Λαϊκή όπερα η «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» με τραγούδια των Βαμβακάρη και Τσιτσάνη

Συνάντηση της "ΜτΚ" με τον συγγραφέα και μελετητή του ρεμπέτικου Διονύση Μανιάτη

 14/09/2020 19:30

Λαϊκή όπερα η «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» με τραγούδια των Βαμβακάρη και Τσιτσάνη

Του Νίκου Ασλανίδη

Πάνω από μισό αιώνα ο συγγραφέας Διονύσης Μανιάτης ερευνά και μελετά συστηματικά και σε βάθος το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι. Την αγάπη του για το τραγούδι, την μετουσίωσε σε σειρά σημαντικών εκδόσεων. Το βιβλίο «Η εκ περάτων Ελληνική Δισκογραφία των 78 στροφών», που αποτελεί προϊόν μακροχρόνιας έρευνας, άνοιξε το δρόμο για τη διάδοση του ρεμπέτικου τραγουδιού στο ευρύ κοινό. Επιστέγασμα αποτελεί το γεγονός ότι πρόσφατα η Ελλάδα έτυχε μεγάλης τιμής από την UNESCO με την κατάταξη του ρεμπέτικου στον κατάλογο της παγκόσμιας άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς. Τα στοιχεία του φακέλου της ελληνικής υποψηφιότητας βασίστηκαν σ’ αυτό το βιβλίο...

Μεγάλο όνειρο του Διονύση Μανιάτη αποτελεί η έκδοση του έργου «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» σε λαϊκό μελόδραμα με τη χρήση τραγουδιών και μουσικών του Μάρκου Βαμβακάρη και του Βασίλη Τσιτσάνη. Τη διασκευή του έργου σε μορφή δεκαπεντασύλλαβου την έχει επιμεληθεί ο Δημήτριος Βούλτσος.

Κύριε Μανιάτη, πως ασχοληθήκατε με το ρεμπέτικο τραγούδι;

Το 1933 γεννήθηκα στο Κάστρο (Χλεμούτσι) Ηλείας. Το 1938 μετακομίσαμε οικογενειακώς στην Κυλλήνη όπου αγοράσαμε ένα σπίτι απέναντι από τον σιδηροδρομικό σταθμό. Εκεί έφτιαξε ο πατέρας μας ένα μαγειρείο όπου έτρωγε το προσωπικό του τρένου κατά την εκεί τους διανυκτέρευση. Αυτοί ήτανε γύρω στα πέντε άτομα, αλλά ερχόντουσαν και οι πρόσφυγες από την Κάτω Παναγιά. Οι πρόσφυγες χορεύανε το χασάπικο και το ζεϊμπέκικο και άλλα τραγούδια από τους δίσκους γραμμοφώνου που αγόρασε ο πατέρας μας από την Πάτρα. Κάπως έτσι, εμείς τα παιδιά, αγαπήσαμε το ρεμπέτικο.

Το 1946, έφυγα από το χωριό μου και πήγα μόνος μου και έδωσα εξετάσεις και μπήκα στο γυμνάσιο της Γαστούνης. Εκεί μαζί με έναν συμμαθητή μου πηγαίναμε στο ραδιόφωνο της Βικτώριας και ακούγαμε τα λαϊκά συγκροτήματα που έπαιζαν ζωντανά στο ραδιόφωνο των Ενόπλων Δυνάμεων. Θυμάμαι ότι το 1952 πηγαίναμε μαζί με τον αδελφό μου Τάκη επί 15 ημέρες στο πανηγύρι της Αγίας Σοφίας όπου έπαιζαν όλη τη νύχτα τα συγκροτήματα του Γιάννη Παπαϊωάννου με την Ρένα Ντάλλια και του Σταύρου Τζουανάκου με την Πόλυ Πάνου. Δηλαδή πηγαίναμε με τα πόδια 20 περίπου χιλιόμετρα από το βράδυ και γυρίζαμε πεζοί πάλι στην Κυλλήνη.

Πότε αποφασίσατε να γράψετε το πρώτο σας βιβλίο;

Όταν συμπλήρωσα ολόκληρη τη συλλογή του Βασίλη Τσιτσάνη με όλους τους δίσκους στις 78, στις 45 και στις 33 1/3 στροφές, ξοδεύοντας πάρα πολλά χρήματα, αποφάσισα να γράψω το πρώτο μου βιβλίο «Βασίλης Τσιτσάνης, ο ατελείωτος» που έκανε μεγάλη αίσθηση και με βάση αυτό, γράφτηκαν γύρω στα 20 βιβλία για τον Βασίλη Τσιτσάνη! Δυστυχώς το βιβλίο αυτό απέτυχε οικονομικά, αφού γνωστός ρεμπετολόγος που έμαθε για την ύπαρξη του ρεμπέτικου με 40 χρόνια καθυστέρηση, κατηγόρησε το βιβλίο μου στην οικογένεια του Βασίλη Τσιτσάνη με τα χειρότερα λόγια! Έτσι λοιπόν εγώ δεν έκλαψα τον πατέρα μου όταν πέθανε αλλά τον Β. Τσιτσάνη.

Ο εν λόγω ρεμπετολόγος με κάλεσε σε συναυλία με 2.500 κόσμο στο Βεάκειο του Πειραιά όπου χορέψαμε το αυθεντικό χασάπικο με τον αδελφό μου Τάκη. Ποτέ δεν δημοσιοποίησε σε DVD ή το διαδίκτυο τη συναυλία, ενώ την βιντεοσκοπούσε. Έτσι άφησε τον κόσμο να πιστεύει ότι η καρικατούρα με το συρτάκι αποτελεί το αυθεντικό χασάπικο. Τέλος, ο ίδιος άνθρωπος μου ματαίωσε μία προγραμματισμένη συνάντηση που είχα στα γραφεία του Σταύρου Νιάρχου, όταν πήγα να τους παραδώσω την «Εκ περάτων δισκογραφία γραμμοφώνου 78 στροφών».

Όλα όσα αναφέρω είναι μέχρι κεραίας αληθή!

Πόσα βιβλία έχετε γράψει μέχρι σήμερα;

Έχω συγγράψει κατά σειρά τα βιβλία:

-«Βασίλης Τσιτσάνης, ο ατελείωτος» 1994.

-«Οι φωνογραφητζήδες πρακτικών μουσικών εγκώμιον» 2001.

-«Η εκ περάτων δισκογραφία γραμμοφώνου 78, έργα λαϊκών μας καλλιτεχνών» 2006. Αυτό το βιβλίο περατώθηκε μετά από 26 χρόνια έρευνας που έγινε με προσωπικές επισκέψεις στους συλλέκτες οι οποίοι αναφέρονται ονομαστικά.

-«Χασικλίδικα μελωδήματα» 2009.

-«Η δισκογραφία των δίσκων του ηλεκτροφώνου» (Juke Box-45 στροφές).

-«Ανταγωνισμός των τραγουδοποιών μας στο πικ-απ» 2013.

-«Δίγλωσση γραμματική των τσιγγάνων» 2013 και

-«Τρίγλωσσο τσιγγάνικο λεξικό» 2013.

Τέλος, υπάρχει έτοιμο προς έκδοση «Ο Μάρκος ο Συριανός» Μάρκου Βαμβακάρη άπαντα, που συνέγραψα μαζί με τον Γιώργο Θανόπουλο και τον συγχωρεμένο Στέλιο Βαμβακάρη.

Γνωρίζω ότι «βάλατε το χεράκι σας» και στο μεγάλο εγχείρημα του να ενταχθεί το ρεμπέτικο στον κατάλογο της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO. Μιλήστε μας γι’ υτό.

Πρόκειται για σημαντική συλλογική προσπάθεια. Προετοιμάστηκε με μεγάλη επιμέλεια ένας πλήρης φάκελος υποψηφιότητας που μεταξύ των άλλων περιείχε και ένα βίντεο με αφηγήσεις περί της ιστορίας και της σημασίας του ρεμπέτικου, στο οποίο επίσης ακούγονταν και ορισμένα ενδεικτικά ρεμπέτικα τραγούδια. Ο φάκελος της υποψηφιότητας κατατέθηκε στην UNESCO από το υπουργείο Πολιτισμού και η Επιτροπή για τη Διαφύλαξη της Παγκόσμιας Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, στη συνεδρίασή που πραγματοποιήθηκε στην Κορέα τον Δεκέμβρη του 2017, αποφάσισε την εγγραφή του ρεμπέτικου στον αντιπροσωπευτικό κατάλογο της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας. Η δική μου συμβολή έχει να κάνει με το γεγονός ότι τα ιστορικά στοιχεία για τα τραγούδια του βίντεο της υποψηφιότητα του ρεμπέτικου, βασίστηκαν στο έργο μου «Η εκ περάτων δισκογραφία γραμμοφώνου».

Τι ετοιμάζετε να γράψετε μελλοντικά;

Αυτή την περίοδο καθαρογράφονται, χωρίς να έχουν ολοκληρωθεί, τρία καινούρια βιβλία μου για τους τρεις μεγαλύτερους τραγουδιστές του ρεμπέτικου και λαϊκού, Αντώνη Διαμαντίδη ή Νταλγκά, Ευστράτιο Παγιουμτζή ή Στράτο και Στέλιο Καζαντζίδη.

Ποιο είναι μεγάλο σας όνειρο;

Το μεγάλο μου όνειρο είναι να παιχτεί η λαϊκή όπερα «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» με τραγούδια και οργανικά κομμάτια του Μάρκου Βαμβακάρη και του Βασίλη Τσιτσάνη, πάνω στο λιμπρέτο που έγραψε ο Δημήτριος Βούλτσος σε δεκαπεντασύλλαβα στη δημοτική από το αρχαίο κείμενο του Ευριπίδη.

Ο Δημήτριος Βούλτσος, μου εμπιστεύτηκε το έργο του για να γίνει λαϊκή όπερα και πάνω σε αυτό έχω δουλέψει αρκετά χρόνια. Πλέον η όπερα είναι έτοιμη και οι παρτιτούρες των τραγουδιών του Βαμβακάρη και του Τσιτσάνη έχουν προετοιμαστεί. Επειδή το λιμπρέτο ήταν μεγάλο επελέγησαν τα ουσιώδη δεκαπεντασύλλαβα για να «ντυθούν» μουσικά με τραγούδια Βαμβακάρη και Τσιτσάνη (υπάρχουν οι σχετικές άδειες) για μεν τις άριες με παραφράσεις των τραγουδιών, για δε τις διωδίες και τα recitativo (κουβεντιαστά) με επένδυση στα ορχηστρικά κομμάτια τους.

Η λαϊκή όπερα έχει τρεις πράξεις που διαρκούν περίπου δύο ώρες, με πρωταγωνιστές: 1. Αγαμέμνων 2. Γέρος δούλος (πρεσβύτης) 3. Μενέλαος 4. Κορυφαία 5. Αγγελιοφόρος 6. Ιφιγένεια 7. Κλυταιμνήστρα 8. Αχιλλέας.

Γιατί το ρεμπέτικο αγαπήθηκε όχι μόνο από τους Έλληνες αλλά και από τους ξένους;

Βάση του Ελληνικού τραγουδιού και κυρίως του ρεμπέτικου είναι η δεκαετία του 1930 που παιζόταν με τρίχορδο μπουζούκι και σταμάτησε η παραγωγή του το 1953 με την εμφάνιση του τετράχορδου μπουζουκιού από τον Μανώλη Χιώτη, με «λάτιν» συνθέσεις τραγουδιών. Όπως έπαψαν να βγαίνουν οι ασπρόμαυρες ταινίες κινηματογράφου, όπως έπαψαν να παράγονται όπερες διεθνώς, έτσι έπαψαν να παράγονται ρεμπέτικα τραγούδια, με την μετανάστευση κυρίως στις ΗΠΑ Ελλήνων συνθετών. Από τότε μέχρι και σήμερα ελάχιστα είναι τα αυθεντικά ρεμπέτικα που γράφτηκαν. Το ίδιο συμβαίνει και με τα δημοτικά τραγούδια που τώρα βγαίνουν αργά και που είναι μόνο συρτοτσιφτετέλια.

Το ρεμπέτικο αγαπήθηκε από τους Έλληνες επειδή ήταν ένα τραγούδι που είχε αρχή, μέση και τέλος, δεν ήταν μονότονο και κλαψιάρικο, παιζόταν με συγκεκριμένα μουσικά όργανα (τρίχορδο μπουζούκι, μπαγλαμά, κιθάρα), είχε αρκετούς μουσικούς ήχους (ουσάκ, χουζάμ, χιτζασκιάρ κ.ά.) και ρυθμούς χορευτικούς: ζεϊμπέκικο (απτάλικο, καμηλιέρικο, γιουρούκικο), χασάπικο και σπανίως συρτό και τσιφτετέλι.

Οι συνθέτες του ρεμπέτικου, σχεδόν όλοι, έβγαζαν δίσκους στις 78 στροφές με ερωτικά τραγούδια, με ωραία λόγια, χωρίς πρόστυχα υπονοούμενα, με μουσικούς ήχους καταπληκτικούς και ονειρεμένους.

Οι ξένοι είναι λάτρεις του ρεμπέτικου τραγουδιού που έγινε γνωστό σε αυτούς από διάφορα ρεμπέτικα συγκροτήματα που μετανάστευσαν σε διάφορες χώρες διεθνώς. Ακόμα υπάρχουν ντόπιοι μουσικοί σε μερικές χώρες που παίζουν ρεμπέτικα τραγούδια όπως στην Νορβηγία, Σουηδία, Ολλανδία, Ιαπωνία και Ν. Κορέα.

Υπάρχει περίπτωση να πάψουν οι νέοι να ακούν ρεμπέτικα και να χαθούν στο μέλλον;

Όχι! Κατηγορηματικά όχι γιατί οι φοιτητές κυρίως συχνάζουν και διασκεδάζουν σε ρεμπέτικα κουτούκια. Επίσης και οι νέοι που αγαπούν τα ξενικά τραγούδια ροκ, ποπ και άλλα, όταν ξεπεράσουν την ηλικία των 40 ετών αλλάζουν μουσική σκέψη και στρέφονται στο ρεμπέτικο. Ακόμα και στις μεγάλες πίστες με πρωτοκλασάτους τραγουδιστές, στις τελευταίες ώρες του προγράμματος οι ορχήστρες γυρίζουν το πρόγραμμα στα λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια. Δεν πρόκειται να απαξιωθεί το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι, έστω κι αν το έχουν αποξενώσει τα κρατικά και άλλα κανάλια με τις μουσικές παραγωγές που προσφέρουν στους τηλεθεατές. Το λέω αυτό γιατί επί 20 και πλέον χρόνια όσες εκπομπές περιλαμβάνουν ρεμπέτικα, αυτά είναι μια συλλογή από εκατό το πολύ τραγούδια που τα ερμηνεύουν κυρίως ηθοποιοί και σπανίως γνωστοί τραγουδιστές και τα επαγγελματικά συγκροτήματα είναι εκτός προγράμματος. Δηλαδή παίζονται σταθερά 100 μόνο τραγούδια. Έτσι λοιπόν μέχρι να πεθάνω θα ακούω την «Φραγκοσυριανή» και την «Συννεφιασμένη Κυριακή» συνεχώς…

Ό,τι και να κάνουν όμως το ρεμπέτικο είναι συνδεδεμένο με την πολιτική, οικονομική, κοινωνική κατάσταση της χώρας μας από το 1925 μέχρι το 1953 και θα μείνει για πάντα.


*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 12-13 Σεπτεμβρίου 2020

Του Νίκου Ασλανίδη

Πάνω από μισό αιώνα ο συγγραφέας Διονύσης Μανιάτης ερευνά και μελετά συστηματικά και σε βάθος το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι. Την αγάπη του για το τραγούδι, την μετουσίωσε σε σειρά σημαντικών εκδόσεων. Το βιβλίο «Η εκ περάτων Ελληνική Δισκογραφία των 78 στροφών», που αποτελεί προϊόν μακροχρόνιας έρευνας, άνοιξε το δρόμο για τη διάδοση του ρεμπέτικου τραγουδιού στο ευρύ κοινό. Επιστέγασμα αποτελεί το γεγονός ότι πρόσφατα η Ελλάδα έτυχε μεγάλης τιμής από την UNESCO με την κατάταξη του ρεμπέτικου στον κατάλογο της παγκόσμιας άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς. Τα στοιχεία του φακέλου της ελληνικής υποψηφιότητας βασίστηκαν σ’ αυτό το βιβλίο...

Μεγάλο όνειρο του Διονύση Μανιάτη αποτελεί η έκδοση του έργου «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» σε λαϊκό μελόδραμα με τη χρήση τραγουδιών και μουσικών του Μάρκου Βαμβακάρη και του Βασίλη Τσιτσάνη. Τη διασκευή του έργου σε μορφή δεκαπεντασύλλαβου την έχει επιμεληθεί ο Δημήτριος Βούλτσος.

Κύριε Μανιάτη, πως ασχοληθήκατε με το ρεμπέτικο τραγούδι;

Το 1933 γεννήθηκα στο Κάστρο (Χλεμούτσι) Ηλείας. Το 1938 μετακομίσαμε οικογενειακώς στην Κυλλήνη όπου αγοράσαμε ένα σπίτι απέναντι από τον σιδηροδρομικό σταθμό. Εκεί έφτιαξε ο πατέρας μας ένα μαγειρείο όπου έτρωγε το προσωπικό του τρένου κατά την εκεί τους διανυκτέρευση. Αυτοί ήτανε γύρω στα πέντε άτομα, αλλά ερχόντουσαν και οι πρόσφυγες από την Κάτω Παναγιά. Οι πρόσφυγες χορεύανε το χασάπικο και το ζεϊμπέκικο και άλλα τραγούδια από τους δίσκους γραμμοφώνου που αγόρασε ο πατέρας μας από την Πάτρα. Κάπως έτσι, εμείς τα παιδιά, αγαπήσαμε το ρεμπέτικο.

Το 1946, έφυγα από το χωριό μου και πήγα μόνος μου και έδωσα εξετάσεις και μπήκα στο γυμνάσιο της Γαστούνης. Εκεί μαζί με έναν συμμαθητή μου πηγαίναμε στο ραδιόφωνο της Βικτώριας και ακούγαμε τα λαϊκά συγκροτήματα που έπαιζαν ζωντανά στο ραδιόφωνο των Ενόπλων Δυνάμεων. Θυμάμαι ότι το 1952 πηγαίναμε μαζί με τον αδελφό μου Τάκη επί 15 ημέρες στο πανηγύρι της Αγίας Σοφίας όπου έπαιζαν όλη τη νύχτα τα συγκροτήματα του Γιάννη Παπαϊωάννου με την Ρένα Ντάλλια και του Σταύρου Τζουανάκου με την Πόλυ Πάνου. Δηλαδή πηγαίναμε με τα πόδια 20 περίπου χιλιόμετρα από το βράδυ και γυρίζαμε πεζοί πάλι στην Κυλλήνη.

Πότε αποφασίσατε να γράψετε το πρώτο σας βιβλίο;

Όταν συμπλήρωσα ολόκληρη τη συλλογή του Βασίλη Τσιτσάνη με όλους τους δίσκους στις 78, στις 45 και στις 33 1/3 στροφές, ξοδεύοντας πάρα πολλά χρήματα, αποφάσισα να γράψω το πρώτο μου βιβλίο «Βασίλης Τσιτσάνης, ο ατελείωτος» που έκανε μεγάλη αίσθηση και με βάση αυτό, γράφτηκαν γύρω στα 20 βιβλία για τον Βασίλη Τσιτσάνη! Δυστυχώς το βιβλίο αυτό απέτυχε οικονομικά, αφού γνωστός ρεμπετολόγος που έμαθε για την ύπαρξη του ρεμπέτικου με 40 χρόνια καθυστέρηση, κατηγόρησε το βιβλίο μου στην οικογένεια του Βασίλη Τσιτσάνη με τα χειρότερα λόγια! Έτσι λοιπόν εγώ δεν έκλαψα τον πατέρα μου όταν πέθανε αλλά τον Β. Τσιτσάνη.

Ο εν λόγω ρεμπετολόγος με κάλεσε σε συναυλία με 2.500 κόσμο στο Βεάκειο του Πειραιά όπου χορέψαμε το αυθεντικό χασάπικο με τον αδελφό μου Τάκη. Ποτέ δεν δημοσιοποίησε σε DVD ή το διαδίκτυο τη συναυλία, ενώ την βιντεοσκοπούσε. Έτσι άφησε τον κόσμο να πιστεύει ότι η καρικατούρα με το συρτάκι αποτελεί το αυθεντικό χασάπικο. Τέλος, ο ίδιος άνθρωπος μου ματαίωσε μία προγραμματισμένη συνάντηση που είχα στα γραφεία του Σταύρου Νιάρχου, όταν πήγα να τους παραδώσω την «Εκ περάτων δισκογραφία γραμμοφώνου 78 στροφών».

Όλα όσα αναφέρω είναι μέχρι κεραίας αληθή!

Πόσα βιβλία έχετε γράψει μέχρι σήμερα;

Έχω συγγράψει κατά σειρά τα βιβλία:

-«Βασίλης Τσιτσάνης, ο ατελείωτος» 1994.

-«Οι φωνογραφητζήδες πρακτικών μουσικών εγκώμιον» 2001.

-«Η εκ περάτων δισκογραφία γραμμοφώνου 78, έργα λαϊκών μας καλλιτεχνών» 2006. Αυτό το βιβλίο περατώθηκε μετά από 26 χρόνια έρευνας που έγινε με προσωπικές επισκέψεις στους συλλέκτες οι οποίοι αναφέρονται ονομαστικά.

-«Χασικλίδικα μελωδήματα» 2009.

-«Η δισκογραφία των δίσκων του ηλεκτροφώνου» (Juke Box-45 στροφές).

-«Ανταγωνισμός των τραγουδοποιών μας στο πικ-απ» 2013.

-«Δίγλωσση γραμματική των τσιγγάνων» 2013 και

-«Τρίγλωσσο τσιγγάνικο λεξικό» 2013.

Τέλος, υπάρχει έτοιμο προς έκδοση «Ο Μάρκος ο Συριανός» Μάρκου Βαμβακάρη άπαντα, που συνέγραψα μαζί με τον Γιώργο Θανόπουλο και τον συγχωρεμένο Στέλιο Βαμβακάρη.

Γνωρίζω ότι «βάλατε το χεράκι σας» και στο μεγάλο εγχείρημα του να ενταχθεί το ρεμπέτικο στον κατάλογο της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO. Μιλήστε μας γι’ υτό.

Πρόκειται για σημαντική συλλογική προσπάθεια. Προετοιμάστηκε με μεγάλη επιμέλεια ένας πλήρης φάκελος υποψηφιότητας που μεταξύ των άλλων περιείχε και ένα βίντεο με αφηγήσεις περί της ιστορίας και της σημασίας του ρεμπέτικου, στο οποίο επίσης ακούγονταν και ορισμένα ενδεικτικά ρεμπέτικα τραγούδια. Ο φάκελος της υποψηφιότητας κατατέθηκε στην UNESCO από το υπουργείο Πολιτισμού και η Επιτροπή για τη Διαφύλαξη της Παγκόσμιας Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, στη συνεδρίασή που πραγματοποιήθηκε στην Κορέα τον Δεκέμβρη του 2017, αποφάσισε την εγγραφή του ρεμπέτικου στον αντιπροσωπευτικό κατάλογο της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας. Η δική μου συμβολή έχει να κάνει με το γεγονός ότι τα ιστορικά στοιχεία για τα τραγούδια του βίντεο της υποψηφιότητα του ρεμπέτικου, βασίστηκαν στο έργο μου «Η εκ περάτων δισκογραφία γραμμοφώνου».

Τι ετοιμάζετε να γράψετε μελλοντικά;

Αυτή την περίοδο καθαρογράφονται, χωρίς να έχουν ολοκληρωθεί, τρία καινούρια βιβλία μου για τους τρεις μεγαλύτερους τραγουδιστές του ρεμπέτικου και λαϊκού, Αντώνη Διαμαντίδη ή Νταλγκά, Ευστράτιο Παγιουμτζή ή Στράτο και Στέλιο Καζαντζίδη.

Ποιο είναι μεγάλο σας όνειρο;

Το μεγάλο μου όνειρο είναι να παιχτεί η λαϊκή όπερα «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» με τραγούδια και οργανικά κομμάτια του Μάρκου Βαμβακάρη και του Βασίλη Τσιτσάνη, πάνω στο λιμπρέτο που έγραψε ο Δημήτριος Βούλτσος σε δεκαπεντασύλλαβα στη δημοτική από το αρχαίο κείμενο του Ευριπίδη.

Ο Δημήτριος Βούλτσος, μου εμπιστεύτηκε το έργο του για να γίνει λαϊκή όπερα και πάνω σε αυτό έχω δουλέψει αρκετά χρόνια. Πλέον η όπερα είναι έτοιμη και οι παρτιτούρες των τραγουδιών του Βαμβακάρη και του Τσιτσάνη έχουν προετοιμαστεί. Επειδή το λιμπρέτο ήταν μεγάλο επελέγησαν τα ουσιώδη δεκαπεντασύλλαβα για να «ντυθούν» μουσικά με τραγούδια Βαμβακάρη και Τσιτσάνη (υπάρχουν οι σχετικές άδειες) για μεν τις άριες με παραφράσεις των τραγουδιών, για δε τις διωδίες και τα recitativo (κουβεντιαστά) με επένδυση στα ορχηστρικά κομμάτια τους.

Η λαϊκή όπερα έχει τρεις πράξεις που διαρκούν περίπου δύο ώρες, με πρωταγωνιστές: 1. Αγαμέμνων 2. Γέρος δούλος (πρεσβύτης) 3. Μενέλαος 4. Κορυφαία 5. Αγγελιοφόρος 6. Ιφιγένεια 7. Κλυταιμνήστρα 8. Αχιλλέας.

Γιατί το ρεμπέτικο αγαπήθηκε όχι μόνο από τους Έλληνες αλλά και από τους ξένους;

Βάση του Ελληνικού τραγουδιού και κυρίως του ρεμπέτικου είναι η δεκαετία του 1930 που παιζόταν με τρίχορδο μπουζούκι και σταμάτησε η παραγωγή του το 1953 με την εμφάνιση του τετράχορδου μπουζουκιού από τον Μανώλη Χιώτη, με «λάτιν» συνθέσεις τραγουδιών. Όπως έπαψαν να βγαίνουν οι ασπρόμαυρες ταινίες κινηματογράφου, όπως έπαψαν να παράγονται όπερες διεθνώς, έτσι έπαψαν να παράγονται ρεμπέτικα τραγούδια, με την μετανάστευση κυρίως στις ΗΠΑ Ελλήνων συνθετών. Από τότε μέχρι και σήμερα ελάχιστα είναι τα αυθεντικά ρεμπέτικα που γράφτηκαν. Το ίδιο συμβαίνει και με τα δημοτικά τραγούδια που τώρα βγαίνουν αργά και που είναι μόνο συρτοτσιφτετέλια.

Το ρεμπέτικο αγαπήθηκε από τους Έλληνες επειδή ήταν ένα τραγούδι που είχε αρχή, μέση και τέλος, δεν ήταν μονότονο και κλαψιάρικο, παιζόταν με συγκεκριμένα μουσικά όργανα (τρίχορδο μπουζούκι, μπαγλαμά, κιθάρα), είχε αρκετούς μουσικούς ήχους (ουσάκ, χουζάμ, χιτζασκιάρ κ.ά.) και ρυθμούς χορευτικούς: ζεϊμπέκικο (απτάλικο, καμηλιέρικο, γιουρούκικο), χασάπικο και σπανίως συρτό και τσιφτετέλι.

Οι συνθέτες του ρεμπέτικου, σχεδόν όλοι, έβγαζαν δίσκους στις 78 στροφές με ερωτικά τραγούδια, με ωραία λόγια, χωρίς πρόστυχα υπονοούμενα, με μουσικούς ήχους καταπληκτικούς και ονειρεμένους.

Οι ξένοι είναι λάτρεις του ρεμπέτικου τραγουδιού που έγινε γνωστό σε αυτούς από διάφορα ρεμπέτικα συγκροτήματα που μετανάστευσαν σε διάφορες χώρες διεθνώς. Ακόμα υπάρχουν ντόπιοι μουσικοί σε μερικές χώρες που παίζουν ρεμπέτικα τραγούδια όπως στην Νορβηγία, Σουηδία, Ολλανδία, Ιαπωνία και Ν. Κορέα.

Υπάρχει περίπτωση να πάψουν οι νέοι να ακούν ρεμπέτικα και να χαθούν στο μέλλον;

Όχι! Κατηγορηματικά όχι γιατί οι φοιτητές κυρίως συχνάζουν και διασκεδάζουν σε ρεμπέτικα κουτούκια. Επίσης και οι νέοι που αγαπούν τα ξενικά τραγούδια ροκ, ποπ και άλλα, όταν ξεπεράσουν την ηλικία των 40 ετών αλλάζουν μουσική σκέψη και στρέφονται στο ρεμπέτικο. Ακόμα και στις μεγάλες πίστες με πρωτοκλασάτους τραγουδιστές, στις τελευταίες ώρες του προγράμματος οι ορχήστρες γυρίζουν το πρόγραμμα στα λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια. Δεν πρόκειται να απαξιωθεί το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι, έστω κι αν το έχουν αποξενώσει τα κρατικά και άλλα κανάλια με τις μουσικές παραγωγές που προσφέρουν στους τηλεθεατές. Το λέω αυτό γιατί επί 20 και πλέον χρόνια όσες εκπομπές περιλαμβάνουν ρεμπέτικα, αυτά είναι μια συλλογή από εκατό το πολύ τραγούδια που τα ερμηνεύουν κυρίως ηθοποιοί και σπανίως γνωστοί τραγουδιστές και τα επαγγελματικά συγκροτήματα είναι εκτός προγράμματος. Δηλαδή παίζονται σταθερά 100 μόνο τραγούδια. Έτσι λοιπόν μέχρι να πεθάνω θα ακούω την «Φραγκοσυριανή» και την «Συννεφιασμένη Κυριακή» συνεχώς…

Ό,τι και να κάνουν όμως το ρεμπέτικο είναι συνδεδεμένο με την πολιτική, οικονομική, κοινωνική κατάσταση της χώρας μας από το 1925 μέχρι το 1953 και θα μείνει για πάντα.


*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 12-13 Σεπτεμβρίου 2020

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία