ΔΙΕΘΝΗ

Πέθανε ο «μπουκαδόρος» του Watergate

Ο Τζ.Γκ. Λίντι ήταν πράκτορας του FBI και ένας από τους εμπνευστές της διάρρηξης στο κτίριο Watergate, που έφερε το σκάνδαλο και την ανατροπή του Ρ. Νίξον

 31/03/2021 08:55

Πέθανε ο «μπουκαδόρος» του Watergate
Φωτογραφία αρχείου του Λίντι

Ο Τζορτζ Γκόρντον Λίντι, ο τραχύς πρώην πράκτορας του Ομοσπονδιακού Γραφείου Έρευνας, του λεγόμενου FBI, που υπήρξε ένας από τους εγκεφάλους της διάρρηξης στο κτίριο Γουότεργκεϊτ το 1972, το έγκλημα στην καρδιά του σκανδάλου που σήμανε την αρχή του τέλους της προεδρίας του Ρίτσαρντ Νίξον, πέθανε χθες Τρίτη σε ηλικία 90 ετών, έγραψε η εφημερίδα Washington Post.

Ο Λίντι, διαβόητος εξαιτίας της εμπλοκής του στο σκάνδαλο, αξιοποίησε τη φήμη του για να κάνει εικοσαετή καριέρα παρουσιαστή εκπομπής που αναμεταδιδόταν από πολλούς συντηρητικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς. Πέθανε στο σπίτι της κόρης του στην κομητεία Φέρφαξ, στην πολιτεία Βιρτζίνια, κατά το ρεπορτάζ.

Ο γιος του, Τόμας Π. Λίντι, επιβεβαίωσε τον θάνατο του ανθρώπου του περιβάλλοντος του Νίξον – που μεταξύ άλλων είχε αναλάβει μετά χαράς τη «βρώμικη δουλειά» να κάνει διαρροές στα ΜΜΕ – χωρίς να διευκρινίσει τα αίτια. Περιορίστηκε να πει απλά ότι δεν οφειλόταν στην COVID-19, έγραψε η Washington Post.

Ο Λίντι και ο Ι. Χάουαρντ Χαντ, πρώην πράκτορας της CIA, απεργάζονταν σχέδια τόσο απίθανα, τόσο παράνομα, που οι ανώτεροί τους συχνά τα απέρριπταν χωρίς δεύτερη σκέψη. Ανάμεσά τους: η ιδέα να δολοφονήσουν τον δημοσιογράφο-ερευνητή Τζακ Άντερσον, σφοδρό επικριτή του προέδρου Νίξον· να προκαλέσουν σκάνδαλο σε βάρος Δημοκρατικών πολιτικών οργανώνοντας πάρτι με ιερόδουλες· να απαγάγουν αντιπολεμικούς διαδηλωτές και να τους πάνε στο Μεξικό.

Ωστόσο δεν απορρίφθηκαν όλα τα σχέδια. Το 1971, μερικούς μήνες πριν από τη διάρρηξη στο κτίριο Γουότεργκεϊτ, ο Λίντι ήταν μέλος της ομάδας που έκανε διάρρηξη στο γραφείο του ψυχίατρου που έβλεπε ο Ντάνιελ Έλσμπεργκ, ο πρώην αναλυτής του αμερικανικού στρατού που διέρρευσε τα περίφημα Pentagon Papers για τον πόλεμο του Βιετνάμ.

Ακολούθησε η διάρρηξη που θα οδηγούσε στην πτώση του Νίξον. Οι Λίντι και Χαντ πρότειναν τη διάρρηξη στα κεντρικά γραφεία της Εθνικής Επιτροπής του Δημοκρατικού Κόμματος στο κτίριο Γουότεργκεϊτ, ενώ ο Ρεπουμπλικάνος τότε πρόεδρος διεξήγαγε εκστρατεία για την επανεκλογή του.

Πλην όμως η ομάδα των διαρρηκτών συνελήφθη. Ο Λίντι κρίθηκε ένοχος για συνωμοσία, διάρρηξη και τηλεφωνικές υποκλοπές. Καταδικάστηκε να εκτίσει 20 χρόνια κάθειρξη και εξέτισε επτά, προτού αφεθεί ελεύθερος χάρη στη μετατροπή του υπολοίπου της ποινής του το 1977 από τον Δημοκρατικό πρόεδρο Τζίμι Κάρτερ, που θεωρούσε υπερβολικές τις ποινές που επιβλήθηκαν για την υπόθεση στον Λίντι και άλλους.

Αντίθετα με τους έξι συγκατηγορούμενούς του, ο Λίντι αρνήθηκε να συνεργαστεί με τους εισαγγελείς ή να απαντήσει στα ερωτήματα του σώματος των ενόρκων, γεγονός που ώθησε τον δικαστή να προσθέσει 18 μήνες στην ποινή του. Παρέμεινε αμετανόητος μετά τη φυλάκισή του: είχε πει στην εφημερίδα New York Times ότι εάν μπορούσε να γυρίσει πίσω στον χρόνο, θα ξανάκανε αυτά για τα οποία καταδικάστηκε.

Αξιοποίησε τη φήμη του για να ιδρύσει εταιρεία ιδιωτικής ασφάλειας, να γράψει βιβλία που έγιναν μπεστ σέλερ, να παίξει ρόλους σε τηλεοπτικές σειρές και ταινίες και, από το 1992, να γίνει παρουσιαστής ραδιοφωνικής εκπομπής απευθυνόμενης στο συντηρητικό ακροατήριο που αναμεταδιδόταν από 225 ραδιοφωνικούς σταθμούς. Αποσύρθηκε το 2012.

Ο Λίντι, με το χαρακτηριστικό του μουστάκι, ήταν γνωστός για τους παληκαρισμούς του – καυχιόταν πως μπορούσε να κρατήσει το χέρι του πάνω από μια φλόγα, ή να σκοτώσει κάποιον μ’ ένα μολύβι. Στην αυτοβιογραφία του, έγραψε πως τον συνέπαιρνε ο τόνος των ομιλιών του Αδόλφου Χίτλερ που άκουγε στο ραδιόφωνο η γερμανίδα οικιακή βοηθός των γονιών του όταν ήταν παιδί.

Γεννημένος το 1930 στη Νέα Υόρκη, ο Λίντι σπούδασε νομική. Αποφοίτησε το 1957. Έπειτα από διετή στρατιωτική θητεία, έγινε πράκτορας του FBI, προτού παραιτηθεί για να ασκήσει τη δικηγορία στο Μανχάταν. Κατόπιν έγινε εισαγγελέας στην κομητεία Ντάτσες της Νέας Υόρκης, όπου απέκτησε φήμη διότι οπλοφορούσε μέσα στα δικαστήρια. «Πίστευε παθιασμένα ότι τα ναρκωτικά, οι κακοποιοί και οι κομμουνιστές» αποτελούσαν μεγάλους «κινδύνους» για τις ΗΠΑ, θα έγραφαν οι Τάιμς της Νέας Υόρκης σ’ ένα προφίλ του το 1973.

Ο Τζορτζ Γκόρντον Λίντι, ο τραχύς πρώην πράκτορας του Ομοσπονδιακού Γραφείου Έρευνας, του λεγόμενου FBI, που υπήρξε ένας από τους εγκεφάλους της διάρρηξης στο κτίριο Γουότεργκεϊτ το 1972, το έγκλημα στην καρδιά του σκανδάλου που σήμανε την αρχή του τέλους της προεδρίας του Ρίτσαρντ Νίξον, πέθανε χθες Τρίτη σε ηλικία 90 ετών, έγραψε η εφημερίδα Washington Post.

Ο Λίντι, διαβόητος εξαιτίας της εμπλοκής του στο σκάνδαλο, αξιοποίησε τη φήμη του για να κάνει εικοσαετή καριέρα παρουσιαστή εκπομπής που αναμεταδιδόταν από πολλούς συντηρητικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς. Πέθανε στο σπίτι της κόρης του στην κομητεία Φέρφαξ, στην πολιτεία Βιρτζίνια, κατά το ρεπορτάζ.

Ο γιος του, Τόμας Π. Λίντι, επιβεβαίωσε τον θάνατο του ανθρώπου του περιβάλλοντος του Νίξον – που μεταξύ άλλων είχε αναλάβει μετά χαράς τη «βρώμικη δουλειά» να κάνει διαρροές στα ΜΜΕ – χωρίς να διευκρινίσει τα αίτια. Περιορίστηκε να πει απλά ότι δεν οφειλόταν στην COVID-19, έγραψε η Washington Post.

Ο Λίντι και ο Ι. Χάουαρντ Χαντ, πρώην πράκτορας της CIA, απεργάζονταν σχέδια τόσο απίθανα, τόσο παράνομα, που οι ανώτεροί τους συχνά τα απέρριπταν χωρίς δεύτερη σκέψη. Ανάμεσά τους: η ιδέα να δολοφονήσουν τον δημοσιογράφο-ερευνητή Τζακ Άντερσον, σφοδρό επικριτή του προέδρου Νίξον· να προκαλέσουν σκάνδαλο σε βάρος Δημοκρατικών πολιτικών οργανώνοντας πάρτι με ιερόδουλες· να απαγάγουν αντιπολεμικούς διαδηλωτές και να τους πάνε στο Μεξικό.

Ωστόσο δεν απορρίφθηκαν όλα τα σχέδια. Το 1971, μερικούς μήνες πριν από τη διάρρηξη στο κτίριο Γουότεργκεϊτ, ο Λίντι ήταν μέλος της ομάδας που έκανε διάρρηξη στο γραφείο του ψυχίατρου που έβλεπε ο Ντάνιελ Έλσμπεργκ, ο πρώην αναλυτής του αμερικανικού στρατού που διέρρευσε τα περίφημα Pentagon Papers για τον πόλεμο του Βιετνάμ.

Ακολούθησε η διάρρηξη που θα οδηγούσε στην πτώση του Νίξον. Οι Λίντι και Χαντ πρότειναν τη διάρρηξη στα κεντρικά γραφεία της Εθνικής Επιτροπής του Δημοκρατικού Κόμματος στο κτίριο Γουότεργκεϊτ, ενώ ο Ρεπουμπλικάνος τότε πρόεδρος διεξήγαγε εκστρατεία για την επανεκλογή του.

Πλην όμως η ομάδα των διαρρηκτών συνελήφθη. Ο Λίντι κρίθηκε ένοχος για συνωμοσία, διάρρηξη και τηλεφωνικές υποκλοπές. Καταδικάστηκε να εκτίσει 20 χρόνια κάθειρξη και εξέτισε επτά, προτού αφεθεί ελεύθερος χάρη στη μετατροπή του υπολοίπου της ποινής του το 1977 από τον Δημοκρατικό πρόεδρο Τζίμι Κάρτερ, που θεωρούσε υπερβολικές τις ποινές που επιβλήθηκαν για την υπόθεση στον Λίντι και άλλους.

Αντίθετα με τους έξι συγκατηγορούμενούς του, ο Λίντι αρνήθηκε να συνεργαστεί με τους εισαγγελείς ή να απαντήσει στα ερωτήματα του σώματος των ενόρκων, γεγονός που ώθησε τον δικαστή να προσθέσει 18 μήνες στην ποινή του. Παρέμεινε αμετανόητος μετά τη φυλάκισή του: είχε πει στην εφημερίδα New York Times ότι εάν μπορούσε να γυρίσει πίσω στον χρόνο, θα ξανάκανε αυτά για τα οποία καταδικάστηκε.

Αξιοποίησε τη φήμη του για να ιδρύσει εταιρεία ιδιωτικής ασφάλειας, να γράψει βιβλία που έγιναν μπεστ σέλερ, να παίξει ρόλους σε τηλεοπτικές σειρές και ταινίες και, από το 1992, να γίνει παρουσιαστής ραδιοφωνικής εκπομπής απευθυνόμενης στο συντηρητικό ακροατήριο που αναμεταδιδόταν από 225 ραδιοφωνικούς σταθμούς. Αποσύρθηκε το 2012.

Ο Λίντι, με το χαρακτηριστικό του μουστάκι, ήταν γνωστός για τους παληκαρισμούς του – καυχιόταν πως μπορούσε να κρατήσει το χέρι του πάνω από μια φλόγα, ή να σκοτώσει κάποιον μ’ ένα μολύβι. Στην αυτοβιογραφία του, έγραψε πως τον συνέπαιρνε ο τόνος των ομιλιών του Αδόλφου Χίτλερ που άκουγε στο ραδιόφωνο η γερμανίδα οικιακή βοηθός των γονιών του όταν ήταν παιδί.

Γεννημένος το 1930 στη Νέα Υόρκη, ο Λίντι σπούδασε νομική. Αποφοίτησε το 1957. Έπειτα από διετή στρατιωτική θητεία, έγινε πράκτορας του FBI, προτού παραιτηθεί για να ασκήσει τη δικηγορία στο Μανχάταν. Κατόπιν έγινε εισαγγελέας στην κομητεία Ντάτσες της Νέας Υόρκης, όπου απέκτησε φήμη διότι οπλοφορούσε μέσα στα δικαστήρια. «Πίστευε παθιασμένα ότι τα ναρκωτικά, οι κακοποιοί και οι κομμουνιστές» αποτελούσαν μεγάλους «κινδύνους» για τις ΗΠΑ, θα έγραφαν οι Τάιμς της Νέας Υόρκης σ’ ένα προφίλ του το 1973.

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία