ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Ο Μπερνάρντο Ατσάγα στο makthes.gr: «Βασικός ρόλος της λογοτεχνίας είναι να αγωνίζεται ενάντια στα στερεότυπα»

Ο γνωστός Βάσκος συγγραφέας βρέθηκε στο 1ο Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων και μίλησε για το τελευταίο του μυθιστόρημα

 01/07/2022 19:11

Ο Μπερνάρντο Ατσάγα στο makthes.gr: «Βασικός ρόλος της λογοτεχνίας είναι να αγωνίζεται ενάντια στα στερεότυπα»

Κυριακή Τσολάκη

Είναι Βάσκος λογοτέχνης, πολυγραφότατος και γνωστός στο ελληνικό κοινό, ενώ στο παρελθόν έχει επισκεφθεί ξανά την Ελλάδα και τη Θεσσαλονίκη. Τώρα ο Μπερνάρντο Ατσάγα βρέθηκε στο 1ο Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων με αφορμή το τελευταίο του μυθιστόρημα «Σπίτια και τάφοι» και συνομίλησε με το μεταφραστή του έργου του (που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Εκκρεμές») Κώστα Αθανασίου.

Πρόκειται για το πέμπτο βιβλίο του που έχει μεταφραστεί στα ελληνικά, ενώ ο ίδιος έχει ασχοληθεί με πάρα πολλά είδη συγγραφής, όπως μυθιστόρημα, ποίηση, δοκίμιο, θέατρο, παιδική λογοτεχνία.

Βραβευμένος με το Εθνικό Βραβείο Μυθιστορήματος και το Εθνικό Βραβείο Γραμμάτων και Λογοτεχνίας στην Ισπανία ο Ατσάγα θεωρείται ο πιο μεταφρασμένος Βάσκος συγγραφέας. Ο ίδιος γράφει στα βασκικά και μεταφράζει ή συμμεταφράζει τα βιβλία του εκ των υστέρων στα ισπανικά.

Στην Ελλάδα έγινε γνωστός από το μυθιστόρημά του «Ομπαμπακόακ». Στη συνέχεια ακολούθησαν τα «Ένας άνθρωπος μόνος», «Εκείνοι οι ουρανοί» και «Ο γιος του ακορντεονίστα».

Το πέμπτο αυτό μυθιστόρημά του περιλαμβάνει έξι διαφορετικές ιστορίες που τοποθετούνται στην Ισπανία των ετών 1970-2017, ενώ διατρέχουν ένα μεγάλο μέρος της πρόσφατης ιστορίας του τόπου, κρίσιμες στιγμές της Ισπανίας και της χώρας των Βάσκων.

Αν και οι ιστορίες δείχνουν αρχικά ανεξάρτητες, τελικά διαπιστώνουμε ότι τα ίδια πρόσωπα έρχονται και φεύγουν μέσα σε αυτές.

Με αυτό το βιβλίο ο ίδιος δηλώνει ότι εγκαταλείπει τη μυθιστοριογραφία. «Ως είδος το μυθιστόρημα είναι αποτέλεσμα μιας κοινωνικής πίεσης, δηλαδή οικονομικής, ίσως από έναν εκδοτικό οίκο. Στα τέλη του 20ου αι στην Αγγλία τα περισσότερα μυθιστορήματα αποτελούνταν από τρεις τόμους. Τότε οι βιβλιοθηκάριοι είχαν διαμαρτυρηθεί ότι ήταν δύσκολο να τα ταξινομήσουν και δήλωσαν ότι δεν θα δέχονται πλέον μυθιστόρημα σε τρεις τόμους. Εκείνη τη χρονιά είχαν εκδοθεί περίπου εκατό. Την επόμενη έγιναν τριάντα και τη μεθεπόμενη δέκα, ενώ τη χρονιά που ακολούθησε δεν υπήρχε κανένα τρίτομο. Αυτή η μορφή δηλαδή δεν είχε τίποτε το ουσιαστικό, δεν είχε σχέση με την πράξη της συγγραφής. Νιώθω ότι η δομή του μυθιστορήματος αποτελεί μια απόσταση που δεν με βολεύει. Όπως άλλοι δρομείς προτιμούν τον μαραθώνιο και άλλοι τα 100 μέτρα απόστασης έτσι και εγώ πρέπει να παραδεχτώ ότι είμαι ένας συγγραφέας των 1000-1500 μέτρων. Το ‘Σπίτια και τάφοι’ μπορεί να μοιάζει με μυθιστόρημα είναι όμως έξι έργα που συνδέονται. Εμένα μου αρέσουν τα λιγότερα μέτρα γι’ αυτό επέλεξα αυτή τη μορφή», λέει ο Μπερνάρντο Ατσάγα.

1-4iPB2.jpg

ΜΕ ΤΟΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ, ΚΩΣΤΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Η καρακάξα και ο Φράνκο

Το συγκεκριμένο βιβλίο περιλαμβάνει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. «Νομίζω πως είναι λίγο περίεργη συνθήκη να γράφει κάποιος χωρίς να στηρίζεται στη δική του εμπειρία. Θεωρώ ότι η ποιητική ακρίβεια μπορεί να επιτευχθεί πιο εύκολα όταν πατάει πάνω στη δική σου εμπειρία. Μπορώ να σκεφτώ διάφορα παραδείγματα όπως έναν συγγραφέα που έγραψε για την Κίνα χωρίς καν να ταξιδέψει εκεί. Για μένα είναι μια εγγύηση να συνδέεται το μυθιστόρημα με πραγματικές εμπειρίες. Δεν πρέπει να πιεζόμαστε να προσεγγίσουμε απόλυτα την πραγματικότητα αλλά μπορούμε να την εισάγουμε στο έργο μας. Στο βιβλίο μιλάω για ένα στρατόπεδο που βρίσκεται πολύ κοντά στο παλάτι του Φράνκο, για τον κήπο που αποτελούσε τόπο για το κυνήγι του ίδιου και των βασιλέων. Το ξέρω καλά αυτό το μέρος γιατί ήμουν εκεί στρατιώτης όταν η θητεία ήταν υποχρεωτική στην Ισπανία. Γνωρίζαμε τότε από τον ήχο της μηχανής ποιος ήταν αυτός που περνούσε απέξω. Θυμάμαι ότι καταλαβαίναμε ότι περνούσε ο τότε πρίγκιπας Χουάν Κάρλος γιατί είχε μια καταπληκτική μηχανή με εξαιρετικό ήχο», τονίζει.

Χαρακτηριστικό αυτών που λέει είναι η αληθινή ιστορία της εξημέρωσης μιας καρακάξας από εκείνον και τους συστρατιώτες του, την οποία είχαν εκπαιδεύσει ώστε να λέει υβριστικά σχόλια για τον Φράνκο και σκέφτονταν κάποια στιγμή να την αφήσουν να πετάξει προς το παλάτι του, αλλά τελικά φοβήθηκαν τις συνέπειες τόσο για την ίδια όσο και για εκείνους. «Οι καρακάξες μπορεί να πέσουν επάνω σου και να πιστέψουν ότι είσαι η μητέρα ή ο πατέρας τους. Τότε θα αρχίσουν να σε ακολουθούν παντού», υπογραμμίζει.

«Κατά βάθος είμαι ρομαντικός»

Ανθρώπινος, βατός, ευγενικός, γήινος, αλλά και υπερκόσμιος ταυτόχρονα ο ίδιος έχει την αίσθηση στην Κρήτη, όπως τονίζει, ότι ζει σε ένα σύμπαν θρύλου με κάποια αυτόχθονα ονόματα να τον μεταφέρουν στον μύθο. Δυσκολεύεται να μπει στην καθημερινότητα του τόπου και προτιμά εκείνο τον χώρο. Το ίδιο και όταν επισκέφθηκε τη Θεσσαλονίκη το 2013 που μαγεύτηκε από το περιβάλλον και την ιστορία της, όπως λέει στο makthes.gr.

Εξάλλου, η φύση είναι πρωταγωνιστής του βιβλίου του, αφού η πιο δυνατή ίσως ιστορία έχει ως πρωταγωνιστή της ένα παγιδευμένο αγριογούρουνο που προσπαθεί να σωθεί. «Ήταν κι αυτή μια εικόνα που την είχα από παιδί. Κατά βάθος είμαι ρομαντικός. Θεωρώ ότι ένα τοπίο συνδέεται ή εκφράζει τη διάθεση και το εσωτερικό συναίσθημα ενός ανθρώπου. Για παράδειγμα μπορεί να μας επηρεάσει ένας γκρίζος ουρανός. Κάποια φορά είχα πει ότι θα μου άρεσε πολύ να με φώναζαν στα μετεωρολογικά δελτία για να κάνω μια περιγραφή του ουρανού. Αυτό είναι κάτι που με παθιάζει πολύ», επισημαίνει.

Τα βασκικά είναι μια γλώσσα που τυποποιήθηκε σχετικά πρόσφατα. «Όταν κανείς γράφει σε μια γλώσσα που μιλάνε λίγοι άνθρωποι πρέπει να το κάνει σιγά – σιγά, προσεκτικά», λέει. Ωστόσο οι αναγνώστες του μπορεί να φτάνουν και τους 20000, αφού όπως υποστηρίζει είναι πολλοί οι Βάσκοι που διαβάζουν τα βιβλία του. Ο ίδιος θεωρεί πως το να γράφουμε σε μια γλώσσα μειονοτική έχει ένα συγκεκριμένο νόημα και επικαλείται γι’ αυτό μια φράση από τα ημερολόγια του Κάφκα (25 Δεκεμβρίου 1911): «Ζηλεύω τους φίλους μου που γράφουν στα εβραϊκά γιατί το έργο τους αποκτά κατευθείαν μια πολιτική φόρτιση». Έτσι ο Κάφκα συνδέει το πεπρωμένο της λογοτεχνίας που γράφεται σε μειονοτικές γλώσσες με την πολιτική, πράγμα που ασπάζεται και ο Ατσάγα.

«Η πραγματική γλώσσα της Ευρώπης είναι η μετάφραση»

Πτυχιούχος Οικονομικών Επιστημών ο ίδιος ασχολήθηκε με διάφορες εργασίες μέχρι που, στις αρχές της δεκαετίας του ΄80, αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία. Σήμερα, βιοπορίζεται εξολοκλήρου από τη λογοτεχνία, ενώ έχει κατορθώσει να ξεπεράσει τα σύνορα. «Ο Ουμπέρτο Έκο, ευφυέστατος και ως συγγραφέας και ως άνθρωπος, είπε ότι η πραγματική γλώσσα της Ευρώπης είναι η μετάφραση. Η κοινωνία των μεταφραστών επιτρέπει στα βιβλία να ταξιδέψουν στον κόσμο. Είμαστε πολύ τυχεροί γιατί ζούμε σε μια εποχή που υπάρχουν μεταφραστές. Ο μεταφραστής πολλές φορές λειτουργεί και ως πραγματικός ατζέντης, αυτός που συστήνει το βιβλίο στον εκδοτικό οίκο. Πριν εκατό χρόνια η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη», λέει και παρομοιάζει τη μετάφραση με «διαστημόπλοιο» που μπορεί να εκτοξεύσει ένα βιβλίο.

Αν και επιμένει πολύ στη βασκική καταγωγή του αναδεικνύοντάς την και μέσω της γλώσσας ο ίδιος έχει πει στο παρελθόν «Βαρέθηκα να είμαι Βάσκος!» εννοώντας προφανώς ότι συγγραφείς με πολιτική φόρτιση εγκλωβίζονται συχνά σε αναπαραγωγή στερεοτύπων καταντώντας φολκλόρ. «Ο Παδούρα έγραψε ένα άρθρο με τίτλο ‘Θα ήθελα να είμαι ο Πολ Όστερ’ γιατί όταν δίνει συνεντεύξεις τον ρωτάνε για την Κούβα και τον Κάστρο, ενώ στον Όστερ κάνουν ερωτήσεις για τη λογοτεχνία. Για μένα είναι ξεκάθαρο ότι βασικός ρόλος της λογοτεχνίας είναι να αγωνίζεται ενάντια στα στερεότυπα, τις παγιωμένες ιδέες, τη θεωρία, την κοινωνιολογία, την ψυχολογία, ο,τιδήποτε άκαμπτο. Τα στερεότυπα πατάνε σε ένα πολιτικό συμφέρον και έχουν να κάνουν με την επιθετικότητα απέναντι στο διαφορετικό. Οφείλουμε να καταπολεμάμε αυτές τις ιδέες. Για μένα το γεγονός ότι ήμουν Βάσκος ήταν κάτι δύσκολο, γιατί υπάρχει μια εντύπωση ότι όλοι οι Βάσκοι είναι αγρότες και στην Ισπανία οι άνθρωποι της πόλης σκέφτονται τους ανθρώπους της αγροτιάς ως το αντίθετο από εκείνους. Στην Ισπανία οι περισσότερες προσβολές σχετίζονται με τον αγροτικό κόσμο. Όταν όλοι οι δημοσιογράφοι σε ρωτάνε για το ίδιο πράγμα νιώθεις μια ασφυξία», καταλήγει.

Είναι Βάσκος λογοτέχνης, πολυγραφότατος και γνωστός στο ελληνικό κοινό, ενώ στο παρελθόν έχει επισκεφθεί ξανά την Ελλάδα και τη Θεσσαλονίκη. Τώρα ο Μπερνάρντο Ατσάγα βρέθηκε στο 1ο Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων με αφορμή το τελευταίο του μυθιστόρημα «Σπίτια και τάφοι» και συνομίλησε με το μεταφραστή του έργου του (που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Εκκρεμές») Κώστα Αθανασίου.

Πρόκειται για το πέμπτο βιβλίο του που έχει μεταφραστεί στα ελληνικά, ενώ ο ίδιος έχει ασχοληθεί με πάρα πολλά είδη συγγραφής, όπως μυθιστόρημα, ποίηση, δοκίμιο, θέατρο, παιδική λογοτεχνία.

Βραβευμένος με το Εθνικό Βραβείο Μυθιστορήματος και το Εθνικό Βραβείο Γραμμάτων και Λογοτεχνίας στην Ισπανία ο Ατσάγα θεωρείται ο πιο μεταφρασμένος Βάσκος συγγραφέας. Ο ίδιος γράφει στα βασκικά και μεταφράζει ή συμμεταφράζει τα βιβλία του εκ των υστέρων στα ισπανικά.

Στην Ελλάδα έγινε γνωστός από το μυθιστόρημά του «Ομπαμπακόακ». Στη συνέχεια ακολούθησαν τα «Ένας άνθρωπος μόνος», «Εκείνοι οι ουρανοί» και «Ο γιος του ακορντεονίστα».

Το πέμπτο αυτό μυθιστόρημά του περιλαμβάνει έξι διαφορετικές ιστορίες που τοποθετούνται στην Ισπανία των ετών 1970-2017, ενώ διατρέχουν ένα μεγάλο μέρος της πρόσφατης ιστορίας του τόπου, κρίσιμες στιγμές της Ισπανίας και της χώρας των Βάσκων.

Αν και οι ιστορίες δείχνουν αρχικά ανεξάρτητες, τελικά διαπιστώνουμε ότι τα ίδια πρόσωπα έρχονται και φεύγουν μέσα σε αυτές.

Με αυτό το βιβλίο ο ίδιος δηλώνει ότι εγκαταλείπει τη μυθιστοριογραφία. «Ως είδος το μυθιστόρημα είναι αποτέλεσμα μιας κοινωνικής πίεσης, δηλαδή οικονομικής, ίσως από έναν εκδοτικό οίκο. Στα τέλη του 20ου αι στην Αγγλία τα περισσότερα μυθιστορήματα αποτελούνταν από τρεις τόμους. Τότε οι βιβλιοθηκάριοι είχαν διαμαρτυρηθεί ότι ήταν δύσκολο να τα ταξινομήσουν και δήλωσαν ότι δεν θα δέχονται πλέον μυθιστόρημα σε τρεις τόμους. Εκείνη τη χρονιά είχαν εκδοθεί περίπου εκατό. Την επόμενη έγιναν τριάντα και τη μεθεπόμενη δέκα, ενώ τη χρονιά που ακολούθησε δεν υπήρχε κανένα τρίτομο. Αυτή η μορφή δηλαδή δεν είχε τίποτε το ουσιαστικό, δεν είχε σχέση με την πράξη της συγγραφής. Νιώθω ότι η δομή του μυθιστορήματος αποτελεί μια απόσταση που δεν με βολεύει. Όπως άλλοι δρομείς προτιμούν τον μαραθώνιο και άλλοι τα 100 μέτρα απόστασης έτσι και εγώ πρέπει να παραδεχτώ ότι είμαι ένας συγγραφέας των 1000-1500 μέτρων. Το ‘Σπίτια και τάφοι’ μπορεί να μοιάζει με μυθιστόρημα είναι όμως έξι έργα που συνδέονται. Εμένα μου αρέσουν τα λιγότερα μέτρα γι’ αυτό επέλεξα αυτή τη μορφή», λέει ο Μπερνάρντο Ατσάγα.

1-4iPB2.jpg

ΜΕ ΤΟΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ, ΚΩΣΤΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Η καρακάξα και ο Φράνκο

Το συγκεκριμένο βιβλίο περιλαμβάνει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. «Νομίζω πως είναι λίγο περίεργη συνθήκη να γράφει κάποιος χωρίς να στηρίζεται στη δική του εμπειρία. Θεωρώ ότι η ποιητική ακρίβεια μπορεί να επιτευχθεί πιο εύκολα όταν πατάει πάνω στη δική σου εμπειρία. Μπορώ να σκεφτώ διάφορα παραδείγματα όπως έναν συγγραφέα που έγραψε για την Κίνα χωρίς καν να ταξιδέψει εκεί. Για μένα είναι μια εγγύηση να συνδέεται το μυθιστόρημα με πραγματικές εμπειρίες. Δεν πρέπει να πιεζόμαστε να προσεγγίσουμε απόλυτα την πραγματικότητα αλλά μπορούμε να την εισάγουμε στο έργο μας. Στο βιβλίο μιλάω για ένα στρατόπεδο που βρίσκεται πολύ κοντά στο παλάτι του Φράνκο, για τον κήπο που αποτελούσε τόπο για το κυνήγι του ίδιου και των βασιλέων. Το ξέρω καλά αυτό το μέρος γιατί ήμουν εκεί στρατιώτης όταν η θητεία ήταν υποχρεωτική στην Ισπανία. Γνωρίζαμε τότε από τον ήχο της μηχανής ποιος ήταν αυτός που περνούσε απέξω. Θυμάμαι ότι καταλαβαίναμε ότι περνούσε ο τότε πρίγκιπας Χουάν Κάρλος γιατί είχε μια καταπληκτική μηχανή με εξαιρετικό ήχο», τονίζει.

Χαρακτηριστικό αυτών που λέει είναι η αληθινή ιστορία της εξημέρωσης μιας καρακάξας από εκείνον και τους συστρατιώτες του, την οποία είχαν εκπαιδεύσει ώστε να λέει υβριστικά σχόλια για τον Φράνκο και σκέφτονταν κάποια στιγμή να την αφήσουν να πετάξει προς το παλάτι του, αλλά τελικά φοβήθηκαν τις συνέπειες τόσο για την ίδια όσο και για εκείνους. «Οι καρακάξες μπορεί να πέσουν επάνω σου και να πιστέψουν ότι είσαι η μητέρα ή ο πατέρας τους. Τότε θα αρχίσουν να σε ακολουθούν παντού», υπογραμμίζει.

«Κατά βάθος είμαι ρομαντικός»

Ανθρώπινος, βατός, ευγενικός, γήινος, αλλά και υπερκόσμιος ταυτόχρονα ο ίδιος έχει την αίσθηση στην Κρήτη, όπως τονίζει, ότι ζει σε ένα σύμπαν θρύλου με κάποια αυτόχθονα ονόματα να τον μεταφέρουν στον μύθο. Δυσκολεύεται να μπει στην καθημερινότητα του τόπου και προτιμά εκείνο τον χώρο. Το ίδιο και όταν επισκέφθηκε τη Θεσσαλονίκη το 2013 που μαγεύτηκε από το περιβάλλον και την ιστορία της, όπως λέει στο makthes.gr.

Εξάλλου, η φύση είναι πρωταγωνιστής του βιβλίου του, αφού η πιο δυνατή ίσως ιστορία έχει ως πρωταγωνιστή της ένα παγιδευμένο αγριογούρουνο που προσπαθεί να σωθεί. «Ήταν κι αυτή μια εικόνα που την είχα από παιδί. Κατά βάθος είμαι ρομαντικός. Θεωρώ ότι ένα τοπίο συνδέεται ή εκφράζει τη διάθεση και το εσωτερικό συναίσθημα ενός ανθρώπου. Για παράδειγμα μπορεί να μας επηρεάσει ένας γκρίζος ουρανός. Κάποια φορά είχα πει ότι θα μου άρεσε πολύ να με φώναζαν στα μετεωρολογικά δελτία για να κάνω μια περιγραφή του ουρανού. Αυτό είναι κάτι που με παθιάζει πολύ», επισημαίνει.

Τα βασκικά είναι μια γλώσσα που τυποποιήθηκε σχετικά πρόσφατα. «Όταν κανείς γράφει σε μια γλώσσα που μιλάνε λίγοι άνθρωποι πρέπει να το κάνει σιγά – σιγά, προσεκτικά», λέει. Ωστόσο οι αναγνώστες του μπορεί να φτάνουν και τους 20000, αφού όπως υποστηρίζει είναι πολλοί οι Βάσκοι που διαβάζουν τα βιβλία του. Ο ίδιος θεωρεί πως το να γράφουμε σε μια γλώσσα μειονοτική έχει ένα συγκεκριμένο νόημα και επικαλείται γι’ αυτό μια φράση από τα ημερολόγια του Κάφκα (25 Δεκεμβρίου 1911): «Ζηλεύω τους φίλους μου που γράφουν στα εβραϊκά γιατί το έργο τους αποκτά κατευθείαν μια πολιτική φόρτιση». Έτσι ο Κάφκα συνδέει το πεπρωμένο της λογοτεχνίας που γράφεται σε μειονοτικές γλώσσες με την πολιτική, πράγμα που ασπάζεται και ο Ατσάγα.

«Η πραγματική γλώσσα της Ευρώπης είναι η μετάφραση»

Πτυχιούχος Οικονομικών Επιστημών ο ίδιος ασχολήθηκε με διάφορες εργασίες μέχρι που, στις αρχές της δεκαετίας του ΄80, αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία. Σήμερα, βιοπορίζεται εξολοκλήρου από τη λογοτεχνία, ενώ έχει κατορθώσει να ξεπεράσει τα σύνορα. «Ο Ουμπέρτο Έκο, ευφυέστατος και ως συγγραφέας και ως άνθρωπος, είπε ότι η πραγματική γλώσσα της Ευρώπης είναι η μετάφραση. Η κοινωνία των μεταφραστών επιτρέπει στα βιβλία να ταξιδέψουν στον κόσμο. Είμαστε πολύ τυχεροί γιατί ζούμε σε μια εποχή που υπάρχουν μεταφραστές. Ο μεταφραστής πολλές φορές λειτουργεί και ως πραγματικός ατζέντης, αυτός που συστήνει το βιβλίο στον εκδοτικό οίκο. Πριν εκατό χρόνια η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη», λέει και παρομοιάζει τη μετάφραση με «διαστημόπλοιο» που μπορεί να εκτοξεύσει ένα βιβλίο.

Αν και επιμένει πολύ στη βασκική καταγωγή του αναδεικνύοντάς την και μέσω της γλώσσας ο ίδιος έχει πει στο παρελθόν «Βαρέθηκα να είμαι Βάσκος!» εννοώντας προφανώς ότι συγγραφείς με πολιτική φόρτιση εγκλωβίζονται συχνά σε αναπαραγωγή στερεοτύπων καταντώντας φολκλόρ. «Ο Παδούρα έγραψε ένα άρθρο με τίτλο ‘Θα ήθελα να είμαι ο Πολ Όστερ’ γιατί όταν δίνει συνεντεύξεις τον ρωτάνε για την Κούβα και τον Κάστρο, ενώ στον Όστερ κάνουν ερωτήσεις για τη λογοτεχνία. Για μένα είναι ξεκάθαρο ότι βασικός ρόλος της λογοτεχνίας είναι να αγωνίζεται ενάντια στα στερεότυπα, τις παγιωμένες ιδέες, τη θεωρία, την κοινωνιολογία, την ψυχολογία, ο,τιδήποτε άκαμπτο. Τα στερεότυπα πατάνε σε ένα πολιτικό συμφέρον και έχουν να κάνουν με την επιθετικότητα απέναντι στο διαφορετικό. Οφείλουμε να καταπολεμάμε αυτές τις ιδέες. Για μένα το γεγονός ότι ήμουν Βάσκος ήταν κάτι δύσκολο, γιατί υπάρχει μια εντύπωση ότι όλοι οι Βάσκοι είναι αγρότες και στην Ισπανία οι άνθρωποι της πόλης σκέφτονται τους ανθρώπους της αγροτιάς ως το αντίθετο από εκείνους. Στην Ισπανία οι περισσότερες προσβολές σχετίζονται με τον αγροτικό κόσμο. Όταν όλοι οι δημοσιογράφοι σε ρωτάνε για το ίδιο πράγμα νιώθεις μια ασφυξία», καταλήγει.

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία