ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ Νικόλαος Γ. Κανούτας αυτοβιογραφούμενος

 12/10/2008 00:00

ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ Νικόλαος Γ. Κανούτας αυτοβιογραφούμενος
Ημέρα του Μακεδονικού Αγώνα σήμερα και ο ελληνισμός τιμά τους γενναίους μακεδονομάχους και τους λοιπούς συντελεστές της πανελλήνιας αυτής προσπάθειας για την προάσπιση της Μακεδονίας. Ανάμεσα σ’ αυτούς συγκαταλέγεται και ο Νικόλαος Γ. Κανούτας (1879-1967), η αυτοβιογραφία του οποίου εξεδόθη πρόσφατα.


Επιμέλεια: Στέλιος Κούκος

Το βιβλίο με την αυτοβιογραφία του μακεδονομάχου Νικολάου Γ. Κανούτα (1879-1967) έρχεται μέσα από τον απλό και απέριττο λόγο του Δυτικομακεδόνα αντάρτη να αναπαραστήσει την όλη ατμόσφαιρα της εποχής στη Δυτική Μακεδονία αλλά και στην Κωνσταντινούπολη και την Αθήνα... Επιπλέον η έκδοση μας προσφέρει νέα στοιχεία και μάλιστα από πρώτο χέρι για ιστορικά γεγονότα που σχετίζονται με τον Αγώνα αυτό, που φέτος συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τη λήξη του. Το βιβλίο επιμελήθηκε με ιδιαίτερο ζήλο ο Δυτικομακεδόνας φιλόλογος Αλέξανδρος Μπακαΐμης και το εξέδωσε ο Οργανισμός Πολιτιστικής Ανάπτυξης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Γρεβενών. Προλογίζει ο νομάρχης Γρεβενών Δημήτρης Ρίγγος.
Για την έκδοση, τον συγγραφέα και το περιεχόμενο του βιβλίου γράφουν στο σημερινό μας αφιέρωμα δύο πανεπιστημιακοί: η Μαρία Πλαστήρα-Βαλκάνου, επίκουρη καθηγήτρια Κλασικής Φιλολογίας του ΑΠΘ, και ο Ευστάθιος Πελαγίδης, καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας.

Στα βήματα του μακεδονομάχου Νικολάου Κανούτα

της Μαρίας Πλαστήρα-Βαλκάνου, επίκουρης καθηγήτριας Κλασικής Φιλολογίας ΑΠΘ

Μακρόχρονη και πολύπλευρη είναι η προσφορά του Αλέξανδρου Μπακαΐμη στα γράμματα. Ιδιαίτερα οι πολυάριθμες μελέτες του στην ιστορία και λαογραφία της Δυτικής Μακεδονίας αποτελούν πολύτιμη κατάθεση πνεύματος, επειδή αναδεικνύουν άγνωστες πτυχές της τοπικής ιστορίας. Ένα τέτοιο διαμάντι μάς αποκαλύπτει και το τελευταίο του πόνημα. Στο σύντομο σημείωμά μου θα προσπαθήσω να φωτίσω τη μορφή του Νικολάου Κανούτα, ενός αγνού πατριώτη, ξετυλίγοντας το νήμα της ζωής του μέσα από μια επιλεκτική περιδιάβαση στις “Αναμνήσεις” του. Την αξιοποίηση του έργου ως αρχειακού υλικού την εμπιστεύομαι στους ιστορικούς.

“ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΜΕΛΕΙ ΚΑΘΟΛΟΥ ΤΟΥΣ ΔΙΚΟΥΣ ΜΑΣ”
Γιος του Γεωργίου Αθανασίου Κανούτα και της Γιαννούλας Μπακόλα, ο Νικόλαος Κανούτας γεννήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου του 1879 στο Τσούρχλι (σημ. Άγιος Γεώργιος) Γρεβενών. Μόλις 12 χρονών παλικαράκι, ξενιτεύεται στην Πόλη, όπου παίρνει το βάφτισμα στη δουλειά, στο μπακάλικο ενός Ηπειρώτη στα Ταταύλα. Ζωηρός και ατίθασος, μετά από έναν καβγά με δύο τουρκάκια, αναγκάζεται να βρει καταφύγιο στην Πρίγκηπο, όπου εργάζεται για τρία ακόμη χρόνια σ’ άλλο μπακάλικο μέχρι τα δεκαοκτώ που πάει “μαστορούλι”. Στην Πρίγκηπο κάποιος Γιοβάνης γαλατάς προσπαθεί να τον μυήσει στο Βουλγαρικό Κομιτάτο, με την υπόσχεση να τον κάνει καπετάνιο, “αν γυρίσει κάνα δυο παιδιά με ψυχή” (σ. 185). Συνειδητοποιώντας το σκοτεινό παιχνίδι που παίζεται, με οξυδέρκεια εκτιμά την πολιτική κατάσταση, την εγκληματική αδιαφορία της επίσημης ελληνικής πολιτικής: “οι κερατάδες / με ψυχή εργάζονται* παντού έχουν γραφεία το Κομιτάτο. Εμείς, οι τραχανοχάφτες δεν έχουν χαμπέρι* η Μακεδονία θα γένει βουργάρικη. Δεν τους μέλει καθόλου τους δικούς μας” (σ. 185). Αποφασίζει, λοιπόν, με καρδιά και νου να παλέψει για τη Μακεδονία. Φύσει ενθουσιώδης καθώς είναι, προσπαθεί καταρχήν να συμβάλει και στην εξουδετέρωση του βουλγαρικού πυρήνα. Κατασκοπεύει, για να μάθει πού έχει το κομιτάτο τα γραφεία και να μεταφέρει τις πληροφορίες στον Έλληνα πρόξενο. Καθώς αντιλαμβάνεται ότι είναι αδύνατον να αποσπάσει μυστικά, ζητά από τον Έλληνα πρόξενο να τον στείλει στην Ελλάδα να αγωνιστεί για τη Μακεδονία. Σκηνοθετείται μια εικονική σύλληψη. Συλλαμβάνεται ως λιποτάκτης μαζί με τους Θεόδωρο Σιωζόπουλο και Σαράντη Παπαγεωργίου, φυλακίζονται και “δεμένοι” μεταφέρονται με βαπόρι στην Αθήνα. Με συγκίνηση ντύνεται την τιμημένη στολή του μακεδονομάχου και ξεκινά για την πρώτη αποστολή στο σώμα του Κρητικού Παύλου Γύπαρη.

“ΔΕΝ ΗΡΘΑ ΔΙΑ ΓΑΛΟΝΙΑ, ΗΡΘΑ ΔΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ”
Με ζωντάνια, ο Νικόλαος Κανούτας, ως τέλειος πολεμικός ανταποκριτής, όλα τα βλέπει, όλα τ’ ακούει, δεν αφήνει να του ξεφύγει τίποτε. Έχοντας απόλυτη συνείδηση ότι στάθηκε μάρτυρας και συντελεστής ενός μεγάλου έργου, νιώθει την ανάγκη να μεταβιβάσει καθαρή τη μνήμη του. Μέσα από μια απέριττη αφήγηση, έχοντας ιστορική συνείδηση και γνωρίζοντας τη βαρύτητα της αυτοψίας, περιγράφει με ακρίβεια την πορεία που ακολουθούσε κάθε φορά το σώμα του, τον αριθμό των αγωνιστών που είχε, τις απώλειες κατά τις μάχες. Σεμνός καθώς είναι, δεν υπερτονίζει πουθενά την προσωπική του συμβολή στον αγώνα, ωστόσο φαίνεται ότι συμμετέχει ενεργά: τον αξιοποιούν ως διερμηνέα, επειδή ξέρει τα τούρκικα (σ. 230), και ως διμοιρίτη (σ. 214). Αγνός και τίμιος αγωνιστής, όπως θα τον ήθελε ο Μακρυγιάννης, δε λειτουργεί “διά τα ατομικά νιτερέσα και την ιδιοτέλεια”. Έτσι, όταν ο Παύλος Γύπαρης τον προτείνει για ομαδάρχη, δε δέχεται και εξηγεί απλά και αποστομωτικά στον καπετάν Φούφα το λόγο: “Εγώ, αρχηγέ μου, δεν ήρθα διά γαλόνια, εγώ ήρθα διά την πατρίδα* να ελευθερωθεί” (σ. 227).
Με απλότητα και ακρίβεια περιγράφει γεγονότα που συνέβησαν από το 1904 ως το 1913, με έμφαση στη βοήθεια που προσέφεραν στο σώμα του καπετάν Φούφα στο Μουρίκι (σ. 206), τη συμπλοκή με τον Κωστόφ (σ. 209), τη μεγάλη μάχη του Λέχοβου και του Στρέμπενου (19 Μαΐου 1906), τη μάχη Παλαιοχωρίου και Καλιαρίου (σημ. Πτολεμαΐδα) στα 1907, την εκδίκηση της δολοφονίας του μητροπολίτη Γρεβενών Αιμιλιανού στα 1911 από τα παλικάρια του καπετάν Λούκα, μια άγνωστη ως τα σήμερα πτυχή της ιστορίας, και τους αγώνες κατά των Τούρκων στα 1913.

“ΟΛΗ ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΠΟΡΕΙΑ ΚΑΙ ΔΙΨΑ”
Ο Νικόλαος Κανούτας δε μας συγκλονίζει τόσο με τις περιγραφές των μαχών όσο με την ατμόσφαιρα της εποχής, που καταφέρνει πολύ παραστατικά να μας χαρίσει. Μέσα από την κατάθεση της ειλικρινούς προσωπικής μαρτυρίας, ανασαίνουμε το άρωμα του τόπου, με τα τοπία και τα ήθη, και παρακολουθούμε τον απλό άνθρωπο, ως δρων ιστορικό υποκείμενο, να γράφει την ιστορία του. Γιατί, ο Νικόλαος Κανούτας ξεπερνά την προσωπική αφήγηση και επεκτείνει το “εγώ” στο “εμείς”, δίνοντας ανάγλυφα τόσο τη ζωή των μακεδονομάχων μέσα σε συνεχείς κινδύνους και κακουχίες όσο και το δίκτυο των πολυάριθμων μοχλών της εθνικής αντίστασης, των πατριωτών συνεργατών τους. Χωρίς καμιά προσπάθεια για εξιδανίκευση, δίνει την τραχιά τους ζωή, η οποία αποτελεί ένα ακόμη επεισόδιο της ελληνικής κλέφτικης παράδοσης: κάνουν γυμνάσια (σ. 195), παίρνουν κάποια στοιχειώδη θεωρητικά μαθήματα (σ. 227) και κινούνται ατέλειωτες νύχτες, με τα άρματα στο χέρι, από λημέρι σε λημέρι. Τέτοια είναι πολλές φορές η εξάντληση, που “πέφτουν από τα ποδάρια”. Εκείνο που μόνιμα τους λείπει είναι το νερό, “μόνο από νερό υποφέραμε” (σ. 201), “όλη τη νύχτα πορεία και δίψα” (σ. 208), και οι καπεταναίοι έλεγαν “Παιδιά να μη κιοτέψετε” (σ. 201). Αλλά και από “θρόφιμα” δεν τα πήγαιναν πάντα καλά. “Αμάν, αρχηγέ μου, ψωμί”, και η απάντηση “Ολίγον κουράγιο” (σ. 210). Ευτυχώς, υπάρχουν στα χωριά οι επιτροπές και οι μεμονωμένοι πατριώτες που προσφέρουν ό,τι μπορούν.

“ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΛΟΙ (ΟΙ) ΚΑΛΟΙ, ΚΥΡΙΕ ΠΡΟΕΔΡΕ”
Ο Νικόλαος Κανούτας μπορεί να είναι φειδωλός στις λεπτομέρειες για την προσωπική του δράση, δεν είναι όμως το ίδιο όταν μιλά για τους υπόλοιπους συντελεστές του αγώνα. Αργοσέρνει την αφήγησή του και αποτίει την τιμή που πρέπει στους αγωνιστές που πλήρωσαν με τη ζωή τους τις υπηρεσίες που έδιναν στα αντάρτικα σώματα, όπως ο αγγελιοφόρος Ιωάννης Μπουμπαράς, το παλικάρι από το Μπλάτσι που τη λεβεντιά του αναγνωρίζουν ακόμη και οι εχθροί: “Τότε οι αξιωματικοί είπαν: αυτός είναι πατριώτης* πόσα τον εκάναμε και δεν πήραμε κουβέντα απ’ αυτόν!” (σ. 207). Ο Νικόλαος Κανούτας, φύσει ειλικρινής και ακέραιος, παρόλο που έχει τη βιωματική εμπειρία της συμμετοχής στη γραμμή του πυρός, καταφέρνει να γράψει χωρίς φανατισμό. Έτσι, δε διστάζει να μιλήσει στον Καλαποθάκη για τον Τούρκο εργοδότη του με θερμά λόγια και να ομολογήσει “είναι πολλοί (οι) καλοί, κύριε πρόεδρε” (σ. 257).
Ο τόνος του Νικολάου Κανούτα είναι πάντα ήρεμος, παρόλο που αφηγείται πολεμικά περιστατικά. Στις σελίδες του δεν υπάρχει οργή και έξαψη, ούτε αγανάκτηση. Αντίθετα, όταν μια φορά αναφέρεται σε πράξη βίας, την εκδίκηση του θανάτου του Χρήστου Τσήκα από το Γκουστόμι Γρεβενών (σημ. Πόρος, μεταξύ Κνίδης και Αλιάκμονος), του καραβοκύρη που βοηθούσε τα αντάρτικα σώματα να περνούν τον Αλιάκμονα, σε δύο ολόκληρες σελίδες (σ. 200-201) δίνει την πορεία των ανακρίσεων μέχρι να αποκαλυφθούν οι δράστες, σα να επιδιώκει μ’ αυτό τον τρόπο να δικαιολογήσει την πράξη αυτοδικίας που ακολούθησε και να πείσει ότι δεν ήταν μια αυθαίρετη βιαιότητα ούτε απλά αντεκδίκηση, αλλά μια πράξη αποκατάστασης του δικαίου και επιτέλεσης του χρέους στον συναγωνιστή.

ΜΑΘΗΜΑ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΛΠΙΔΑΣ
Ο Νικόλαος Κανούτας παίρνοντας το κοντύλι και αποτυπώνοντας τις μνήμες του πάνω στο χαρτί, ξεδιπλώνει όχι μόνο ένα κομμάτι της ζωής του, αλλά και ένα κομμάτι της ιστορίας του ελληνισμού. Ατόφιος Δυτικομακεδόνας, φρόνιμος και χαμογελαστός, βαθιά θρησκευόμενος, αγνός πατριώτης, χωρίς εξάρσεις και πάθη, μας κληροδοτεί ένα μνημείο ήθους: του ακέραιου ανθρώπου που ενεργεί για την πατρίδα, με γνώμονα τη συνείδηση, χωρίς να υπολογίζει σε τιμές ή μελλοντικά κέρδη - ο δύσμοιρος, μετά τον πόλεμο, δουλεύει να νικήσει τη φτώχεια (σ. 267). Οι αναμνήσεις του, ωστόσο, είναι κάτι παραπάνω από προσωπική ιστορία ή ιστορία γεγονότων. Είναι ένα μάθημα αυτογνωσίας και ελπίδας. Αυτογνωσίας, γιατί προβάλλουν τις δύο βασικές -κατά τον Ν. Σβορώνο- ιδιότητες της φυλής μας, το εθελόθυτον και το αντιστασιακό ήθος. Ελπίδας, γιατί αποκαλύπτουν μια κοινωνία εθνικής ομοψυχίας, προσφοράς, ανθρωπιάς και αλληλεγγύης, που τόσο έχουμε ανάγκη.
Το “αυτόγραφο” του Νικολάου Κανούτα φυλάγεται -όπως του πρέπει- στο Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα. Είναι ευτύχημα που ο γιος του Ιορδάνης εμπιστεύθηκε την έκδοση στον Αλέξανδρο Μπακαΐμη. Ο τελευταίος, λεπτολόγος επιμελητής, έσκυψε ευλαβικά πάνω σ’ ένα δυσανάγνωστο χειρόγραφο, με γνώση, σεβασμό και υπομονή, το αποκρυπτογράφησε, το εμπλούτισε με μια πλειάδα επεξηγηματικών σημειώσεων και κατέστησε ένα οικογενειακό κειμήλιο κτήμα των πολλών, ειδικών ή απλών φιλιστόρων.

Αυθεντική πηγή νέων στοιχείων

του Ευστάθιου Πελαγίδη, καθηγητή Ιστορίας Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας

Το εν λόγω βιβλίο αποτελεί σημαντικότατη, άγνωστη πηγή για το εθνικό κεφάλαιο του επικού Μακεδονικού Αγώνα. Από τη μία, ξεδιπλώνει την αυτοβιογραφία του ταπεινού και αφανούς μακεδονομάχου Νικόλαου Κανούτα, αγνού και ηρωικού τέκνου της Μακεδονίας, από την περιοχή Γρεβενών. Από την άλλη, προσθέτει νέες σελίδες στην ιστορία όλων των φάσεων αυτής της εποποιίας, από τα τέλη του 19ου αι. μέχρι και τους ένδοξους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913).

ΑΜΕΣΕΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ
Καταρχήν, όλα τα γεγονότα που εξιστορούνται σ’ αυτή την αυτοβιογραφία αποτελούν άμεσες προσωπικές εμπειρίες του συγγραφέα, στην πιο δημιουργική περίοδο της ζωής του (1898-1912). Υπ’ όψιν ότι η περίοδος αυτή συμπίπτει με την κορύφωση του Μακεδονικού Αγώνα, τόσο στην πρώιμη φάση των ζυμώσεων (1891-1904) όσο και στην ένοπλη (1904-1908) αλλά και μετά απ’ αυτήν (1908-1912).
Έπειτα, αν στα παραπάνω προσθέσουμε ότι οι δραστηριότητές του δρομολογούνται στην πρωτεύουσα των μεγάλων ζυμώσεων (Κωνσταντινούπολη), οργανώνονται στη συνέχεια στο εθνικό κέντρο (Αθήνα) και ολοκληρώνονται στα πεδία των μαχών, στη Δυτική Μακεδονία, είναι πολύ εύκολο να αντιληφθούμε τη δυναμική του μακεδονομάχου Ν. Κανούτα, όχι μόνο να συμμετέχει στα δρώμενα αλλά και να τα διαμορφώνει, κατά περίσταση.
Έτσι ερμηνεύεται η δροσιά και η αμεσότητα των νέων στοιχείων που έρχονται να προστεθούν στα παλιά.

Α) ΔΥΤΙΚΟΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ
Άγνωστα τα σημαντικά νέα στοιχεία που μας δίνει ο Κανούτας για τους αγώνες των Δυτικομακεδόνων που διαβιούν στην Κωνσταντινούπολη. Οι αγώνες αυτοί δεν διεξάγονται μόνο μέσω των επίσημων θεσμών (πατριαρχείο, πρεσβεία, προξενείο), αλλά και μέσω άτυπων φορέων (οργανώσεις, καφενεία). Πράγματι, η σπίθα για την αντιμετώπιση της έντονης βουλγαρικής προπαγάνδας ανάβει στα καφενεία και στις οργανώσεις για να γίνει φλόγα μέσω του προξενείου, όπως έδειξε το παράδειγμα του Κανούτα.

Β) ΝΤΟΠΙΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΙ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Οι μακεδονομάχοι της Δυτικής Μακεδονίας, με τις κατά τόπους επιτροπές και τους τοπικούς αγγελιοφόρους (Γαλατινή, Γέρμας, Βογατσικό, Κωσταράζι, Μπλάτσι, Σάνι, Έλοβο, Μπελκαμένη, Λέχοβο, Στρέμπενο, Φλάμπουρο, Παλαιοχώρι, Γρεβενά, Καστοριά κ.α.) έπαιξαν σημαντικότατο ρόλο στα πεδία των μαχών, όπως δείχνει ο Κανούτας. Και μάλιστα μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες: ελληνικά, αλβανικά (Λέχοβο), βλάχικα (Μπλάτσι), σλαβικά (Φλάμπουρο, Έλοβο, Μπελκαμένη).

Γ) ΝΕΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΜΑΧΕΣ
1905: Έλοβο. Εξόντωση βουλγαρικής συμμορίας Κοστόφ.
1905: Μουρίκι. Εξόντωση τουρκικού λόχου (22-4-1905).
1906: Νεγκοβάνη. Αποδεκατισμός συμμορίας Τακαλάροφ.
29-5-1906: Μάχη Λέχοβου - Στρέμπενου. Εξόντωση 700 Τούρκων στρατιωτών.
7/8-5-1907: Μάχη Παλαιοχωρίου Πτολεμαΐδας. Αναλυτική περιγραφή.
1911: Εξόντωση Μπεκίρ Αγά, δολοφόνου του μητροπολίτη Γρεβενών Αιμιλιανού.

Ο ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΣ
Καθοριστικός ο ρόλος του καθηγητή Αλέξανδρου Μπακαΐμη. Πέρα από τη λαμπρή εκδοτική επιτυχία, δίνει πολύτιμες πληροφορίες για τα μνημεία και την κουλτούρα του ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης. Επίσης, κατατοπίζει τον αναγνώστη για την ιστορία και την τοπογραφία της Δυτικής Μακεδονίας και για τη συμβολή των οικισμών της στον Μακεδονικό Αγώνα.


 

Ημέρα του Μακεδονικού Αγώνα σήμερα και ο ελληνισμός τιμά τους γενναίους μακεδονομάχους και τους λοιπούς συντελεστές της πανελλήνιας αυτής προσπάθειας για την προάσπιση της Μακεδονίας. Ανάμεσα σ’ αυτούς συγκαταλέγεται και ο Νικόλαος Γ. Κανούτας (1879-1967), η αυτοβιογραφία του οποίου εξεδόθη πρόσφατα.


Επιμέλεια: Στέλιος Κούκος

Το βιβλίο με την αυτοβιογραφία του μακεδονομάχου Νικολάου Γ. Κανούτα (1879-1967) έρχεται μέσα από τον απλό και απέριττο λόγο του Δυτικομακεδόνα αντάρτη να αναπαραστήσει την όλη ατμόσφαιρα της εποχής στη Δυτική Μακεδονία αλλά και στην Κωνσταντινούπολη και την Αθήνα... Επιπλέον η έκδοση μας προσφέρει νέα στοιχεία και μάλιστα από πρώτο χέρι για ιστορικά γεγονότα που σχετίζονται με τον Αγώνα αυτό, που φέτος συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τη λήξη του. Το βιβλίο επιμελήθηκε με ιδιαίτερο ζήλο ο Δυτικομακεδόνας φιλόλογος Αλέξανδρος Μπακαΐμης και το εξέδωσε ο Οργανισμός Πολιτιστικής Ανάπτυξης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Γρεβενών. Προλογίζει ο νομάρχης Γρεβενών Δημήτρης Ρίγγος.
Για την έκδοση, τον συγγραφέα και το περιεχόμενο του βιβλίου γράφουν στο σημερινό μας αφιέρωμα δύο πανεπιστημιακοί: η Μαρία Πλαστήρα-Βαλκάνου, επίκουρη καθηγήτρια Κλασικής Φιλολογίας του ΑΠΘ, και ο Ευστάθιος Πελαγίδης, καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας.

Στα βήματα του μακεδονομάχου Νικολάου Κανούτα

της Μαρίας Πλαστήρα-Βαλκάνου, επίκουρης καθηγήτριας Κλασικής Φιλολογίας ΑΠΘ

Μακρόχρονη και πολύπλευρη είναι η προσφορά του Αλέξανδρου Μπακαΐμη στα γράμματα. Ιδιαίτερα οι πολυάριθμες μελέτες του στην ιστορία και λαογραφία της Δυτικής Μακεδονίας αποτελούν πολύτιμη κατάθεση πνεύματος, επειδή αναδεικνύουν άγνωστες πτυχές της τοπικής ιστορίας. Ένα τέτοιο διαμάντι μάς αποκαλύπτει και το τελευταίο του πόνημα. Στο σύντομο σημείωμά μου θα προσπαθήσω να φωτίσω τη μορφή του Νικολάου Κανούτα, ενός αγνού πατριώτη, ξετυλίγοντας το νήμα της ζωής του μέσα από μια επιλεκτική περιδιάβαση στις “Αναμνήσεις” του. Την αξιοποίηση του έργου ως αρχειακού υλικού την εμπιστεύομαι στους ιστορικούς.

“ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΜΕΛΕΙ ΚΑΘΟΛΟΥ ΤΟΥΣ ΔΙΚΟΥΣ ΜΑΣ”
Γιος του Γεωργίου Αθανασίου Κανούτα και της Γιαννούλας Μπακόλα, ο Νικόλαος Κανούτας γεννήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου του 1879 στο Τσούρχλι (σημ. Άγιος Γεώργιος) Γρεβενών. Μόλις 12 χρονών παλικαράκι, ξενιτεύεται στην Πόλη, όπου παίρνει το βάφτισμα στη δουλειά, στο μπακάλικο ενός Ηπειρώτη στα Ταταύλα. Ζωηρός και ατίθασος, μετά από έναν καβγά με δύο τουρκάκια, αναγκάζεται να βρει καταφύγιο στην Πρίγκηπο, όπου εργάζεται για τρία ακόμη χρόνια σ’ άλλο μπακάλικο μέχρι τα δεκαοκτώ που πάει “μαστορούλι”. Στην Πρίγκηπο κάποιος Γιοβάνης γαλατάς προσπαθεί να τον μυήσει στο Βουλγαρικό Κομιτάτο, με την υπόσχεση να τον κάνει καπετάνιο, “αν γυρίσει κάνα δυο παιδιά με ψυχή” (σ. 185). Συνειδητοποιώντας το σκοτεινό παιχνίδι που παίζεται, με οξυδέρκεια εκτιμά την πολιτική κατάσταση, την εγκληματική αδιαφορία της επίσημης ελληνικής πολιτικής: “οι κερατάδες / με ψυχή εργάζονται* παντού έχουν γραφεία το Κομιτάτο. Εμείς, οι τραχανοχάφτες δεν έχουν χαμπέρι* η Μακεδονία θα γένει βουργάρικη. Δεν τους μέλει καθόλου τους δικούς μας” (σ. 185). Αποφασίζει, λοιπόν, με καρδιά και νου να παλέψει για τη Μακεδονία. Φύσει ενθουσιώδης καθώς είναι, προσπαθεί καταρχήν να συμβάλει και στην εξουδετέρωση του βουλγαρικού πυρήνα. Κατασκοπεύει, για να μάθει πού έχει το κομιτάτο τα γραφεία και να μεταφέρει τις πληροφορίες στον Έλληνα πρόξενο. Καθώς αντιλαμβάνεται ότι είναι αδύνατον να αποσπάσει μυστικά, ζητά από τον Έλληνα πρόξενο να τον στείλει στην Ελλάδα να αγωνιστεί για τη Μακεδονία. Σκηνοθετείται μια εικονική σύλληψη. Συλλαμβάνεται ως λιποτάκτης μαζί με τους Θεόδωρο Σιωζόπουλο και Σαράντη Παπαγεωργίου, φυλακίζονται και “δεμένοι” μεταφέρονται με βαπόρι στην Αθήνα. Με συγκίνηση ντύνεται την τιμημένη στολή του μακεδονομάχου και ξεκινά για την πρώτη αποστολή στο σώμα του Κρητικού Παύλου Γύπαρη.

“ΔΕΝ ΗΡΘΑ ΔΙΑ ΓΑΛΟΝΙΑ, ΗΡΘΑ ΔΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ”
Με ζωντάνια, ο Νικόλαος Κανούτας, ως τέλειος πολεμικός ανταποκριτής, όλα τα βλέπει, όλα τ’ ακούει, δεν αφήνει να του ξεφύγει τίποτε. Έχοντας απόλυτη συνείδηση ότι στάθηκε μάρτυρας και συντελεστής ενός μεγάλου έργου, νιώθει την ανάγκη να μεταβιβάσει καθαρή τη μνήμη του. Μέσα από μια απέριττη αφήγηση, έχοντας ιστορική συνείδηση και γνωρίζοντας τη βαρύτητα της αυτοψίας, περιγράφει με ακρίβεια την πορεία που ακολουθούσε κάθε φορά το σώμα του, τον αριθμό των αγωνιστών που είχε, τις απώλειες κατά τις μάχες. Σεμνός καθώς είναι, δεν υπερτονίζει πουθενά την προσωπική του συμβολή στον αγώνα, ωστόσο φαίνεται ότι συμμετέχει ενεργά: τον αξιοποιούν ως διερμηνέα, επειδή ξέρει τα τούρκικα (σ. 230), και ως διμοιρίτη (σ. 214). Αγνός και τίμιος αγωνιστής, όπως θα τον ήθελε ο Μακρυγιάννης, δε λειτουργεί “διά τα ατομικά νιτερέσα και την ιδιοτέλεια”. Έτσι, όταν ο Παύλος Γύπαρης τον προτείνει για ομαδάρχη, δε δέχεται και εξηγεί απλά και αποστομωτικά στον καπετάν Φούφα το λόγο: “Εγώ, αρχηγέ μου, δεν ήρθα διά γαλόνια, εγώ ήρθα διά την πατρίδα* να ελευθερωθεί” (σ. 227).
Με απλότητα και ακρίβεια περιγράφει γεγονότα που συνέβησαν από το 1904 ως το 1913, με έμφαση στη βοήθεια που προσέφεραν στο σώμα του καπετάν Φούφα στο Μουρίκι (σ. 206), τη συμπλοκή με τον Κωστόφ (σ. 209), τη μεγάλη μάχη του Λέχοβου και του Στρέμπενου (19 Μαΐου 1906), τη μάχη Παλαιοχωρίου και Καλιαρίου (σημ. Πτολεμαΐδα) στα 1907, την εκδίκηση της δολοφονίας του μητροπολίτη Γρεβενών Αιμιλιανού στα 1911 από τα παλικάρια του καπετάν Λούκα, μια άγνωστη ως τα σήμερα πτυχή της ιστορίας, και τους αγώνες κατά των Τούρκων στα 1913.

“ΟΛΗ ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΠΟΡΕΙΑ ΚΑΙ ΔΙΨΑ”
Ο Νικόλαος Κανούτας δε μας συγκλονίζει τόσο με τις περιγραφές των μαχών όσο με την ατμόσφαιρα της εποχής, που καταφέρνει πολύ παραστατικά να μας χαρίσει. Μέσα από την κατάθεση της ειλικρινούς προσωπικής μαρτυρίας, ανασαίνουμε το άρωμα του τόπου, με τα τοπία και τα ήθη, και παρακολουθούμε τον απλό άνθρωπο, ως δρων ιστορικό υποκείμενο, να γράφει την ιστορία του. Γιατί, ο Νικόλαος Κανούτας ξεπερνά την προσωπική αφήγηση και επεκτείνει το “εγώ” στο “εμείς”, δίνοντας ανάγλυφα τόσο τη ζωή των μακεδονομάχων μέσα σε συνεχείς κινδύνους και κακουχίες όσο και το δίκτυο των πολυάριθμων μοχλών της εθνικής αντίστασης, των πατριωτών συνεργατών τους. Χωρίς καμιά προσπάθεια για εξιδανίκευση, δίνει την τραχιά τους ζωή, η οποία αποτελεί ένα ακόμη επεισόδιο της ελληνικής κλέφτικης παράδοσης: κάνουν γυμνάσια (σ. 195), παίρνουν κάποια στοιχειώδη θεωρητικά μαθήματα (σ. 227) και κινούνται ατέλειωτες νύχτες, με τα άρματα στο χέρι, από λημέρι σε λημέρι. Τέτοια είναι πολλές φορές η εξάντληση, που “πέφτουν από τα ποδάρια”. Εκείνο που μόνιμα τους λείπει είναι το νερό, “μόνο από νερό υποφέραμε” (σ. 201), “όλη τη νύχτα πορεία και δίψα” (σ. 208), και οι καπεταναίοι έλεγαν “Παιδιά να μη κιοτέψετε” (σ. 201). Αλλά και από “θρόφιμα” δεν τα πήγαιναν πάντα καλά. “Αμάν, αρχηγέ μου, ψωμί”, και η απάντηση “Ολίγον κουράγιο” (σ. 210). Ευτυχώς, υπάρχουν στα χωριά οι επιτροπές και οι μεμονωμένοι πατριώτες που προσφέρουν ό,τι μπορούν.

“ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΛΟΙ (ΟΙ) ΚΑΛΟΙ, ΚΥΡΙΕ ΠΡΟΕΔΡΕ”
Ο Νικόλαος Κανούτας μπορεί να είναι φειδωλός στις λεπτομέρειες για την προσωπική του δράση, δεν είναι όμως το ίδιο όταν μιλά για τους υπόλοιπους συντελεστές του αγώνα. Αργοσέρνει την αφήγησή του και αποτίει την τιμή που πρέπει στους αγωνιστές που πλήρωσαν με τη ζωή τους τις υπηρεσίες που έδιναν στα αντάρτικα σώματα, όπως ο αγγελιοφόρος Ιωάννης Μπουμπαράς, το παλικάρι από το Μπλάτσι που τη λεβεντιά του αναγνωρίζουν ακόμη και οι εχθροί: “Τότε οι αξιωματικοί είπαν: αυτός είναι πατριώτης* πόσα τον εκάναμε και δεν πήραμε κουβέντα απ’ αυτόν!” (σ. 207). Ο Νικόλαος Κανούτας, φύσει ειλικρινής και ακέραιος, παρόλο που έχει τη βιωματική εμπειρία της συμμετοχής στη γραμμή του πυρός, καταφέρνει να γράψει χωρίς φανατισμό. Έτσι, δε διστάζει να μιλήσει στον Καλαποθάκη για τον Τούρκο εργοδότη του με θερμά λόγια και να ομολογήσει “είναι πολλοί (οι) καλοί, κύριε πρόεδρε” (σ. 257).
Ο τόνος του Νικολάου Κανούτα είναι πάντα ήρεμος, παρόλο που αφηγείται πολεμικά περιστατικά. Στις σελίδες του δεν υπάρχει οργή και έξαψη, ούτε αγανάκτηση. Αντίθετα, όταν μια φορά αναφέρεται σε πράξη βίας, την εκδίκηση του θανάτου του Χρήστου Τσήκα από το Γκουστόμι Γρεβενών (σημ. Πόρος, μεταξύ Κνίδης και Αλιάκμονος), του καραβοκύρη που βοηθούσε τα αντάρτικα σώματα να περνούν τον Αλιάκμονα, σε δύο ολόκληρες σελίδες (σ. 200-201) δίνει την πορεία των ανακρίσεων μέχρι να αποκαλυφθούν οι δράστες, σα να επιδιώκει μ’ αυτό τον τρόπο να δικαιολογήσει την πράξη αυτοδικίας που ακολούθησε και να πείσει ότι δεν ήταν μια αυθαίρετη βιαιότητα ούτε απλά αντεκδίκηση, αλλά μια πράξη αποκατάστασης του δικαίου και επιτέλεσης του χρέους στον συναγωνιστή.

ΜΑΘΗΜΑ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΛΠΙΔΑΣ
Ο Νικόλαος Κανούτας παίρνοντας το κοντύλι και αποτυπώνοντας τις μνήμες του πάνω στο χαρτί, ξεδιπλώνει όχι μόνο ένα κομμάτι της ζωής του, αλλά και ένα κομμάτι της ιστορίας του ελληνισμού. Ατόφιος Δυτικομακεδόνας, φρόνιμος και χαμογελαστός, βαθιά θρησκευόμενος, αγνός πατριώτης, χωρίς εξάρσεις και πάθη, μας κληροδοτεί ένα μνημείο ήθους: του ακέραιου ανθρώπου που ενεργεί για την πατρίδα, με γνώμονα τη συνείδηση, χωρίς να υπολογίζει σε τιμές ή μελλοντικά κέρδη - ο δύσμοιρος, μετά τον πόλεμο, δουλεύει να νικήσει τη φτώχεια (σ. 267). Οι αναμνήσεις του, ωστόσο, είναι κάτι παραπάνω από προσωπική ιστορία ή ιστορία γεγονότων. Είναι ένα μάθημα αυτογνωσίας και ελπίδας. Αυτογνωσίας, γιατί προβάλλουν τις δύο βασικές -κατά τον Ν. Σβορώνο- ιδιότητες της φυλής μας, το εθελόθυτον και το αντιστασιακό ήθος. Ελπίδας, γιατί αποκαλύπτουν μια κοινωνία εθνικής ομοψυχίας, προσφοράς, ανθρωπιάς και αλληλεγγύης, που τόσο έχουμε ανάγκη.
Το “αυτόγραφο” του Νικολάου Κανούτα φυλάγεται -όπως του πρέπει- στο Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα. Είναι ευτύχημα που ο γιος του Ιορδάνης εμπιστεύθηκε την έκδοση στον Αλέξανδρο Μπακαΐμη. Ο τελευταίος, λεπτολόγος επιμελητής, έσκυψε ευλαβικά πάνω σ’ ένα δυσανάγνωστο χειρόγραφο, με γνώση, σεβασμό και υπομονή, το αποκρυπτογράφησε, το εμπλούτισε με μια πλειάδα επεξηγηματικών σημειώσεων και κατέστησε ένα οικογενειακό κειμήλιο κτήμα των πολλών, ειδικών ή απλών φιλιστόρων.

Αυθεντική πηγή νέων στοιχείων

του Ευστάθιου Πελαγίδη, καθηγητή Ιστορίας Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας

Το εν λόγω βιβλίο αποτελεί σημαντικότατη, άγνωστη πηγή για το εθνικό κεφάλαιο του επικού Μακεδονικού Αγώνα. Από τη μία, ξεδιπλώνει την αυτοβιογραφία του ταπεινού και αφανούς μακεδονομάχου Νικόλαου Κανούτα, αγνού και ηρωικού τέκνου της Μακεδονίας, από την περιοχή Γρεβενών. Από την άλλη, προσθέτει νέες σελίδες στην ιστορία όλων των φάσεων αυτής της εποποιίας, από τα τέλη του 19ου αι. μέχρι και τους ένδοξους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913).

ΑΜΕΣΕΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ
Καταρχήν, όλα τα γεγονότα που εξιστορούνται σ’ αυτή την αυτοβιογραφία αποτελούν άμεσες προσωπικές εμπειρίες του συγγραφέα, στην πιο δημιουργική περίοδο της ζωής του (1898-1912). Υπ’ όψιν ότι η περίοδος αυτή συμπίπτει με την κορύφωση του Μακεδονικού Αγώνα, τόσο στην πρώιμη φάση των ζυμώσεων (1891-1904) όσο και στην ένοπλη (1904-1908) αλλά και μετά απ’ αυτήν (1908-1912).
Έπειτα, αν στα παραπάνω προσθέσουμε ότι οι δραστηριότητές του δρομολογούνται στην πρωτεύουσα των μεγάλων ζυμώσεων (Κωνσταντινούπολη), οργανώνονται στη συνέχεια στο εθνικό κέντρο (Αθήνα) και ολοκληρώνονται στα πεδία των μαχών, στη Δυτική Μακεδονία, είναι πολύ εύκολο να αντιληφθούμε τη δυναμική του μακεδονομάχου Ν. Κανούτα, όχι μόνο να συμμετέχει στα δρώμενα αλλά και να τα διαμορφώνει, κατά περίσταση.
Έτσι ερμηνεύεται η δροσιά και η αμεσότητα των νέων στοιχείων που έρχονται να προστεθούν στα παλιά.

Α) ΔΥΤΙΚΟΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ
Άγνωστα τα σημαντικά νέα στοιχεία που μας δίνει ο Κανούτας για τους αγώνες των Δυτικομακεδόνων που διαβιούν στην Κωνσταντινούπολη. Οι αγώνες αυτοί δεν διεξάγονται μόνο μέσω των επίσημων θεσμών (πατριαρχείο, πρεσβεία, προξενείο), αλλά και μέσω άτυπων φορέων (οργανώσεις, καφενεία). Πράγματι, η σπίθα για την αντιμετώπιση της έντονης βουλγαρικής προπαγάνδας ανάβει στα καφενεία και στις οργανώσεις για να γίνει φλόγα μέσω του προξενείου, όπως έδειξε το παράδειγμα του Κανούτα.

Β) ΝΤΟΠΙΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΙ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Οι μακεδονομάχοι της Δυτικής Μακεδονίας, με τις κατά τόπους επιτροπές και τους τοπικούς αγγελιοφόρους (Γαλατινή, Γέρμας, Βογατσικό, Κωσταράζι, Μπλάτσι, Σάνι, Έλοβο, Μπελκαμένη, Λέχοβο, Στρέμπενο, Φλάμπουρο, Παλαιοχώρι, Γρεβενά, Καστοριά κ.α.) έπαιξαν σημαντικότατο ρόλο στα πεδία των μαχών, όπως δείχνει ο Κανούτας. Και μάλιστα μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες: ελληνικά, αλβανικά (Λέχοβο), βλάχικα (Μπλάτσι), σλαβικά (Φλάμπουρο, Έλοβο, Μπελκαμένη).

Γ) ΝΕΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΜΑΧΕΣ
1905: Έλοβο. Εξόντωση βουλγαρικής συμμορίας Κοστόφ.
1905: Μουρίκι. Εξόντωση τουρκικού λόχου (22-4-1905).
1906: Νεγκοβάνη. Αποδεκατισμός συμμορίας Τακαλάροφ.
29-5-1906: Μάχη Λέχοβου - Στρέμπενου. Εξόντωση 700 Τούρκων στρατιωτών.
7/8-5-1907: Μάχη Παλαιοχωρίου Πτολεμαΐδας. Αναλυτική περιγραφή.
1911: Εξόντωση Μπεκίρ Αγά, δολοφόνου του μητροπολίτη Γρεβενών Αιμιλιανού.

Ο ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΣ
Καθοριστικός ο ρόλος του καθηγητή Αλέξανδρου Μπακαΐμη. Πέρα από τη λαμπρή εκδοτική επιτυχία, δίνει πολύτιμες πληροφορίες για τα μνημεία και την κουλτούρα του ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης. Επίσης, κατατοπίζει τον αναγνώστη για την ιστορία και την τοπογραφία της Δυτικής Μακεδονίας και για τη συμβολή των οικισμών της στον Μακεδονικό Αγώνα.


 

Επιλέξτε Κατηγορία