ΒΟΡΕΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

Πιερία-Ημαθία: Δυνατά στο παιχνίδι των εξαγωγών παραδοσιακές και νέες καλλιέργειες ακτινιδίων

Άνοιξαν νέες, μεγάλες αγορές με το μέλλον να διαγράφεται ευοίωνο

 21/11/2023 07:30

Πιερία-Ημαθία: Δυνατά στο παιχνίδι των εξαγωγών παραδοσιακές και νέες καλλιέργειες ακτινιδίων
ΦΩΤ. ΑΡΧΕΙΟΥ

Της Δέσποινας Βογιατζόγλου


Νέες, μεγάλες αγορές, όπως αυτές της Βραζιλίας και της Ινδίας με εκατομμύρια καταναλωτών, άνοιξαν για το ελληνικό ακτινίδιο με το μέλλον της καλλιέργειας σε Πιερία και Ημαθία να διαγράφεται ευοίωνο τόσο για το παραδοσιακό πράσινο ακτινίδιο όσο και για τις νεότερες καλλιέργειες του κίτρινου και προσφάτως του κόκκινου ακτινιδίου. 

Αν και η παραγωγή ήταν μειωμένη φέτος κατά 20% η καλή ποιότητα (μεγαλοκαρπία) φαίνεται να κέρδισε τους εμπόρους που επέλεξαν να προμηθευτούν το φρούτο από τους παραγωγούς προς 80 λεπτά έως 1 ευρώ/κιλό.

Στην Πιερία, που κατέχει το 30% της εγχώριας παραγωγής και πρόκειται για την πρώτη περιοχή της Ελλάδα που τo 1972 καλλιεργήθηκε το ακτινίδιο, το σύνολο της παραγωγής είναι 100% εξαγώγιμο ενώ μεγάλη ώθηση δίνει το άνοιγμα της αγοράς του Ισραήλ αλλά και της Βραζιλίας.

«Φέτος άνοιξαν νέες μεγάλες αγορές, με εκατομμύρια καταναλωτές, αυτές της Βραζιλίας και της Ινδίας. Η ανταγωνίστρια Ιταλία τα τελευταία 10 χρόνια έχει χάσει το 50% της παραγωγής της, λόγω κλιματολογικών συνθηκών. Σήμερα βρισκόμαστε σε καλύτερη θέση από τους Ιταλούς, αναφορά σε τα τονάζ μας, καθώς των Ιταλών αν και ήταν υψηλό πριν κάποια χρόνια υποχώρησε στο μισό, ενώ εμείς καταγράφουμε σταθερή ανοδική πορεία χρόνο με τον χρόνο. 

Φέτος ήταν μια καλή χρονιά με ποιοτικά ακτινίδια. Ωστόσο αναμενόταν ότι οι ποσότητες δεν θα είναι τόσο μεγάλες, ωστόσο οι τιμές ήταν αρκετά υψηλές φτάνοντας τα 85-90 λεπτά το κιλό και σε κάποιες περιπτώσεις έφτασαν το ευρώ» υπογραμμίζει στη «ΜτΚ» ο Αθανάσιος Πισαλίδης, γεωπόνος στην Πιερία, τεχνικός σύμβουλος Gingold Hellas.

Η φετινή χρονιά, αν και μέτρια στην παραγωγή για την περιοχή της Μακεδονίας, είχε ως αποτέλεσμα την απορρόφηση του συνόλου της παραγωγής σε τιμές που επανήλθαν στα επίπεδα του ’21, καθώς πέρσι είχαν υποχωρήσει κατά πολύ (30-40 λεπτά το 2022).

Ποια είναι η στρατηγική των ανταγωνιστριών χωρών;

Στο στρατηγικό σχέδιο ανάπτυξης της καλλιέργειας ακτινιδίου επενδύουν οι ανταγωνίστριες Ιταλία, Ισπανία και Τουρκία, έχοντας πάντα τη δική τους αγορά του εξωτερικού. Ειδικότερα για τις δύο πρώτες χώρες, αυτές έχουν στη διάθεσή τους σημαντική υποστήριξη από πανεπιστημιακά ερευνητικά κέντρα για την καλύτερη εξέλιξη του προϊόντος.

Βασική ανταγωνίστρια είναι η Νέα Ζηλανδία που κατέχει τη μερίδα του λέοντος στην παγκόσμια αγορά. Η Ν. Ζηλανδία επενδύει στα κίτρινα και κόκκινα ακτινίδια όπου η παραγωγή είναι σχεδόν διπλάσια από το παραδοσιακό ακτινίδιο, την ώρα που στην Ελλάδα βρισκόμαστε ακόμα σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα παραγωγής κίτρινου ακτινιδίου.

«Οι βασικοί ανταγωνιστές μας στο βόρειο ημισφαίριο είναι οι Ιταλοί και στο νότιο ημισφαίριο η Ν. Ζηλανδία και η Χιλή. Η διάθεση των προϊόντων στην αγορά από τις δύο τελευταίες χώρες είναι άλλη εποχή από αυτήν που διακινούνται τα ελληνικά ακτινίδια» σημειώνει στη «ΜτΚ» ο Σάκης Σαλασίδης, παραγωγός παραδοσιακού ακτινιδίου και κίτρινου ακτινιδίου στη Αγ. Μαρίνα Ημαθία και διευθυντής της Mithras Commercial Investments.

Επένδυση στην καλλιέργεια κίτρινου ακτινιδίου

Έχοντας μπει δυναμικά στην καλλιέργεια κίτρινων ακτινιδίων με 200 στρέμματα δέντρων στην Αγ. Μαρίνα Ημαθίας, ο Σάκης Σαλασίδης επενδύει τα τελευταία χρόνια στη νέα καλλιέργεια προκειμένου να είναι πιο κοντά στις νέες αγορές του κίτρινου ακτινιδίου ενώ επιπλέον διαθέτει και λίγα στρέμματα κόκκινου ακτινιδίου, σε πειραματικό στάδιο.

«Αυτό που ζητούμε από την καλλιέργεια κίτρινου ακτινιδίου είναι να μπούμε σε ακριβότερες αγορές. Μπαίνοντας σε καλύτερες αγορές με το κίτρινο και το κόκκινο ακτινίδιο παίρνεις καλύτερες τιμές των προϊόντων, ειδικότερα αν σκεφτεί κανείς την υπεραξία του κόκκινου και κίτρινου ακτινιδίου, έναντι του παραδοσιακού πράσινου» εξηγεί στη «ΜτΚ» ο Σ. Σαλασίδης, υπογραμμίζοντας ότι βασική επιδίωξη είναι να μπει και η Ελλάδα στο παιχνίδι των καινούριων καλλιεργειών μαζί με τους δύο βασικούς παίκτες, την Ιταλία και την Νέα Ζηλανδία.

«Μέχρι στιγμή οι φυτεύσεις που έγιναν σε Χρυσόπουλη και Αγρίνιο έχουν δώσει πολύ καλά αποτελέσματα γιατί το κίτρινο ακτινίδιο έχει ιδιαίτερα γευστικά και φυσικά χαρακτηριστικά. Ιδιαίτερα τα φυσικά χαρακτηριστικά του φρούτου είναι το επίπεδο της ξηράς ουσίας που βοηθά ουσιαστικά στην υψηλή ποιότητα των καρπών. 

Η υψηλή περιεκτικότητα σε ξηρή ουσία είναι αυτή που διαμορφώνει την αποδεκτή γεύση στο προϊόν και κάνει τους καταναλωτές να το αγοράζουν ξανά, βάζοντας την τιμή σε δεύτερη θέση. Η γεύση ενός ώριμου ακτινιδίου καθορίζεται κυρίως από την ποσότητα των σακχάρων και των οξέων στο φρούτο. Τα στοιχεία που διαμορφώνουν την ξηρή ουσία είναι τα σάκχαρα, οι ίνες και τα οξέα» σημειώνει στη «ΜτΚ» ο παραγωγός παραδοσιακού ακτινιδίου και κίτρινου ακτινιδίου στη Αγ. Μαρίνα Ημαθία και διευθυντής της Mithras Commercial Investments.

Με την ιταλική παραγωγή να είναι μειωμένη, κατά 15% σε σχέση με το 2022, στις ποικιλίες πράσινων ακτινιδίων στόχος των παραγωγών της χώρα μας είναι η διεύρυνση του πελατολογίου των προϊόντων (νέες αγορές) με ταυτοποίηση της προέλευσής τους, τυποποίηση και ποιότητα για διατήρηση της παρουσίας των ελληνικών ακτινιδίων στα ράφια των λιανικών καταναλωτικών διεθνών αγορών.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 19.11.2023

Της Δέσποινας Βογιατζόγλου


Νέες, μεγάλες αγορές, όπως αυτές της Βραζιλίας και της Ινδίας με εκατομμύρια καταναλωτών, άνοιξαν για το ελληνικό ακτινίδιο με το μέλλον της καλλιέργειας σε Πιερία και Ημαθία να διαγράφεται ευοίωνο τόσο για το παραδοσιακό πράσινο ακτινίδιο όσο και για τις νεότερες καλλιέργειες του κίτρινου και προσφάτως του κόκκινου ακτινιδίου. 

Αν και η παραγωγή ήταν μειωμένη φέτος κατά 20% η καλή ποιότητα (μεγαλοκαρπία) φαίνεται να κέρδισε τους εμπόρους που επέλεξαν να προμηθευτούν το φρούτο από τους παραγωγούς προς 80 λεπτά έως 1 ευρώ/κιλό.

Στην Πιερία, που κατέχει το 30% της εγχώριας παραγωγής και πρόκειται για την πρώτη περιοχή της Ελλάδα που τo 1972 καλλιεργήθηκε το ακτινίδιο, το σύνολο της παραγωγής είναι 100% εξαγώγιμο ενώ μεγάλη ώθηση δίνει το άνοιγμα της αγοράς του Ισραήλ αλλά και της Βραζιλίας.

«Φέτος άνοιξαν νέες μεγάλες αγορές, με εκατομμύρια καταναλωτές, αυτές της Βραζιλίας και της Ινδίας. Η ανταγωνίστρια Ιταλία τα τελευταία 10 χρόνια έχει χάσει το 50% της παραγωγής της, λόγω κλιματολογικών συνθηκών. Σήμερα βρισκόμαστε σε καλύτερη θέση από τους Ιταλούς, αναφορά σε τα τονάζ μας, καθώς των Ιταλών αν και ήταν υψηλό πριν κάποια χρόνια υποχώρησε στο μισό, ενώ εμείς καταγράφουμε σταθερή ανοδική πορεία χρόνο με τον χρόνο. 

Φέτος ήταν μια καλή χρονιά με ποιοτικά ακτινίδια. Ωστόσο αναμενόταν ότι οι ποσότητες δεν θα είναι τόσο μεγάλες, ωστόσο οι τιμές ήταν αρκετά υψηλές φτάνοντας τα 85-90 λεπτά το κιλό και σε κάποιες περιπτώσεις έφτασαν το ευρώ» υπογραμμίζει στη «ΜτΚ» ο Αθανάσιος Πισαλίδης, γεωπόνος στην Πιερία, τεχνικός σύμβουλος Gingold Hellas.

Η φετινή χρονιά, αν και μέτρια στην παραγωγή για την περιοχή της Μακεδονίας, είχε ως αποτέλεσμα την απορρόφηση του συνόλου της παραγωγής σε τιμές που επανήλθαν στα επίπεδα του ’21, καθώς πέρσι είχαν υποχωρήσει κατά πολύ (30-40 λεπτά το 2022).

Ποια είναι η στρατηγική των ανταγωνιστριών χωρών;

Στο στρατηγικό σχέδιο ανάπτυξης της καλλιέργειας ακτινιδίου επενδύουν οι ανταγωνίστριες Ιταλία, Ισπανία και Τουρκία, έχοντας πάντα τη δική τους αγορά του εξωτερικού. Ειδικότερα για τις δύο πρώτες χώρες, αυτές έχουν στη διάθεσή τους σημαντική υποστήριξη από πανεπιστημιακά ερευνητικά κέντρα για την καλύτερη εξέλιξη του προϊόντος.

Βασική ανταγωνίστρια είναι η Νέα Ζηλανδία που κατέχει τη μερίδα του λέοντος στην παγκόσμια αγορά. Η Ν. Ζηλανδία επενδύει στα κίτρινα και κόκκινα ακτινίδια όπου η παραγωγή είναι σχεδόν διπλάσια από το παραδοσιακό ακτινίδιο, την ώρα που στην Ελλάδα βρισκόμαστε ακόμα σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα παραγωγής κίτρινου ακτινιδίου.

«Οι βασικοί ανταγωνιστές μας στο βόρειο ημισφαίριο είναι οι Ιταλοί και στο νότιο ημισφαίριο η Ν. Ζηλανδία και η Χιλή. Η διάθεση των προϊόντων στην αγορά από τις δύο τελευταίες χώρες είναι άλλη εποχή από αυτήν που διακινούνται τα ελληνικά ακτινίδια» σημειώνει στη «ΜτΚ» ο Σάκης Σαλασίδης, παραγωγός παραδοσιακού ακτινιδίου και κίτρινου ακτινιδίου στη Αγ. Μαρίνα Ημαθία και διευθυντής της Mithras Commercial Investments.

Επένδυση στην καλλιέργεια κίτρινου ακτινιδίου

Έχοντας μπει δυναμικά στην καλλιέργεια κίτρινων ακτινιδίων με 200 στρέμματα δέντρων στην Αγ. Μαρίνα Ημαθίας, ο Σάκης Σαλασίδης επενδύει τα τελευταία χρόνια στη νέα καλλιέργεια προκειμένου να είναι πιο κοντά στις νέες αγορές του κίτρινου ακτινιδίου ενώ επιπλέον διαθέτει και λίγα στρέμματα κόκκινου ακτινιδίου, σε πειραματικό στάδιο.

«Αυτό που ζητούμε από την καλλιέργεια κίτρινου ακτινιδίου είναι να μπούμε σε ακριβότερες αγορές. Μπαίνοντας σε καλύτερες αγορές με το κίτρινο και το κόκκινο ακτινίδιο παίρνεις καλύτερες τιμές των προϊόντων, ειδικότερα αν σκεφτεί κανείς την υπεραξία του κόκκινου και κίτρινου ακτινιδίου, έναντι του παραδοσιακού πράσινου» εξηγεί στη «ΜτΚ» ο Σ. Σαλασίδης, υπογραμμίζοντας ότι βασική επιδίωξη είναι να μπει και η Ελλάδα στο παιχνίδι των καινούριων καλλιεργειών μαζί με τους δύο βασικούς παίκτες, την Ιταλία και την Νέα Ζηλανδία.

«Μέχρι στιγμή οι φυτεύσεις που έγιναν σε Χρυσόπουλη και Αγρίνιο έχουν δώσει πολύ καλά αποτελέσματα γιατί το κίτρινο ακτινίδιο έχει ιδιαίτερα γευστικά και φυσικά χαρακτηριστικά. Ιδιαίτερα τα φυσικά χαρακτηριστικά του φρούτου είναι το επίπεδο της ξηράς ουσίας που βοηθά ουσιαστικά στην υψηλή ποιότητα των καρπών. 

Η υψηλή περιεκτικότητα σε ξηρή ουσία είναι αυτή που διαμορφώνει την αποδεκτή γεύση στο προϊόν και κάνει τους καταναλωτές να το αγοράζουν ξανά, βάζοντας την τιμή σε δεύτερη θέση. Η γεύση ενός ώριμου ακτινιδίου καθορίζεται κυρίως από την ποσότητα των σακχάρων και των οξέων στο φρούτο. Τα στοιχεία που διαμορφώνουν την ξηρή ουσία είναι τα σάκχαρα, οι ίνες και τα οξέα» σημειώνει στη «ΜτΚ» ο παραγωγός παραδοσιακού ακτινιδίου και κίτρινου ακτινιδίου στη Αγ. Μαρίνα Ημαθία και διευθυντής της Mithras Commercial Investments.

Με την ιταλική παραγωγή να είναι μειωμένη, κατά 15% σε σχέση με το 2022, στις ποικιλίες πράσινων ακτινιδίων στόχος των παραγωγών της χώρα μας είναι η διεύρυνση του πελατολογίου των προϊόντων (νέες αγορές) με ταυτοποίηση της προέλευσής τους, τυποποίηση και ποιότητα για διατήρηση της παρουσίας των ελληνικών ακτινιδίων στα ράφια των λιανικών καταναλωτικών διεθνών αγορών.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 19.11.2023

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία