ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Ο Έλληνας γιατρός που έγινε αεροπειρατής και κήρυξε το σπίτι του «ανεξάρτητο κράτος»

Η απίστευτη ιστορία του Βασίλη Τσιρώνη που απασχόλησε κοινωνία και Τύπο όσο κανείς

 11/07/2023 21:30

Ο Έλληνας γιατρός που έγινε αεροπειρατής και κήρυξε το σπίτι του «ανεξάρτητο κράτος»

Υπηρέτησε ως γιατρός των εξόριστων στον Άη-Στράτη, δημοσίευσε ευαίσθητα υπουργικά έγγραφα που καταδείκνυαν τις άθλιες συνθήκες κράτησης των κρατουμένων, πολέμησε το δικτατορικό καθεστώς με κάθε τρόπο και φυλακίστηκε σε Ελλάδα και εξωτερικό.

Ο λόγος για τον γιατρό Βασίλη Τσιρώνη. Στην πολυτάραχη ζωή του μέτρησε την ίδρυση ενός πολιτικού κόμματος, μία αεροπειρατεία και τη μετατροπή της οικίας σε ανεξάρτητο κράτος. 

Το 1978 άφησε την τελευταία του πνοή στο διαμέρισμά του σε ηλικία 49 ετών.

Αυτοκτονία ή δολοφονία; Μέχρι σήμερα κανείς δεν έχει απαντήσει με βεβαιότητα, ενώ το αφιέρωμα της Μηχανής του Χρόνου είναι κατατοπιστικό για την απίστευτη ιστορία του.

Γιατρός στον Άη-Στράτη

Ο Βασίλης Τσιρώνης γεννήθηκε στις 15 Αυγούστου 1929. Το 1947 ξεκίνησε τις σπουδές του στην Στρατιωτική Ιατρική Σχολή. Μετά την αποφοίτησή του, το 1958, διορίστηκε από τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό ως γιατρός στο νησί του Άη-Στράτη. Αμέσως διαπίστωσε τις άθλιες συνθήκες των πολιτικών κρατουμένων και “έπραξε ως όφειλε”. Έστειλε βαριά ασθενείς εξόριστους να νοσηλευτούν στην Αθήνα και κατήγγειλε δημόσια την κυβέρνηση της ΕΡΕ για “ανθρωποκτονίες εκ προμελέτης” και τον Ερυθρό Σταυρό για “συνθηκολόγηση και υποταγή“.

Δεν σταμάτησε όμως εκεί. Πιστός στα ανθρώπινα δικαιώματα αποφάσισε ότι η υπόθεση χρήζει παγκόσμιας προβολής. Έτσι, διοχέτευσε στα ξένα μέσα ενημέρωσης εμπιστευτικά έγγραφα και απόρρητες οδηγίες του Υφυπουργείου Ασφαλείας, που αποδείκνυαν ότι το ελληνικό κράτος παραβίαζε τη διεθνή νομοθεσία, όσον αφορά την αντιμετώπιση των εξορίστων.

Η απάντηση της κυβέρνησης ήταν άμεση. Απολύθηκε, επειδή “η εν γένει συμπεριφορά του ανωτέρω ιατρού ήτο τοιαύτη, ώστε να δίδει την εντύπωσιν ότι είναι όργανο όχι της ιατρικής επιστήμης αλλά της κομμουνιστικής ηγεσίας“. Ο Τσιρώνης προσέφυγε στη Δικαιοσύνη, η οποία τον δικαίωσε. Ωστόσο, η δικαστική απόφαση δεν εκτελέστηκε ποτέ και δεν επαναπροσλήφθηκε.

Στη φυλακή

Τον Αύγουστο του 1960 επισκέφθηκε τον Υπουργό Πρόνοιας της κυβέρνησης Καραμανλή, ζητώντας την αποκατάστασή του. Η συζήτησή τους κατέληξε σε φιλονικία, η οποία μάλιστα κόστισε πολύ ακριβά στον Τσιρώνη.

Ο Υπουργός κατέθεσε μήνυση εναντίον του για εξύβριση και συκοφάντηση, οδηγώντας τον τελικά στη φυλακή. Μετά την αποφυλάκισή του, το Δημόσιο διεκδίκησε οφειλές ύψους 66.472 δραχμών, που αντιστοιχούσαν σε δίδακτρα της Σχολής. Το ποσό αυτό ήταν σημαντικό για τον άνεργο γιατρό, με αποτέλεσμα να καταδικαστεί για δημόσια χρέη και να οδηγηθεί εκ νέου στη φυλακή. Ως έγκλειστος, οργάνωσε απεργία πείνας όλων των κρατουμένων που είχαν φυλακιστεί για αντίστοιχα αδικήματα. Μετά την αποφυλάκισή του, ακολούθησαν δύο ακόμα διαδοχικές συλλήψεις του, οι οποίες έληξαν τα τέλη του 1962.

Η είσοδος στην πολιτική

Σύμφωνα με τη Μηχανή του Χρόνου, τον Δεκέμβριο του 1962 αποφάσισε να ασχοληθεί ενεργά με την πολιτική. Ίδρυσε το “Κόμμα των Αδέσμευτων” που αργότερα μετονομάστηκε Εθνικό Αστικό Κόμμα (Ε.Α.Κ). Δεν ανήκε ούτε στην Αριστερά ούτε στη Δεξιά. Επιθυμούσε να είναι “Λευκός”, όπως χαρακτηριστικά έλεγε ενώ αρκετοί αποτίμησαν την πολιτική κίνηση του ως συμβολική.

Όταν έγινε κυβέρνηση η Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου, κατέβηκε σε απεργία πείνας πενήντα ημερών (Απρίλιος-Ιούνιος 1964) με αίτημα την επιστροφή των πολιτικών προσφύγων από τις ανατολικές χώρες, κυρίως από την Σοβιετική Ένωση. Το 1967 συνελήφθη από τη Χούντα και φυλακίστηκε στην Κέρκυρα.

Η αεροπειρατεία

Το Σάββατο 16 Αυγούστου του 1969, ο γιατρός Τσιρώνης εκτέλεσε μία από τις πρώτες αεροπειρατείες στην ελληνική ιστορία. Το πρωί εκείνης της μέρας, με τη σύζυγό του και τα δύο τους παιδιά επιβιβάστηκαν στο αεροπλάνο της Ολυμπιακής, που εκτελούσε την πτήση Αθήνα-Αγρίνιο-Ιωάννινα, εξοπλισμένοι με δύο πιστόλια και δύο μαχαίρια.

Κάθισαν στις τέσσερις πρώτες θέσεις πίσω από το πιλοτήριο.

Λίγο μετά την απογείωση, η οικογένεια Τσιρώνη εισέβαλλε στο πιλοτήριο και διέταξε τον πιλότο να συνεχίσει προς Αλβανία. Λέγεται μάλιστα ότι μία από τις αεροσυνοδούς του πληρώματος υποψιάστηκε ότι “κάτι παράξενο συμβαίνει”, όταν προσπάθησε να μπει στο πιλοτήριο και διαπίστωσε πως η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Εκείνη την εποχή, η πρόσβαση των επιβατών στον πιλότο ήταν ελεύθερη. Έτσι, προσπάθησε να καθησυχάσει τον εαυτό της και τους 28 επιβαίνοντες.

Όταν μπήκαν στον αλβανικό εναέριο χώρο, αεροσκάφη της γειτονικής χώρας πλησίασαν το Ντακότα DC-3 της Ολυμπιακής. Επικράτησε πανικός. Από τα μεγάφωνα ακούστηκε η φωνή του κυβερνήτη “θα επιχειρήσουμε αναγκαστική προσγείωση”. Όπως και έγινε. Το αεροσκάφος προσγειώθηκε σε ένα μικρό στρατιωτικό αεροδρόμιο της Αυλώνας. Πρώτος αποβιβάστηκε ο γιατρός Τσιρώνης. Ύστερα από τρεις ώρες διαπραγματεύσεων με τους Αλβανούς αξιωματικούς, οι επιβάτες οδηγήθηκαν σε κοντινό πανδοχείο, ορισμένα μέλη του πληρώματος στον ανακριτή και η οικογένεια Τσιρώνη στα Τίρανα.

Το ίδιο βράδυ, οι αξιωματούχοι παρείχαν πλουσιοπάροχο δείπνο στους “απρόσκλητους επισκέπτες” τους και την επόμενη ημέρα επέστρεψαν στην Ελλάδα. Τους υποδέχτηκε ο Αλέξανδρος Ωνάσης, ο οποίος έσπευσε να καθησυχάσει το πλήρωμα, που ανησυχούσε για τις αντιδράσεις της χούντας απέναντί τους.

Ο Τσιρώνης στη Σουηδία

Η οικογένεια Τσιρώνη μεταφέρθηκε στη Σουηδία, όπου ζούσαν οι περισσότεροι αντιδικτατορικοί πολιτικοί πρόσφυγες. Την ημέρα της αεροπειρατείας, ενημερώθηκε φυσικά και ο Αλβανός ηγέτης Ενβέρ Χότζα, ο οποίος και ξεκαθάρισε στον γιατρό ότι δεν δύναται να του παραχωρήσει άσυλο στη γειτονική χώρα ούτε όμως και να τον στείλει πίσω στην Ελλάδα. Του παρείχε, ωστόσο, τη δυνατότητα να επιλέξει σε ποια χώρα επιθυμούσε να μεταβεί.

Στις 7 Ιουλίου 1971, ο Τσιρώνης καταδικάστηκε σε 3,5 χρόνια φυλάκισης με την κατηγορία της αεροπειρατείας αλλά και για εμπλοκή σε ξενοδοχειακή απάτη ενώ με το τέλος της ποινής του ήταν προγραμματισμένη η απέλασή του, από τη Σουηδία. Ο ίδιος και η οικογένειά του επιδόθηκαν σε έναν αγώνα αναρίθμητων τηλεγραφημάτων και επιστολών προς την αλβανική πρεσβεία, ζητώντας την επιστροφή τους στην Αλβανία. Κάθε τους προσπάθεια αντιμετώπιζε την εκκωφαντική σιωπή των αλβανικών αρχών. Οι τελευταίες επιστολές του γιατρού φανερώνουν ότι η υπομονή του είχε εξαντληθεί και η ψυχολογικά είχε καταρρεύσει:

“Σας γράφω με παρανοϊκή αντίληψη και αθεράπευτη ειλικρίνεια… για τα βασανιστήρια, τα λάθη, την οικονομική εξαθλίωση. Θα δώσω εντολή στους οικείους μου να μη σας ενοχλούν, αλλά σύντομα θα έρθει σε εσάς ο Παναγιώτης, για να μιλήσει και, μετά την αποφυλάκισή μου, θα έρχομαι μόνος μου!”.

Το «ανεξάρτητο κράτος» του Τσιρώνη

Με την πτώση της Χούντας, ο γιατρός επέστρεψε στην Ελλάδα. Αποφασισμένος να συνεχίσει τον αντικαθεστωτικό αγώνα, ανασύνταξε το κόμμα του, μετονομάζοντάς το σε “Ουδετερόφιλο Ελλαδικό Μέτωπο” (Ο.Ε.Μ) και οργάνωσε μια σειρά “επαναστατικών” παρεμβάσεων, οι οποίες κορυφώθηκαν όταν πυροβόλησε με καραμπίνα στην κεντρική αγορά της Αθήνας.

Στο στόχαστρο των επιθέσεών του ήταν αυτή τη φορά ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής.

Στις 30 Νοεμβρίου 1977, αστυνομικές δυνάμεις και ελεύθεροι σκοπευτές απέκλεισαν την περιοχή γύρω από το σπίτι του, στην οδό Άρεως 35 στο Παλαιό Φάληρο, με στόχο τη σύλληψή του. Άλλωστε εκκρεμούσαν εις βάρος του αρκετά εντάλματα σύλληψης. Ο γιατρός οχυρώθηκε στο διαμέρισμά του κηρύσσοντάς το μάλιστα “ελεύθερο και ανεξάρτητο κράτος”. Ακολούθησε η πολύμηνη πολιορκία του.

Καθημερινά έβγαινε στο μπαλκόνι του και έβγαζε πύρινους αντικαθεστωτικούς λόγους και φώναζε συνθήματα από τον τηλεβόα ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που πυροβολούσε στο κενό. Ο Τύπος της εποχής είχε συνταχτεί ανοιχτά εναντίον του και καλούσε το κράτος να αναλάβει δράση.

Αυτοκτονία ή δολοφονία;

Τα χαράματα της 11ης Ιουλίου 1978, εικοσιοκτώ ένστολοι, υπό την εποπτεία του υπουργού Δημοσίας Τάξης και του διευθυντή της Αστυνομίας, έκαναν έφοδο στο σπίτι του. Ο Τσιρώνης, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, έπεσε νεκρός, σε ηλικία 49 ετών. Η γυναίκα του, που βρισκόταν στο διαμέρισμα φώναζε οργισμένη πως “οι φασίστες σκότωσαν τον Τσιρώνη μέσα στο σπίτι του“. Κατά την Αστυνομία, ο Τσιρώνης αυτοκτόνησε.

Την επόμενη μέρα, η αστυνομία ανακοίνωσε πως το κόμμα του Τσιρώνη, Ο.Ε.Μ, ήταν υπεύθυνο για προγενέστερες βομβιστικές επιθέσεις, καθώς βρέθηκαν στο σπίτι του δοχεία βενζίνης. Στην κηδεία του διαδήλωσαν πάνω από 1.000 άτομα εναντίον της κρατικής βίας και των δημοσιογράφων, στους οποίους απέδιδαν ευθύνες για τον θάνατό του.

Δύο ημέρες αργότερα, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι ο Τσιρώνης “με τις αντικρατικές και αντικοινωνικές εκδηλώσεις του ήταν συνεχής απειλή και διαρκής κίνδυνος για τους αθώους πολίτες. Πολίτες κάθε κόμματος και εφημερίδες κάθε πολιτικής αποχρώσεως καλούσαν τις αρχές να θέσουν τέρμα στην επικίνδυνη δράση του Τσιρώνη».

Υπηρέτησε ως γιατρός των εξόριστων στον Άη-Στράτη, δημοσίευσε ευαίσθητα υπουργικά έγγραφα που καταδείκνυαν τις άθλιες συνθήκες κράτησης των κρατουμένων, πολέμησε το δικτατορικό καθεστώς με κάθε τρόπο και φυλακίστηκε σε Ελλάδα και εξωτερικό.

Ο λόγος για τον γιατρό Βασίλη Τσιρώνη. Στην πολυτάραχη ζωή του μέτρησε την ίδρυση ενός πολιτικού κόμματος, μία αεροπειρατεία και τη μετατροπή της οικίας σε ανεξάρτητο κράτος. 

Το 1978 άφησε την τελευταία του πνοή στο διαμέρισμά του σε ηλικία 49 ετών.

Αυτοκτονία ή δολοφονία; Μέχρι σήμερα κανείς δεν έχει απαντήσει με βεβαιότητα, ενώ το αφιέρωμα της Μηχανής του Χρόνου είναι κατατοπιστικό για την απίστευτη ιστορία του.

Γιατρός στον Άη-Στράτη

Ο Βασίλης Τσιρώνης γεννήθηκε στις 15 Αυγούστου 1929. Το 1947 ξεκίνησε τις σπουδές του στην Στρατιωτική Ιατρική Σχολή. Μετά την αποφοίτησή του, το 1958, διορίστηκε από τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό ως γιατρός στο νησί του Άη-Στράτη. Αμέσως διαπίστωσε τις άθλιες συνθήκες των πολιτικών κρατουμένων και “έπραξε ως όφειλε”. Έστειλε βαριά ασθενείς εξόριστους να νοσηλευτούν στην Αθήνα και κατήγγειλε δημόσια την κυβέρνηση της ΕΡΕ για “ανθρωποκτονίες εκ προμελέτης” και τον Ερυθρό Σταυρό για “συνθηκολόγηση και υποταγή“.

Δεν σταμάτησε όμως εκεί. Πιστός στα ανθρώπινα δικαιώματα αποφάσισε ότι η υπόθεση χρήζει παγκόσμιας προβολής. Έτσι, διοχέτευσε στα ξένα μέσα ενημέρωσης εμπιστευτικά έγγραφα και απόρρητες οδηγίες του Υφυπουργείου Ασφαλείας, που αποδείκνυαν ότι το ελληνικό κράτος παραβίαζε τη διεθνή νομοθεσία, όσον αφορά την αντιμετώπιση των εξορίστων.

Η απάντηση της κυβέρνησης ήταν άμεση. Απολύθηκε, επειδή “η εν γένει συμπεριφορά του ανωτέρω ιατρού ήτο τοιαύτη, ώστε να δίδει την εντύπωσιν ότι είναι όργανο όχι της ιατρικής επιστήμης αλλά της κομμουνιστικής ηγεσίας“. Ο Τσιρώνης προσέφυγε στη Δικαιοσύνη, η οποία τον δικαίωσε. Ωστόσο, η δικαστική απόφαση δεν εκτελέστηκε ποτέ και δεν επαναπροσλήφθηκε.

Στη φυλακή

Τον Αύγουστο του 1960 επισκέφθηκε τον Υπουργό Πρόνοιας της κυβέρνησης Καραμανλή, ζητώντας την αποκατάστασή του. Η συζήτησή τους κατέληξε σε φιλονικία, η οποία μάλιστα κόστισε πολύ ακριβά στον Τσιρώνη.

Ο Υπουργός κατέθεσε μήνυση εναντίον του για εξύβριση και συκοφάντηση, οδηγώντας τον τελικά στη φυλακή. Μετά την αποφυλάκισή του, το Δημόσιο διεκδίκησε οφειλές ύψους 66.472 δραχμών, που αντιστοιχούσαν σε δίδακτρα της Σχολής. Το ποσό αυτό ήταν σημαντικό για τον άνεργο γιατρό, με αποτέλεσμα να καταδικαστεί για δημόσια χρέη και να οδηγηθεί εκ νέου στη φυλακή. Ως έγκλειστος, οργάνωσε απεργία πείνας όλων των κρατουμένων που είχαν φυλακιστεί για αντίστοιχα αδικήματα. Μετά την αποφυλάκισή του, ακολούθησαν δύο ακόμα διαδοχικές συλλήψεις του, οι οποίες έληξαν τα τέλη του 1962.

Η είσοδος στην πολιτική

Σύμφωνα με τη Μηχανή του Χρόνου, τον Δεκέμβριο του 1962 αποφάσισε να ασχοληθεί ενεργά με την πολιτική. Ίδρυσε το “Κόμμα των Αδέσμευτων” που αργότερα μετονομάστηκε Εθνικό Αστικό Κόμμα (Ε.Α.Κ). Δεν ανήκε ούτε στην Αριστερά ούτε στη Δεξιά. Επιθυμούσε να είναι “Λευκός”, όπως χαρακτηριστικά έλεγε ενώ αρκετοί αποτίμησαν την πολιτική κίνηση του ως συμβολική.

Όταν έγινε κυβέρνηση η Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου, κατέβηκε σε απεργία πείνας πενήντα ημερών (Απρίλιος-Ιούνιος 1964) με αίτημα την επιστροφή των πολιτικών προσφύγων από τις ανατολικές χώρες, κυρίως από την Σοβιετική Ένωση. Το 1967 συνελήφθη από τη Χούντα και φυλακίστηκε στην Κέρκυρα.

Η αεροπειρατεία

Το Σάββατο 16 Αυγούστου του 1969, ο γιατρός Τσιρώνης εκτέλεσε μία από τις πρώτες αεροπειρατείες στην ελληνική ιστορία. Το πρωί εκείνης της μέρας, με τη σύζυγό του και τα δύο τους παιδιά επιβιβάστηκαν στο αεροπλάνο της Ολυμπιακής, που εκτελούσε την πτήση Αθήνα-Αγρίνιο-Ιωάννινα, εξοπλισμένοι με δύο πιστόλια και δύο μαχαίρια.

Κάθισαν στις τέσσερις πρώτες θέσεις πίσω από το πιλοτήριο.

Λίγο μετά την απογείωση, η οικογένεια Τσιρώνη εισέβαλλε στο πιλοτήριο και διέταξε τον πιλότο να συνεχίσει προς Αλβανία. Λέγεται μάλιστα ότι μία από τις αεροσυνοδούς του πληρώματος υποψιάστηκε ότι “κάτι παράξενο συμβαίνει”, όταν προσπάθησε να μπει στο πιλοτήριο και διαπίστωσε πως η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Εκείνη την εποχή, η πρόσβαση των επιβατών στον πιλότο ήταν ελεύθερη. Έτσι, προσπάθησε να καθησυχάσει τον εαυτό της και τους 28 επιβαίνοντες.

Όταν μπήκαν στον αλβανικό εναέριο χώρο, αεροσκάφη της γειτονικής χώρας πλησίασαν το Ντακότα DC-3 της Ολυμπιακής. Επικράτησε πανικός. Από τα μεγάφωνα ακούστηκε η φωνή του κυβερνήτη “θα επιχειρήσουμε αναγκαστική προσγείωση”. Όπως και έγινε. Το αεροσκάφος προσγειώθηκε σε ένα μικρό στρατιωτικό αεροδρόμιο της Αυλώνας. Πρώτος αποβιβάστηκε ο γιατρός Τσιρώνης. Ύστερα από τρεις ώρες διαπραγματεύσεων με τους Αλβανούς αξιωματικούς, οι επιβάτες οδηγήθηκαν σε κοντινό πανδοχείο, ορισμένα μέλη του πληρώματος στον ανακριτή και η οικογένεια Τσιρώνη στα Τίρανα.

Το ίδιο βράδυ, οι αξιωματούχοι παρείχαν πλουσιοπάροχο δείπνο στους “απρόσκλητους επισκέπτες” τους και την επόμενη ημέρα επέστρεψαν στην Ελλάδα. Τους υποδέχτηκε ο Αλέξανδρος Ωνάσης, ο οποίος έσπευσε να καθησυχάσει το πλήρωμα, που ανησυχούσε για τις αντιδράσεις της χούντας απέναντί τους.

Ο Τσιρώνης στη Σουηδία

Η οικογένεια Τσιρώνη μεταφέρθηκε στη Σουηδία, όπου ζούσαν οι περισσότεροι αντιδικτατορικοί πολιτικοί πρόσφυγες. Την ημέρα της αεροπειρατείας, ενημερώθηκε φυσικά και ο Αλβανός ηγέτης Ενβέρ Χότζα, ο οποίος και ξεκαθάρισε στον γιατρό ότι δεν δύναται να του παραχωρήσει άσυλο στη γειτονική χώρα ούτε όμως και να τον στείλει πίσω στην Ελλάδα. Του παρείχε, ωστόσο, τη δυνατότητα να επιλέξει σε ποια χώρα επιθυμούσε να μεταβεί.

Στις 7 Ιουλίου 1971, ο Τσιρώνης καταδικάστηκε σε 3,5 χρόνια φυλάκισης με την κατηγορία της αεροπειρατείας αλλά και για εμπλοκή σε ξενοδοχειακή απάτη ενώ με το τέλος της ποινής του ήταν προγραμματισμένη η απέλασή του, από τη Σουηδία. Ο ίδιος και η οικογένειά του επιδόθηκαν σε έναν αγώνα αναρίθμητων τηλεγραφημάτων και επιστολών προς την αλβανική πρεσβεία, ζητώντας την επιστροφή τους στην Αλβανία. Κάθε τους προσπάθεια αντιμετώπιζε την εκκωφαντική σιωπή των αλβανικών αρχών. Οι τελευταίες επιστολές του γιατρού φανερώνουν ότι η υπομονή του είχε εξαντληθεί και η ψυχολογικά είχε καταρρεύσει:

“Σας γράφω με παρανοϊκή αντίληψη και αθεράπευτη ειλικρίνεια… για τα βασανιστήρια, τα λάθη, την οικονομική εξαθλίωση. Θα δώσω εντολή στους οικείους μου να μη σας ενοχλούν, αλλά σύντομα θα έρθει σε εσάς ο Παναγιώτης, για να μιλήσει και, μετά την αποφυλάκισή μου, θα έρχομαι μόνος μου!”.

Το «ανεξάρτητο κράτος» του Τσιρώνη

Με την πτώση της Χούντας, ο γιατρός επέστρεψε στην Ελλάδα. Αποφασισμένος να συνεχίσει τον αντικαθεστωτικό αγώνα, ανασύνταξε το κόμμα του, μετονομάζοντάς το σε “Ουδετερόφιλο Ελλαδικό Μέτωπο” (Ο.Ε.Μ) και οργάνωσε μια σειρά “επαναστατικών” παρεμβάσεων, οι οποίες κορυφώθηκαν όταν πυροβόλησε με καραμπίνα στην κεντρική αγορά της Αθήνας.

Στο στόχαστρο των επιθέσεών του ήταν αυτή τη φορά ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής.

Στις 30 Νοεμβρίου 1977, αστυνομικές δυνάμεις και ελεύθεροι σκοπευτές απέκλεισαν την περιοχή γύρω από το σπίτι του, στην οδό Άρεως 35 στο Παλαιό Φάληρο, με στόχο τη σύλληψή του. Άλλωστε εκκρεμούσαν εις βάρος του αρκετά εντάλματα σύλληψης. Ο γιατρός οχυρώθηκε στο διαμέρισμά του κηρύσσοντάς το μάλιστα “ελεύθερο και ανεξάρτητο κράτος”. Ακολούθησε η πολύμηνη πολιορκία του.

Καθημερινά έβγαινε στο μπαλκόνι του και έβγαζε πύρινους αντικαθεστωτικούς λόγους και φώναζε συνθήματα από τον τηλεβόα ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που πυροβολούσε στο κενό. Ο Τύπος της εποχής είχε συνταχτεί ανοιχτά εναντίον του και καλούσε το κράτος να αναλάβει δράση.

Αυτοκτονία ή δολοφονία;

Τα χαράματα της 11ης Ιουλίου 1978, εικοσιοκτώ ένστολοι, υπό την εποπτεία του υπουργού Δημοσίας Τάξης και του διευθυντή της Αστυνομίας, έκαναν έφοδο στο σπίτι του. Ο Τσιρώνης, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, έπεσε νεκρός, σε ηλικία 49 ετών. Η γυναίκα του, που βρισκόταν στο διαμέρισμα φώναζε οργισμένη πως “οι φασίστες σκότωσαν τον Τσιρώνη μέσα στο σπίτι του“. Κατά την Αστυνομία, ο Τσιρώνης αυτοκτόνησε.

Την επόμενη μέρα, η αστυνομία ανακοίνωσε πως το κόμμα του Τσιρώνη, Ο.Ε.Μ, ήταν υπεύθυνο για προγενέστερες βομβιστικές επιθέσεις, καθώς βρέθηκαν στο σπίτι του δοχεία βενζίνης. Στην κηδεία του διαδήλωσαν πάνω από 1.000 άτομα εναντίον της κρατικής βίας και των δημοσιογράφων, στους οποίους απέδιδαν ευθύνες για τον θάνατό του.

Δύο ημέρες αργότερα, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι ο Τσιρώνης “με τις αντικρατικές και αντικοινωνικές εκδηλώσεις του ήταν συνεχής απειλή και διαρκής κίνδυνος για τους αθώους πολίτες. Πολίτες κάθε κόμματος και εφημερίδες κάθε πολιτικής αποχρώσεως καλούσαν τις αρχές να θέσουν τέρμα στην επικίνδυνη δράση του Τσιρώνη».

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία