ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Όταν ο εταιρικός ανταγωνισμός βγαίνει από το... ράφι

Η ποινή για αισχροκέρδεια στην ακριτική εταιρεία, οι αντιδράσεις και τα σενάρια... συνομωσίας και πώς η αγορά μπορεί να αναπτυχθεί με πολλούς παίκτες, λέγοντας όχι στα μονοπώλια

 13/03/2024 07:00

Όταν ο εταιρικός ανταγωνισμός βγαίνει από το... ράφι

Φάνης Ουγγρίνης

Μετά τη γενική αύξηση μεγεθών της το 2022, η Αίνος ΑΕΒΕ κατέστη υπολογίσιμη δύναμη στην εγχώρια πιάτσα κατεψυγμένων λαχανικών. Η διαβόητη πλέον ποινή ύψους 742.000 ευρώ που της επεβλήθη από το ΥΠΑΝ οφείλεται στην υπηρεσιακή εκτίμηση ότι η εν λόγω εταιρεία ευθύνεται για αισχροκέρδεια διότι αποκόμιζε μεγαλύτερο περιθώριο μικτού κέρδους από το οριζόμενο στη νομοθεσία.

Η Αίνος λογικά θα προσφύγει στα διοικητικά δικαστήρια επιδιώκοντας ακύρωση του προστίμου, καθώς ήδη δηλώνει ότι η απόφαση επιβολής «βρίθει λαθών και ανακριβειών».

Οι παρουσιαζόμενοι οικονομικοί δείκτες της εταιρείας είναι ομολογουμένως κολακευτικοί: σύμφωνα με τον τελευταίο δημοσιευμένο ισολογισμό της, ο κύκλος εργασιών του 2022 ανήλθε σε 21,43 εκατ. ευρώ, αυξημένος κατά σχεδόν 12% σε σχέση μ’ εκείνον του 2021. Αναπόφευκτα η αύξηση πωλήσεων οδήγησε σε αύξηση των κερδών μετά φόρων σε περίπου 3 εκατ. ευρώ έναντι 1,43 εκατ. κατά την προηγούμενη χρήση, όμως το ύψος της ποινής σε σχέση με το τζίρο και την κεφαλαιακή της βάση της είναι προφανώς ικανό να της κόψει τα πόδια.

Πολλοί καχύποπτοι έσπευσαν να κατηγορήσουν το αρμόδιο υπουργείο για παρασκηνιακό παιχνίδι. Μέσα σε μια πληθωριστική περίοδο, γρήγορα συμπέραναν πως η ακριτική επιχείρηση τιμωρήθηκε για την ισχυροποίησή της στην τοπική αγορά. Δεδομένου ότι κάτι τέτοιο δεν έχει καταγγελθεί επίσημα, ας θεωρήσουμε καλόπιστα ότι το πρόστιμο επεβλήθη απολύτως δίκαια από στενόμυαλους γραφειοκράτες. Ωστόσο, η εν λόγω μικρή (για τα δεδομένα του κλάδου) οικογενειακή ΑΕΒΕ κατά κανόνα πουλά φθηνότερα από τον πολύ ισχυρότερο εσωτερικό ανταγωνισμό. Πώς γίνεται λοιπόν να βρίσκονται στο απυρόβλητο οι κύριοι ανταγωνιστές της; Πώς γίνεται οι μεγάλοι του κλάδου να εμφανίζουν πολύ μικρότερα κέρδη, όταν είναι απολύτως σε θέση να επιτυγχάνουν πολύ μεγαλύτερες οικονομίες κλίμακας;

Όπως οι περισσότεροι γνωρίζουμε, η ελληνική αγορά προϊόντων ευρείας κατανάλωσης ολιγοπωλείται, κάτι που φυσικά ισχύει και για τα κατεψυγμένα τρόφιμα. 

Όσοι αντιμετωπίζουν εντελώς καλοπροαίρετα (συχνά σε βαθμό αφέλειας) αυτό το φαινόμενο σπεύδουν προς υπεράσπιση των γνωστών εμπορικών και βιομηχανικών ομίλων, αποδίδοντας τη διαχρονικά μικρή δηλούμενη κερδοφορία τους σε υψηλό κόστος λειτουργίας. Μιλούν για υψηλά επιτόκια, για υψηλών εξόδων συμμόρφωση στο κανονιστικό πλαίσιο, για υψηλές αποσβέσεις λόγω επενδύσεων, για υψηλές δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης, για υψηλά ποσά σε εταιρική προβολή. 

Ωστόσο, όλη η παραπάνω… αφ’υψηλού επιχειρηματολογία εύκολα καταρρίπτεται. Προ πολλού έχει διαπιστωθεί πως η χρηματοδότηση και η συμμόρφωση επιβαρύνουν αναλογικά πολύ περισσότερο τους μικρούς από όσο τους μεγάλους κάθε κλάδου, πώς τα χρήματα που ξοδεύονται σε R&D και σε επενδύσεις παγίων αυξάνουν την παραγωγικότητα, και πώς η διαφήμιση απλώς ενδυναμώνει τα brand, και συνδυαστικά εξασφαλίζει την παντοκρατορία των ήδη παντοκρατόρων.

Με δυο λόγια, καθώς σπανίως αποδεικνύονται μαζικές παράνομες τριγωνικές συναλλαγές, η ισχνή κερδοφορία των μεγάλων συχνά οφείλεται σε 100% εκπιπτόμενες νόμιμες ετήσιες δαπάνες, οι οποίες βέβαια τους ισχυροποιούν έναντι του ανταγωνισμού των μικρών. Εδώ και χρόνια η Πολιτεία αναγνωρίζει τη στρατηγική σημασία των επενδύσεων σε πάγια, και γι’ αυτό έχει επιβάλλει τις πολυετείς αποσβέσεις τους. Ίσως έχει έρθει η στιγμή να ισχύσουν παρόμοιες προβλέψεις και για κάθε λογής υπηρεσίες που συντηρούν το υπάρχον στάτους κβο και -έμμεσα- παρεμποδίζουν τη μεγέθυνση μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (ιδίως μεταποιητικών) σε μεγαλύτερες και διεθνώς ανταγωνιστικότερες.

Να είμαστε βέβαιοι ότι κατόπιν αυτές θα αυξήσουν τις δικές τους αντίστοιχες δαπάνες σε υποστηρικτικές δραστηριότητες, με τη σχετική πίτα να μη μικραίνει, μα αντίθετα να μεγαλώνει και να ξαναμοιράζεται. Θα είναι καλύτερα για όλους -καταναλωτές, μικρομεσαίους και εθνική οικονομία- αν η ο εταιρικός ανταγωνισμός διεξάγεται στα ράφια, με αποκλειστικό γνώμονα τη σχέση ποιότητας-τιμής κι όχι την καθημερινή πλύση εγκεφάλου.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 10.03.2024

Μετά τη γενική αύξηση μεγεθών της το 2022, η Αίνος ΑΕΒΕ κατέστη υπολογίσιμη δύναμη στην εγχώρια πιάτσα κατεψυγμένων λαχανικών. Η διαβόητη πλέον ποινή ύψους 742.000 ευρώ που της επεβλήθη από το ΥΠΑΝ οφείλεται στην υπηρεσιακή εκτίμηση ότι η εν λόγω εταιρεία ευθύνεται για αισχροκέρδεια διότι αποκόμιζε μεγαλύτερο περιθώριο μικτού κέρδους από το οριζόμενο στη νομοθεσία.

Η Αίνος λογικά θα προσφύγει στα διοικητικά δικαστήρια επιδιώκοντας ακύρωση του προστίμου, καθώς ήδη δηλώνει ότι η απόφαση επιβολής «βρίθει λαθών και ανακριβειών».

Οι παρουσιαζόμενοι οικονομικοί δείκτες της εταιρείας είναι ομολογουμένως κολακευτικοί: σύμφωνα με τον τελευταίο δημοσιευμένο ισολογισμό της, ο κύκλος εργασιών του 2022 ανήλθε σε 21,43 εκατ. ευρώ, αυξημένος κατά σχεδόν 12% σε σχέση μ’ εκείνον του 2021. Αναπόφευκτα η αύξηση πωλήσεων οδήγησε σε αύξηση των κερδών μετά φόρων σε περίπου 3 εκατ. ευρώ έναντι 1,43 εκατ. κατά την προηγούμενη χρήση, όμως το ύψος της ποινής σε σχέση με το τζίρο και την κεφαλαιακή της βάση της είναι προφανώς ικανό να της κόψει τα πόδια.

Πολλοί καχύποπτοι έσπευσαν να κατηγορήσουν το αρμόδιο υπουργείο για παρασκηνιακό παιχνίδι. Μέσα σε μια πληθωριστική περίοδο, γρήγορα συμπέραναν πως η ακριτική επιχείρηση τιμωρήθηκε για την ισχυροποίησή της στην τοπική αγορά. Δεδομένου ότι κάτι τέτοιο δεν έχει καταγγελθεί επίσημα, ας θεωρήσουμε καλόπιστα ότι το πρόστιμο επεβλήθη απολύτως δίκαια από στενόμυαλους γραφειοκράτες. Ωστόσο, η εν λόγω μικρή (για τα δεδομένα του κλάδου) οικογενειακή ΑΕΒΕ κατά κανόνα πουλά φθηνότερα από τον πολύ ισχυρότερο εσωτερικό ανταγωνισμό. Πώς γίνεται λοιπόν να βρίσκονται στο απυρόβλητο οι κύριοι ανταγωνιστές της; Πώς γίνεται οι μεγάλοι του κλάδου να εμφανίζουν πολύ μικρότερα κέρδη, όταν είναι απολύτως σε θέση να επιτυγχάνουν πολύ μεγαλύτερες οικονομίες κλίμακας;

Όπως οι περισσότεροι γνωρίζουμε, η ελληνική αγορά προϊόντων ευρείας κατανάλωσης ολιγοπωλείται, κάτι που φυσικά ισχύει και για τα κατεψυγμένα τρόφιμα. 

Όσοι αντιμετωπίζουν εντελώς καλοπροαίρετα (συχνά σε βαθμό αφέλειας) αυτό το φαινόμενο σπεύδουν προς υπεράσπιση των γνωστών εμπορικών και βιομηχανικών ομίλων, αποδίδοντας τη διαχρονικά μικρή δηλούμενη κερδοφορία τους σε υψηλό κόστος λειτουργίας. Μιλούν για υψηλά επιτόκια, για υψηλών εξόδων συμμόρφωση στο κανονιστικό πλαίσιο, για υψηλές αποσβέσεις λόγω επενδύσεων, για υψηλές δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης, για υψηλά ποσά σε εταιρική προβολή. 

Ωστόσο, όλη η παραπάνω… αφ’υψηλού επιχειρηματολογία εύκολα καταρρίπτεται. Προ πολλού έχει διαπιστωθεί πως η χρηματοδότηση και η συμμόρφωση επιβαρύνουν αναλογικά πολύ περισσότερο τους μικρούς από όσο τους μεγάλους κάθε κλάδου, πώς τα χρήματα που ξοδεύονται σε R&D και σε επενδύσεις παγίων αυξάνουν την παραγωγικότητα, και πώς η διαφήμιση απλώς ενδυναμώνει τα brand, και συνδυαστικά εξασφαλίζει την παντοκρατορία των ήδη παντοκρατόρων.

Με δυο λόγια, καθώς σπανίως αποδεικνύονται μαζικές παράνομες τριγωνικές συναλλαγές, η ισχνή κερδοφορία των μεγάλων συχνά οφείλεται σε 100% εκπιπτόμενες νόμιμες ετήσιες δαπάνες, οι οποίες βέβαια τους ισχυροποιούν έναντι του ανταγωνισμού των μικρών. Εδώ και χρόνια η Πολιτεία αναγνωρίζει τη στρατηγική σημασία των επενδύσεων σε πάγια, και γι’ αυτό έχει επιβάλλει τις πολυετείς αποσβέσεις τους. Ίσως έχει έρθει η στιγμή να ισχύσουν παρόμοιες προβλέψεις και για κάθε λογής υπηρεσίες που συντηρούν το υπάρχον στάτους κβο και -έμμεσα- παρεμποδίζουν τη μεγέθυνση μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (ιδίως μεταποιητικών) σε μεγαλύτερες και διεθνώς ανταγωνιστικότερες.

Να είμαστε βέβαιοι ότι κατόπιν αυτές θα αυξήσουν τις δικές τους αντίστοιχες δαπάνες σε υποστηρικτικές δραστηριότητες, με τη σχετική πίτα να μη μικραίνει, μα αντίθετα να μεγαλώνει και να ξαναμοιράζεται. Θα είναι καλύτερα για όλους -καταναλωτές, μικρομεσαίους και εθνική οικονομία- αν η ο εταιρικός ανταγωνισμός διεξάγεται στα ράφια, με αποκλειστικό γνώμονα τη σχέση ποιότητας-τιμής κι όχι την καθημερινή πλύση εγκεφάλου.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 10.03.2024

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία