ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Τώρα μιλάει ο λαός - Τα σενάρια για την επόμενη ημέρα

Από νωρίς το βράδυ η συζήτηση θα αφορά αποκλειστικά και μόνο το εάν από το σημερινό αποτέλεσμα της κάλπης μπορεί να προκύψει κυβέρνηση, αυτοδύναμη ή συνεργασίας, ή εάν θα οδηγηθούμε σε επαναληπτικές εκλογές στις 2 Ιουλίου

 21/05/2023 12:00

Τώρα μιλάει ο λαός - Τα σενάρια για την επόμενη ημέρα

Νίκος Ηλιάδης

«Ο γέγονε, γέγονε», σήμερα είναι η «ώρα του λαού». Τα μεσάνυχτα της Παρασκευής έπεσε η προεκλογική αυλαία και από χθες τη συζήτηση στα κομματικά επιτελεία μονοπωλούν τα σενάρια για την «επόμενη μέρα». Μία «επόμενη μέρα» που θα καθορίσει η λαϊκή ετυμηγορία την οποία θα γνωρίζουμε με ασφάλεια γύρω στις 8.30 απόψε το βράδυ. 

Χάρη στην εξέλιξη της τεχνολογίας η αποψινή εκλογική βραδιά δεν πρόκειται να έχει μεγάλη διάρκεια, όπως συνέβαινε στο παρελθόν. Έτσι, από νωρίς το βράδυ η συζήτηση θα αφορά αποκλειστικά και μόνο το εάν από το σημερινό αποτέλεσμα της κάλπης μπορεί να προκύψει κυβέρνηση, αυτοδύναμη ή συνεργασίας, ή εάν θα οδηγηθούμε σε επαναληπτικές εκλογές στις 2 Ιουλίου. 

Εκείνο που περιμένουμε να μάθουμε στις 8.30 το βράδυ είναι τα ποσοστά τα οποία θα λάβουν τα κόμματα, καθώς η σειρά δυναμικότητας δεν φαίνεται να αμφισβητείται. Σύμφωνα με όλες ανεξαιρέτως τις δημοσκοπήσεις πρώτο κόμμα θα είναι η Νέα Δημοκρατία και ακολουθούν ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ, με ΜέΡΑ25 και Ελληνική Λύση να συμπληρώνουν τον κατάλογο των κομμάτων που θα καταφέρουν να εκπροσωπηθούν στη νέα Βουλή η οποία, σύμφωνα με συγκλίνουσες εκτιμήσεις θα είναι εξακομματική.

Έτσι, το ενδιαφέρον στρέφεται στα ποσοστά τα οποία θα λάβουν, κυρίως τα τρία πρώτα κόμματα, καθώς και στο άθροισμα των ποσοστών των κομμάτων τα οποία δεν θα καταφέρουν να ξεπεράσουν το όριο του 3% και θα μείνουν εκτός Βουλής. Αυτό το τελευταίο έχει τη σημασία του καθώς, όσο υψηλότερο είναι αυτό το ποσοστό, τόσο πέφτει ο πήχης για την εξασφάλιση αυτοδυναμίας.

Ο στόχος της ΝΔ

Βεβαίως, με βάση τα δημοσκοπικά δεδομένα η πιθανότητα σχηματισμού αυτοδύναμης κυβέρνησης δεν υπάρχει στο τραπέζι, ούτε ως υπόθεση εργασίας. Για να συμβεί κάτι τέτοιο θα πρέπει η ΝΔ να συγκεντρώσει ποσοστό γύρω στο 45% με 46%, κάτι που θεωρείται παντελώς απίθανο. Συνεπώς, οι παράμετροι οι οποίες θα καθορίσουν τις εξελίξεις θα είναι το ποσοστό που θα λάβει η ΝΔ, η διαφορά που θα έχει από τον ΣΥΡΙΖΑ καθώς και το ποσοστό του ΠΑΣΟΚ. 

Εάν το κυβερνών κόμμα εξασφαλίσει ποσοστό 34% και πάνω, τότε θα νομιμοποιείται να επιδιώξει προσφυγή σε επαναληπτικές εκλογές προκειμένου να επιτύχει αυτοδυναμία για την οποία εκτιμάται ότι θα απαιτηθεί ποσοστό της τάξης του 37,5% με 38%, δεδομένου ότι οι επόμενες εκλογές θα γίνουν με σύστημα ενισχυμένης αναλογικής.

Ποσοστό κάτω του 34% θα δυσκολέψει πάρα πολύ τους σχεδιασμούς του Κυριάκου Μητσοτάκη ο οποίος, σε μία τέτοια περίπτωση, θα αναγκαστεί να μπει σε συζήτηση με τον Νίκο Ανδρουλάκη προκειμένου να διερευνήσουν το ενδεχόμενο κυβέρνησης συνεργασίας. Εάν, δε, το ποσοστό της ΝΔ φτάσει στο 32% με 33% τότε στο κυβερνών κόμμα θα ανοίξει μια άλλη συζήτηση η οποία θα περιλαμβάνει και τον ίδιο τον κ. Μητσοτάκη.

Κατά κοινή ομολογία, πάντως, ο πρόεδρος της ΝΔ, αυτούς τους σχεδόν δυόμιση μήνες που διήρκεσε η προεκλογική εκστρατεία μετά το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών, κατάφερε να επαναφέρει το κόμμα του στη θέση του οδηγού των εξελίξεων. Επέβαλε αυτός την προεκλογική ατζέντα, εστιάζοντας στα ζητήματα στα οποία έχει πλεονέκτημα, όπως η οικονομία και η πολιτική σταθερότητα, ενώ κατάφερε συγχρόνως να αξιοποιήσει στο μέγιστο βαθμό τα απανωτά λάθη στα οποία υπέπεσε η αντιπολίτευση.

Τα λάθη του Αλ. Τσίπρα

Απέναντι στο ξεκάθαρο αφήγημα της πολιτικής σταθερότητας που ξεδίπλωσε ο κ. Μητσοτάκης ο Αλέξης Τσίπρας παρουσίασε ένα νεφελώδες σχέδιο, με διαφορετικά σενάρια το οποίο προκάλεσε σύγχυση και αβεβαιότητα.

Από το σχηματισμό «προοδευτικής κυβέρνησης με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ», διολίσθησε στη συνέχεια σε «κυβέρνηση των ηττημένων», μετά σε «κυβέρνηση ανοχής» φτάνοντας να συμπεριλάβει στο αφήγημά του ακόμη και την «κυβέρνηση ειδικού σκοπού», δηλαδή μία βραχύβια κυβέρνηση η οποία θα συγκροτηθεί με μοναδικό στόχο τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής για τη διερεύνηση του θέματος των υποκλοπών και προκήρυξη νέων εκλογών. Από αποτυχία στέφθηκε και η προσπάθεια του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης να διατηρήσει ψηλά στην προεκλογική ατζέντα θέματα όπως αυτά των υποκλοπών και του δυστυχήματος των Τεμπών με στόχο να πλήξει το κυβερνών κόμμα.

Και σα να μην έφταναν αυτά, ενέσκηψε στο παρά πέντε των εκλογών και το “αυτογκόλ” του Γιώργου Κατρούγκαλου το οποίο επέφερε σημαντικό πλήγμα στον ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να υπάρχουν ποια χρονικά περιθώρια για διόρθωση.

Υπό αυτά τα δεδομένα οι στόχοι του κ. Τσίπρα περιορίζονται αναγκαστικά στην επίτευξη ενός καλού ποσοστού και συγχρόνως μιας σχετικά μικρής διαφοράς από τη ΝΔ. Καλό ποσοστό για τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν οποιοδήποτε πάνω από το 31,5% που είχε λάβει ο ΣΥΡΙΖΑ το 2019. Οτιδήποτε χαμηλότερο και κυρίως εάν το ποσοστό του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν έχει μπροστά «3» θα θεωρηθεί αποτυχία.

Θα είναι η πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική ιστορία που κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα λάβει χαμηλότερο ποσοστό σε σχέση με αυτό που είχε στις προηγούμενες εκλογές, μετά μάλιστα από μια κυβερνητική θητεία την οποία το ίδιο έχει χαρακτηρίσει ως τη χειρότερη όλων των εποχών.

Εάν δε, αυτό συνδυαστεί με μια διαφορά από τη ΝΔ μεγαλύτερη του 4% με 5%, τότε στην Κουμουνδούρου θα ανοίξει εσωκομματική συζήτηση η οποία θα περιλαμβάνει μοιραία και τον Αλέξη Τσίπρα.

Το στοίχημα του Ν. Ανδρουλάκη

Στη Χαριλάου Τρικούπη το μέτρο της επιτυχίας είναι η επίτευξη τουλάχιστον διψήφιου ποσοστού. Οτιδήποτε πάνω από 10% θα είναι μια καλή πολιτική αφετηρία για τον Νίκο Ανδρουλάκη ο οποίος θα αντιμετωπίσει πρόβλημα μόνον εάν δεν καταφέρει να αυξήσει τα ποσοστά του κόμματος σε σχέση με το 8,1% του 2019. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ακολούθησε μια προεκλογική τακτική υψηλού ρίσκου, ίσων αποστάσεων, προσπαθώντας να βγει αλώβητος από τις συμπληγάδες της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ. 

Τις τελευταίες ημέρες η Χαριλάου Τρικούπη δέχθηκε πιέσεις από τη ΝΔ οι οποίες θα γίνουν ακόμη μεγαλύτερες στην περίπτωση που θα υπάρξουν επαναληπτικές εκλογές. Έτσι, θα έχει ενδιαφέρον ποια στάση θα τηρήσει ο κ. Ανδρουλάκης στην περίπτωση που το σημερινό αποτέλεσμα παρέχει τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας με τη ΝΔ.

Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ γνωρίζει πως όποια επιλογή κι αν ακολουθήσει θα έχει πολιτικό κόστος, μικρότερο ή μεγαλύτερο. Το ιδανικότερο σενάριο για τον ίδιο θα ήταν να οδηγηθεί η χώρα σε επαναληπτικές εκλογές, χωρίς όμως να είναι η Χαριλάου Τρικούπη αυτή που θα χρεωθεί μια τέτοια εξέλιξη.

Το 10ήμερο των διερευνητικών εντολών

Εφόσον από τη σημερινή κάλπη δεν προκύψει αυτοδύναμη κυβέρνηση, κάτι που θεωρείται απολύτως βέβαιο, οι πολιτικές ηγεσίες έχουν μπροστά τους προθεσμία δέκα ημερών για να διερευνήσουν τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας.

Η διαδικασία των διερευνητικών εντολών στα τρία πρώτα κόμματα αναμένεται να ξεκινήσει αύριο το μεσημέρι, αμέσως μετά την παράδοση από τον πρόεδρο της Βουλής στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας του επίσημου αποτελέσματος των εκλογών και της ακριβούς αποτύπωσης της κοινοβουλευτικής δύναμης κάθε κόμματος. Εν συνεχεία η Κατερίνα Σακελλαροπούλου πρόκειται να καλέσει τον πρόεδρο του πρώτου κόμματος, που όπως φαίνεται θα είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης στον οποίο θα αναθέσει την πρώτη διερευνητική εντολή.

Σύμφωνα με τις έως τώρα διακηρυγμένες προθέσεις του, ο πρόεδρος της ΝΔ θα κρατήσει την εντολή για κάποιες ώρες, πιθανότατα να επιδιώξει και μια συνάντηση με τον αρχηγό του τρίτου κόμματος Νίκο Ανδρουλάκη και εν συνεχεία θα την επιστρέψει στην ΠτΔ. Στη συνέχεια και εφόσον η προσπάθεια του προέδρου του πρώτου κόμματος δεν ευοδωθεί η διερευνητική εντολή θα περάσει στα χέρια του προέδρου του δεύτερου κόμματος, δηλαδή στον Αλέξη Τσίπρα. 

Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ πιθανότατα θα κρατήσει την εντολή για μία δύο ημέρες, επιδιώκοντας συναντήσεις με τους αρχηγούς του ΠΑΣΟΚ, του ΚΚΕ και του ΜέΡΑ25, δηλαδή των κομμάτων με τα οποία φιλοδοξούσε να συγκροτήσει κυβέρνηση συνεργασίας. Βεβαίως, εάν το ποσοστό που θα λάβει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κάτω του 30% και η διαφορά του από τη ΝΔ μεγαλύτερη των πέντε ποσοστιαίων μονάδων, τότε ενδεχομένως και ο κ. Τσίπρας να παραδώσει νωρίτερα την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης.

Όσον αφορά τον κ. Ανδρουλάκη, οι κινήσεις του θα εξαρτηθούν επίσης από το ποσοστό που θα λάβει το κόμμα του. Εάν είναι διψήφιο θεωρείται ότι ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ θα επιδιώξει να έχει συναντήσεις με τους πολιτικούς αρχηγούς, σε μια προσπάθεια να ενισχύσει και το ηγετικό προφίλ του, εμφανιζόμενος ως ένας σημαντικός παίκτης του πολιτικού παιχνιδιού.

Σε κάθε περίπτωση, καθένας από τους τρεις αρχηγούς έχει στη διάθεσή του τρεις ημέρες προκειμένου να διακριβώσει τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής.

Εάν αποτύχουν και οι τρεις διερευνητικές εντολές, η ΠτΔ προβλέπεται να καλέσει τους αρχηγούς των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή ώστε να υπάρξει μια τελευταία προσπάθεια συνεννόησης για σχηματισμό κυβέρνησης που θα έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Εάν και αυτή η προσπάθεια αποτύχει τότε θα επιδιωχθεί σχηματισμός κυβέρνησης από όλα τα κόμματα της Βουλής με μοναδικό σκοπό τη διενέργεια εκλογών.

Σε περίπτωση που και αυτό αποτύχει η ΠτΔ αναθέτει στον πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου το σχηματισμό κυβέρνησης, όσο το δυνατό ευρύτερης αποδοχής, για να διενεργήσει εκλογές και διαλύει τη Βουλή.

Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις το πρόσωπο στο οποίο θα ανατεθεί η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης θα είναι ο πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου Ιωάννης Σαρμάς. Στην υπηρεσιακή κυβέρνηση, σε κρίσιμα υπουργεία, είθισται να τοποθετούνται πρόσωπα τα οποία συγκεντρώνουν την αποδοχή τουλάχιστον των τριών πρώτων κομμάτων.

Κρίσιμα υπουργεία θεωρούνται το Εσωτερικών, το Άμυνας και το Εξωτερικών. Σύμφωνα με πληροφορίες για τις θέσεις σε αυτά τα υπουργεία προορίζονται η Καλλιόπη Σπανού η οποία είναι και τώρα υπηρεσιακή υπουργός Εσωτερικών, ο Βασίλης Κασκαρέλης για υπηρεσιακός υπουργός Εξωτερικών, πρέσβης επί τιμή, πρώην πρεσβευτής στις ΗΠΑ, πρώην γενικός γραμματέας στο ΥΠΕΞ και πρώην επικεφαλής της μόνιμης αντιπροσωπείας της Ελλάδας σε ΕΕ και ΝΑΤΟ και ο Παύλος Αποστολίδης για υπηρεσιακός υπουργός Άμυνας, πρέσβης επί τιμή, πρώην διοικητής ΕΥΠ, επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας στις διερευνητικές επαφές με την Τουρκία, για το Άμυνας.

Το άρθρο 84 του Συντάγματος δίνει θεωρητικά τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης ακόμη και με λιγότερες από 151 θετικές ψήφους. Σύμφωνα με το συγκεκριμένο άρθρο αρκεί για το σχηματισμό κυβέρνησης η θετική ψήφος της απόλυτης πλειοψηφίας των παρόντων βουλευτών αρκεί όμως ο αριθμός των βουλευτών που θα δώσουν θετική ψήφο να μην είναι κατώτερος των δύο πέμπτων του συνόλου. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι με 120 θετικές ψήφους, 119 αρνητικές και 61 απόντες βουλευτές η κυβέρνηση θεωρείται ότι λαμβάνει ψήφος εμπιστοσύνης.

Σε περίπτωση επανάληψης των εκλογών αυτές θα γίνουν στις 2 Ιουλίου. Αυτό σημαίνει ότι θα γίνουν χωρίς σταυρό προτίμησης και οι βουλευτές θα εκλεγούν βάσει λίστας.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 21.05.2023

«Ο γέγονε, γέγονε», σήμερα είναι η «ώρα του λαού». Τα μεσάνυχτα της Παρασκευής έπεσε η προεκλογική αυλαία και από χθες τη συζήτηση στα κομματικά επιτελεία μονοπωλούν τα σενάρια για την «επόμενη μέρα». Μία «επόμενη μέρα» που θα καθορίσει η λαϊκή ετυμηγορία την οποία θα γνωρίζουμε με ασφάλεια γύρω στις 8.30 απόψε το βράδυ. 

Χάρη στην εξέλιξη της τεχνολογίας η αποψινή εκλογική βραδιά δεν πρόκειται να έχει μεγάλη διάρκεια, όπως συνέβαινε στο παρελθόν. Έτσι, από νωρίς το βράδυ η συζήτηση θα αφορά αποκλειστικά και μόνο το εάν από το σημερινό αποτέλεσμα της κάλπης μπορεί να προκύψει κυβέρνηση, αυτοδύναμη ή συνεργασίας, ή εάν θα οδηγηθούμε σε επαναληπτικές εκλογές στις 2 Ιουλίου. 

Εκείνο που περιμένουμε να μάθουμε στις 8.30 το βράδυ είναι τα ποσοστά τα οποία θα λάβουν τα κόμματα, καθώς η σειρά δυναμικότητας δεν φαίνεται να αμφισβητείται. Σύμφωνα με όλες ανεξαιρέτως τις δημοσκοπήσεις πρώτο κόμμα θα είναι η Νέα Δημοκρατία και ακολουθούν ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ, με ΜέΡΑ25 και Ελληνική Λύση να συμπληρώνουν τον κατάλογο των κομμάτων που θα καταφέρουν να εκπροσωπηθούν στη νέα Βουλή η οποία, σύμφωνα με συγκλίνουσες εκτιμήσεις θα είναι εξακομματική.

Έτσι, το ενδιαφέρον στρέφεται στα ποσοστά τα οποία θα λάβουν, κυρίως τα τρία πρώτα κόμματα, καθώς και στο άθροισμα των ποσοστών των κομμάτων τα οποία δεν θα καταφέρουν να ξεπεράσουν το όριο του 3% και θα μείνουν εκτός Βουλής. Αυτό το τελευταίο έχει τη σημασία του καθώς, όσο υψηλότερο είναι αυτό το ποσοστό, τόσο πέφτει ο πήχης για την εξασφάλιση αυτοδυναμίας.

Ο στόχος της ΝΔ

Βεβαίως, με βάση τα δημοσκοπικά δεδομένα η πιθανότητα σχηματισμού αυτοδύναμης κυβέρνησης δεν υπάρχει στο τραπέζι, ούτε ως υπόθεση εργασίας. Για να συμβεί κάτι τέτοιο θα πρέπει η ΝΔ να συγκεντρώσει ποσοστό γύρω στο 45% με 46%, κάτι που θεωρείται παντελώς απίθανο. Συνεπώς, οι παράμετροι οι οποίες θα καθορίσουν τις εξελίξεις θα είναι το ποσοστό που θα λάβει η ΝΔ, η διαφορά που θα έχει από τον ΣΥΡΙΖΑ καθώς και το ποσοστό του ΠΑΣΟΚ. 

Εάν το κυβερνών κόμμα εξασφαλίσει ποσοστό 34% και πάνω, τότε θα νομιμοποιείται να επιδιώξει προσφυγή σε επαναληπτικές εκλογές προκειμένου να επιτύχει αυτοδυναμία για την οποία εκτιμάται ότι θα απαιτηθεί ποσοστό της τάξης του 37,5% με 38%, δεδομένου ότι οι επόμενες εκλογές θα γίνουν με σύστημα ενισχυμένης αναλογικής.

Ποσοστό κάτω του 34% θα δυσκολέψει πάρα πολύ τους σχεδιασμούς του Κυριάκου Μητσοτάκη ο οποίος, σε μία τέτοια περίπτωση, θα αναγκαστεί να μπει σε συζήτηση με τον Νίκο Ανδρουλάκη προκειμένου να διερευνήσουν το ενδεχόμενο κυβέρνησης συνεργασίας. Εάν, δε, το ποσοστό της ΝΔ φτάσει στο 32% με 33% τότε στο κυβερνών κόμμα θα ανοίξει μια άλλη συζήτηση η οποία θα περιλαμβάνει και τον ίδιο τον κ. Μητσοτάκη.

Κατά κοινή ομολογία, πάντως, ο πρόεδρος της ΝΔ, αυτούς τους σχεδόν δυόμιση μήνες που διήρκεσε η προεκλογική εκστρατεία μετά το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών, κατάφερε να επαναφέρει το κόμμα του στη θέση του οδηγού των εξελίξεων. Επέβαλε αυτός την προεκλογική ατζέντα, εστιάζοντας στα ζητήματα στα οποία έχει πλεονέκτημα, όπως η οικονομία και η πολιτική σταθερότητα, ενώ κατάφερε συγχρόνως να αξιοποιήσει στο μέγιστο βαθμό τα απανωτά λάθη στα οποία υπέπεσε η αντιπολίτευση.

Τα λάθη του Αλ. Τσίπρα

Απέναντι στο ξεκάθαρο αφήγημα της πολιτικής σταθερότητας που ξεδίπλωσε ο κ. Μητσοτάκης ο Αλέξης Τσίπρας παρουσίασε ένα νεφελώδες σχέδιο, με διαφορετικά σενάρια το οποίο προκάλεσε σύγχυση και αβεβαιότητα.

Από το σχηματισμό «προοδευτικής κυβέρνησης με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ», διολίσθησε στη συνέχεια σε «κυβέρνηση των ηττημένων», μετά σε «κυβέρνηση ανοχής» φτάνοντας να συμπεριλάβει στο αφήγημά του ακόμη και την «κυβέρνηση ειδικού σκοπού», δηλαδή μία βραχύβια κυβέρνηση η οποία θα συγκροτηθεί με μοναδικό στόχο τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής για τη διερεύνηση του θέματος των υποκλοπών και προκήρυξη νέων εκλογών. Από αποτυχία στέφθηκε και η προσπάθεια του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης να διατηρήσει ψηλά στην προεκλογική ατζέντα θέματα όπως αυτά των υποκλοπών και του δυστυχήματος των Τεμπών με στόχο να πλήξει το κυβερνών κόμμα.

Και σα να μην έφταναν αυτά, ενέσκηψε στο παρά πέντε των εκλογών και το “αυτογκόλ” του Γιώργου Κατρούγκαλου το οποίο επέφερε σημαντικό πλήγμα στον ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να υπάρχουν ποια χρονικά περιθώρια για διόρθωση.

Υπό αυτά τα δεδομένα οι στόχοι του κ. Τσίπρα περιορίζονται αναγκαστικά στην επίτευξη ενός καλού ποσοστού και συγχρόνως μιας σχετικά μικρής διαφοράς από τη ΝΔ. Καλό ποσοστό για τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν οποιοδήποτε πάνω από το 31,5% που είχε λάβει ο ΣΥΡΙΖΑ το 2019. Οτιδήποτε χαμηλότερο και κυρίως εάν το ποσοστό του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν έχει μπροστά «3» θα θεωρηθεί αποτυχία.

Θα είναι η πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική ιστορία που κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα λάβει χαμηλότερο ποσοστό σε σχέση με αυτό που είχε στις προηγούμενες εκλογές, μετά μάλιστα από μια κυβερνητική θητεία την οποία το ίδιο έχει χαρακτηρίσει ως τη χειρότερη όλων των εποχών.

Εάν δε, αυτό συνδυαστεί με μια διαφορά από τη ΝΔ μεγαλύτερη του 4% με 5%, τότε στην Κουμουνδούρου θα ανοίξει εσωκομματική συζήτηση η οποία θα περιλαμβάνει μοιραία και τον Αλέξη Τσίπρα.

Το στοίχημα του Ν. Ανδρουλάκη

Στη Χαριλάου Τρικούπη το μέτρο της επιτυχίας είναι η επίτευξη τουλάχιστον διψήφιου ποσοστού. Οτιδήποτε πάνω από 10% θα είναι μια καλή πολιτική αφετηρία για τον Νίκο Ανδρουλάκη ο οποίος θα αντιμετωπίσει πρόβλημα μόνον εάν δεν καταφέρει να αυξήσει τα ποσοστά του κόμματος σε σχέση με το 8,1% του 2019. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ακολούθησε μια προεκλογική τακτική υψηλού ρίσκου, ίσων αποστάσεων, προσπαθώντας να βγει αλώβητος από τις συμπληγάδες της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ. 

Τις τελευταίες ημέρες η Χαριλάου Τρικούπη δέχθηκε πιέσεις από τη ΝΔ οι οποίες θα γίνουν ακόμη μεγαλύτερες στην περίπτωση που θα υπάρξουν επαναληπτικές εκλογές. Έτσι, θα έχει ενδιαφέρον ποια στάση θα τηρήσει ο κ. Ανδρουλάκης στην περίπτωση που το σημερινό αποτέλεσμα παρέχει τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας με τη ΝΔ.

Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ γνωρίζει πως όποια επιλογή κι αν ακολουθήσει θα έχει πολιτικό κόστος, μικρότερο ή μεγαλύτερο. Το ιδανικότερο σενάριο για τον ίδιο θα ήταν να οδηγηθεί η χώρα σε επαναληπτικές εκλογές, χωρίς όμως να είναι η Χαριλάου Τρικούπη αυτή που θα χρεωθεί μια τέτοια εξέλιξη.

Το 10ήμερο των διερευνητικών εντολών

Εφόσον από τη σημερινή κάλπη δεν προκύψει αυτοδύναμη κυβέρνηση, κάτι που θεωρείται απολύτως βέβαιο, οι πολιτικές ηγεσίες έχουν μπροστά τους προθεσμία δέκα ημερών για να διερευνήσουν τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας.

Η διαδικασία των διερευνητικών εντολών στα τρία πρώτα κόμματα αναμένεται να ξεκινήσει αύριο το μεσημέρι, αμέσως μετά την παράδοση από τον πρόεδρο της Βουλής στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας του επίσημου αποτελέσματος των εκλογών και της ακριβούς αποτύπωσης της κοινοβουλευτικής δύναμης κάθε κόμματος. Εν συνεχεία η Κατερίνα Σακελλαροπούλου πρόκειται να καλέσει τον πρόεδρο του πρώτου κόμματος, που όπως φαίνεται θα είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης στον οποίο θα αναθέσει την πρώτη διερευνητική εντολή.

Σύμφωνα με τις έως τώρα διακηρυγμένες προθέσεις του, ο πρόεδρος της ΝΔ θα κρατήσει την εντολή για κάποιες ώρες, πιθανότατα να επιδιώξει και μια συνάντηση με τον αρχηγό του τρίτου κόμματος Νίκο Ανδρουλάκη και εν συνεχεία θα την επιστρέψει στην ΠτΔ. Στη συνέχεια και εφόσον η προσπάθεια του προέδρου του πρώτου κόμματος δεν ευοδωθεί η διερευνητική εντολή θα περάσει στα χέρια του προέδρου του δεύτερου κόμματος, δηλαδή στον Αλέξη Τσίπρα. 

Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ πιθανότατα θα κρατήσει την εντολή για μία δύο ημέρες, επιδιώκοντας συναντήσεις με τους αρχηγούς του ΠΑΣΟΚ, του ΚΚΕ και του ΜέΡΑ25, δηλαδή των κομμάτων με τα οποία φιλοδοξούσε να συγκροτήσει κυβέρνηση συνεργασίας. Βεβαίως, εάν το ποσοστό που θα λάβει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κάτω του 30% και η διαφορά του από τη ΝΔ μεγαλύτερη των πέντε ποσοστιαίων μονάδων, τότε ενδεχομένως και ο κ. Τσίπρας να παραδώσει νωρίτερα την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης.

Όσον αφορά τον κ. Ανδρουλάκη, οι κινήσεις του θα εξαρτηθούν επίσης από το ποσοστό που θα λάβει το κόμμα του. Εάν είναι διψήφιο θεωρείται ότι ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ θα επιδιώξει να έχει συναντήσεις με τους πολιτικούς αρχηγούς, σε μια προσπάθεια να ενισχύσει και το ηγετικό προφίλ του, εμφανιζόμενος ως ένας σημαντικός παίκτης του πολιτικού παιχνιδιού.

Σε κάθε περίπτωση, καθένας από τους τρεις αρχηγούς έχει στη διάθεσή του τρεις ημέρες προκειμένου να διακριβώσει τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής.

Εάν αποτύχουν και οι τρεις διερευνητικές εντολές, η ΠτΔ προβλέπεται να καλέσει τους αρχηγούς των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή ώστε να υπάρξει μια τελευταία προσπάθεια συνεννόησης για σχηματισμό κυβέρνησης που θα έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Εάν και αυτή η προσπάθεια αποτύχει τότε θα επιδιωχθεί σχηματισμός κυβέρνησης από όλα τα κόμματα της Βουλής με μοναδικό σκοπό τη διενέργεια εκλογών.

Σε περίπτωση που και αυτό αποτύχει η ΠτΔ αναθέτει στον πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου το σχηματισμό κυβέρνησης, όσο το δυνατό ευρύτερης αποδοχής, για να διενεργήσει εκλογές και διαλύει τη Βουλή.

Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις το πρόσωπο στο οποίο θα ανατεθεί η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης θα είναι ο πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου Ιωάννης Σαρμάς. Στην υπηρεσιακή κυβέρνηση, σε κρίσιμα υπουργεία, είθισται να τοποθετούνται πρόσωπα τα οποία συγκεντρώνουν την αποδοχή τουλάχιστον των τριών πρώτων κομμάτων.

Κρίσιμα υπουργεία θεωρούνται το Εσωτερικών, το Άμυνας και το Εξωτερικών. Σύμφωνα με πληροφορίες για τις θέσεις σε αυτά τα υπουργεία προορίζονται η Καλλιόπη Σπανού η οποία είναι και τώρα υπηρεσιακή υπουργός Εσωτερικών, ο Βασίλης Κασκαρέλης για υπηρεσιακός υπουργός Εξωτερικών, πρέσβης επί τιμή, πρώην πρεσβευτής στις ΗΠΑ, πρώην γενικός γραμματέας στο ΥΠΕΞ και πρώην επικεφαλής της μόνιμης αντιπροσωπείας της Ελλάδας σε ΕΕ και ΝΑΤΟ και ο Παύλος Αποστολίδης για υπηρεσιακός υπουργός Άμυνας, πρέσβης επί τιμή, πρώην διοικητής ΕΥΠ, επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας στις διερευνητικές επαφές με την Τουρκία, για το Άμυνας.

Το άρθρο 84 του Συντάγματος δίνει θεωρητικά τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης ακόμη και με λιγότερες από 151 θετικές ψήφους. Σύμφωνα με το συγκεκριμένο άρθρο αρκεί για το σχηματισμό κυβέρνησης η θετική ψήφος της απόλυτης πλειοψηφίας των παρόντων βουλευτών αρκεί όμως ο αριθμός των βουλευτών που θα δώσουν θετική ψήφο να μην είναι κατώτερος των δύο πέμπτων του συνόλου. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι με 120 θετικές ψήφους, 119 αρνητικές και 61 απόντες βουλευτές η κυβέρνηση θεωρείται ότι λαμβάνει ψήφος εμπιστοσύνης.

Σε περίπτωση επανάληψης των εκλογών αυτές θα γίνουν στις 2 Ιουλίου. Αυτό σημαίνει ότι θα γίνουν χωρίς σταυρό προτίμησης και οι βουλευτές θα εκλεγούν βάσει λίστας.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 21.05.2023

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία