ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Ράνια Σχίζα: Θέλω να κάνω πράγματα που αγαπώ και με κινούν

Η ηθοποιός ενώνει τις δυνάμεις της με τον ηθοποιό Ν. Παντελίδη και το σκηνοθέτη Λ. Παπαδόπουλο και μιλά στη «ΜτΚ» για το έργο «Σημάδια στην ομίχλη», που ανεβάζουν από σήμερα στο θέατρο «Αμαλία»

 07/11/2019 07:00

Ράνια Σχίζα: Θέλω να κάνω πράγματα που αγαπώ και με κινούν

Συνέντευξη στον Αλέξανδρο Παντελάκη

Η Ράνια Σχίζα στο «όμορφο και ανθρώπινο», όπως το χαρακτηρίζει, έργο του Stephen Sachs, υποδύεται τη Μοντ, μία άνεργη μπαργούμαν που συναντά έναν διάσημο εκτιμητή έργων τέχνης ένα απόγευμα σε ένα σπίτι-κοντέινερ στο Bakersfield της Καλιφόρνιας. Η ίδια «ζει στο περιθώριο, είναι παιδί ενός κατώτερου Θεού» και το κύριο χαρακτηριστικό της, το οποίο γοητεύει και την ηθοποιό, είναι ότι είναι «μαζώχτρα»: 

«Διακωμωδεί τον εαυτό της, γιατί αγαπά πολύ να παίρνει πράγματα από δεύτερο χέρι και από παλαιοπωλεία. Βέβαια, δεν έχει τη δυνατότητα να πάρει κάτι ακριβό. Πολλές φορές βρίσκει πράγματα είτε στα σκουπίδια είτε έξω από αυτά. Έχει κάτι τρυφερό, κάτι πάρα πολύ όμορφο και νομίζω ότι σηματοδοτεί πολλά στο έργο. Δίνει μια δεύτερη ευκαιρία στα πράγματα», μας εξηγεί. Συγκεκριμένα, τόσο ο ρόλος της όσο και το έργο μιλούν «για αυτήν τη δεύτερη ευκαιρία που δεν δίνει η κοινωνία μας και εμείς οι ίδιοι στους ανθρώπους», επισημαίνει η κ. Σχίζα.

Μέσα από το έργο ξεχωρίζει κάποια μηνύματα που είναι διαχρονικά. Τόσο η σημασία της πρώτης εντύπωσης και ο τρόπος που δημιουργείται όσο και η επιφάνεια των πραγμάτων «ότι στεκόμαστε στο περιτύλιγμα, ότι κοιτάμε και δεν βλέπουμε» είναι πράγματα που προβληματίζουν και την ίδια την ηθοποιό. Παράλληλα, βλέπουμε τη σύγκρουση δυο κόσμων: «Θεωρείται αδιανόητο σε έναν τέτοιο χώρο, ένα τέτοιο σπίτι, μια γυναίκα έτσι να έχει στα χέρια της κάτι τόσο πολύτιμο. Εδώ μπαίνουν όλα αυτά τα στερεότυπα και τα κοντόφθαλμα που έχει η κοινωνία. 

Είμαστε τοποθετημένοι σε πολύ συγκεκριμένα σημεία. Η τσέπη σου εσένα τόσο μπορεί να αντέξει, όχι περισσότερο. Με το που μπαίνει ο εκτιμητής στο σπίτι, είναι σαν να έχει προαποφασίσει ότι ο πίνακας δεν είναι αυθεντικός πριν καν τον δει», σχολιάζει, προβάλλοντας παράλληλα και το ταξικό ζήτημα που δημιουργείται, το οποίο «αφορά την Ελλάδα και όλους». Η Μοντ έχει να κερδίσει πολλά χρήματα από αυτήν την ιστορία, «το θέμα της, όμως, δεν είναι τα λεφτά». Γι’ αυτό και η Ράνια Σχίζα εκτιμά πολύ την ηρωίδα: «Την αγαπώ πολύ, μου μαθαίνει πράγματα, την ψάχνω, συναντιόμαστε, βρισκόμαστε, χανόμαστε».

Το έργο δεν είναι επίκαιρο αλλά διαχρονικό: «Δεν έχει να κάνει με την ανεργία. Η ίδια το επεδίωξε με τη συμπεριφορά της να παραιτηθεί. Αν όλοι ήμασταν γυμνοί, θα μας αντιμετώπιζαν με μία σκέψη, δεν θα μπορούσε να αποφανθεί κανείς για εμάς. Η στολή δίνει μια δύναμη, μια εξουσία, το φαίνεσθαι» αναφέρει η ηθοποιός.

Το κριτήριο της αντικειμενικότητας

Αγαπώντας πολύ να ψάχνει πίσω από τις λέξεις κάθε έργου που ερμηνεύει, η Ράνια Σχίζα μοιράζεται μαζί μας και τον προβληματισμό της για τα όρια της αντικειμενικότητας. «Ποιο πρέπει να είναι το κριτήριο της αντικειμενικότητας; Υπάρχει; Πώς καθορίζεται ένα έργο τέχνης ως αριστούργημα; Γιατί κάποιοι ζωγράφοι αναγνωρίζονται μετά θάνατον; Μήπως είναι λίγο πονηρό; Νομίζω ότι παίζει και το οικονομικό κομμάτι, όπως παντού. Αλλά και για την αντικειμενικότητα τελικά: Τι είναι αυτό που κάνει ένα πράγμα αληθινό και πολύτιμο; Αν εγώ κρατάω το περιτύλιγμα μιας καραμελίτσας που μου είχε πάρει η κόρη μου με το πρώτο της χαρτζιλίκι όταν ήταν έξι χρονών, άλλος μπορεί να το έπαιρνε και να το πετούσε. Για μένα αυτό μπορεί να είναι πολύτιμο και να μην έχει τιμή, να είναι ανεκτίμητο, γιατί με συνδέει κάτι αληθινό με αυτό. Οπότε τι είναι αυτό που καθορίζει την αξία ενός πράγματος, πέρα από την τέχνη που εκεί συναντάμε αντικειμενικά κριτήρια; Μήπως είναι αυτό που αισθανόμαστε εμείς, αυτό που μας συνδέει και όχι η εκτίμηση του οποιοδήποτε άλλου τρίτου;» αναρωτιέται.

Η σύνδεσή της με τη Θεσσαλονίκη

Η Ράνια Σχίζα δηλώνει χαρούμενη που έρχεται και πάλι στη Θεσσαλονίκη. Ο μονόλογος «Μια κανονική μέρα» της Κατερίνας Γιαννάκου, που ερμήνευσε το 2014, της άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις για το κοινό της πόλης. «Δεν είναι τυχαίο που ήθελα να έρθω στη Θεσσαλονίκη. Ήθελα πάρα πολύ να ξεκινήσω από εδώ. Εγώ αυτόν το μονόλογο τον λάτρεψα. Είναι από τις ωραιότερες στιγμές της ζωής μου. Στη Θεσσαλονίκη έχω να τις θυμάμαι τις παραστάσεις. Πολύ όμορφες και με τέτοια ζεστασιά...».

Με τον Λεωνίδα Παπαδόπουλο η ηθοποιός είχε μια «πολύ αγαπησιάρικη και ουσιαστική συνεργασία με πολλή κουβέντα για το έργο. Ψάχνεις να πας πίσω από τις λέξεις και να φτιάξεις και εσύ ένα παρελθόν για τους ήρωες. Είναι απαιτητικός. Αυτό είναι πολύ ωραίο. Επίσης, σέβεται και δίνει πολύ χώρο στον ηθοποιό ως συνδημιουργό. Δεν πάει πουθενά η τέχνη με το σκηνοθέτη πάνω και τον ηθοποιό κάτω να σέρνεται. Βαθιά ευγενής και ουσιαστικός. Όλη αυτή η γνώση και η διεισδυτικότητα περνάει μέσα από τα σπλάχνα του».

Αντιστοίχως, ο Νίκος Παντελίδης «επιμένει και αυτός με εμμονή όπως και εγώ στο να βρει την αλήθεια μέσα και πίσω από τις λέξεις. Κοιτάμε προς το ίδιο σημείο» μας λέει χαρακτηριστικά, αφού είναι και η πρώτη φορά που θα έχει παρέα στη σκηνή, τονίζοντας πως το σημαντικότερο στοιχείο είναι η καλή επικοινωνία. Γεμάτη αγάπη για αυτό που κάνει μας λέει τελικά: «Θέλω να κάνω πράγματα που αγαπώ πολύ, που με κινούν, που με ανακατεύουν γενικά στη ζωή και ειδικά στο θέατρο».

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Θέατρο «Αμαλία»

«Σημάδια στην ομίχλη» του Stephen Sachs

Παραστάσεις: Πέμπτη 7 έως Κυριακή 10 Νοεμβρίου στις 9 μ.μ.

Εισιτήρια: 15 ευρώ και 13 ευρώ (μειωμένο)

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 3 Νοεμβρίου 2019

Συνέντευξη στον Αλέξανδρο Παντελάκη

Η Ράνια Σχίζα στο «όμορφο και ανθρώπινο», όπως το χαρακτηρίζει, έργο του Stephen Sachs, υποδύεται τη Μοντ, μία άνεργη μπαργούμαν που συναντά έναν διάσημο εκτιμητή έργων τέχνης ένα απόγευμα σε ένα σπίτι-κοντέινερ στο Bakersfield της Καλιφόρνιας. Η ίδια «ζει στο περιθώριο, είναι παιδί ενός κατώτερου Θεού» και το κύριο χαρακτηριστικό της, το οποίο γοητεύει και την ηθοποιό, είναι ότι είναι «μαζώχτρα»: 

«Διακωμωδεί τον εαυτό της, γιατί αγαπά πολύ να παίρνει πράγματα από δεύτερο χέρι και από παλαιοπωλεία. Βέβαια, δεν έχει τη δυνατότητα να πάρει κάτι ακριβό. Πολλές φορές βρίσκει πράγματα είτε στα σκουπίδια είτε έξω από αυτά. Έχει κάτι τρυφερό, κάτι πάρα πολύ όμορφο και νομίζω ότι σηματοδοτεί πολλά στο έργο. Δίνει μια δεύτερη ευκαιρία στα πράγματα», μας εξηγεί. Συγκεκριμένα, τόσο ο ρόλος της όσο και το έργο μιλούν «για αυτήν τη δεύτερη ευκαιρία που δεν δίνει η κοινωνία μας και εμείς οι ίδιοι στους ανθρώπους», επισημαίνει η κ. Σχίζα.

Μέσα από το έργο ξεχωρίζει κάποια μηνύματα που είναι διαχρονικά. Τόσο η σημασία της πρώτης εντύπωσης και ο τρόπος που δημιουργείται όσο και η επιφάνεια των πραγμάτων «ότι στεκόμαστε στο περιτύλιγμα, ότι κοιτάμε και δεν βλέπουμε» είναι πράγματα που προβληματίζουν και την ίδια την ηθοποιό. Παράλληλα, βλέπουμε τη σύγκρουση δυο κόσμων: «Θεωρείται αδιανόητο σε έναν τέτοιο χώρο, ένα τέτοιο σπίτι, μια γυναίκα έτσι να έχει στα χέρια της κάτι τόσο πολύτιμο. Εδώ μπαίνουν όλα αυτά τα στερεότυπα και τα κοντόφθαλμα που έχει η κοινωνία. 

Είμαστε τοποθετημένοι σε πολύ συγκεκριμένα σημεία. Η τσέπη σου εσένα τόσο μπορεί να αντέξει, όχι περισσότερο. Με το που μπαίνει ο εκτιμητής στο σπίτι, είναι σαν να έχει προαποφασίσει ότι ο πίνακας δεν είναι αυθεντικός πριν καν τον δει», σχολιάζει, προβάλλοντας παράλληλα και το ταξικό ζήτημα που δημιουργείται, το οποίο «αφορά την Ελλάδα και όλους». Η Μοντ έχει να κερδίσει πολλά χρήματα από αυτήν την ιστορία, «το θέμα της, όμως, δεν είναι τα λεφτά». Γι’ αυτό και η Ράνια Σχίζα εκτιμά πολύ την ηρωίδα: «Την αγαπώ πολύ, μου μαθαίνει πράγματα, την ψάχνω, συναντιόμαστε, βρισκόμαστε, χανόμαστε».

Το έργο δεν είναι επίκαιρο αλλά διαχρονικό: «Δεν έχει να κάνει με την ανεργία. Η ίδια το επεδίωξε με τη συμπεριφορά της να παραιτηθεί. Αν όλοι ήμασταν γυμνοί, θα μας αντιμετώπιζαν με μία σκέψη, δεν θα μπορούσε να αποφανθεί κανείς για εμάς. Η στολή δίνει μια δύναμη, μια εξουσία, το φαίνεσθαι» αναφέρει η ηθοποιός.

Το κριτήριο της αντικειμενικότητας

Αγαπώντας πολύ να ψάχνει πίσω από τις λέξεις κάθε έργου που ερμηνεύει, η Ράνια Σχίζα μοιράζεται μαζί μας και τον προβληματισμό της για τα όρια της αντικειμενικότητας. «Ποιο πρέπει να είναι το κριτήριο της αντικειμενικότητας; Υπάρχει; Πώς καθορίζεται ένα έργο τέχνης ως αριστούργημα; Γιατί κάποιοι ζωγράφοι αναγνωρίζονται μετά θάνατον; Μήπως είναι λίγο πονηρό; Νομίζω ότι παίζει και το οικονομικό κομμάτι, όπως παντού. Αλλά και για την αντικειμενικότητα τελικά: Τι είναι αυτό που κάνει ένα πράγμα αληθινό και πολύτιμο; Αν εγώ κρατάω το περιτύλιγμα μιας καραμελίτσας που μου είχε πάρει η κόρη μου με το πρώτο της χαρτζιλίκι όταν ήταν έξι χρονών, άλλος μπορεί να το έπαιρνε και να το πετούσε. Για μένα αυτό μπορεί να είναι πολύτιμο και να μην έχει τιμή, να είναι ανεκτίμητο, γιατί με συνδέει κάτι αληθινό με αυτό. Οπότε τι είναι αυτό που καθορίζει την αξία ενός πράγματος, πέρα από την τέχνη που εκεί συναντάμε αντικειμενικά κριτήρια; Μήπως είναι αυτό που αισθανόμαστε εμείς, αυτό που μας συνδέει και όχι η εκτίμηση του οποιοδήποτε άλλου τρίτου;» αναρωτιέται.

Η σύνδεσή της με τη Θεσσαλονίκη

Η Ράνια Σχίζα δηλώνει χαρούμενη που έρχεται και πάλι στη Θεσσαλονίκη. Ο μονόλογος «Μια κανονική μέρα» της Κατερίνας Γιαννάκου, που ερμήνευσε το 2014, της άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις για το κοινό της πόλης. «Δεν είναι τυχαίο που ήθελα να έρθω στη Θεσσαλονίκη. Ήθελα πάρα πολύ να ξεκινήσω από εδώ. Εγώ αυτόν το μονόλογο τον λάτρεψα. Είναι από τις ωραιότερες στιγμές της ζωής μου. Στη Θεσσαλονίκη έχω να τις θυμάμαι τις παραστάσεις. Πολύ όμορφες και με τέτοια ζεστασιά...».

Με τον Λεωνίδα Παπαδόπουλο η ηθοποιός είχε μια «πολύ αγαπησιάρικη και ουσιαστική συνεργασία με πολλή κουβέντα για το έργο. Ψάχνεις να πας πίσω από τις λέξεις και να φτιάξεις και εσύ ένα παρελθόν για τους ήρωες. Είναι απαιτητικός. Αυτό είναι πολύ ωραίο. Επίσης, σέβεται και δίνει πολύ χώρο στον ηθοποιό ως συνδημιουργό. Δεν πάει πουθενά η τέχνη με το σκηνοθέτη πάνω και τον ηθοποιό κάτω να σέρνεται. Βαθιά ευγενής και ουσιαστικός. Όλη αυτή η γνώση και η διεισδυτικότητα περνάει μέσα από τα σπλάχνα του».

Αντιστοίχως, ο Νίκος Παντελίδης «επιμένει και αυτός με εμμονή όπως και εγώ στο να βρει την αλήθεια μέσα και πίσω από τις λέξεις. Κοιτάμε προς το ίδιο σημείο» μας λέει χαρακτηριστικά, αφού είναι και η πρώτη φορά που θα έχει παρέα στη σκηνή, τονίζοντας πως το σημαντικότερο στοιχείο είναι η καλή επικοινωνία. Γεμάτη αγάπη για αυτό που κάνει μας λέει τελικά: «Θέλω να κάνω πράγματα που αγαπώ πολύ, που με κινούν, που με ανακατεύουν γενικά στη ζωή και ειδικά στο θέατρο».

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Θέατρο «Αμαλία»

«Σημάδια στην ομίχλη» του Stephen Sachs

Παραστάσεις: Πέμπτη 7 έως Κυριακή 10 Νοεμβρίου στις 9 μ.μ.

Εισιτήρια: 15 ευρώ και 13 ευρώ (μειωμένο)

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 3 Νοεμβρίου 2019

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία