ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Σοφία Εξάρχου: Το «Animal» γίνεται αντιληπτό διαφορετικά σε κάθε χώρα

Στη «ΜτΚ» η πρώτη Ελληνίδα που βραβεύτηκε με τον «Χρυσό Αλέξανδρο» στο Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης

 25/02/2024 08:00

Σοφία Εξάρχου: Το «Animal» γίνεται αντιληπτό διαφορετικά σε κάθε χώρα

Ελένη Θεοδωρίδου

Μόλις στη δεύτερή της ταινία, το «Animal», η Σοφία Εξάρχου έγινε η πρώτη Ελληνίδα που βραβεύτηκε με τον «Χρυσό Αλέξανδρο» του Διεθνούς Διαγωνιστικού Τμήματος στο 64ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, ένα βραβείο που είχε να δοθεί σε ελληνική ταινία 30 χρόνια.

Το «Animal» γυρίστηκε στην Κρήτη και ακολουθεί την ιστορία μίας ομάδας ανιματέρ που εργάζονται ένα καλοκαίρι σε κάποιο πολυτελές ξενοδοχείο. Μετά το «Park» (2015), η σκηνοθέτιδα επιχειρεί ξανά να αποδομήσει έναν ελληνικό μύθο, αυτή τη φορά αυτόν του «ελληνικού καλοκαιριού» και φέρνει τον θεατή αντιμέτωπο με μία σκληρή εργασιακή και υπαρξιακή πραγματικότητα. Με αφορμή την κυκλοφορία της ταινίας στους ελληνικούς κινηματογράφους, η Σοφία Εξάρχου μιλάει στη «ΜτΚ» για το «Animal», τον μύθο του «ελληνικού καλοκαιριού» και την ελληνική πραγματικότητα, ενώ εξηγεί γιατί ήταν ιδιαίτερη η βράβευση της Θεσσαλονίκης.

Ο μύθος του «ελληνικού καλοκαιριού»

Η ταινία, αν και τυπικά άχρονη και άτοπη, διατηρεί τις αναφορές της στο ελληνικό γίγνεσθαι κάνοντας σαφείς τις καταβολές της. «Δεν μπορείς να ξεφύγεις από αυτό, η ελληνική κοινωνία είναι προσκολλημένη στους μύθους της με την ελπίδα να πάρει δύναμη στο παρόν» σημειώνει στη «ΜτΚ» η κ. Εξάρχου. «Με προβληματίζει το γεγονός ότι δυσκολευόμαστε να μιλήσουμε και να συνειδητοποιήσουμε το πρόσφατο παρελθόν μας που μάλιστα θα μας δώσει πολύ περισσότερες απαντήσεις για το πως να χειριστούμε το σήμερα».

«Η αρχική σκέψη ήταν να κάνω μία ταινία για τα εργασιακά ζητήματα στη σημερινή εποχή του καπιταλισμού, μετά αποφάσισα ότι θα έλεγα την ιστορία μέσω της τουριστικής βιομηχανίας» λέει η κ. Εξάρχου μιλώντας στη «ΜτΚ». Εξηγεί πως το επάγγελμα των ανιματέρ επιλέχθηκε γιατί εμπεριέχει και την ψυχαγωγία την οποία πολλοί θεωρούν εύκολη ως επάγγελμα ενώ δεν είναι. «Οι ανιματέρ φέρουν την αντίθεση μίας εργασιακής συνθήκης και ενός φαντασμαγορικού κόσμου που είναι απαραίτητος ώστε να λειτουργήσει ο καπιταλισμός» λέει χαρακτηριστικά.

Όπως εξηγεί, με την ταινία ήθελε να τονίσει ότι το σύστημα εν γένει είναι ο αντίπαλος και όλοι έχουμε ρόλους στους οποίους βυθιζόμαστε, τουλάχιστον ας το συνειδητοποιήσουμε. Η ίδια τάσσεται απέναντι στις ταινίες που επιβεβαιώνουν το «Αμερικάνικο Όνειρο» το οποίο αποτελεί σπάνια εξαίρεση και βάζει τον θεατή να σκεφτεί τον εαυτό του και τον ρόλο του στην σημερινή κοινωνία.

Σε ό,τι αφορά τον τουρισμό, η κ. Εξάρχου τονίζει πως με την έρευνα που έκανε, είδε ότι οι συνθήκες είναι πολύ χειρότερες από αυτό που περίμενε. «Εντυπωσιάστηκα από το γεγονός ότι δεν συζητάει κανείς γι’ αυτό την ώρα που είναι η μεγαλύτερη βιομηχανία της Ελλάδας. Πλέον είναι κομμάτι της ταυτότητάς μας, γεγονός που αντικατοπτρίζεται και στο κοινό. Στην Ελλάδα και τις χώρες με τουρισμό που προβλήθηκε, ένιωσα ότι όλοι είχαν κάποιον δικό τους με αντίστοιχη εμπειρία και κατάλαβαν πολύ γρήγορα το σύμπαν της ταινίας. Έβλεπα περισσότερη συναισθηματική ταύτιση. Για τις υπόλοιπες χώρες η ταινία είναι πιο αποκαλυπτική, δεδομένου ότι έχουν συνηθίσει να βλέπουν από την άλλη πλευρά, αυτή του τουρίστα και εν προκειμένω θύτη. Αυτοί πρέπει να μετατοπιστούν, οι υπόλοιποι μπορεί και να εκφραστούν».

Φεστιβάλ Κινηματογράφου: Από θεατής, νικήτρια του «Χρυσού Αλέξανδρου»

«Η πορεία μου ως σκηνοθέτης συμβαδίζει με τις επισκέψεις μου στο φεστιβάλ, είναι κομμάτι του πως έμαθα και αγαπάω το σινεμά» λέει η κ. Εξάρχου για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης όπου το «Animal» κέρδισε συνολικά τρία βραβεία. «Αν και τίθεται μεγάλη συζήτηση για τα κριτήρια με τα οποία κρίνεται η Τέχνη στις βραβεύσεις, σαφώς είμαστε χαρούμενοι για τα βραβεία. Σίγουρα έχουν βοηθήσει την πορεία της ταινίας τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό» λέει και η κ. Εξάρχου και τονίζει πως από όλες τις βραβεύσεις, αυτή στη Θεσσαλονίκη είχε μία επιπλέον συναισθηματική βαρύτητα για την ίδια. 

«Κάναμε την ταινία στην Ελλάδα και έχει σημασία να βραβεύεσαι εκεί που εργάζεσαι. Επιπλέον το Φεστιβάλ έχει μία ιδιαίτερη θέση στην καρδιά τη δική μου και πολλών συντελεστών. Έρχομαι από τα 20 μου στο φεστιβάλ. Έχω λείψει μόνο δύο φορές και αυτό λόγω γυρισμάτων. Φυσικά θα συνεχίσω να έρχομαι. Με το ‘Park’ αρχικά μου είχε φανεί εντελώς παράδοξο που από τη θέση του θεατή πήγα στη θέση του σκηνοθέτη. Τώρα ήταν πάλι πολύ παράξενο. Δεν τον περιμέναμε τον «Χρυσό Αλέξανδρο». Και μόνο που παρουσιάσαμε την ταινία στο Φεστιβάλ για μας ήταν αρκετό, ήταν μία απόλυτη στιγμή για όλους μας» καταλήγει.

Η ταινία συνεχίζει να ταξιδεύει σε Φεστιβάλ ανά τον κόσμο και να βρίσκει διανομή σε αρκετές χώρες του εξωτερικού. Στις ελληνικές αίθουσες προβάλλεται από τις 8 Φεβρουαρίου.

Who is who

Η Σοφία Εξάρχου αποφοίτησε από το Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών στο ΕΜΠ αλλά γρήγορα συνειδητοποίησε ότι θέλει να ασχοληθεί με την σκηνοθεσία. Σπούδασε και εργάστηκε κατευθείαν ως βοηθός σκηνοθέτη. Έχει κάνει δύο ταινίες μεγάλου μήκους (Park, Animal) και δεν ανήκει στους καλλιτέχνες που δεν θέλουν να φύγουν στο εξωτερικό. Όπως λέει, εδώ μένει και από εδώ εμπνέεται, όμως σαν σκηνοθέτιδα στην Ελλάδα αντιμετωπίζει πολλές δυσκολίες. 

Η ίδια εξηγεί ότι το «Animal» χρειάστηκε 6 χρόνια για να ολοκληρωθεί και τέσσερις χώρες στην συμπαραγωγή ενώ παραδέχεται πως πολλές φορές την ώρα που έγραφε μία σκηνή σκεφτόταν το budget. Εντέλει βέβαια επέλεξε να κάνει την ταινία που ήθελε με τίμημα όμως την αγωνία για το αν και πότε θα βρεθεί χρηματοδότηση. Περιέγραψε τη διαδικασία των αιτήσεων ως χρονοβόρα, κουραστική, αντιδημιουργική αλλά δυστυχώς απαραίτητη.

«Δεν υπάρχει κανένα ενδιαφέρον από την Πολιτεία για τις Τέχνες. Είναι πολύ εξοντωτική η γραφειοκρατία και σε κάθε ταινία πρέπει να αντιμετωπίσουμε την ίδια κατάσταση από την αρχή».

Η ίδια βρίσκει τη μαγεία στον τρόπο που δημιουργείται μία ταινία, ο οποίος της φαίνεται ιδιαίτερος και σουρρεαλιστικός. Ανάμεσα στους αγαπημένους σκηνοθέτες της συγκαταλέγει τον Τζον Κασσαβέτη, την Κλερ Ντενί και τη Λουκρισία Μαρτέλ ενώ ακόμα ψάχνει τις ταινίες που θα την μετατοπίσουν. Της αρέσει να βλέπει σειρές και αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να ασχοληθεί και η ίδια κάποια στιγμή. Καθοριστικό για να κάνει μια ταινία είναι να την εκφράζει το σενάριο και η συμβουλή που θα έδινε σε έναν νέο κινηματογραφιστή θα ήταν απλή: να έχει υπομονή, πάθος, και καλούς συνεργάτες.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 18.02.2024

Μόλις στη δεύτερή της ταινία, το «Animal», η Σοφία Εξάρχου έγινε η πρώτη Ελληνίδα που βραβεύτηκε με τον «Χρυσό Αλέξανδρο» του Διεθνούς Διαγωνιστικού Τμήματος στο 64ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, ένα βραβείο που είχε να δοθεί σε ελληνική ταινία 30 χρόνια.

Το «Animal» γυρίστηκε στην Κρήτη και ακολουθεί την ιστορία μίας ομάδας ανιματέρ που εργάζονται ένα καλοκαίρι σε κάποιο πολυτελές ξενοδοχείο. Μετά το «Park» (2015), η σκηνοθέτιδα επιχειρεί ξανά να αποδομήσει έναν ελληνικό μύθο, αυτή τη φορά αυτόν του «ελληνικού καλοκαιριού» και φέρνει τον θεατή αντιμέτωπο με μία σκληρή εργασιακή και υπαρξιακή πραγματικότητα. Με αφορμή την κυκλοφορία της ταινίας στους ελληνικούς κινηματογράφους, η Σοφία Εξάρχου μιλάει στη «ΜτΚ» για το «Animal», τον μύθο του «ελληνικού καλοκαιριού» και την ελληνική πραγματικότητα, ενώ εξηγεί γιατί ήταν ιδιαίτερη η βράβευση της Θεσσαλονίκης.

Ο μύθος του «ελληνικού καλοκαιριού»

Η ταινία, αν και τυπικά άχρονη και άτοπη, διατηρεί τις αναφορές της στο ελληνικό γίγνεσθαι κάνοντας σαφείς τις καταβολές της. «Δεν μπορείς να ξεφύγεις από αυτό, η ελληνική κοινωνία είναι προσκολλημένη στους μύθους της με την ελπίδα να πάρει δύναμη στο παρόν» σημειώνει στη «ΜτΚ» η κ. Εξάρχου. «Με προβληματίζει το γεγονός ότι δυσκολευόμαστε να μιλήσουμε και να συνειδητοποιήσουμε το πρόσφατο παρελθόν μας που μάλιστα θα μας δώσει πολύ περισσότερες απαντήσεις για το πως να χειριστούμε το σήμερα».

«Η αρχική σκέψη ήταν να κάνω μία ταινία για τα εργασιακά ζητήματα στη σημερινή εποχή του καπιταλισμού, μετά αποφάσισα ότι θα έλεγα την ιστορία μέσω της τουριστικής βιομηχανίας» λέει η κ. Εξάρχου μιλώντας στη «ΜτΚ». Εξηγεί πως το επάγγελμα των ανιματέρ επιλέχθηκε γιατί εμπεριέχει και την ψυχαγωγία την οποία πολλοί θεωρούν εύκολη ως επάγγελμα ενώ δεν είναι. «Οι ανιματέρ φέρουν την αντίθεση μίας εργασιακής συνθήκης και ενός φαντασμαγορικού κόσμου που είναι απαραίτητος ώστε να λειτουργήσει ο καπιταλισμός» λέει χαρακτηριστικά.

Όπως εξηγεί, με την ταινία ήθελε να τονίσει ότι το σύστημα εν γένει είναι ο αντίπαλος και όλοι έχουμε ρόλους στους οποίους βυθιζόμαστε, τουλάχιστον ας το συνειδητοποιήσουμε. Η ίδια τάσσεται απέναντι στις ταινίες που επιβεβαιώνουν το «Αμερικάνικο Όνειρο» το οποίο αποτελεί σπάνια εξαίρεση και βάζει τον θεατή να σκεφτεί τον εαυτό του και τον ρόλο του στην σημερινή κοινωνία.

Σε ό,τι αφορά τον τουρισμό, η κ. Εξάρχου τονίζει πως με την έρευνα που έκανε, είδε ότι οι συνθήκες είναι πολύ χειρότερες από αυτό που περίμενε. «Εντυπωσιάστηκα από το γεγονός ότι δεν συζητάει κανείς γι’ αυτό την ώρα που είναι η μεγαλύτερη βιομηχανία της Ελλάδας. Πλέον είναι κομμάτι της ταυτότητάς μας, γεγονός που αντικατοπτρίζεται και στο κοινό. Στην Ελλάδα και τις χώρες με τουρισμό που προβλήθηκε, ένιωσα ότι όλοι είχαν κάποιον δικό τους με αντίστοιχη εμπειρία και κατάλαβαν πολύ γρήγορα το σύμπαν της ταινίας. Έβλεπα περισσότερη συναισθηματική ταύτιση. Για τις υπόλοιπες χώρες η ταινία είναι πιο αποκαλυπτική, δεδομένου ότι έχουν συνηθίσει να βλέπουν από την άλλη πλευρά, αυτή του τουρίστα και εν προκειμένω θύτη. Αυτοί πρέπει να μετατοπιστούν, οι υπόλοιποι μπορεί και να εκφραστούν».

Φεστιβάλ Κινηματογράφου: Από θεατής, νικήτρια του «Χρυσού Αλέξανδρου»

«Η πορεία μου ως σκηνοθέτης συμβαδίζει με τις επισκέψεις μου στο φεστιβάλ, είναι κομμάτι του πως έμαθα και αγαπάω το σινεμά» λέει η κ. Εξάρχου για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης όπου το «Animal» κέρδισε συνολικά τρία βραβεία. «Αν και τίθεται μεγάλη συζήτηση για τα κριτήρια με τα οποία κρίνεται η Τέχνη στις βραβεύσεις, σαφώς είμαστε χαρούμενοι για τα βραβεία. Σίγουρα έχουν βοηθήσει την πορεία της ταινίας τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό» λέει και η κ. Εξάρχου και τονίζει πως από όλες τις βραβεύσεις, αυτή στη Θεσσαλονίκη είχε μία επιπλέον συναισθηματική βαρύτητα για την ίδια. 

«Κάναμε την ταινία στην Ελλάδα και έχει σημασία να βραβεύεσαι εκεί που εργάζεσαι. Επιπλέον το Φεστιβάλ έχει μία ιδιαίτερη θέση στην καρδιά τη δική μου και πολλών συντελεστών. Έρχομαι από τα 20 μου στο φεστιβάλ. Έχω λείψει μόνο δύο φορές και αυτό λόγω γυρισμάτων. Φυσικά θα συνεχίσω να έρχομαι. Με το ‘Park’ αρχικά μου είχε φανεί εντελώς παράδοξο που από τη θέση του θεατή πήγα στη θέση του σκηνοθέτη. Τώρα ήταν πάλι πολύ παράξενο. Δεν τον περιμέναμε τον «Χρυσό Αλέξανδρο». Και μόνο που παρουσιάσαμε την ταινία στο Φεστιβάλ για μας ήταν αρκετό, ήταν μία απόλυτη στιγμή για όλους μας» καταλήγει.

Η ταινία συνεχίζει να ταξιδεύει σε Φεστιβάλ ανά τον κόσμο και να βρίσκει διανομή σε αρκετές χώρες του εξωτερικού. Στις ελληνικές αίθουσες προβάλλεται από τις 8 Φεβρουαρίου.

Who is who

Η Σοφία Εξάρχου αποφοίτησε από το Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών στο ΕΜΠ αλλά γρήγορα συνειδητοποίησε ότι θέλει να ασχοληθεί με την σκηνοθεσία. Σπούδασε και εργάστηκε κατευθείαν ως βοηθός σκηνοθέτη. Έχει κάνει δύο ταινίες μεγάλου μήκους (Park, Animal) και δεν ανήκει στους καλλιτέχνες που δεν θέλουν να φύγουν στο εξωτερικό. Όπως λέει, εδώ μένει και από εδώ εμπνέεται, όμως σαν σκηνοθέτιδα στην Ελλάδα αντιμετωπίζει πολλές δυσκολίες. 

Η ίδια εξηγεί ότι το «Animal» χρειάστηκε 6 χρόνια για να ολοκληρωθεί και τέσσερις χώρες στην συμπαραγωγή ενώ παραδέχεται πως πολλές φορές την ώρα που έγραφε μία σκηνή σκεφτόταν το budget. Εντέλει βέβαια επέλεξε να κάνει την ταινία που ήθελε με τίμημα όμως την αγωνία για το αν και πότε θα βρεθεί χρηματοδότηση. Περιέγραψε τη διαδικασία των αιτήσεων ως χρονοβόρα, κουραστική, αντιδημιουργική αλλά δυστυχώς απαραίτητη.

«Δεν υπάρχει κανένα ενδιαφέρον από την Πολιτεία για τις Τέχνες. Είναι πολύ εξοντωτική η γραφειοκρατία και σε κάθε ταινία πρέπει να αντιμετωπίσουμε την ίδια κατάσταση από την αρχή».

Η ίδια βρίσκει τη μαγεία στον τρόπο που δημιουργείται μία ταινία, ο οποίος της φαίνεται ιδιαίτερος και σουρρεαλιστικός. Ανάμεσα στους αγαπημένους σκηνοθέτες της συγκαταλέγει τον Τζον Κασσαβέτη, την Κλερ Ντενί και τη Λουκρισία Μαρτέλ ενώ ακόμα ψάχνει τις ταινίες που θα την μετατοπίσουν. Της αρέσει να βλέπει σειρές και αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να ασχοληθεί και η ίδια κάποια στιγμή. Καθοριστικό για να κάνει μια ταινία είναι να την εκφράζει το σενάριο και η συμβουλή που θα έδινε σε έναν νέο κινηματογραφιστή θα ήταν απλή: να έχει υπομονή, πάθος, και καλούς συνεργάτες.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 18.02.2024

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία