ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Το επαγγελματικό ασυμβίβαστο των βουλευτών… και άλλα ανέκδοτα

Τι προβλέπει το Σύνταγμα και ποια η «γκρίζα» περιοχή - Τι λένε στη «ΜτΚ» Κώστας Χρυσόγονος και Δέσποινα Χαραλαμπίδου

 16/01/2023 07:00

Το επαγγελματικό ασυμβίβαστο των βουλευτών… και άλλα ανέκδοτα

Νίκος Ηλιάδης

Η έννοια του επαγγελματικού ασυμβίβαστου των βουλευτών, δηλαδή το ασυµβίβαστο μεταξύ της βουλευτικής ιδιότητας και της ταυτόχρονης άσκησης επαγγέλματος, επανήλθε στο πολιτικό προσκήνιο το τελευταίο διάστημα με αφορμή περιπτώσεις βουλευτών των οποίων εταιρείες αναλάμβαναν δουλειές φορέων του Δημοσίου, κάτι το οποίο απαγορεύει ρητά το άρθρο 57 του Συντάγματος. Χαρακτηριστικότερες είναι οι περιπτώσεις των βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας Ανδρέα Πάτση και Θέμη Χειμάρα. 

Ο πρώτος, βουλευτής Γρεβενών, έχει δικηγορική εταιρεία η οποία συνήψε με τα ΕΛΤΑ 27 διαδοχικές συμβάσεις συνολικού ύψους περίπου ενός εκατομμυρίου ευρώ. 

Ο δεύτερος, βουλευτής Φθιώτιδας, είχε εταιρεία πληροφορικής η οποία, στο διάστημα μετά τις εκλογές του 2019 και ενώ ο ίδιος ήταν βουλευτής, έκανε δεκάδες συμβάσεις με δήμους της εκλογικής του περιφέρειας και άλλους φορείς του δημοσίου, συνολικού ύψους άνω των 400.000 ευρώ. 

Μετά την αποκάλυψη αυτών των επαγγελματικών δραστηριοτήτων τους οι οποίες αντίκεινται στο άρθρο 57 του Συντάγματος, ο μεν κ. Πάτσης διεγράφη από τη ΝΔ, ο δε κ. Χειμάρας παρέδωσε την έδρα του.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ 57 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

Τα επαγγελματικά ασυμβίβαστα των βουλευτών ορίζονται στο άρθρο 57 του Συντάγματος το οποίο προβλέπει τα εξής: «Τα καθήκοντα του βουλευτή είναι ασυμβίβαστα με τα έργα ή την ιδιότητα του ιδιοκτήτη ή εταίρου ή μετόχου ή διοικητή ή διαχειριστή ή μέλους του διοικητικού συμβουλίου ή γενικού διευθυντή ή των αναπληρωτών τους επιχείρησης, η οποία:

α) αναλαμβάνει έργα ή μελέτες ή προμήθειες του Δημοσίου ή παροχή υπηρεσιών προς το Δημόσιο ή συνάπτει με το Δημόσιο συναφείς συμβάσεις αναπτυξιακού ή επενδυτικού χαρακτήρα,

β) απολαμβάνει ειδικών προνομίων,

γ) κατέχει ή διαχειρίζεται ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό σταθμό ή εκδίδει εφημερίδα πανελλήνιας κυκλοφορίας,

δ) ασκεί κατά παραχώρηση δημόσια υπηρεσία ή δημόσια επιχείρηση ή επιχείρηση κοινής ωφέλειας,
ε) μισθώνει για εμπορικούς λόγους ακίνητα του Δημοσίου.

Για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής με το Δημόσιο εξομοιώνονται οι οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τα άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τα κρατικά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, οι δημόσιες επιχειρήσεις, οι επιχειρήσεις των οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και οι άλλες επιχειρήσεις τη διοίκηση των οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος. 

Μέτοχος επιχείρησης που εμπίπτει στους περιορισμούς της παραγράφου αυτής είναι όποιος κατέχει ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου μεγαλύτερο του ένα τοις εκατό. Με ειδικό νόμο μπορεί να καθορίζονται επαγγελματικές δραστηριότητες, πέραν αυτών που αναφέρονται στα προηγούμενα εδάφια, η άσκηση των οποίων δεν επιτρέπεται στους βουλευτές».

Η παράγραφος 1 του άρθρου 57 ορίζει επίσης ότι «η παράβαση των διατάξεων αυτής της παραγράφου συνεπάγεται έκπτωση από το βουλευτικό αξίωμα και ακυρότητα των σχετικών συμβάσεων ή πράξεων, όπως νόμος ορίζει». 

Βεβαίως, η διάταξη αυτή δεν εφαρμόστηκε, τουλάχιστον όχι ακόμη, ούτε στην περίπτωση του κ. Πάτση, ο οποίος εξακολουθεί να είναι βουλευτής, ούτε σε αυτήν του κ. Χειμάρα, στο σκέλος που αφορά την ακυρότητα των συμβάσεων που είχε κάνει η εταιρεία του με φορείς του δημοσίου ή της αυτοδιοίκησης.

Επίσης, επειδή οι συγκεκριμένοι βουλευτές ισχυρίστηκαν ότι δεν είχαν πληροφορηθεί περί των περιορισμών που θέτει το άρθρο 57, στην παράγραφο 2 του άρθρου αναφέρεται ότι οι βουλευτές «οφείλουν, μέσα σε οκτώ ημέρες αφότου η εκλογή τους γίνει οριστική, να επιλέξουν με δήλωσή τους μεταξύ του βουλευτικού αξιώματος και των παραπάνω έργων ή ιδιοτήτων. Αν παραλειφθεί αυτή η εμπρόθεσμη δήλωση, εκπίπτουν αυτοδικαίως από το αξίωμα του βουλευτή».

Η γκρίζα περιοχή

Τις τελευταίες ημέρες ήρθαν στο προσκήνιο και άλλες δύο περιπτώσεις βουλευτών, της Άννας Ευθυμίου, βουλευτού της Α’ Θεσσαλονίκης και της Τάνιας Ελευθεριάδου από την Καβάλα οι οποίες, με την δικηγορική τους ιδιότητα, είχαν επαγγελματική σχέση με τον ΕΦΚΑ. 

Και οι δύο ισχυρίστηκαν ότι η συγκεκριμένη επαγγελματική τους σχέση με τον δημόσιο ασφαλιστικό φορέα δεν παραβιάζει το άρθρο 57. Μάλιστα η κ. Ελευθεριάδου παρουσίασε και σχετική γνωμοδότηση του καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου Γιώργου Σωτηρέλη σύμφωνα με την οποία η επαγγελματική της σχέση με τον ΕΦΚΑ δεν εμπίπτει στα ασυμβίβαστα τα οποία περιλαμβάνονται στο άρθρο 57.

Όπως επίσης, σημειώνει ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο ΑΠΘ Κώστας Χρυσόγονος, γι’ αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει σχετική νομολογία από απόφαση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου (Απόφαση 1/2018) το οποίο έκρινε ότι δεν συνιστά «επιχείρηση» κατά την έννοια του άρθρου 57 η ατομική δραστηριότητα ελεύθερου επαγγελματία, που συνίσταται κατ’ ουσίαν στην παροχή προσωπικής εργασίας.

Σύμφωνα με νομικούς κύκλους οι περιπτώσεις αυτές όπου ελεύθεροι επαγγελματίες (δικηγόροι, μηχανικοί κ.ά.) συμβάλλονται κατά περίπτωση (με αμοιβή κατ’ αποκοπή), με φορείς του δημοσίου, αποτελούν μία «γκρίζα περιοχή» καθώς φαίνεται να εξαιρούνται του ασυμβίβαστου, όπως αυτό περιγράφεται στο άρθρο 57, ωστόσο, δεν παύουν κατ’ ουσία να παραβιάζουν τους περιορισμούς που θέτει το Σύνταγμα. 

«Δηλαδή, ένας βουλευτής ο οποίος συμβάλλεται με φορείς του δημοσίου ως φυσικό πρόσωπο, δεν παραβιάζει το Σύνταγμα, αλλά εάν το κάνει ως μέτοχος εταιρείας, τότε υπάρχει θέμα», σημειώνει κοινοβουλευτικός παράγοντας.

Κωλύματα εκλογιμότητας

Ασυμβίβαστα με την ιδιότητα του βουλευτή θεωρούνται και τα κωλύματα εκλογιμότητας τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 56 του Συντάγματος και τα οποία δεν θα πρέπει να υφίστανται μετά την εκλογή ενός πολιτικού προσώπου στο Κοινοβούλιο. 

Ειδικότερα, στο άρθρο 56 απαριθμούνται μία σειρά περιπτώσεων που αφορούν δημόσιους υπαλλήλους ή δημόσιους λειτουργούς ή στελέχη της αυτοδιοίκησης κ.λπ. οι οποίοι για να μπορούν να ανακηρυχθούν υποψήφιοι, ώστε να διεκδικήσουν την εκλογή τους, θα πρέπει προηγουμένως να έχουν παραιτηθεί από τις θέσεις τους. 

Στην κατηγορία αυτή ανήκουν και ορισμένοι κρατικοί αξιωματούχοι (γενικοί γραμματείς υπουργείων κ.ά.).

Όταν ο Αλ. Λυκουρέζος εξέπεσε λόγω ασυμβίβαστου

Το επαγγελματικό ασυμβίβαστο των βουλευτών εισήχθη για πρώτη φορά ως διάταξη, κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001. Προέβλεπε, δε, τη θέσπιση γενικού επαγγελματικού ασυμβιβάστου, δηλαδή ο βουλευτής θα έπρεπε να αναστείλει κάθε επαγγελματική του δραστηριότητα, ασχέτως εάν αυτή αφορούσε τον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα.

Κατά αυτής της Συνταγματικής διάταξης είχε προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ο νομικός Αλέξανδρος Λυκουρέζος ο οποίος είχε εκπέσει του βουλευτικού αξιώματος εξαιτίας της. 

Το ΕΔΔΑ δικαίωσε τον κ. Λυκουρέζο καθώς έκρινε ομόφωνα ότι η απώλεια του βουλευτικού αξιώματός του, πριν να ολοκληρώσει τη θητεία του, προσέβαλε αφενός μεν το δικαίωμα του εκλέγεσθαι του ιδίου, αφετέρου δε το δικαίωμα του εκλέγειν όσων τον είχαν ψηφίσει.

Σύμφωνα με το σκεπτικό του Δικαστηρίου η καθολική απαγόρευση οποιασδήποτε επαγγελματικής δραστηριότητας από τους βουλευτές υπερβαίνει τα όρια του γενικού συμφέροντος και περιστέλλει το δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, έκφανση της οποίας είναι και η εργασία.

Η διάταξη εκείνη είχε διχάσει τον πολιτικό αλλά και νομικό κόσμο, ενώ λειτουργούσε και αποτρεπτικά για όσους ενδιαφέρονταν να ασχοληθούν με την πολιτική και τη δημόσια ζωή εν γένει, έχοντας ήδη μία επιτυχημένη επαγγελματική πορεία.

Μετά την καταδικαστική απόφαση του ΕΔΔΑ υπήρξε αναθεώρηση του άρθρου 57, το οποίο απάλειψε το γενικό επαγγελματικό ασυμβίβαστο θεσπίζοντας το μερικό μόνο ασυμβίβαστο όπως είναι σήμερα.

Η ατιμωρησία και η υποκρισία των «Πόθεν Έσχες»

Στην παράγραφο 1 του άρθρου 57 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Η παράβαση των διατάξεων αυτής της παραγράφου συνεπάγεται έκπτωση από το βουλευτικό αξίωμα και ακυρότητα των σχετικών συμβάσεων ή πράξεων, όπως νόμος ορίζει». 

Στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου αναφέρεται ότι «Ειδικός νόμος ορίζει τον τρόπο με τον οποίο συνεχίζονται ή εκχωρούνται ή διαλύονται συμβάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και έχουν αναληφθεί από βουλευτή ή από επιχείρηση στην οποία αυτός μετείχε πριν από την απόκτηση της βουλευτικής ιδιότητας ή με ασυμβίβαστη προς το αξίωμά του ιδιότητα».

Ωστόσο, ο μόνος βουλευτής ο οποίος έχει εκπέσει εξ αυτού του λόγου, μετά τη θέσπιση επαγγελματικού ασυμβίβαστου το 2001 ήταν ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος και αυτός μάλιστα, δικαιώθηκε εν συνεχεία από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου το οποίο είχε καταδικάσει την Ελλάδα για τη θέσπιση του απόλυτου επαγγελματικού ασυμβίβαστου. 

Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις όπου διαπιστώθηκε παραβίαση του άρθρου 57 δεν υπήρξε ουσιαστικά καμία συνέπεια για τους παραβάτες. Χαρακτηριστικές είναι οι πλέον πρόσφατες περιπτώσεις των Ανδρέα Πάτση και Θέρμη Χειμάρα. 

Ο πρώτος εξακολουθεί και παραμένει βουλευτής, ο δεύτερος παραιτήθηκε της έδρας του, ενώ και για τους δύο αναμένεται η εφαρμογή του εκτελεστικού νόμου σχετικά με τις συμβάσεις τις οποίες συνήψαν με φορείς του δημοσίου.

Οι περιπτώσεις των δύο βουλευτών αναδεικνύουν και άλλη μία πτυχή του υποτιθέμενου ελέγχου όσον αφορά τα μέλη του Κοινοβουλίου. Πρόκειται για τις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης («Πόθεν Έσχες») οι οποίες, όπως αποδείχθηκε για άλλη μία φορά αποτελεί μία τυπική γραφειοκρατική διεκπεραίωση χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. 

Ο καθένας δηλώνει μόνον όσα εκείνος θέλει και αποκρύπτει ό,τι δεν τον βολεύει. Αλλά και πέραν αυτών, οι έλεγχοι ακόμη και για όσα δηλώνονται, εάν δηλαδή είναι αληθή ή ψευδή, είναι από πλημμελείς έως ανύπαρκτοι.

despoina-xaralabidou.jpg

Όπως αναφέρει στη «ΜτΚ» η Δέσποινα Χαραλαμπίδου, πρώην βουλευτής και μέλος της Επιτροπής Ελέγχου «Πόθεν Έσχες» το 2015 «η όλη διαδικασία έχει πολλά κενά και πολλά προβλήματα». 

Το σημαντικότερο όλων, επισημαίνει η κ. Χαραλαμπίδου, είναι ότι «δεν υπάρχει αυτόματη αντιστοίχιση με φορείς, όπως για παράδειγμα οι τράπεζες, το κτηματολόγιο, τα υποθηκοφυλακεία κ.λπ. ώστε να ελέγχεται η ορθότητα των στοιχείων τα οποία δηλώνονται. Θα μπορούσε δηλαδή οι τράπεζες να αποστέλλουν οι ίδιες στην Επιτροπή τα στοιχεία για κάθε βουλευτή, αντί να τα δηλώνουν οι ίδιοι και να τρέχει μετά η Επιτροπή για να ελέγξει εάν είναι αληθή ή όχι. Χώρια που κάποια, όπως για παράδειγμα οι τραπεζικές θυρίδες, δεν μπορούν να ελεγχθούν». 

Επίσης, όπως αναφέρει, όταν διαπιστώνεται πρόβλημα ως προς το τεκμήριο διαβίωσης, τότε δίνεται η δυνατότητα στο βουλευτή να καλύψει τη διαφορά, δηλώνοντας εκ των υστέρων ότι έχει μετρητά στο σπίτι. «Αυτό το έχει κάνει ακόμη και αρχηγός κόμματος», σημειώνει η κ. Χαραλαμπίδου. 

Η πρώην βουλευτής αναφέρει επίσης ότι ο όγκος των δικαιολογητικών (συμβόλαια, λογαριασμοί κ.λπ.) είναι τεράστιος με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται ο έλεγχος. Πέραν αυτών, οι έλεγχοι είναι δειγματοληπτικοί, αλλά ακόμη και στην περίπτωση που διαπιστωθούν προβλήματα στο «Πόθεν Έσχες» κάποιου βουλευτή, του δίνεται η δυνατότητα να το διορθώσει. «Αυτή η δυνατότητα δεν δίνεται σε κανέναν άλλον υπόχρεο υποβολής δήλωσης ‘Πόθεν Έσχες’», διευκρινίζει η κ. Χαραλαμπίδου.


kostasxrisogonos.jpg

Αναγκαίο να υπάρξει νομοθετική ρύθμιση

Του Κώστα Χρυσόγονου

Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου ΑΠΘ

Μέλος ΠΣ ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής

Το άρθρο 57 του Συντάγματος καθιερώνει μία σειρά από ασυμβίβαστα προς τη βουλευτική ιδιότητα, με δύο σκοπούς: Πρώτον, την αποτροπή δημιουργίας δεσμών οικονομικής εξάρτησης μεταξύ του βουλευτή και των οικονομικών φορέων, η οποία τελούν σε σχέση εξάρτησης από την πολιτεία, δηλαδή την διασφάλιση της «κατά συνείδηση» (άρθρο 60 παρ. 1 Συντ.) γνώμης και ψήφου του βουλευτή. Δεύτερον, την αποτροπή της εκμετάλλευσης του αξιώματος του για την επίτευξη οικονομικού κέρδους εκ μέρους του βουλευτή, με όλες τις συμπαρομαρτούσες αρνητικές συνέπειες για την αξιοπιστία των κοινοβουλευτικών θεσμών.

Έτσι, τα καθήκοντα του βουλευτή είναι ασυμβίβαστα με την ιδιότητα του ιδιοκτήτη ή μετόχου ή διαχειριστή επιχείρησης που αναλαμβάνει δημόσια έργα ή παρέχει υπηρεσίες στο Δημόσιο (ή άλλα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα).

Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (Απόφαση 1/2018) έκρινε ότι δεν συνιστά «επιχείρηση» κατά την έννοια του άρθρου 57 η ατομική δραστηριότητα ελεύθερου επαγγελματία, που συνίσταται κατ’ ουσίαν στην παροχή προσωπικής εργασίας. Επομένως, δικηγόροι-βουλευτές που παρίστανται σε δικαστήρια κατά περίπτωση (με αμοιβή κατ’ αποκοπή) για λογαριασμό νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως ο ΕΦΚΑ, δεν φαίνεται να εμπίπτουν στο ασυμβίβαστο, έστω και αν έτσι τίθενται σε κίνδυνο αμφότερες οι προαναφερόμενες στοχεύσεις του Συντάγματος.

Η ηθική και πολιτική πλευρά του ζητήματος είναι όμως διαφορετική από την καθαρά νομική του πλευρά. Η πρακτική της ανάθεσης της εκπροσώπησης δημοσίων νομικών προσώπων σε δικηγόρους κατ’ ελεύθερη επιλογή της (διορισμένης συνήθως από την εκάστοτε κυβέρνηση) διοίκησης του νομικού προσώπου συνιστά επιμέρους έκφανση του πελατειακού συστήματος που κρατά δέσμια τη χώρα μας και παρεμποδίζει την ανάπτυξή της. Ευνοούνται έτσι οι «ημέτεροι» (ή αλλιώς τα «δικά μας παιδιά»), απολαμβάνοντας αμοιβές για τις παραστάσεις τους, συχνά χωρίς να χρειάζεται σοβαρή προετοιμασία, αφού οι απόψεις του νομικού προσώπου έχουν ήδη εκφραστεί στην προσβαλλόμενη από ιδιώτες ενώπιον του δικαστηρίου πράξη του, και απλώς τις αναπαράγει ο (αυθαίρετα) επιλεγμένος δικηγόρος του.

Το ζήτημα τούτο δεν αφορά βέβαια μόνο τους/τις βουλευτές, αλλά και μεγάλο αριθμό άλλων δικηγόρων, ωφελούμενων από τέτοιες πρακτικές. Είναι αναγκαίο να υπάρξει νομοθετική ρύθμιση, η οποία να καθιερώσει μία ανοικτή, αξιοκρατική διαδικασία όχι μόνο για την πρόσληψη δικηγόρων με πάγια αντιμισθία (νομική συμβουλή) στα δημόσια νομικά πρόσωπα, αλλά και για την ανάθεση της εκπροσώπησής τους κατά περίπτωση ενώπιον δικαστηρίου. Διαφορετικά η ρουσφετολογία θα συνεχιστεί και τα δύο κόμματα (ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ), που κυβέρνησαν τη χώρα τις δύο τελευταίες τετραετίες, θα συνεχίσουν να διαπληκτίζονται για το ποιος από τους δύο είχε τις καλύτερες, ή μάλλον τις χειρότερες, επιδόσεις στο «ευγενές» αυτό άθλημα.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 15.01.2023

Η έννοια του επαγγελματικού ασυμβίβαστου των βουλευτών, δηλαδή το ασυµβίβαστο μεταξύ της βουλευτικής ιδιότητας και της ταυτόχρονης άσκησης επαγγέλματος, επανήλθε στο πολιτικό προσκήνιο το τελευταίο διάστημα με αφορμή περιπτώσεις βουλευτών των οποίων εταιρείες αναλάμβαναν δουλειές φορέων του Δημοσίου, κάτι το οποίο απαγορεύει ρητά το άρθρο 57 του Συντάγματος. Χαρακτηριστικότερες είναι οι περιπτώσεις των βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας Ανδρέα Πάτση και Θέμη Χειμάρα. 

Ο πρώτος, βουλευτής Γρεβενών, έχει δικηγορική εταιρεία η οποία συνήψε με τα ΕΛΤΑ 27 διαδοχικές συμβάσεις συνολικού ύψους περίπου ενός εκατομμυρίου ευρώ. 

Ο δεύτερος, βουλευτής Φθιώτιδας, είχε εταιρεία πληροφορικής η οποία, στο διάστημα μετά τις εκλογές του 2019 και ενώ ο ίδιος ήταν βουλευτής, έκανε δεκάδες συμβάσεις με δήμους της εκλογικής του περιφέρειας και άλλους φορείς του δημοσίου, συνολικού ύψους άνω των 400.000 ευρώ. 

Μετά την αποκάλυψη αυτών των επαγγελματικών δραστηριοτήτων τους οι οποίες αντίκεινται στο άρθρο 57 του Συντάγματος, ο μεν κ. Πάτσης διεγράφη από τη ΝΔ, ο δε κ. Χειμάρας παρέδωσε την έδρα του.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ 57 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

Τα επαγγελματικά ασυμβίβαστα των βουλευτών ορίζονται στο άρθρο 57 του Συντάγματος το οποίο προβλέπει τα εξής: «Τα καθήκοντα του βουλευτή είναι ασυμβίβαστα με τα έργα ή την ιδιότητα του ιδιοκτήτη ή εταίρου ή μετόχου ή διοικητή ή διαχειριστή ή μέλους του διοικητικού συμβουλίου ή γενικού διευθυντή ή των αναπληρωτών τους επιχείρησης, η οποία:

α) αναλαμβάνει έργα ή μελέτες ή προμήθειες του Δημοσίου ή παροχή υπηρεσιών προς το Δημόσιο ή συνάπτει με το Δημόσιο συναφείς συμβάσεις αναπτυξιακού ή επενδυτικού χαρακτήρα,

β) απολαμβάνει ειδικών προνομίων,

γ) κατέχει ή διαχειρίζεται ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό σταθμό ή εκδίδει εφημερίδα πανελλήνιας κυκλοφορίας,

δ) ασκεί κατά παραχώρηση δημόσια υπηρεσία ή δημόσια επιχείρηση ή επιχείρηση κοινής ωφέλειας,
ε) μισθώνει για εμπορικούς λόγους ακίνητα του Δημοσίου.

Για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής με το Δημόσιο εξομοιώνονται οι οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τα άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τα κρατικά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, οι δημόσιες επιχειρήσεις, οι επιχειρήσεις των οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και οι άλλες επιχειρήσεις τη διοίκηση των οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος. 

Μέτοχος επιχείρησης που εμπίπτει στους περιορισμούς της παραγράφου αυτής είναι όποιος κατέχει ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου μεγαλύτερο του ένα τοις εκατό. Με ειδικό νόμο μπορεί να καθορίζονται επαγγελματικές δραστηριότητες, πέραν αυτών που αναφέρονται στα προηγούμενα εδάφια, η άσκηση των οποίων δεν επιτρέπεται στους βουλευτές».

Η παράγραφος 1 του άρθρου 57 ορίζει επίσης ότι «η παράβαση των διατάξεων αυτής της παραγράφου συνεπάγεται έκπτωση από το βουλευτικό αξίωμα και ακυρότητα των σχετικών συμβάσεων ή πράξεων, όπως νόμος ορίζει». 

Βεβαίως, η διάταξη αυτή δεν εφαρμόστηκε, τουλάχιστον όχι ακόμη, ούτε στην περίπτωση του κ. Πάτση, ο οποίος εξακολουθεί να είναι βουλευτής, ούτε σε αυτήν του κ. Χειμάρα, στο σκέλος που αφορά την ακυρότητα των συμβάσεων που είχε κάνει η εταιρεία του με φορείς του δημοσίου ή της αυτοδιοίκησης.

Επίσης, επειδή οι συγκεκριμένοι βουλευτές ισχυρίστηκαν ότι δεν είχαν πληροφορηθεί περί των περιορισμών που θέτει το άρθρο 57, στην παράγραφο 2 του άρθρου αναφέρεται ότι οι βουλευτές «οφείλουν, μέσα σε οκτώ ημέρες αφότου η εκλογή τους γίνει οριστική, να επιλέξουν με δήλωσή τους μεταξύ του βουλευτικού αξιώματος και των παραπάνω έργων ή ιδιοτήτων. Αν παραλειφθεί αυτή η εμπρόθεσμη δήλωση, εκπίπτουν αυτοδικαίως από το αξίωμα του βουλευτή».

Η γκρίζα περιοχή

Τις τελευταίες ημέρες ήρθαν στο προσκήνιο και άλλες δύο περιπτώσεις βουλευτών, της Άννας Ευθυμίου, βουλευτού της Α’ Θεσσαλονίκης και της Τάνιας Ελευθεριάδου από την Καβάλα οι οποίες, με την δικηγορική τους ιδιότητα, είχαν επαγγελματική σχέση με τον ΕΦΚΑ. 

Και οι δύο ισχυρίστηκαν ότι η συγκεκριμένη επαγγελματική τους σχέση με τον δημόσιο ασφαλιστικό φορέα δεν παραβιάζει το άρθρο 57. Μάλιστα η κ. Ελευθεριάδου παρουσίασε και σχετική γνωμοδότηση του καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου Γιώργου Σωτηρέλη σύμφωνα με την οποία η επαγγελματική της σχέση με τον ΕΦΚΑ δεν εμπίπτει στα ασυμβίβαστα τα οποία περιλαμβάνονται στο άρθρο 57.

Όπως επίσης, σημειώνει ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο ΑΠΘ Κώστας Χρυσόγονος, γι’ αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει σχετική νομολογία από απόφαση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου (Απόφαση 1/2018) το οποίο έκρινε ότι δεν συνιστά «επιχείρηση» κατά την έννοια του άρθρου 57 η ατομική δραστηριότητα ελεύθερου επαγγελματία, που συνίσταται κατ’ ουσίαν στην παροχή προσωπικής εργασίας.

Σύμφωνα με νομικούς κύκλους οι περιπτώσεις αυτές όπου ελεύθεροι επαγγελματίες (δικηγόροι, μηχανικοί κ.ά.) συμβάλλονται κατά περίπτωση (με αμοιβή κατ’ αποκοπή), με φορείς του δημοσίου, αποτελούν μία «γκρίζα περιοχή» καθώς φαίνεται να εξαιρούνται του ασυμβίβαστου, όπως αυτό περιγράφεται στο άρθρο 57, ωστόσο, δεν παύουν κατ’ ουσία να παραβιάζουν τους περιορισμούς που θέτει το Σύνταγμα. 

«Δηλαδή, ένας βουλευτής ο οποίος συμβάλλεται με φορείς του δημοσίου ως φυσικό πρόσωπο, δεν παραβιάζει το Σύνταγμα, αλλά εάν το κάνει ως μέτοχος εταιρείας, τότε υπάρχει θέμα», σημειώνει κοινοβουλευτικός παράγοντας.

Κωλύματα εκλογιμότητας

Ασυμβίβαστα με την ιδιότητα του βουλευτή θεωρούνται και τα κωλύματα εκλογιμότητας τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 56 του Συντάγματος και τα οποία δεν θα πρέπει να υφίστανται μετά την εκλογή ενός πολιτικού προσώπου στο Κοινοβούλιο. 

Ειδικότερα, στο άρθρο 56 απαριθμούνται μία σειρά περιπτώσεων που αφορούν δημόσιους υπαλλήλους ή δημόσιους λειτουργούς ή στελέχη της αυτοδιοίκησης κ.λπ. οι οποίοι για να μπορούν να ανακηρυχθούν υποψήφιοι, ώστε να διεκδικήσουν την εκλογή τους, θα πρέπει προηγουμένως να έχουν παραιτηθεί από τις θέσεις τους. 

Στην κατηγορία αυτή ανήκουν και ορισμένοι κρατικοί αξιωματούχοι (γενικοί γραμματείς υπουργείων κ.ά.).

Όταν ο Αλ. Λυκουρέζος εξέπεσε λόγω ασυμβίβαστου

Το επαγγελματικό ασυμβίβαστο των βουλευτών εισήχθη για πρώτη φορά ως διάταξη, κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001. Προέβλεπε, δε, τη θέσπιση γενικού επαγγελματικού ασυμβιβάστου, δηλαδή ο βουλευτής θα έπρεπε να αναστείλει κάθε επαγγελματική του δραστηριότητα, ασχέτως εάν αυτή αφορούσε τον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα.

Κατά αυτής της Συνταγματικής διάταξης είχε προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ο νομικός Αλέξανδρος Λυκουρέζος ο οποίος είχε εκπέσει του βουλευτικού αξιώματος εξαιτίας της. 

Το ΕΔΔΑ δικαίωσε τον κ. Λυκουρέζο καθώς έκρινε ομόφωνα ότι η απώλεια του βουλευτικού αξιώματός του, πριν να ολοκληρώσει τη θητεία του, προσέβαλε αφενός μεν το δικαίωμα του εκλέγεσθαι του ιδίου, αφετέρου δε το δικαίωμα του εκλέγειν όσων τον είχαν ψηφίσει.

Σύμφωνα με το σκεπτικό του Δικαστηρίου η καθολική απαγόρευση οποιασδήποτε επαγγελματικής δραστηριότητας από τους βουλευτές υπερβαίνει τα όρια του γενικού συμφέροντος και περιστέλλει το δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, έκφανση της οποίας είναι και η εργασία.

Η διάταξη εκείνη είχε διχάσει τον πολιτικό αλλά και νομικό κόσμο, ενώ λειτουργούσε και αποτρεπτικά για όσους ενδιαφέρονταν να ασχοληθούν με την πολιτική και τη δημόσια ζωή εν γένει, έχοντας ήδη μία επιτυχημένη επαγγελματική πορεία.

Μετά την καταδικαστική απόφαση του ΕΔΔΑ υπήρξε αναθεώρηση του άρθρου 57, το οποίο απάλειψε το γενικό επαγγελματικό ασυμβίβαστο θεσπίζοντας το μερικό μόνο ασυμβίβαστο όπως είναι σήμερα.

Η ατιμωρησία και η υποκρισία των «Πόθεν Έσχες»

Στην παράγραφο 1 του άρθρου 57 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Η παράβαση των διατάξεων αυτής της παραγράφου συνεπάγεται έκπτωση από το βουλευτικό αξίωμα και ακυρότητα των σχετικών συμβάσεων ή πράξεων, όπως νόμος ορίζει». 

Στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου αναφέρεται ότι «Ειδικός νόμος ορίζει τον τρόπο με τον οποίο συνεχίζονται ή εκχωρούνται ή διαλύονται συμβάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και έχουν αναληφθεί από βουλευτή ή από επιχείρηση στην οποία αυτός μετείχε πριν από την απόκτηση της βουλευτικής ιδιότητας ή με ασυμβίβαστη προς το αξίωμά του ιδιότητα».

Ωστόσο, ο μόνος βουλευτής ο οποίος έχει εκπέσει εξ αυτού του λόγου, μετά τη θέσπιση επαγγελματικού ασυμβίβαστου το 2001 ήταν ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος και αυτός μάλιστα, δικαιώθηκε εν συνεχεία από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου το οποίο είχε καταδικάσει την Ελλάδα για τη θέσπιση του απόλυτου επαγγελματικού ασυμβίβαστου. 

Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις όπου διαπιστώθηκε παραβίαση του άρθρου 57 δεν υπήρξε ουσιαστικά καμία συνέπεια για τους παραβάτες. Χαρακτηριστικές είναι οι πλέον πρόσφατες περιπτώσεις των Ανδρέα Πάτση και Θέρμη Χειμάρα. 

Ο πρώτος εξακολουθεί και παραμένει βουλευτής, ο δεύτερος παραιτήθηκε της έδρας του, ενώ και για τους δύο αναμένεται η εφαρμογή του εκτελεστικού νόμου σχετικά με τις συμβάσεις τις οποίες συνήψαν με φορείς του δημοσίου.

Οι περιπτώσεις των δύο βουλευτών αναδεικνύουν και άλλη μία πτυχή του υποτιθέμενου ελέγχου όσον αφορά τα μέλη του Κοινοβουλίου. Πρόκειται για τις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης («Πόθεν Έσχες») οι οποίες, όπως αποδείχθηκε για άλλη μία φορά αποτελεί μία τυπική γραφειοκρατική διεκπεραίωση χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. 

Ο καθένας δηλώνει μόνον όσα εκείνος θέλει και αποκρύπτει ό,τι δεν τον βολεύει. Αλλά και πέραν αυτών, οι έλεγχοι ακόμη και για όσα δηλώνονται, εάν δηλαδή είναι αληθή ή ψευδή, είναι από πλημμελείς έως ανύπαρκτοι.

despoina-xaralabidou.jpg

Όπως αναφέρει στη «ΜτΚ» η Δέσποινα Χαραλαμπίδου, πρώην βουλευτής και μέλος της Επιτροπής Ελέγχου «Πόθεν Έσχες» το 2015 «η όλη διαδικασία έχει πολλά κενά και πολλά προβλήματα». 

Το σημαντικότερο όλων, επισημαίνει η κ. Χαραλαμπίδου, είναι ότι «δεν υπάρχει αυτόματη αντιστοίχιση με φορείς, όπως για παράδειγμα οι τράπεζες, το κτηματολόγιο, τα υποθηκοφυλακεία κ.λπ. ώστε να ελέγχεται η ορθότητα των στοιχείων τα οποία δηλώνονται. Θα μπορούσε δηλαδή οι τράπεζες να αποστέλλουν οι ίδιες στην Επιτροπή τα στοιχεία για κάθε βουλευτή, αντί να τα δηλώνουν οι ίδιοι και να τρέχει μετά η Επιτροπή για να ελέγξει εάν είναι αληθή ή όχι. Χώρια που κάποια, όπως για παράδειγμα οι τραπεζικές θυρίδες, δεν μπορούν να ελεγχθούν». 

Επίσης, όπως αναφέρει, όταν διαπιστώνεται πρόβλημα ως προς το τεκμήριο διαβίωσης, τότε δίνεται η δυνατότητα στο βουλευτή να καλύψει τη διαφορά, δηλώνοντας εκ των υστέρων ότι έχει μετρητά στο σπίτι. «Αυτό το έχει κάνει ακόμη και αρχηγός κόμματος», σημειώνει η κ. Χαραλαμπίδου. 

Η πρώην βουλευτής αναφέρει επίσης ότι ο όγκος των δικαιολογητικών (συμβόλαια, λογαριασμοί κ.λπ.) είναι τεράστιος με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται ο έλεγχος. Πέραν αυτών, οι έλεγχοι είναι δειγματοληπτικοί, αλλά ακόμη και στην περίπτωση που διαπιστωθούν προβλήματα στο «Πόθεν Έσχες» κάποιου βουλευτή, του δίνεται η δυνατότητα να το διορθώσει. «Αυτή η δυνατότητα δεν δίνεται σε κανέναν άλλον υπόχρεο υποβολής δήλωσης ‘Πόθεν Έσχες’», διευκρινίζει η κ. Χαραλαμπίδου.


kostasxrisogonos.jpg

Αναγκαίο να υπάρξει νομοθετική ρύθμιση

Του Κώστα Χρυσόγονου

Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου ΑΠΘ

Μέλος ΠΣ ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής

Το άρθρο 57 του Συντάγματος καθιερώνει μία σειρά από ασυμβίβαστα προς τη βουλευτική ιδιότητα, με δύο σκοπούς: Πρώτον, την αποτροπή δημιουργίας δεσμών οικονομικής εξάρτησης μεταξύ του βουλευτή και των οικονομικών φορέων, η οποία τελούν σε σχέση εξάρτησης από την πολιτεία, δηλαδή την διασφάλιση της «κατά συνείδηση» (άρθρο 60 παρ. 1 Συντ.) γνώμης και ψήφου του βουλευτή. Δεύτερον, την αποτροπή της εκμετάλλευσης του αξιώματος του για την επίτευξη οικονομικού κέρδους εκ μέρους του βουλευτή, με όλες τις συμπαρομαρτούσες αρνητικές συνέπειες για την αξιοπιστία των κοινοβουλευτικών θεσμών.

Έτσι, τα καθήκοντα του βουλευτή είναι ασυμβίβαστα με την ιδιότητα του ιδιοκτήτη ή μετόχου ή διαχειριστή επιχείρησης που αναλαμβάνει δημόσια έργα ή παρέχει υπηρεσίες στο Δημόσιο (ή άλλα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα).

Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (Απόφαση 1/2018) έκρινε ότι δεν συνιστά «επιχείρηση» κατά την έννοια του άρθρου 57 η ατομική δραστηριότητα ελεύθερου επαγγελματία, που συνίσταται κατ’ ουσίαν στην παροχή προσωπικής εργασίας. Επομένως, δικηγόροι-βουλευτές που παρίστανται σε δικαστήρια κατά περίπτωση (με αμοιβή κατ’ αποκοπή) για λογαριασμό νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως ο ΕΦΚΑ, δεν φαίνεται να εμπίπτουν στο ασυμβίβαστο, έστω και αν έτσι τίθενται σε κίνδυνο αμφότερες οι προαναφερόμενες στοχεύσεις του Συντάγματος.

Η ηθική και πολιτική πλευρά του ζητήματος είναι όμως διαφορετική από την καθαρά νομική του πλευρά. Η πρακτική της ανάθεσης της εκπροσώπησης δημοσίων νομικών προσώπων σε δικηγόρους κατ’ ελεύθερη επιλογή της (διορισμένης συνήθως από την εκάστοτε κυβέρνηση) διοίκησης του νομικού προσώπου συνιστά επιμέρους έκφανση του πελατειακού συστήματος που κρατά δέσμια τη χώρα μας και παρεμποδίζει την ανάπτυξή της. Ευνοούνται έτσι οι «ημέτεροι» (ή αλλιώς τα «δικά μας παιδιά»), απολαμβάνοντας αμοιβές για τις παραστάσεις τους, συχνά χωρίς να χρειάζεται σοβαρή προετοιμασία, αφού οι απόψεις του νομικού προσώπου έχουν ήδη εκφραστεί στην προσβαλλόμενη από ιδιώτες ενώπιον του δικαστηρίου πράξη του, και απλώς τις αναπαράγει ο (αυθαίρετα) επιλεγμένος δικηγόρος του.

Το ζήτημα τούτο δεν αφορά βέβαια μόνο τους/τις βουλευτές, αλλά και μεγάλο αριθμό άλλων δικηγόρων, ωφελούμενων από τέτοιες πρακτικές. Είναι αναγκαίο να υπάρξει νομοθετική ρύθμιση, η οποία να καθιερώσει μία ανοικτή, αξιοκρατική διαδικασία όχι μόνο για την πρόσληψη δικηγόρων με πάγια αντιμισθία (νομική συμβουλή) στα δημόσια νομικά πρόσωπα, αλλά και για την ανάθεση της εκπροσώπησής τους κατά περίπτωση ενώπιον δικαστηρίου. Διαφορετικά η ρουσφετολογία θα συνεχιστεί και τα δύο κόμματα (ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ), που κυβέρνησαν τη χώρα τις δύο τελευταίες τετραετίες, θα συνεχίσουν να διαπληκτίζονται για το ποιος από τους δύο είχε τις καλύτερες, ή μάλλον τις χειρότερες, επιδόσεις στο «ευγενές» αυτό άθλημα.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 15.01.2023

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία