μνημονίου θεωρήθηκε από πολλούς ως «μνημονιακός».

Την ώρα που η κυβέρνηση της, υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, Νέας Δημοκρατίας φαίνεται να έχει «διεισδύσει» πολιτικά στο χώρο του κέντρου, αποκομίζοντας οφέλη που μένει να αποδειχθεί αν και πόσο πρόσκαιρα είναι, ο τίτλος των όσων συμβαίνουν μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ θα μπορούσε να είναι «Ζητείται αντίπαλον δέος»!

Η ιστορική μνήμη και η «κληρονομιά» του ΠΑΣΟΚ, η αποσαφήνιση της «ταυτότητας» των δύο χώρων, οι πολιτικοί συμβολισμοί, οι αναφορές και εμμονές σε «ιδεολογική καθαρότητα» και «ηθικό πλεονέκτημα», που έρχονται σε ζωηρότατη αντίθεση με τα «ανοίγματα» και τις «συμμαχίες» είναι το έδαφος μιας συγκρουσιακής σχέσης.

Η εικόνα γίνεται πιο δραματική από τις τηλεοπτικές, θεατρικού τύπου, «ατάκες» στελεχών που είτε έφυγαν «έγκαιρα» προς τον ΣΥΡΙΖΑ από το ΠΑΣΟΚ είτε έμειναν για να φυλάξουν ένα συρρικνωμένο κόμμα, που κόντεψε να γίνει ένα «άδειο πουκάμισο», δείχνουν μια αυτάρεσκη πεποίθηση ότι έχουν απάντηση σε όλα(!) τα παραπάνω ερωτήματα, την ώρα που διεθνώς η νέα φυσιογνωμία της κεντροαριστεράς αναζητείται.

Και αν το άνοιγμα που επιχειρεί ο Αλ. Τσίπρας είναι ακόμα «θολό», στο ΚΙΝΑΛ πρέπει άμεσα να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της γήρανσης του κόμματος. Σχεδόν όλη του η δύναμη οφείλεται στις μεγάλες ηλικίες. Χωρίς νέους και μόνο με περασμένα μεγαλεία, δουλειά δεν γίνεται.

Έξω άλλοι δοκιμάζουν με μία στροφή στο ασαφές κέντρο (Εμανουέλ Μακρόν) και άλλοι με πιο αριστερό και κοινωνικό «πρόσημο» όπως ο Τζέρεμι Κόρμπιν, για τον οποίο όμως πυκνώνουν συνεχώς οι ενστάσεις στους κόλπους του κόμματός του ότι έχει γίνει «μη εκλέξιμος», άλλοι όπως στην Ιταλία ψάχνουν το νέο κέντρο και άλλοι στην Ισπανία όπως το PSOE και οι Podemos κάνουν ότι δεν έχουν καμιά συγγένεια μεταξύ τους. Εδώ, όπως συμβαίνει πάντα, οι ενδιαφερόμενοι ξέρουν κάτι παραπάνω.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 6 Οκτωβρίου 2019

Η καθίζηση της ευρωπαϊκής κεντροαριστεράς -με κάποιες αναλαμπές που δεν αναιρούν όμως την κεντρική τάση- είναι ένα από τα πιο δύσκολα θέματα που αντιμετωπίζουν οι πολιτικοί αναλυτές εδώ και τουλάχιστον μια δεκαετία.

Σε μεγάλες χώρες της Βόρειας και Δυτικής Ευρώπης τα βασικά κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας χάνουν σε εντυπωσιακό βαθμό δυνάμεις κάθε φορά που γίνονται εκλογές, (με εξαιρέσεις πρόσφατα σε Δανία και Σουηδία που επιβεβαιώνουν τον κανόνα) και συχνά έχουν επίδοση-αρνητικό ρεκόρ.

Ακόμη και γι’ αυτούς που δεν υποστηρίζουν την αριστερά, αυτό το γεγονός είναι αφορμή προβληματισμών. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έπαιξαν κρίσιμο ρόλο για την ανοικοδόμηση της δημοκρατίας στη Δυτική Ευρώπη μετά το 1945 και εξακολουθούν να είναι απαραίτητα για τη δημοκρατία στην ηπειρωτική Ευρώπη σήμερα. Αυτό άλλωστε ήταν και ο τίτλος μίας παλιάς έρευνας των «New York Times»: «Social democratic parties were crucial to rebuilding democracy in Western Europe after 1945. They remain essential to democracy on the Continent today».

Ακόμα και στη Σκανδιναβία, που θεωρείται το «κοινωνικό δημοκρατικό φρούριο της πρόνοιας» στον κόσμο, τα κόμματα αυτά χάνουν διαρκώς δύναμη στις δυναμικές ηλικίες 18 - 35 ετών, ενώ μερικώς ανακάμπτουν στους ηλικιωμένους.

Αν όμως οι σοσιαλδημοκράτες και τα άλλα κεντροαριστερά κόμματα δεν μπορέσουν να δώσουν απαντήσεις στα σημερινά προβλήματα των πολιτών και αν συνεχιστεί η αποδυνάμωσή τους, σύμφωνα με πολλούς πολιτικούς και αναλυτές, θα έλθει μια θλιβερή άνθηση του λαϊκισμού και μία παρακμή της ίδιας της δημοκρατίας.

Κατά τη διάρκεια των μεταπολεμικών χρόνων τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αναγνώρισαν, με σπάνια σε πολλές περιπτώσεις διαύγεια, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του καπιταλισμού. Σε αντίθεση με τους κομμουνιστές, αναγνώρισαν ότι οι αγορές αποτελούν αποτελεσματική κινητήρια δύναμη για την οικονομική ανάπτυξη και την ευημερία. Επίσης, σε αντίθεση με τους κλασικούς φιλελεύθερους και πολλούς συντηρητικούς, που αποθέωσαν τις χρηματαγορές και τις τράπεζες και υποτίμησαν τις συνέπειες των ανισοτήτων και της λιτότητας, οι σοσιαλδημοκράτες δεν υποτάχθηκαν πολιτικά και ιδεολογικά απόλυτα στις αγορές. 

Εξάλλου, όταν ο κόσμος έβλεπε ότι το καράβι παραγέρνει προς τα δεξιά, τιμώρησαν πολύ σκληρά στην κάλπη κόμματα και ηγέτες, στέλνοντας το μήνυμα ότι η κεντροαριστερά βασικά υπάρχει για να πιέζει τις κυβερνήσεις να μετριάσουν τα πιο αποσταθεροποιητικά αποτελέσματα των αγορών και για να αφαιρεί από τον καπιταλισμό τη δυνατότητα να καταργεί την κοινωνική σταθερότητα και την αλληλεγγύη. Χαρακτηριστικό, όσο δεν πάει, είναι το παράδειγμα του Τόνι Μπλερ καθώς και μόνο ο όρος «Μπλερισμός» φτάνει για να συμβολίσει τη… ρετσινιά «συμβιβασμού» και «προδοσίας». Υπάρχει όμως και το παράδειγμα του γερμανικού SPD, που αποφάσισε να συνεργαστεί, σχηματίζοντας έναν «μεγάλο συνασπισμό» με το συντηρητικό χριστιανοδημοκρατικό κόμμα. Οι συντηρητικοί δεν έπαθαν τίποτα, αλλά οι σοσιαλδημοκράτες φυλλορροούσαν συνεχώς…

Εύκολο είναι, λοιπόν, να ορθώνεις αντιρρήσεις για την πολιτική της κεντροαριστεράς στην Ευρώπη, ξεχνώντας την παγκοσμιοποίηση, το απότομο άνοιγμα των αγορών, την εν πολλοίς ερμηνεύσιμη αδυναμία των εθνικών κυβερνήσεων να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις, την απόδραση κεφαλαίων και επιχειρήσεων σε εξωτικούς φορολογικούς παραδείσους, την προσφυγική κρίση και τη θεαματική άνοδο του εθνολαϊκισμού. Είναι ακόμα πιο εύκολο να βρίσκεις «προδότες». Το δύσκολο είναι να βρεις το «τι να κάνουμε».

Με τα παραπάνω ως εισαγωγή και ως αιχμές για προβληματισμό, ας έλθουμε τώρα στα δικά μας.

Εδώ κυριαρχεί μια… ελληνοκεντρική αντίληψη για το πώς θα συνυπάρξουν ή θα αλληλοφαγωθούν η κεντροαριστερά με την και ριζοσπαστική αριστερά, ιδίως όταν το κόμμα που «φιλοξενεί» την τελευταία στον τίτλο του, ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά το καλοκαίρι του 2015 και την υπογραφή του τρίτου μνημονίου θεωρήθηκε από πολλούς ως «μνημονιακός».

Την ώρα που η κυβέρνηση της, υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, Νέας Δημοκρατίας φαίνεται να έχει «διεισδύσει» πολιτικά στο χώρο του κέντρου, αποκομίζοντας οφέλη που μένει να αποδειχθεί αν και πόσο πρόσκαιρα είναι, ο τίτλος των όσων συμβαίνουν μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ θα μπορούσε να είναι «Ζητείται αντίπαλον δέος»!

Η ιστορική μνήμη και η «κληρονομιά» του ΠΑΣΟΚ, η αποσαφήνιση της «ταυτότητας» των δύο χώρων, οι πολιτικοί συμβολισμοί, οι αναφορές και εμμονές σε «ιδεολογική καθαρότητα» και «ηθικό πλεονέκτημα», που έρχονται σε ζωηρότατη αντίθεση με τα «ανοίγματα» και τις «συμμαχίες» είναι το έδαφος μιας συγκρουσιακής σχέσης.

Η εικόνα γίνεται πιο δραματική από τις τηλεοπτικές, θεατρικού τύπου, «ατάκες» στελεχών που είτε έφυγαν «έγκαιρα» προς τον ΣΥΡΙΖΑ από το ΠΑΣΟΚ είτε έμειναν για να φυλάξουν ένα συρρικνωμένο κόμμα, που κόντεψε να γίνει ένα «άδειο πουκάμισο», δείχνουν μια αυτάρεσκη πεποίθηση ότι έχουν απάντηση σε όλα(!) τα παραπάνω ερωτήματα, την ώρα που διεθνώς η νέα φυσιογνωμία της κεντροαριστεράς αναζητείται.

Και αν το άνοιγμα που επιχειρεί ο Αλ. Τσίπρας είναι ακόμα «θολό», στο ΚΙΝΑΛ πρέπει άμεσα να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της γήρανσης του κόμματος. Σχεδόν όλη του η δύναμη οφείλεται στις μεγάλες ηλικίες. Χωρίς νέους και μόνο με περασμένα μεγαλεία, δουλειά δεν γίνεται.

Έξω άλλοι δοκιμάζουν με μία στροφή στο ασαφές κέντρο (Εμανουέλ Μακρόν) και άλλοι με πιο αριστερό και κοινωνικό «πρόσημο» όπως ο Τζέρεμι Κόρμπιν, για τον οποίο όμως πυκνώνουν συνεχώς οι ενστάσεις στους κόλπους του κόμματός του ότι έχει γίνει «μη εκλέξιμος», άλλοι όπως στην Ιταλία ψάχνουν το νέο κέντρο και άλλοι στην Ισπανία όπως το PSOE και οι Podemos κάνουν ότι δεν έχουν καμιά συγγένεια μεταξύ τους. Εδώ, όπως συμβαίνει πάντα, οι ενδιαφερόμενοι ξέρουν κάτι παραπάνω.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 6 Οκτωβρίου 2019

ΣΧΟΛΙΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Επιλέξτε Κατηγορία