ΑΠΟΨΕΙΣ

Τυφλή και δίκαιη η δικαιοσύνη

Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα πως το μεγαλύτερο πρόβλημα στην απονομή της δικαιοσύνης στη χώρα μας, είναι οι αργόσυρτοι ρυθμοί

 09/10/2022 20:00

Τυφλή και δίκαιη η δικαιοσύνη

Μιχάλης Αλεξανδρίδης

Στην Ελλάδα που το ρουσφέτι οργιάζει και η ευνοιοκρατία είναι ευρέως αναγνωρίσιμη -για να μην πω αποδεκτή- παθογένεια του κράτους μας, όλοι μάθαμε να αφορίζουμε δύο θεσμούς: τους 300 της Βουλής και την δικαιοσύνη. Φορτώνουμε στους 300 -και μάλιστα συλλήβδην- όλα τα κακώς κείμενα του νεοελληνικού κράτους, ενώ στην δικαστική εξουσία καταλογίζουμε την αδυναμία της να ελέγξει την κυβέρνηση και τους κρατικούς μηχανισμούς, να εδραιώσει την ισονομία και την ισοπολιτεία, να ελέγξει τους πάντες και τα πάντα και να καταλογίσει ποινές. (Εννοείται βεβαίως, πως θα πρέπει να τα κάνει αυτά σε όλους και σε όλα, εκτός από εμάς και τα θέματα που σχετίζονται με τα δικά μας στενά συμφέροντα, καθώς σε μια τέτοια περίπτωση εξοργιζόμαστε που αφήνουν τους μεγαλοκαρχαρίες και ασχολούνται με τις μαρίδες).

Και αν για τους 300 και την κυβέρνηση κάνουμε και κάποιες… εκπτώσεις, επειδή εμείς τους ψηφίζουμε και τους στέλνουμε εκεί και έτσι βολευόμαστε πίσω από την απειλή πως εφόσον έχουμε παράπονα θα τους μαυρίσουμε όταν έρθει η ώρα της κάλπης, για τους δικαστές δεν υπάρχει καμία σωτηρία. Ισόβιοι είναι.

Οι δικαστές είναι αυτοί που «απαλλάσσουν» τους ισχυρούς και που τους αθωώνουν είτε δια της παραγραφής, είτε με απόφαση που τους ρίχνει στα μαλακά.

Οι δικαστές είναι αυτοί που «δεν επεμβαίνουν» όταν ο κατηγορούμενος ή ο δικηγόρος του έχουν… λεφτά και άκρες.

Οι δικαστές είναι αυτοί που «κυνηγούν» τους Aγιάννηδες, αφήνοντας στο απυρόβλητο τους βαθύπλουτους.

Οι δικαστές είναι αυτοί που «αδιαφορούν» για μια υπόθεση που αφορά τα δίκια του λαουτζίκου και που σκίζονται να ολοκληρώσουν μια αντίστοιχη που βοηθά τους έχοντες και κατέχοντες.

Οι δικαστές είναι εκείνοι που «παίρνουν εντολές» από το γκουβέρνο και που παίζουν το παιχνίδια της πολιτικής για να ευνοήσουν τους εκάστοτε κυβερνώντες και να αδικήσουν τους αντιπάλους τους.

Και πάει λέγοντας ο... αφορισμός...

Νομικά δεν ξέρω, ούτε στο δικαστικό ρεπορτάζ έχω εντρυφήσει, αλλά από την μακρά εμπειρία μου στην δημοσιογραφία, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα πως το μεγαλύτερο πρόβλημα στην απονομή της δικαιοσύνης στη χώρα μας, είναι οι αργόσυρτοι ρυθμοί. Υποθέσεις σπουδαίες και σημαντικές για λόγους ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης, αλλά ακόμη και για λόγους υψηλού δημόσιου συμφέροντος, αραχνιάζουν σε συρτάρια όπου μπαινοβγαίνουν με συνεχείς αναβολές της εκδίκασης τους.



Όπως σε όλα σ’ αυτόν τον τόπο, έτσι και στη δικαιοσύνη είναι τεράστια η γραφειοκρατία στα ελληνικά δικαστήρια και απίστευτος χρόνος που χρειάζεται για να τελεσιδικήσει μια υπόθεση, παίζοντας ακόμη και στα όρια της παραγραφής μιας δίωξης -όχι κατ’ ανάγκην επιτηδευμένη.

Γι’ αυτό όμως, δεν φταίνε τόσο οι δικαστικοί λειτουργοί, όσο η πολιτεία με την ευρεία έννοια του όρου, που δεν εξασφαλίζει τις προϋποθέσεις για ταχεία διεκπεραίωση των διαδικασιών (περισσότεροι δικαστές, δυνατότητα εξωδικαστικής λύσης, ψηφιοποίηση εγγράφων, περιορισμός ευχέρειας των εμπλεκομένων να αναβάλλουν διαρκώς την εκδίκαση, συστήματα απομαγνητοφώνησης κ.λπ.).

Για την μεγάλη καθυστέρηση στην εκδίκαση των υποθέσεων, ευθύνεται επίσης και η δικομανία, που έχει εξελιχθεί σε μία από τις ιδιότητες της φυλής μας, αφού για ψύλλου πήδημα οι νεοέλληνες καταθέτουμε μία μήνυση, μία αγωγή, μία μηνυτήρια αναφορά, ακόμη και για την πλάκα μας, ή για να ταλαιπωρήσουμε εκείνους με τους οποίους έχουμε κάποια διαφορά ή αντιπαλότητα.

Από την εμπειρία μου επίσης, οφείλω να αναγνωρίσω πως η δικαιοσύνη όσο κι αν καθυστερεί, εφόσον προχωρήσει και τελεσιδικήσει, αποδίδει τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, χωρίς να δειλιάζει ή να μεροληπτεί μπροστά σε πλούσιους, σε ισχυρούς, σε αξιωματούχους, σε ανθρώπους με γνωριμίες και άκρες.

Αυτό τουλάχιστον έχω βιώσει εγώ, που ουκ ολίγες φορές οδηγήθηκα στα δικαστήρια επειδή κάποιοι ισχυροί θέλοντας να ανακόψουν την δημοσιογραφική κριτική, προχώρησαν σε μηνύσεις και σε αγωγές, ζητώντας εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ αποζημιώσεις και επιβολή ποινών φυλάκισης σε δημοσιογράφους και διευθυντές.

Η σκέψη τους, πάντα πονηρή: καταγγέλλω τους δημοσιογράφους για συκοφαντία και ανακοινώνω πομπωδώς πως έκανα μήνυση και αγωγή. Με τους καλούς δικηγόρους που έχω -ως πλούσιος- είτε θα μπορέσω να υφαρπάξω κάποια ευνοϊκή δικαστική απόφαση είτε θα επενδύσω στον χρόνο ώστε όταν τελεσιδικήσει η υπόθεση, η ιστορία που αφορά θα έχει φύγει από την επικαιρότητα κι έτσι ουδείς θα μάθει πως ορθά επικρίθηκα από τους δημοσιογράφους και άδικα τους έσυρα στα δικαστήρια διεκδικώντας με αγωγές ποσά που δεν έχουν…

ΥΓ: Τα γράφω αυτά με αφορμή την απόρριψη της αγωγής που έκανε σε μένα ως διευθυντή και στον Νίκο Ηλιάδη ως δημοσιογράφο ένας γνωστός επιχειρηματίας που ξεκίνησε από την Θεσσαλονίκη και άπλωσε πλοκάμια στην Αθήνα, όταν αποκαλύψαμε στην εφημερίδα «Μακεδονία» το 2012 την συναλλαγή του με τον Άκη Τσοχατζόπουλο. (βλ. σελίδα 24 ).

Ο γνωστός και μη εξαιρετέος κύριος, είχε καταθέσει αγωγή για δήθεν συκοφαντική του δυσφήμηση ζητώντας 100.000 ευρώ, διαλαλώντας μάλιστα στην πόλη πως τα λεφτά που θα πάρει από την εκποίηση της περιουσίας μας, θα τα μοιράζει έξω από το μαγαζί του στην Αριστοτέλους. Ίσως πίστευε πως θα φοβόμασταν ενδεχόμενη καταδίκη και θα επιδιώκαμε να αποσύρει, ζητώντας του ταπεινά συγνώμη, ώστε να νιώσει ρομφαιούχος τιμωρός των αχώνευτων δημοσιογράφων, ενώ τώρα που έχασε πανηγυρικά, απλά εξαφανίστηκε μένοντας με την κακία του.

ΥΓ2: Ανάλογες υποθέσεις κερδίσαμε σε μηνύσεις και αγωγές, περιφερειάρχη, νομάρχη, δημάρχων, κρατικών αξιωματούχων, προμηθευτών του δημοσίου, λειτουργών του ΕΣΥ κ.λπ. Συνεχίζουμε απτόητοι να κάνουμε την δουλειά μας με κριτήριο τον νόμο, την δεοντολογία, την αίσθηση ευθύνης.

* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 09.10.2022


Στην Ελλάδα που το ρουσφέτι οργιάζει και η ευνοιοκρατία είναι ευρέως αναγνωρίσιμη -για να μην πω αποδεκτή- παθογένεια του κράτους μας, όλοι μάθαμε να αφορίζουμε δύο θεσμούς: τους 300 της Βουλής και την δικαιοσύνη. Φορτώνουμε στους 300 -και μάλιστα συλλήβδην- όλα τα κακώς κείμενα του νεοελληνικού κράτους, ενώ στην δικαστική εξουσία καταλογίζουμε την αδυναμία της να ελέγξει την κυβέρνηση και τους κρατικούς μηχανισμούς, να εδραιώσει την ισονομία και την ισοπολιτεία, να ελέγξει τους πάντες και τα πάντα και να καταλογίσει ποινές. (Εννοείται βεβαίως, πως θα πρέπει να τα κάνει αυτά σε όλους και σε όλα, εκτός από εμάς και τα θέματα που σχετίζονται με τα δικά μας στενά συμφέροντα, καθώς σε μια τέτοια περίπτωση εξοργιζόμαστε που αφήνουν τους μεγαλοκαρχαρίες και ασχολούνται με τις μαρίδες).

Και αν για τους 300 και την κυβέρνηση κάνουμε και κάποιες… εκπτώσεις, επειδή εμείς τους ψηφίζουμε και τους στέλνουμε εκεί και έτσι βολευόμαστε πίσω από την απειλή πως εφόσον έχουμε παράπονα θα τους μαυρίσουμε όταν έρθει η ώρα της κάλπης, για τους δικαστές δεν υπάρχει καμία σωτηρία. Ισόβιοι είναι.

Οι δικαστές είναι αυτοί που «απαλλάσσουν» τους ισχυρούς και που τους αθωώνουν είτε δια της παραγραφής, είτε με απόφαση που τους ρίχνει στα μαλακά.

Οι δικαστές είναι αυτοί που «δεν επεμβαίνουν» όταν ο κατηγορούμενος ή ο δικηγόρος του έχουν… λεφτά και άκρες.

Οι δικαστές είναι αυτοί που «κυνηγούν» τους Aγιάννηδες, αφήνοντας στο απυρόβλητο τους βαθύπλουτους.

Οι δικαστές είναι αυτοί που «αδιαφορούν» για μια υπόθεση που αφορά τα δίκια του λαουτζίκου και που σκίζονται να ολοκληρώσουν μια αντίστοιχη που βοηθά τους έχοντες και κατέχοντες.

Οι δικαστές είναι εκείνοι που «παίρνουν εντολές» από το γκουβέρνο και που παίζουν το παιχνίδια της πολιτικής για να ευνοήσουν τους εκάστοτε κυβερνώντες και να αδικήσουν τους αντιπάλους τους.

Και πάει λέγοντας ο... αφορισμός...

Νομικά δεν ξέρω, ούτε στο δικαστικό ρεπορτάζ έχω εντρυφήσει, αλλά από την μακρά εμπειρία μου στην δημοσιογραφία, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα πως το μεγαλύτερο πρόβλημα στην απονομή της δικαιοσύνης στη χώρα μας, είναι οι αργόσυρτοι ρυθμοί. Υποθέσεις σπουδαίες και σημαντικές για λόγους ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης, αλλά ακόμη και για λόγους υψηλού δημόσιου συμφέροντος, αραχνιάζουν σε συρτάρια όπου μπαινοβγαίνουν με συνεχείς αναβολές της εκδίκασης τους.



Όπως σε όλα σ’ αυτόν τον τόπο, έτσι και στη δικαιοσύνη είναι τεράστια η γραφειοκρατία στα ελληνικά δικαστήρια και απίστευτος χρόνος που χρειάζεται για να τελεσιδικήσει μια υπόθεση, παίζοντας ακόμη και στα όρια της παραγραφής μιας δίωξης -όχι κατ’ ανάγκην επιτηδευμένη.

Γι’ αυτό όμως, δεν φταίνε τόσο οι δικαστικοί λειτουργοί, όσο η πολιτεία με την ευρεία έννοια του όρου, που δεν εξασφαλίζει τις προϋποθέσεις για ταχεία διεκπεραίωση των διαδικασιών (περισσότεροι δικαστές, δυνατότητα εξωδικαστικής λύσης, ψηφιοποίηση εγγράφων, περιορισμός ευχέρειας των εμπλεκομένων να αναβάλλουν διαρκώς την εκδίκαση, συστήματα απομαγνητοφώνησης κ.λπ.).

Για την μεγάλη καθυστέρηση στην εκδίκαση των υποθέσεων, ευθύνεται επίσης και η δικομανία, που έχει εξελιχθεί σε μία από τις ιδιότητες της φυλής μας, αφού για ψύλλου πήδημα οι νεοέλληνες καταθέτουμε μία μήνυση, μία αγωγή, μία μηνυτήρια αναφορά, ακόμη και για την πλάκα μας, ή για να ταλαιπωρήσουμε εκείνους με τους οποίους έχουμε κάποια διαφορά ή αντιπαλότητα.

Από την εμπειρία μου επίσης, οφείλω να αναγνωρίσω πως η δικαιοσύνη όσο κι αν καθυστερεί, εφόσον προχωρήσει και τελεσιδικήσει, αποδίδει τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, χωρίς να δειλιάζει ή να μεροληπτεί μπροστά σε πλούσιους, σε ισχυρούς, σε αξιωματούχους, σε ανθρώπους με γνωριμίες και άκρες.

Αυτό τουλάχιστον έχω βιώσει εγώ, που ουκ ολίγες φορές οδηγήθηκα στα δικαστήρια επειδή κάποιοι ισχυροί θέλοντας να ανακόψουν την δημοσιογραφική κριτική, προχώρησαν σε μηνύσεις και σε αγωγές, ζητώντας εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ αποζημιώσεις και επιβολή ποινών φυλάκισης σε δημοσιογράφους και διευθυντές.

Η σκέψη τους, πάντα πονηρή: καταγγέλλω τους δημοσιογράφους για συκοφαντία και ανακοινώνω πομπωδώς πως έκανα μήνυση και αγωγή. Με τους καλούς δικηγόρους που έχω -ως πλούσιος- είτε θα μπορέσω να υφαρπάξω κάποια ευνοϊκή δικαστική απόφαση είτε θα επενδύσω στον χρόνο ώστε όταν τελεσιδικήσει η υπόθεση, η ιστορία που αφορά θα έχει φύγει από την επικαιρότητα κι έτσι ουδείς θα μάθει πως ορθά επικρίθηκα από τους δημοσιογράφους και άδικα τους έσυρα στα δικαστήρια διεκδικώντας με αγωγές ποσά που δεν έχουν…

ΥΓ: Τα γράφω αυτά με αφορμή την απόρριψη της αγωγής που έκανε σε μένα ως διευθυντή και στον Νίκο Ηλιάδη ως δημοσιογράφο ένας γνωστός επιχειρηματίας που ξεκίνησε από την Θεσσαλονίκη και άπλωσε πλοκάμια στην Αθήνα, όταν αποκαλύψαμε στην εφημερίδα «Μακεδονία» το 2012 την συναλλαγή του με τον Άκη Τσοχατζόπουλο. (βλ. σελίδα 24 ).

Ο γνωστός και μη εξαιρετέος κύριος, είχε καταθέσει αγωγή για δήθεν συκοφαντική του δυσφήμηση ζητώντας 100.000 ευρώ, διαλαλώντας μάλιστα στην πόλη πως τα λεφτά που θα πάρει από την εκποίηση της περιουσίας μας, θα τα μοιράζει έξω από το μαγαζί του στην Αριστοτέλους. Ίσως πίστευε πως θα φοβόμασταν ενδεχόμενη καταδίκη και θα επιδιώκαμε να αποσύρει, ζητώντας του ταπεινά συγνώμη, ώστε να νιώσει ρομφαιούχος τιμωρός των αχώνευτων δημοσιογράφων, ενώ τώρα που έχασε πανηγυρικά, απλά εξαφανίστηκε μένοντας με την κακία του.

ΥΓ2: Ανάλογες υποθέσεις κερδίσαμε σε μηνύσεις και αγωγές, περιφερειάρχη, νομάρχη, δημάρχων, κρατικών αξιωματούχων, προμηθευτών του δημοσίου, λειτουργών του ΕΣΥ κ.λπ. Συνεχίζουμε απτόητοι να κάνουμε την δουλειά μας με κριτήριο τον νόμο, την δεοντολογία, την αίσθηση ευθύνης.

* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 09.10.2022


ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία