ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Κατερίνα Ευαγγελάτου: Μετά τις απώλειες, θέλω μία πιο ουσιαστική σχέση με τους ανθρώπους

Δυναμική, αυτόνομη, αυτάρκης και αυθύπαρκτη. Αυτοί είναι οι χαρακτηρισμοί που κρατάς για την σκηνοθέτη έπειτα από μία συζήτηση μαζί της…

 14/04/2019 17:58

Κατερίνα Ευαγγελάτου: Μετά τις απώλειες, θέλω μία πιο ουσιαστική σχέση με τους ανθρώπους

Κυριακή Τσολάκη

Με μητέρα την ηθοποιό Λήδα Τασοπούλου και πατέρα το σκηνοθέτη Σπύρο Ευαγγελάτο, παρά τις ισχυρές θεατρικές καταβολές της, η Κατερίνα Ευαγγελάτου κατόρθωσε να μην καταγραφεί στο θεατρικό χώρο ως η κόρη δύο μεγάλων ονομάτων, αλλά να έχει τη δική της διακριτή πορεία. Πού μπορεί να οφείλεται αυτό; «Είναι ένας συνδυασμός πραγμάτων. 

Ένα κομμάτι έχει να κάνει με τη δική μου προσωπικότητα, με την πάστα του χαρακτήρα μου και την τεράστια, πολύ προσωπική λαχτάρα μου για την τέχνη του θεάτρου. Αν δεν είχα την όρεξη και τη δύναμη να επενδύσω όλη μου τη ζωή σε αυτό, τίποτε δεν θα γινόταν. Από την άλλη, φυσικά, το δεύτερο πόδι στο οποίο πατάω έχει να κάνει με το πώς μεγάλωσα. Αν δεν είχα αυτούς τους γονείς, δεν θα ήμουν αυτή που είμαι», λέει.

Από εκεί και πέρα κανείς δεν μπορεί να κρατηθεί σε έναν χώρο χωρίς προσωπική ταυτότητα. «Νομίζω ότι χρειάζεται το δικό σου προσωπικό στίγμα. Αυτό, καθώς τα χρόνια περνούν, το καταλαβαίνεις από την υποδοχή του κόσμου ή την αποδοχή των ανθρώπων του χώρου, πράγματα καθόλου αυτονόητα. Όλα αυτά μετράνε μέσα μου και μου δίνουν δύναμη να συνεχίσω με τον τρόπο που εργάζομαι. Είναι δύσκολος, έχει μόχθο, καλλιτεχνικά ρίσκα. Μόνο έτσι μπορώ να σκεφτώ», τονίζει.

Έχει σκηνοθετήσει πολλές φορές σπουδαία κλασικά κείμενα σημαντικών δημιουργών της παγκόσμιας δραματουργίας. Ευριπίδης, Γκαίτε, Μπίχνερ είναι μερικοί μόνο από τους συγγραφείς με τους οποίους έχει καταπιαστεί. 

Πόση τόλμη απαιτεί αυτό; «Όταν παίρνω την απόφαση να ασχοληθώ με ένα κείμενο, φυσικά υπάρχει μέσα μου δέος και λαχτάρα, αλλά βεβαίως υπερισχύουν τα αισθήματα της δημιουργικής ορμής και λαχτάρας, της επιθυμίας να κάνεις κάτι με αυτό το κείμενο. Όταν όμως πρόκειται για ένα έργο ενός σπουδαίου ποιητή, είτε είναι Ευριπίδης είτε Μπρεχτ ή ό,τι άλλο, νιώθεις μια παραπάνω ευθύνη, γιατί γίνεσαι εσύ ό,τι έχουν αφήσει πίσω τους εκείνοι. Ακριβώς γι’ αυτό τελικά νομίζω ότι με την ενασχόληση μαζί τους γίνεσαι κι εσύ καλύτερος. Αυτό καθιστά μοναδικά τα έργα αυτά».

Περίπου 20 παραγωγές

Γεννημένη στην Αθήνα, αριστούχος της Δραματικής σχολής του Εθνικού Θεάτρου, με σπουδές φιλοσοφίας και μουσικής και μεταπτυχιακές σπουδές σκηνοθεσίας θεάτρου στο Λονδίνο, η Κατερίνα Ευαγγελάτου έχει στο ενεργητικό της περίπου 20 σκηνοθεσίες έργων. «Είμαι 12 χρόνια σκηνοθέτης, οπότε είναι λιγότερες από δύο παραγωγές το χρόνο, πολύ λιγότερες από ό,τι άλλοι συνομήλικοί μου», λέει. Παραδέχεται ωστόσο ότι δουλεύει πολύ. «Απλώς προσπαθώ να διατηρώ όσο το δυνατόν -όχι χωρίς κόστος, φυσικά- μια μικρή απόσταση ανά παραγωγή για να μπορώ να μελετώ, να ξεκουράζομαι και να ζω», συμπληρώνει.

Για εκείνη θέατρο και ζωή είναι σε απόλυτη ισορροπία. «Είναι αλήθεια ότι έχω ελάχιστο ποιοτικό χρόνο για μένα, όχι όσο θα έπρεπε και όσο θα ήθελα. Βέβαια, συχνά εξαρτάται και από την εποχή. Τώρα μεσολαβεί μεγάλη περίοδος μελέτης μέχρι να ξεκινήσω πρόβες για την επόμενη παράσταση. Αυτό είναι ένα διάστημα ‘πολυτέλειας’, συνδυάζεται βέβαια και με τη διδασκαλία που υπάρχει πάντα στη ζωή μου, αφού και φέτος διδάσκω στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών του πανεπιστημίου Αθηνών. Τώρα δεν έχω πρόβες κι έτσι μπορώ να πω ότι προσπαθώ να κάνω πράγματα για τον εαυτό μου. Ο χειμώνας όμως ήταν δύσκολος με δύο έργα».

Η «Κωμωδία των Παρεξηγήσεων

Αναφέρεται στον «Βόιτσεκ» του Γκέοργκ Μπίχνερ και στην «Κωμωδία των Παρεξηγήσεων» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, που ανέβηκαν με μικρή χρονική απόσταση. Το δεύτερο έργο παρουσιάζεται τώρα και στη Θεσσαλονίκη. Πρόκειται για ένα νεανικό κείμενο του άγγλου δραματουργού, μια κωμωδία που έχει στο επίκεντρό της δύο ζευγάρια πανομοιότυπων διδύμων (δύο αφέντες και δύο δούλους), που είχαν χωριστεί στη γέννα και βρίσκονται ξαφνικά στην ίδια πόλη χωρίς να το γνωρίζουν. 

Μέσα σ’ αυτήν την αλλόκοτη συνθήκη εκτυλίσσεται μία ιλιγγιώδης φάρσα, στην οποία κυριαρχούν η πλάνη και οι αλλεπάλληλες παρεξηγήσεις, καθώς τα πρόσωπα διασταυρώνονται. Η δική της σύλληψη έγκειται στο ότι τους τέσσερις χαρακτήρες υποδύονται δύο ηθοποιοί (Νίκος Κουρής και Ορφέας Αυγουστίδης) -ο ένας τους δύο αντίφιλους και ο άλλος τους δύο δούλους. «Θεώρησα ότι αυτό θα έχει ένα σύγχρονο θεατρικό ενδιαφέρον σε σχέση με το τι είναι θέατρο σήμερα. 

Δεν με ενδιέφερε να έχω απλώς δύο ντυμένους με τα ίδια κοστούμια ηθοποιούς, που να παριστάνουν τα αδέλφια. Εκτίμησα ότι θα είναι πολύ προκλητικό να δουλέψουμε πάνω σε αυτό το διττό μοντέλο. Τελικώς, είναι δύο ή δεν είναι; Μήπως είναι ένας; Μήπως είναι οι δύο πλευρές του ίδιου ανθρώπου; Όλα αυτά είναι στο κέντρο των αναζητήσεών μου», τονίζει.

Δεν διεκδικεί τα πρωτεία στην ιδέα αυτή. «Έχει ανέβει έτσι και στο παρελθόν, αλλά για μένα ενστικτωδώς αυτός ο τρόπος είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον». 

Σημαντικό ρόλο σε αυτό παίζει το εντυπωσιακό σκηνικό που λειτουργεί ως μια διαρκώς μεταβαλλόμενη συνθήκη ψευδαίσθησης. «Είναι αφαιρετικό, μαγικό, βασίζεται στην ιδέα των πολλαπλών εισόδων, εξόδων που είναι ένα από τα φαρσικά γνωρίσματα. Πόρτες ανοίγουν, κλείνουν, φέρνουν μέσα λάθος ανθρώπους σε λάθος χώρους. Είναι σαν ένα μαγικό αντικείμενο τέχνης, ένα χρυσό μπιζουδάκι γεμάτο αντανακλάσεις και καθρεφτίσματα. Κανείς δεν είναι ποτέ μόνος του πάνω στη σκηνή, γιατί το σκηνικό αυτό είναι καθρέφτης, συνδυάζει πάρα πολλά από τα θέματα του έργου και, φυσικά, περιστρέφεται, δημιουργώντας και στο θεατή μια αίσθηση παραίσθησης και ψευδαίσθησης».

komodia-parejigiseon.jpg

Στιγμιότυπο από την «Κωμωδία των Παρεξηγήσεων» που θα ανέβει στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης στις 13 και 14 Απριλίου στις 9 μ.μ.

«Οι μετατοπίσεις γίνονται αργά και κάπως αδιόρατα και ασυναίσθητα»

Είναι η πρώτη φορά που σκηνοθετεί Σαίξπηρ, ενώ είχε οκτώ χρόνια να ανεβάσει κωμωδία. Ίσως και να είναι μια περίοδος που της χρειάζεται λίγο παραπάνω χαμόγελο μετά τη δύσκολη δεκαετία που πέρασε έχοντας χάσει μητέρα, αδελφό και πατέρα. Δεν ξέρει πώς λειτούργησε για εκείνη όλη αυτή η δυσάρεστη συγκυρία. 

«Δεν μπορώ να πω καθαρά τι συνέβη μέσα μου έπειτα από αυτό. Νομίζω ότι οι μετατοπίσεις γίνονται αργά και κάπως αδιόρατα και ανεπαίσθητα. Από την άλλη ίσως μπορώ να πω ότι έχω δυναμώσει, αλλά και ότι κομμάτια του εαυτού μου είναι πιο εύθραυστα τώρα έπειτα από τόσες απώλειες. Θέλω μια πιο ουσιαστική σχέση με τους ανθρώπους, να μην τους χάνω από τη ζωή μου», καταλήγει.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 14 Απριλίου 2019

Με μητέρα την ηθοποιό Λήδα Τασοπούλου και πατέρα το σκηνοθέτη Σπύρο Ευαγγελάτο, παρά τις ισχυρές θεατρικές καταβολές της, η Κατερίνα Ευαγγελάτου κατόρθωσε να μην καταγραφεί στο θεατρικό χώρο ως η κόρη δύο μεγάλων ονομάτων, αλλά να έχει τη δική της διακριτή πορεία. Πού μπορεί να οφείλεται αυτό; «Είναι ένας συνδυασμός πραγμάτων. 

Ένα κομμάτι έχει να κάνει με τη δική μου προσωπικότητα, με την πάστα του χαρακτήρα μου και την τεράστια, πολύ προσωπική λαχτάρα μου για την τέχνη του θεάτρου. Αν δεν είχα την όρεξη και τη δύναμη να επενδύσω όλη μου τη ζωή σε αυτό, τίποτε δεν θα γινόταν. Από την άλλη, φυσικά, το δεύτερο πόδι στο οποίο πατάω έχει να κάνει με το πώς μεγάλωσα. Αν δεν είχα αυτούς τους γονείς, δεν θα ήμουν αυτή που είμαι», λέει.

Από εκεί και πέρα κανείς δεν μπορεί να κρατηθεί σε έναν χώρο χωρίς προσωπική ταυτότητα. «Νομίζω ότι χρειάζεται το δικό σου προσωπικό στίγμα. Αυτό, καθώς τα χρόνια περνούν, το καταλαβαίνεις από την υποδοχή του κόσμου ή την αποδοχή των ανθρώπων του χώρου, πράγματα καθόλου αυτονόητα. Όλα αυτά μετράνε μέσα μου και μου δίνουν δύναμη να συνεχίσω με τον τρόπο που εργάζομαι. Είναι δύσκολος, έχει μόχθο, καλλιτεχνικά ρίσκα. Μόνο έτσι μπορώ να σκεφτώ», τονίζει.

Έχει σκηνοθετήσει πολλές φορές σπουδαία κλασικά κείμενα σημαντικών δημιουργών της παγκόσμιας δραματουργίας. Ευριπίδης, Γκαίτε, Μπίχνερ είναι μερικοί μόνο από τους συγγραφείς με τους οποίους έχει καταπιαστεί. 

Πόση τόλμη απαιτεί αυτό; «Όταν παίρνω την απόφαση να ασχοληθώ με ένα κείμενο, φυσικά υπάρχει μέσα μου δέος και λαχτάρα, αλλά βεβαίως υπερισχύουν τα αισθήματα της δημιουργικής ορμής και λαχτάρας, της επιθυμίας να κάνεις κάτι με αυτό το κείμενο. Όταν όμως πρόκειται για ένα έργο ενός σπουδαίου ποιητή, είτε είναι Ευριπίδης είτε Μπρεχτ ή ό,τι άλλο, νιώθεις μια παραπάνω ευθύνη, γιατί γίνεσαι εσύ ό,τι έχουν αφήσει πίσω τους εκείνοι. Ακριβώς γι’ αυτό τελικά νομίζω ότι με την ενασχόληση μαζί τους γίνεσαι κι εσύ καλύτερος. Αυτό καθιστά μοναδικά τα έργα αυτά».

Περίπου 20 παραγωγές

Γεννημένη στην Αθήνα, αριστούχος της Δραματικής σχολής του Εθνικού Θεάτρου, με σπουδές φιλοσοφίας και μουσικής και μεταπτυχιακές σπουδές σκηνοθεσίας θεάτρου στο Λονδίνο, η Κατερίνα Ευαγγελάτου έχει στο ενεργητικό της περίπου 20 σκηνοθεσίες έργων. «Είμαι 12 χρόνια σκηνοθέτης, οπότε είναι λιγότερες από δύο παραγωγές το χρόνο, πολύ λιγότερες από ό,τι άλλοι συνομήλικοί μου», λέει. Παραδέχεται ωστόσο ότι δουλεύει πολύ. «Απλώς προσπαθώ να διατηρώ όσο το δυνατόν -όχι χωρίς κόστος, φυσικά- μια μικρή απόσταση ανά παραγωγή για να μπορώ να μελετώ, να ξεκουράζομαι και να ζω», συμπληρώνει.

Για εκείνη θέατρο και ζωή είναι σε απόλυτη ισορροπία. «Είναι αλήθεια ότι έχω ελάχιστο ποιοτικό χρόνο για μένα, όχι όσο θα έπρεπε και όσο θα ήθελα. Βέβαια, συχνά εξαρτάται και από την εποχή. Τώρα μεσολαβεί μεγάλη περίοδος μελέτης μέχρι να ξεκινήσω πρόβες για την επόμενη παράσταση. Αυτό είναι ένα διάστημα ‘πολυτέλειας’, συνδυάζεται βέβαια και με τη διδασκαλία που υπάρχει πάντα στη ζωή μου, αφού και φέτος διδάσκω στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών του πανεπιστημίου Αθηνών. Τώρα δεν έχω πρόβες κι έτσι μπορώ να πω ότι προσπαθώ να κάνω πράγματα για τον εαυτό μου. Ο χειμώνας όμως ήταν δύσκολος με δύο έργα».

Η «Κωμωδία των Παρεξηγήσεων

Αναφέρεται στον «Βόιτσεκ» του Γκέοργκ Μπίχνερ και στην «Κωμωδία των Παρεξηγήσεων» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, που ανέβηκαν με μικρή χρονική απόσταση. Το δεύτερο έργο παρουσιάζεται τώρα και στη Θεσσαλονίκη. Πρόκειται για ένα νεανικό κείμενο του άγγλου δραματουργού, μια κωμωδία που έχει στο επίκεντρό της δύο ζευγάρια πανομοιότυπων διδύμων (δύο αφέντες και δύο δούλους), που είχαν χωριστεί στη γέννα και βρίσκονται ξαφνικά στην ίδια πόλη χωρίς να το γνωρίζουν. 

Μέσα σ’ αυτήν την αλλόκοτη συνθήκη εκτυλίσσεται μία ιλιγγιώδης φάρσα, στην οποία κυριαρχούν η πλάνη και οι αλλεπάλληλες παρεξηγήσεις, καθώς τα πρόσωπα διασταυρώνονται. Η δική της σύλληψη έγκειται στο ότι τους τέσσερις χαρακτήρες υποδύονται δύο ηθοποιοί (Νίκος Κουρής και Ορφέας Αυγουστίδης) -ο ένας τους δύο αντίφιλους και ο άλλος τους δύο δούλους. «Θεώρησα ότι αυτό θα έχει ένα σύγχρονο θεατρικό ενδιαφέρον σε σχέση με το τι είναι θέατρο σήμερα. 

Δεν με ενδιέφερε να έχω απλώς δύο ντυμένους με τα ίδια κοστούμια ηθοποιούς, που να παριστάνουν τα αδέλφια. Εκτίμησα ότι θα είναι πολύ προκλητικό να δουλέψουμε πάνω σε αυτό το διττό μοντέλο. Τελικώς, είναι δύο ή δεν είναι; Μήπως είναι ένας; Μήπως είναι οι δύο πλευρές του ίδιου ανθρώπου; Όλα αυτά είναι στο κέντρο των αναζητήσεών μου», τονίζει.

Δεν διεκδικεί τα πρωτεία στην ιδέα αυτή. «Έχει ανέβει έτσι και στο παρελθόν, αλλά για μένα ενστικτωδώς αυτός ο τρόπος είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον». 

Σημαντικό ρόλο σε αυτό παίζει το εντυπωσιακό σκηνικό που λειτουργεί ως μια διαρκώς μεταβαλλόμενη συνθήκη ψευδαίσθησης. «Είναι αφαιρετικό, μαγικό, βασίζεται στην ιδέα των πολλαπλών εισόδων, εξόδων που είναι ένα από τα φαρσικά γνωρίσματα. Πόρτες ανοίγουν, κλείνουν, φέρνουν μέσα λάθος ανθρώπους σε λάθος χώρους. Είναι σαν ένα μαγικό αντικείμενο τέχνης, ένα χρυσό μπιζουδάκι γεμάτο αντανακλάσεις και καθρεφτίσματα. Κανείς δεν είναι ποτέ μόνος του πάνω στη σκηνή, γιατί το σκηνικό αυτό είναι καθρέφτης, συνδυάζει πάρα πολλά από τα θέματα του έργου και, φυσικά, περιστρέφεται, δημιουργώντας και στο θεατή μια αίσθηση παραίσθησης και ψευδαίσθησης».

komodia-parejigiseon.jpg

Στιγμιότυπο από την «Κωμωδία των Παρεξηγήσεων» που θα ανέβει στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης στις 13 και 14 Απριλίου στις 9 μ.μ.

«Οι μετατοπίσεις γίνονται αργά και κάπως αδιόρατα και ασυναίσθητα»

Είναι η πρώτη φορά που σκηνοθετεί Σαίξπηρ, ενώ είχε οκτώ χρόνια να ανεβάσει κωμωδία. Ίσως και να είναι μια περίοδος που της χρειάζεται λίγο παραπάνω χαμόγελο μετά τη δύσκολη δεκαετία που πέρασε έχοντας χάσει μητέρα, αδελφό και πατέρα. Δεν ξέρει πώς λειτούργησε για εκείνη όλη αυτή η δυσάρεστη συγκυρία. 

«Δεν μπορώ να πω καθαρά τι συνέβη μέσα μου έπειτα από αυτό. Νομίζω ότι οι μετατοπίσεις γίνονται αργά και κάπως αδιόρατα και ανεπαίσθητα. Από την άλλη ίσως μπορώ να πω ότι έχω δυναμώσει, αλλά και ότι κομμάτια του εαυτού μου είναι πιο εύθραυστα τώρα έπειτα από τόσες απώλειες. Θέλω μια πιο ουσιαστική σχέση με τους ανθρώπους, να μην τους χάνω από τη ζωή μου», καταλήγει.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 14 Απριλίου 2019

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία