ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Η σκηνοθέτης Χριστίνα Γυφτάκη στο makthes.gr: «Όσο περιορίζεις τη φαντασία, τόσο περισσότερο γεννά»

Με αφορμή την παράσταση «Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως» που μεταφέρει το πρώτο διήγημα του Βιζυηνού επί σκηνής

 13/04/2019 11:00

Η σκηνοθέτης Χριστίνα Γυφτάκη στο makthes.gr: «Όσο περιορίζεις τη φαντασία, τόσο περισσότερο γεννά»
Νίκος Αγγελής -Άνθης

Η ομάδα «mālum discordiae» παρουσιάζει το πρώτο διήγημα του Γεώργιου Βιζυηνού, με τίτλο «Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως», ταιριάζοντας θεατρικά τη δημοτική με την καθαρεύουσα και μεταφέροντάς μας στο κατάστρωμα του θρυλικού Rio Grande, όπου ο ποιητής συναντά τη νεαρή Μάσιγγα και ένας ιδιότυπος έρωτας γεννιέται. Με αφορμή τις δύο παραστάσεις, που θα πραγματοποιήσει η ομάδα στη Θεσσαλονίκη (Δημοτικό Θέατρο Άνετον) στις 15 και 16 Απριλίου 2019 η σκηνοθέτης της παράστασης Χριστίνα Γυφτάκη μιλά τόσο για τη σκηνοθετική της ματιά, όσο και για άλλα σημαντικά ζητήματα, όπως τα στερεότυπα και η προκαταλήψεις στον έρωτα.  

Με ποια κριτήρια επιλέξατε και ανεβάσατε το έργο;

Το έργο ήταν μια πρόταση της Φιλιώς Τσομπανίδου, η οποία παίζει στην παράσταση και είναι μέλος της θεατρικής ομάδας malum discordiae. Πέρασε βέβαια αρκετός καιρός, έως ότου να αποδεχτώ την πρόταση και να υποκύψω στην πρόκληση, που μου έθετε το ίδιο το κείμενο. Η δομή του διηγήματος, η γλώσσα του και η μορφή του με έβαζαν  σε σκέψεις  για το πως μπορεί να αποδοθεί θεατρικά σε μία σκηνή με δύο ηθοποιούς.  Χωρίς να το καταλάβω λοιπόν, είχα ήδη αρχίσει να δουλεύω πάνω στο κείμενο και να το επεξεργάζομαι.

Ποια ήταν η σκηνοθετική προσέγγιση, που αποφασίσατε να ακολουθήσετε στη συγκεκριμένη παράσταση και ποια η σκοπιμότητα της;

Δεδομένου ότι η ομάδα malum discordiae είναι μια νέα ομάδα και αυτοχρηματοδοτείται, όπως άλλωστε οι περισσότερες ομάδες, το κύριο συστατικό ήταν η χαμηλού κεφαλαίου παραγωγή. Αυτό βέβαια το βρίσκω και αρκετά παραγωγικό, γιατί όσο περιορίζεις τη φαντασία, αυτή τόσο περισσότερο γεννά. Στη δική μου περίπτωση ο περιορισμός αλλά και ευλογία μαζί, ήταν οι δύο ηθοποιοί, τα σώματά τους και οι φωνές τους. Τι πιο όμορφο κατά τη γνώμη μου και ειλικρινές από δυο ανθρώπους επί σκηνής να μας δίνουν απλόχερα το ταλέντο τους. Απουσία σκηνικού και επιβλητικών κοστουμιών ή αντικειμένων,  η σκηνοθεσία καταλαβαίνετε, ότι στηρίχτηκε καθαρά σε ένα παιχνίδι ανάμεσα στους χαρακτήρες, ένα παιχνίδι ερωτικό, εξουσίας, ένα κυνήγι των κρυμμένων ονείρων. Ένα παιχνίδι που πραγματώνεται από δύο ανθρώπους άλλα τρεις χαρακτήρες. Κι εκεί που τα σώματα των ηθοποιών μιλάνε και ζωντανεύουν αυτό το παιχνίδι, ο παράγοντας της ζωντανής μουσικής ήρθε για να δέσει ολοκληρωτικά τις ατμόσφαιρες. Έτσι, αντιλαμβάνεστε και εσείς, ότι παρ’ όλη τη σκηνική λιτότητα, ο χώρος είναι ενεργειακά  ζωντανός για όλη τη διάρκεια της παράστασης και για μένα αυτό ήταν ένα βασικό ζητούμενο.

Υπήρξαν πιθανές δυσκολίες κατά την προετοιμασία της παράστασης; Και αν ναι, πως τις αντιμετωπίσατε;

Υποθέτω πως συχνά υπάρχουν διάφορες δυσκολίες, αλλά δεν συνηθίζω να στέκομαι σε αυτές. Θα μπορούσα να πω, ότι η επιλογή του να δουλέψουμε με το πρωτότυπο κείμενο στην καθαρεύουσα, προκαλούσε κάποιες δυσκολίες στους ηθοποιούς όσον αφορά την αφομοίωση και την κατανόηση του κειμένου. Αλλά αυτό κάθε άλλο παρά δυσκολία είναι στην πραγματικότητα, γιατί πιστεύω, ότι η ίδια αυτή διαδικασία μας οδήγησε στο επόμενο βήμα. Η επιμονή αλλά και η ελευθερία που απαιτείται ή δίνεται στους ηθοποιούς, θα σου δώσει ένα απόσταγμα από τους ίδιους, το οποίο το συλλέγεις με  χαρά και το επανατοποθετείς στους ίδιους, πιο ώριμο πια χωρίς τους αρχικούς δισταγμούς. Έτσι, μέσα από τη διαδικασία της πνευματικής αυτής «απόσταξης» παίρνουν όλοι το χρόνο τους απέναντι στον οποιονδήποτε προβληματισμό, μετατρέποντας τον εν τέλει σε δημιουργική εξέλιξη.

Ποιες είναι οι επιπλέον προκλήσεις, που δημιουργούνται από τη θεατρική μεταφορά ενός κλασικού διηγήματος;

Μια μεγάλη πρόκληση διατυπώνεται ήδη στην ερώτησή σας. Το έργο «Μεταξύ και Πειραιώς και Νεαπόλεως», είναι ένα διήγημα. Ο Βιζυηνός με σχεδόν αρχιτεκτονική μαεστρία, και έναν γλωσσικό καθωσπρεπισμό στα σημεία  της αφήγησης του, μεταφέρει γοητευτικές και μαγικές εικόνες με την τέχνη της αφήγησης. Μεγάλες προτάσεις, ατελείωτες παράγραφοι. Συνεπώς, η δομή του έργου δεν έχει καμία σχέση με αυτό που έχουμε στο μυαλό μας ως θεατρική γραφή. Έτσι, αντιλαμβάνεστε, ότι έχουμε ένα απαιτητικό διήγημα, που πρέπει να πάρει σκηνική και θεατρική υπόσταση. Για μένα η μαγεία που σου προκαλεί ο συγγραφέας κατά την ανάγνωσή του είναι από μόνη της μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις, το αν δηλαδή εσύ θα καταφέρεις να μεταδώσεις αυτή τη μαγεία και στο θεατρικό κοινό.

Ο βασικός άξονας, γύρω από τον οποίο κινείται ο Γεώργιος Βιζυηνός στο συγκεκριμένο διήγημα, είναι η γέννηση του έρωτα κόντρα στις όποιες ταξικές, γλωσσικές ή και πολιτισμικές διαφορές. Πιστεύετε ότι στη σημερινή εποχή έχουμε καταφέρει να ξεπεράσουμε τέτοιου είδους αναχρονιστικά εμπόδια;

Ο έρωτας υπάρχει από τότε που υπάρχει η ζωή. Για άλλους είναι η ίδια η ζωή και για άλλους η καταστροφή της. Όσο λοιπόν, κατά την άποψή μου θα υπάρχουν άνθρωποι να ερωτεύονται, θα υπάρχουν και άνθρωποι να είναι κόντρα σε αυτό. Είναι άραγε αυτά τα εμπόδια που αναφέρατε αναχρονιστικά; Θεωρούμε ξεπερασμένες κάποιες  συμπεριφορές, αλλά ίσως δεν λαμβάνουμε υπόψη μας το γεγονός, ότι ο άνθρωπος ελάχιστα αλλάζει στο πέρασμα των χρόνων.  Αναρωτιέμαι πώς αντιδρά ο κόσμος ακόμη και σήμερα στο άκουσμα δύο ερωτευμένων αντρών, ή στον έρωτα ανάμεσα σε δύο γυναίκες. Πόσο εύκολα αποδέχεται ο πατέρας τον έρωτα της κόρης του με έναν Πακιστανό ή Αφγανό; Ή πώς συμπεριφέρεται η μητέρα μιας δυτικοευρωπαϊκής  κοινωνίας, όταν ο γιος της συστήσει  την κοπέλα, με την οποία είναι ερωτευμένος και αυτή φοράει μπούργκα;  Κάποιος θα πει «έλα τώρα, είναι δυνατόν;» κι όμως είναι. Τα παραδείγματα που αναφέρω δεν τα παρουσιάζω, θέλοντας να προσβάλλω τις πολιτιστικές αξίες ή παραδόσεις των ανθρώπων, και σε καμία περίπτωση να σχολιάσω τις ερωτικές επιλογές. Είναι παραδείγματα της καθημερινότητας, στην οποία ζούμε. Ο μπαμπάς που θάβει για παράδειγμα στην αυλή την κόρη του, γιατί αυτή ερωτεύτηκε κάποιον αλλοδαπό, το μαχαίρωμα σε ένα αγόρι, γιατί εξέφρασε τον έρωτά του σε ένα άλλο αγόρι, οικογένειες που κάνουν να μιλήσουν χρόνια, γιατί ο πατέρας δεν ενέκρινε το γάμο, οι ψίθυροι πίσω από ένα «αταίριαστο» για κάποιους  ζευγάρι «δεν την είδε αυτή είναι χοντρή και κοντή; Αυτός δυο μέτρα παλικάρι». Νομίζω λοιπόν, πως πολλοί είναι αυτοί που μέχρι και σήμερα δεν έχουν εξοικειωθεί με την παρουσία του έρωτα και αντιστέκονται σε αυτόν τον μικρό φτερωτό θεούλη. Και η μεγαλύτερη τιμωρία τους για μένα είναι, ότι αυτός δεν ξοδεύει τα βέλη του για κείνους.

Νίκος Αγγελής -Άνθης

Η ομάδα «mālum discordiae» παρουσιάζει το πρώτο διήγημα του Γεώργιου Βιζυηνού, με τίτλο «Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως», ταιριάζοντας θεατρικά τη δημοτική με την καθαρεύουσα και μεταφέροντάς μας στο κατάστρωμα του θρυλικού Rio Grande, όπου ο ποιητής συναντά τη νεαρή Μάσιγγα και ένας ιδιότυπος έρωτας γεννιέται. Με αφορμή τις δύο παραστάσεις, που θα πραγματοποιήσει η ομάδα στη Θεσσαλονίκη (Δημοτικό Θέατρο Άνετον) στις 15 και 16 Απριλίου 2019 η σκηνοθέτης της παράστασης Χριστίνα Γυφτάκη μιλά τόσο για τη σκηνοθετική της ματιά, όσο και για άλλα σημαντικά ζητήματα, όπως τα στερεότυπα και η προκαταλήψεις στον έρωτα.  

Με ποια κριτήρια επιλέξατε και ανεβάσατε το έργο;

Το έργο ήταν μια πρόταση της Φιλιώς Τσομπανίδου, η οποία παίζει στην παράσταση και είναι μέλος της θεατρικής ομάδας malum discordiae. Πέρασε βέβαια αρκετός καιρός, έως ότου να αποδεχτώ την πρόταση και να υποκύψω στην πρόκληση, που μου έθετε το ίδιο το κείμενο. Η δομή του διηγήματος, η γλώσσα του και η μορφή του με έβαζαν  σε σκέψεις  για το πως μπορεί να αποδοθεί θεατρικά σε μία σκηνή με δύο ηθοποιούς.  Χωρίς να το καταλάβω λοιπόν, είχα ήδη αρχίσει να δουλεύω πάνω στο κείμενο και να το επεξεργάζομαι.

Ποια ήταν η σκηνοθετική προσέγγιση, που αποφασίσατε να ακολουθήσετε στη συγκεκριμένη παράσταση και ποια η σκοπιμότητα της;

Δεδομένου ότι η ομάδα malum discordiae είναι μια νέα ομάδα και αυτοχρηματοδοτείται, όπως άλλωστε οι περισσότερες ομάδες, το κύριο συστατικό ήταν η χαμηλού κεφαλαίου παραγωγή. Αυτό βέβαια το βρίσκω και αρκετά παραγωγικό, γιατί όσο περιορίζεις τη φαντασία, αυτή τόσο περισσότερο γεννά. Στη δική μου περίπτωση ο περιορισμός αλλά και ευλογία μαζί, ήταν οι δύο ηθοποιοί, τα σώματά τους και οι φωνές τους. Τι πιο όμορφο κατά τη γνώμη μου και ειλικρινές από δυο ανθρώπους επί σκηνής να μας δίνουν απλόχερα το ταλέντο τους. Απουσία σκηνικού και επιβλητικών κοστουμιών ή αντικειμένων,  η σκηνοθεσία καταλαβαίνετε, ότι στηρίχτηκε καθαρά σε ένα παιχνίδι ανάμεσα στους χαρακτήρες, ένα παιχνίδι ερωτικό, εξουσίας, ένα κυνήγι των κρυμμένων ονείρων. Ένα παιχνίδι που πραγματώνεται από δύο ανθρώπους άλλα τρεις χαρακτήρες. Κι εκεί που τα σώματα των ηθοποιών μιλάνε και ζωντανεύουν αυτό το παιχνίδι, ο παράγοντας της ζωντανής μουσικής ήρθε για να δέσει ολοκληρωτικά τις ατμόσφαιρες. Έτσι, αντιλαμβάνεστε και εσείς, ότι παρ’ όλη τη σκηνική λιτότητα, ο χώρος είναι ενεργειακά  ζωντανός για όλη τη διάρκεια της παράστασης και για μένα αυτό ήταν ένα βασικό ζητούμενο.

Υπήρξαν πιθανές δυσκολίες κατά την προετοιμασία της παράστασης; Και αν ναι, πως τις αντιμετωπίσατε;

Υποθέτω πως συχνά υπάρχουν διάφορες δυσκολίες, αλλά δεν συνηθίζω να στέκομαι σε αυτές. Θα μπορούσα να πω, ότι η επιλογή του να δουλέψουμε με το πρωτότυπο κείμενο στην καθαρεύουσα, προκαλούσε κάποιες δυσκολίες στους ηθοποιούς όσον αφορά την αφομοίωση και την κατανόηση του κειμένου. Αλλά αυτό κάθε άλλο παρά δυσκολία είναι στην πραγματικότητα, γιατί πιστεύω, ότι η ίδια αυτή διαδικασία μας οδήγησε στο επόμενο βήμα. Η επιμονή αλλά και η ελευθερία που απαιτείται ή δίνεται στους ηθοποιούς, θα σου δώσει ένα απόσταγμα από τους ίδιους, το οποίο το συλλέγεις με  χαρά και το επανατοποθετείς στους ίδιους, πιο ώριμο πια χωρίς τους αρχικούς δισταγμούς. Έτσι, μέσα από τη διαδικασία της πνευματικής αυτής «απόσταξης» παίρνουν όλοι το χρόνο τους απέναντι στον οποιονδήποτε προβληματισμό, μετατρέποντας τον εν τέλει σε δημιουργική εξέλιξη.

Ποιες είναι οι επιπλέον προκλήσεις, που δημιουργούνται από τη θεατρική μεταφορά ενός κλασικού διηγήματος;

Μια μεγάλη πρόκληση διατυπώνεται ήδη στην ερώτησή σας. Το έργο «Μεταξύ και Πειραιώς και Νεαπόλεως», είναι ένα διήγημα. Ο Βιζυηνός με σχεδόν αρχιτεκτονική μαεστρία, και έναν γλωσσικό καθωσπρεπισμό στα σημεία  της αφήγησης του, μεταφέρει γοητευτικές και μαγικές εικόνες με την τέχνη της αφήγησης. Μεγάλες προτάσεις, ατελείωτες παράγραφοι. Συνεπώς, η δομή του έργου δεν έχει καμία σχέση με αυτό που έχουμε στο μυαλό μας ως θεατρική γραφή. Έτσι, αντιλαμβάνεστε, ότι έχουμε ένα απαιτητικό διήγημα, που πρέπει να πάρει σκηνική και θεατρική υπόσταση. Για μένα η μαγεία που σου προκαλεί ο συγγραφέας κατά την ανάγνωσή του είναι από μόνη της μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις, το αν δηλαδή εσύ θα καταφέρεις να μεταδώσεις αυτή τη μαγεία και στο θεατρικό κοινό.

Ο βασικός άξονας, γύρω από τον οποίο κινείται ο Γεώργιος Βιζυηνός στο συγκεκριμένο διήγημα, είναι η γέννηση του έρωτα κόντρα στις όποιες ταξικές, γλωσσικές ή και πολιτισμικές διαφορές. Πιστεύετε ότι στη σημερινή εποχή έχουμε καταφέρει να ξεπεράσουμε τέτοιου είδους αναχρονιστικά εμπόδια;

Ο έρωτας υπάρχει από τότε που υπάρχει η ζωή. Για άλλους είναι η ίδια η ζωή και για άλλους η καταστροφή της. Όσο λοιπόν, κατά την άποψή μου θα υπάρχουν άνθρωποι να ερωτεύονται, θα υπάρχουν και άνθρωποι να είναι κόντρα σε αυτό. Είναι άραγε αυτά τα εμπόδια που αναφέρατε αναχρονιστικά; Θεωρούμε ξεπερασμένες κάποιες  συμπεριφορές, αλλά ίσως δεν λαμβάνουμε υπόψη μας το γεγονός, ότι ο άνθρωπος ελάχιστα αλλάζει στο πέρασμα των χρόνων.  Αναρωτιέμαι πώς αντιδρά ο κόσμος ακόμη και σήμερα στο άκουσμα δύο ερωτευμένων αντρών, ή στον έρωτα ανάμεσα σε δύο γυναίκες. Πόσο εύκολα αποδέχεται ο πατέρας τον έρωτα της κόρης του με έναν Πακιστανό ή Αφγανό; Ή πώς συμπεριφέρεται η μητέρα μιας δυτικοευρωπαϊκής  κοινωνίας, όταν ο γιος της συστήσει  την κοπέλα, με την οποία είναι ερωτευμένος και αυτή φοράει μπούργκα;  Κάποιος θα πει «έλα τώρα, είναι δυνατόν;» κι όμως είναι. Τα παραδείγματα που αναφέρω δεν τα παρουσιάζω, θέλοντας να προσβάλλω τις πολιτιστικές αξίες ή παραδόσεις των ανθρώπων, και σε καμία περίπτωση να σχολιάσω τις ερωτικές επιλογές. Είναι παραδείγματα της καθημερινότητας, στην οποία ζούμε. Ο μπαμπάς που θάβει για παράδειγμα στην αυλή την κόρη του, γιατί αυτή ερωτεύτηκε κάποιον αλλοδαπό, το μαχαίρωμα σε ένα αγόρι, γιατί εξέφρασε τον έρωτά του σε ένα άλλο αγόρι, οικογένειες που κάνουν να μιλήσουν χρόνια, γιατί ο πατέρας δεν ενέκρινε το γάμο, οι ψίθυροι πίσω από ένα «αταίριαστο» για κάποιους  ζευγάρι «δεν την είδε αυτή είναι χοντρή και κοντή; Αυτός δυο μέτρα παλικάρι». Νομίζω λοιπόν, πως πολλοί είναι αυτοί που μέχρι και σήμερα δεν έχουν εξοικειωθεί με την παρουσία του έρωτα και αντιστέκονται σε αυτόν τον μικρό φτερωτό θεούλη. Και η μεγαλύτερη τιμωρία τους για μένα είναι, ότι αυτός δεν ξοδεύει τα βέλη του για κείνους.

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία