ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

H Θεσσαλονίκη που κυνηγάει την ουρά της και το στοίχημα της τουριστικής ταυτότητας

Η «ΜτΚ» επιχειρεί να σκιαγραφήσει πλεονεκτήματα, μειονεκτήματα και ευκαιρίες

 23/10/2023 07:00

H Θεσσαλονίκη που κυνηγάει την ουρά της και το στοίχημα της τουριστικής ταυτότητας

Στέφανος Μαχτσίρας

Ερωτική, ξελογιάστρα, γαστρονομικός παράδεισος από τη μία, βρώμικη, πνιγμένη στο τσιμέντο και την κυκλοφοριακή συμφόρηση, με προβληματική συγκοινωνία από την άλλη. Η Θεσσαλονίκη με τα δύο πρόσωπα ναι μεν κατακτά τις καρδιές των τουριστών αλλά βάζει η ίδια τρικλοποδιές στον εαυτό της.

Tα στοιχεία της Ένωσης Ξενοδόχων Θεσσαλονίκης (ΕΞΘ) μιλούν από μόνα τους και αποτυπώνουν μία διττή εικόνα από την οποία μπορούν να βγουν ενθαρρυντικά συμπεράσματα, παράλληλα όμως χτυπούν και ηχηρά καμπανάκια.

Αν εστιάσουμε στη μέση τιμή και τη μέση πληρότητα ενός πεντάστερου ξενοδοχείου στη Θεσσαλονίκη, τον Ιούνιο διαμορφώθηκε στα 127 ευρώ/71%, τον Ιούλιο στα 131 ευρώ/68% και τον Αύγουστο στα 135 ευρώ/63%+9 ενώ τα αντίστοιχα νούμερα της Αθήνας για τους τρεις αυτούς μήνες ήταν 294 ευρώ/93% (Ιούνιος), 284 ευρώ/89% (Ιούλιος) και 254 ευρώ/80% (Αύγουστος).

Η μεγάλη διαφορά ή ακόμα καλύτερα το χάσμα που καταγράφεται στα νούμερα των δύο προορισμών, αποτυπώνει τη διαφορά της ζήτησης αλλά και την ποιοτική διαφορά των επισκεπτών που εδώ είναι κυρίως Βαλκάνιοι, Ισραηλινοί και Τούρκοι ενώ στην Αθήνα Αμερικανοί, Δυτικοευρωπαίοι, Κινέζοι κτλ.

Στα θετικά νέα, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία του ΙΝΣΕΤΕ η Θεσσαλονίκη έχει υψηλότατο βαθμό ικανοποίησης των επισκεπτών -άνω του 90%- όσον αφορά ξενοδοχεία και εστίαση σε σύγκριση με τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.

Πού εντοπίζεται λοιπόν η… μαύρη τρύπα; Πού πάσχει το προϊόν «Θεσσαλονίκη»; Με βάση έρευνα που διενεργεί σε μηνιαία βάση η εταιρεία τουριστικών μελετών και ερευνών GBR Consulting για λογαριασμό της Ένωσης Ξενοδόχων Θεσσαλονίκης, η εικόνα που σκιαγραφείται φανερώνει πλεονεκτήματα, παθογένειες και τρανταχτές αδυναμίες της πόλης που οφείλουν να κινητοποιήσουν τους αρμόδιους.

Σε γενικές γραμμές η Θεσσαλονίκη κλέβει... καρδιές και εντυπώσεις. Διασκέδαση, αναψυχή, συμπεριφορά των κατοίκων, μουσεία, αρχαιολογικοί και πολιτιστικοί χώροι, νυχτερινή ζωή και γαστρονομία αξιολογήθηκαν από τους ερωτηθέντες επισκέπτες με υψηλές βαθμολογίες.

Πού εντοπίζεται όμως το αγκάθι και γιατί η συνολική βαθμολογία της Θεσσαλονίκης όπως την έδωσαν οι ερωτηθέντες είναι η χαμηλότερη (7,9) των τελευταίων ετών; Παρότι έχει τα φθηνότερα ξενοδοχεία από τις εννέα ανταγωνίστριες, ανάλογου μεγέθους πόλεις, οι τουρίστες που την επισκέφθηκαν το 2022 της έδωσαν την χειρότερη αξιολόγηση γεγονός που φωνάζει πως οι υποδομές «υπολειτουργούν». Δεν θα την πάνε μακριά η γαστρονομία, τα πολλά και ποιοτικά ξενοδοχεία, τα μνημεία της Unesco, η νυχτερινή διασκέδαση. Χρειάζονται κι άλλα για να γυαλίσει η «βιτρίνα» της πόλης.

Αν και η Θεσσαλονίκη εισήλθε στην τουριστική σεζόν με υψηλές προσδοκίες και… το πόδι στο γκάζι ώστε να προσπεράσει τις επιδόσεις του εξαιρετικού 2019, τουλάχιστον φέτος ο στόχος δεν επετεύχθη.

«Καλύτερο το περσινό καλοκαίρι, να ενισχυθεί η αναγνωρισιμότητα της Θεσσαλονίκης»

«Είμαστε κοντά στο 2019 αλλά με βάση τα στοιχεία, το καλοκαίρι του 2022 πήγαμε καλύτερα σε επίπεδο πληροτήτων. Ο Σεπτέμβριος ήταν ένας παράξενος μήνας ενώ από τον Οκτώβριο και μετά η τουριστική κίνηση μειώνεται», σημειώνει ο Χρήστος Καλιακάτσος, έφορος στην ΕΞΘ.

«Η Θεσσαλονίκη πρέπει να δώσει βάρος στην ενίσχυση της προβολής της στις διεθνείς αγορές για να προσελκύσει πιο ποιοτικό τουρισμό και τουρίστες υψηλότερων εισοδηματικών τάξεων. Την Αθήνα την ξέρουν όλοι στο εξωτερικό, τη Θεσσαλονίκη ελάχιστοι. Δεν είναι τυχαίο που η μέση τιμή δωματίου στην Αθήνα είναι υψηλότερη κατά σχεδόν 40% σε σχέση με την Θεσσαλονίκη. Λείπει ένα συγκροτημένο σχέδιο για την προβολή της πόλης που θα αυξήσει και τον αριθμό των διανυκτερεύσεων», επισημαίνει.

Αναφορικά με τις αγορές που «τραβάει» η πόλη, πέρα από Ισραηλινούς, Βαλκάνιους και Τούρκους, η Θεσσαλονίκη «ανοίχτηκε» στον κόσμο καθώς την επισκέφθηκαν φέτος και Αμερικανοί, Κινέζοι και Κορεάτες αν και όχι μαζικά, με τα περιθώρια ανάπτυξης και περαιτέρω διείσδυσης σε αυτές τις κομβικές αγορές να είναι τεράστια.

Η διόλου αμελητέα δυναμική που αναπτύσσεται καθιστά αναγκαία την χάραξη στιβαρής, μακροπρόθεσμης στρατηγικής ούτως ώστε η Θεσσαλονίκη να μπει για τα καλά και να στεριώσει στον παγκόσμιο τουριστικό χάρτη. Να αφήσει οριστικά πίσω της την εσωστρέφεια, ανοίγοντας τα φτερά της και ρίχνοντας παράλληλα γερά θεμέλια για να χτίσει το δικό της brand τα επόμενα χρόνια.

Η πόλη, αν και χωρίς αμφιβολία έχει «ξανοιχτεί» στον κόσμο ξεπερνώντας τις περιόδους στασιμότητας και καθήλωσης που την έκλειναν στο καβούκι της, δεν απολαμβάνει την προβολή που θα μπορούσε -οι μέτριες πληρότητες στα ξενοδοχεία και οι λιγοστές πτήσεις στο αεροδρόμιο «Μακεδονία» είναι ενδεικτικά στοιχεία του προβλήματος.

Η χάραξη στρατηγικού σχεδιασμού, ενός συνεκτικού σχεδίου με αρχή, μέση και τέλος, -μάλλον ευσεβής πόθος με τα σημερινά δεδομένα- επιβάλλεται να προχωρήσει άμεσα ώστε η Θεσσαλονίκη να σταθεί επάξια απέναντι στον ανταγωνισμό -που δεν περιμένει και δεν συγχωρεί κωλυσιεργίες και καθυστερήσεις.

Δήμος, Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, ξενοδόχοι και όλοι όσοι εμπλέκονται οφείλουν να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι για να μπορέσει η πόλη να αναπτυχθεί και να προσελκύσει νέες αγορές και οικονομικά «δυνατούς» επισκέπτες. Ειδικά στο τελευταίο κρύβεται η συνταγή της επιτυχίας καθώς τα υψηλότερα εισοδηματικά βαλάντια μπορούν να φέρουν ζεστό χρήμα στην τοπική οικονομία. Η μεγάλη διαφορά Αθήνας-Θεσσαλονίκης δεν έγκειται μόνο στην ποσότητα αλλά κυρίως στην ποιότητα των τουριστών.

Καλοί οι Βαλκάνιοι, ωστόσο οι περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες των πολιτών από τις συγκεκριμένες αγορές βάζουν «ταβάνι» στις δαπάνες τους. Για να μπει η πόλη στο τουριστικό… «Champions League» δεν αρκεί η προσέλκυση επισκεπτών από τη βαλκανική αγορά αλλά καθίσταται επιτακτική ανάγκη το άνοιγμα στα… δυνατά πορτοφόλια -δηλαδή σε Κεντρική, Βόρεια Ευρώπη και βεβαίως Αμερική.

Οι υψηλές πτήσεις, τα κενά αέρος του «Μακεδονία» και το... αμερικανικό όνειρο

Το αεροδρόμιο «Μακεδονία» αν και κατά τη θερινή περίοδο ξεπέρασε έστω οριακά τις επιδόσεις του 2019, μπορεί αναμφίβολα και καλύτερα -με τη Θεσσαλονίκη ωστόσο να απαιτείται να επενδύσει σοβαρά και συγκροτημένα στην ενίσχυση της τουριστικής της προβολής. Είναι ενδεικτικό πως τον περασμένο μήνα προσγειώθηκαν με… αναταράξεις οι αφίξεις εξωτερικού (μειώθηκαν οι επιβάτες), αν η σύγκριση γίνει με τον Σεπτέμβριο του 2019.

Εάν λοιπόν εστιάσουμε στο «Μακεδονία» και η σύγκριση γίνει με τον Σεπτέμβριο του 2019 –έτος ορόσημο με εξαιρετικές επιδόσεις για τον ελληνικό τουρισμό- τα νούμερα δείχνουν πως ο φετινός Σεπτέμβριος προσπέρασε το 2019 έστω για λίγο (πάνω κατά 2,2%).

Τον περασμένο μήνα το αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης κατέγραψε αύξηση στον αριθμό επιβατών εσωτερικού (10%) αλλά στους ξένους επιβάτες υπήρξαν... κενά αέρος (μείωση κατά 0,6%) με συνολικά 758.145 άτομα να προσγειώνονται στη Θεσσαλονίκη. Τον αντίστοιχο μήνα του 2019 αποβιβάστηκαν στην πόλη συνολικά 741.572 άτομα.

Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά την επιβατική κίνηση εξωτερικού για τον περασμένο μήνα, πρώτη σε πτήσεις ήταν η Αγγλία. Αμέσως επόμενοι αλλά με διαφορά ήταν οι Γερμανοί που ταξίδεψαν προς και από Θεσσαλονίκη και ακολουθούν Πολωνοί, Ιταλοί, Ολλανδοί και Αυστριακοί.

Φέτος αν και τους καλοκαιρινούς μήνες το αεροδρόμιο ξεπέρασε τις επιδόσεις του 2019, υπολείπεται σημαντικά του «Ελ. Βενιζέλος», στο οποίο μόνο τον Σεπτέμβριο προσγειώθηκαν τρία εκατ. επιβάτες -με τη διαφορά να είναι παραπάνω από κραυγαλέα.

Ζητούμενο πάντως για το «Μακεδονία», πέρα από την επίτευξη ικανοποιητικών επιδόσεων κατά τη θερινή περίοδο, είναι το αεροδρόμιο να κρατήσει την τουριστική κίνηση σε ανταγωνιστικά επίπεδα και μετά τον Οκτώβριο, άτυπη λήξη της τουριστικής σεζόν.

Για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται κάποιες τουλάχιστον από τις εταιρείες που ναυλώνουν πτήσεις για την περίοδο του καλοκαιριού, να τις διατηρήσουν και στη διάρκεια της χειμερινής σεζόν ενώ το πλέον κρίσιμο είναι να αυξηθεί η αναγνωρισιμότητα της Θεσσαλονίκης ως τουριστικού προορισμού, κάτι που αναπόφευκτα θα «τραβήξει» νέες πτήσεις και νέες εταιρείες στους διαδρόμους του «Μακεδονία». Με τα σημερινά δεδομένα, απέχουμε από αυτή την προοπτική.

Δεν πρέπει, βέβαια, να παραβλέπονται οι σημαντικές προσπάθειες που έγιναν για την αναβάθμιση του αεροδρομίου με την υλοποίηση επενδυτικών πλάνων με διαδικασίες fast track την ώρα που διαρκώς πυκνώνουν οι απευθείας συνδέσεις της Θεσσαλονίκης με δημοφιλείς προορισμούς ανά την Ευρώπη.

Η στοχευμένη προβολή της πόλης ως προορισμού city break, δηλαδή πόλης του σαββατοκύριακου και του τριήμερου, απουσιάζει όμως παντελώς και ξαναπιάνουμε το νήμα από την αρχή, από την αιτία του προβλήματος. Την έλλειψη και την αδυναμία χάραξης της κατάλληλης στρατηγικής για την προβολή της πόλης. Ακόμα και το καλοκαίρι, όσοι προσγειώνονται στο «Μακεδονία» κατευθύνονται στη Χαλκιδική, την Πιερία και άλλα παραθεριστικά μέρη χωρίς να επιλέγουν τη Θεσσαλονίκη.

Άλλη «πονεμένη» ιστορία είναι η απευθείας αεροπορική σύνδεση της πόλης με τις ΗΠΑ, σχέδιο που έχει παραπεμφθεί στις καλένδες. Πλέον οι αναβαθμισμένες δυνατότητες του αεροδρομίου παρέχουν αυτή τη δυνατότητα με τον νέο, μεγαλύτερο διάδρομο προσγείωσης / απογείωσης αλλά λείπουν οι… πτήσεις. Για να έρθουν, απαιτείται συνεργασία και συνέργεια όλων των εμπλεκομένων φορέων.

Στην κρουαζιέρα, αν και κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει την πρόοδο που έχει επιτευχθεί, δεν μπορεί και να κλείσει τα μάτια στην ωμή πραγματικότητα. Ενδεικτικά, «ωκεανοί» φαίνεται πως χωρίζουν τη Θεσσαλονίκη από τον Πειραιά. Το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας αναμένει φέτος 800 κρουαζιερόπλοια και η Θεσσαλονίκη 70. Το οικονομικό αποτύπωμα της κρουαζιέρας στην οικονομία της πόλης είναι ακόμα ανεπαίσθητο, αν και αυτό μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο. Αρκεί η επένδυση στην κρουαζιέρα να συνεχιστεί με επιμονή και υπομονή.

«Ρουκέτες» στον τουρισμό από το Ισραήλ

Με τις εχθροπραξίες στη Γάζα να συνεχίζονται αμείωτες, διάχυτος είναι ο προβληματισμός για τις επιπτώσεις του πολέμου στην τουριστική βιομηχανία της πόλης.

Υπό αυτό το πρίσμα, ανησυχία επικρατεί στους ξενοδόχους της Θεσσαλονίκης η οποία αποτελεί εδώ και πολλά χρόνια ελκυστικό προορισμό για τους Ισραηλινούς με το εβραϊκό στοιχείο να αφήνει το στίγμα του στην πόλη.

Οι Ισραηλινοί κατέλαβαν την πρώτη θέση ανάμεσα στις ξένες εθνικότητες που επισκέφθηκαν τη Θεσσαλονίκη το 2022 ενώ ιδιαίτερα ελπιδοφόρα ήταν και η φετινή σεζόν καθώς κρατούν την πόλη σταθερά στις προτιμήσεις τους.

Δεν είναι τυχαίο πως το 2022 σκαρφάλωσαν στην πρώτη θέση των ξένων εθνικοτήτων που επισκέπτονται την Θεσσαλονίκη, επανερχόμενοι στην κορυφή μετά από τρία χρόνια. Αν και ακόμα είναι πολύ νωρίς για ακριβείς εκτιμήσεις και προβλέψεις είναι δεδομένο ότι οι αφίξεις από το Ισραήλ θα επηρεαστούν, ανάλογα και με τη διάρκεια των αναταραχών.

Πέραν όμως των τουριστικών ροών από το Ισραήλ, το θολό τοπίο που συνεπάγεται ο πόλεμος είναι προφανώς ανασταλτικός παράγοντας για τον προγραμματισμό ταξιδιών με τους επαγγελματίες να μπαίνουν σε μία νέα δίνη ανασφάλειας, ειδικά αν δεν παύσουν άμεσα οι εχθροπραξίες.

Σύμφωνα με στοιχεία του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ), την περίοδο 2019-2022 ο εισερχόμενος από το Ισραήλ τουρισμός σημείωσε αύξηση σε όλα τα βασικά μεγέθη. Συγκεκριμένα οι αφίξεις Ισραηλινών αυξήθηκαν κατά 43,5% από 341.000 ταξιδιώτες τo 2019 σε 490.000 το 2022. Ακόμη περισσότερο αυξήθηκαν οι διανυκτερεύσεις και συγκεκριμένα κατά 58,4%, από 1,7 εκατ. το 2019 σε 2,7 εκατ. το 2022.

Οι ταξιδιωτικές εισπράξεις από το Ισραήλ το ίδιο διάστημα αυξήθηκαν κατά 51,1%, από 206 εκατ. ευρώ το 2019 σε 311 εκατ. το 2022. Σε ό,τι αφορά το μερίδιο της ισραηλινής αγοράς στον εισερχόμενο στην Ελλάδα τουρισμό, σημειώνεται ότι σε όρους αφίξεων το Ισραήλ το 2022 κατείχε μερίδιο 1,8%, όταν το 2019 ήταν 1,1% και το 2021 1,2%. Αντίστοιχα σε όρους διανυκτερεύσεων το 2022 κατείχε μερίδιο 1,2% και σε όρους εισπράξεων μερίδιο 1,8%, όταν το 2019 ήταν 1,2%.

Αν δεν είχε ξεσπάσει ο πόλεμος τα μερίδια του Ισραήλ θα άγγιζαν το 2% τόσο σε όρους αφίξεων όσο και εισπράξεων -με τις εκτιμήσεις να μιλούν για 550.000 ταξιδιώτες και 400 εκατ. εισπράξεις.

Η «πληγή» ωστόσο για τον τουρισμό της Θεσσαλονίκης δεν είναι αμελητέα και κινείται πάνω από 2% καθώς οι Ισραηλινοί επισκέπτες εκτιμάται πως αποτελούν περίπου το 12% του συνόλου.

Η μέση κατά κεφαλήν δαπάνη των Ισραηλινών στην Ελλάδα προσεγγίζει με βάση τα τελευταία διαθέσιμα δεδομένα τα 650 ευρώ, πλέον των εξόδων διαμονής και αεροπορικής μετακίνησης.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 22.10.2023

Ερωτική, ξελογιάστρα, γαστρονομικός παράδεισος από τη μία, βρώμικη, πνιγμένη στο τσιμέντο και την κυκλοφοριακή συμφόρηση, με προβληματική συγκοινωνία από την άλλη. Η Θεσσαλονίκη με τα δύο πρόσωπα ναι μεν κατακτά τις καρδιές των τουριστών αλλά βάζει η ίδια τρικλοποδιές στον εαυτό της.

Tα στοιχεία της Ένωσης Ξενοδόχων Θεσσαλονίκης (ΕΞΘ) μιλούν από μόνα τους και αποτυπώνουν μία διττή εικόνα από την οποία μπορούν να βγουν ενθαρρυντικά συμπεράσματα, παράλληλα όμως χτυπούν και ηχηρά καμπανάκια.

Αν εστιάσουμε στη μέση τιμή και τη μέση πληρότητα ενός πεντάστερου ξενοδοχείου στη Θεσσαλονίκη, τον Ιούνιο διαμορφώθηκε στα 127 ευρώ/71%, τον Ιούλιο στα 131 ευρώ/68% και τον Αύγουστο στα 135 ευρώ/63%+9 ενώ τα αντίστοιχα νούμερα της Αθήνας για τους τρεις αυτούς μήνες ήταν 294 ευρώ/93% (Ιούνιος), 284 ευρώ/89% (Ιούλιος) και 254 ευρώ/80% (Αύγουστος).

Η μεγάλη διαφορά ή ακόμα καλύτερα το χάσμα που καταγράφεται στα νούμερα των δύο προορισμών, αποτυπώνει τη διαφορά της ζήτησης αλλά και την ποιοτική διαφορά των επισκεπτών που εδώ είναι κυρίως Βαλκάνιοι, Ισραηλινοί και Τούρκοι ενώ στην Αθήνα Αμερικανοί, Δυτικοευρωπαίοι, Κινέζοι κτλ.

Στα θετικά νέα, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία του ΙΝΣΕΤΕ η Θεσσαλονίκη έχει υψηλότατο βαθμό ικανοποίησης των επισκεπτών -άνω του 90%- όσον αφορά ξενοδοχεία και εστίαση σε σύγκριση με τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.

Πού εντοπίζεται λοιπόν η… μαύρη τρύπα; Πού πάσχει το προϊόν «Θεσσαλονίκη»; Με βάση έρευνα που διενεργεί σε μηνιαία βάση η εταιρεία τουριστικών μελετών και ερευνών GBR Consulting για λογαριασμό της Ένωσης Ξενοδόχων Θεσσαλονίκης, η εικόνα που σκιαγραφείται φανερώνει πλεονεκτήματα, παθογένειες και τρανταχτές αδυναμίες της πόλης που οφείλουν να κινητοποιήσουν τους αρμόδιους.

Σε γενικές γραμμές η Θεσσαλονίκη κλέβει... καρδιές και εντυπώσεις. Διασκέδαση, αναψυχή, συμπεριφορά των κατοίκων, μουσεία, αρχαιολογικοί και πολιτιστικοί χώροι, νυχτερινή ζωή και γαστρονομία αξιολογήθηκαν από τους ερωτηθέντες επισκέπτες με υψηλές βαθμολογίες.

Πού εντοπίζεται όμως το αγκάθι και γιατί η συνολική βαθμολογία της Θεσσαλονίκης όπως την έδωσαν οι ερωτηθέντες είναι η χαμηλότερη (7,9) των τελευταίων ετών; Παρότι έχει τα φθηνότερα ξενοδοχεία από τις εννέα ανταγωνίστριες, ανάλογου μεγέθους πόλεις, οι τουρίστες που την επισκέφθηκαν το 2022 της έδωσαν την χειρότερη αξιολόγηση γεγονός που φωνάζει πως οι υποδομές «υπολειτουργούν». Δεν θα την πάνε μακριά η γαστρονομία, τα πολλά και ποιοτικά ξενοδοχεία, τα μνημεία της Unesco, η νυχτερινή διασκέδαση. Χρειάζονται κι άλλα για να γυαλίσει η «βιτρίνα» της πόλης.

Αν και η Θεσσαλονίκη εισήλθε στην τουριστική σεζόν με υψηλές προσδοκίες και… το πόδι στο γκάζι ώστε να προσπεράσει τις επιδόσεις του εξαιρετικού 2019, τουλάχιστον φέτος ο στόχος δεν επετεύχθη.

«Καλύτερο το περσινό καλοκαίρι, να ενισχυθεί η αναγνωρισιμότητα της Θεσσαλονίκης»

«Είμαστε κοντά στο 2019 αλλά με βάση τα στοιχεία, το καλοκαίρι του 2022 πήγαμε καλύτερα σε επίπεδο πληροτήτων. Ο Σεπτέμβριος ήταν ένας παράξενος μήνας ενώ από τον Οκτώβριο και μετά η τουριστική κίνηση μειώνεται», σημειώνει ο Χρήστος Καλιακάτσος, έφορος στην ΕΞΘ.

«Η Θεσσαλονίκη πρέπει να δώσει βάρος στην ενίσχυση της προβολής της στις διεθνείς αγορές για να προσελκύσει πιο ποιοτικό τουρισμό και τουρίστες υψηλότερων εισοδηματικών τάξεων. Την Αθήνα την ξέρουν όλοι στο εξωτερικό, τη Θεσσαλονίκη ελάχιστοι. Δεν είναι τυχαίο που η μέση τιμή δωματίου στην Αθήνα είναι υψηλότερη κατά σχεδόν 40% σε σχέση με την Θεσσαλονίκη. Λείπει ένα συγκροτημένο σχέδιο για την προβολή της πόλης που θα αυξήσει και τον αριθμό των διανυκτερεύσεων», επισημαίνει.

Αναφορικά με τις αγορές που «τραβάει» η πόλη, πέρα από Ισραηλινούς, Βαλκάνιους και Τούρκους, η Θεσσαλονίκη «ανοίχτηκε» στον κόσμο καθώς την επισκέφθηκαν φέτος και Αμερικανοί, Κινέζοι και Κορεάτες αν και όχι μαζικά, με τα περιθώρια ανάπτυξης και περαιτέρω διείσδυσης σε αυτές τις κομβικές αγορές να είναι τεράστια.

Η διόλου αμελητέα δυναμική που αναπτύσσεται καθιστά αναγκαία την χάραξη στιβαρής, μακροπρόθεσμης στρατηγικής ούτως ώστε η Θεσσαλονίκη να μπει για τα καλά και να στεριώσει στον παγκόσμιο τουριστικό χάρτη. Να αφήσει οριστικά πίσω της την εσωστρέφεια, ανοίγοντας τα φτερά της και ρίχνοντας παράλληλα γερά θεμέλια για να χτίσει το δικό της brand τα επόμενα χρόνια.

Η πόλη, αν και χωρίς αμφιβολία έχει «ξανοιχτεί» στον κόσμο ξεπερνώντας τις περιόδους στασιμότητας και καθήλωσης που την έκλειναν στο καβούκι της, δεν απολαμβάνει την προβολή που θα μπορούσε -οι μέτριες πληρότητες στα ξενοδοχεία και οι λιγοστές πτήσεις στο αεροδρόμιο «Μακεδονία» είναι ενδεικτικά στοιχεία του προβλήματος.

Η χάραξη στρατηγικού σχεδιασμού, ενός συνεκτικού σχεδίου με αρχή, μέση και τέλος, -μάλλον ευσεβής πόθος με τα σημερινά δεδομένα- επιβάλλεται να προχωρήσει άμεσα ώστε η Θεσσαλονίκη να σταθεί επάξια απέναντι στον ανταγωνισμό -που δεν περιμένει και δεν συγχωρεί κωλυσιεργίες και καθυστερήσεις.

Δήμος, Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, ξενοδόχοι και όλοι όσοι εμπλέκονται οφείλουν να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι για να μπορέσει η πόλη να αναπτυχθεί και να προσελκύσει νέες αγορές και οικονομικά «δυνατούς» επισκέπτες. Ειδικά στο τελευταίο κρύβεται η συνταγή της επιτυχίας καθώς τα υψηλότερα εισοδηματικά βαλάντια μπορούν να φέρουν ζεστό χρήμα στην τοπική οικονομία. Η μεγάλη διαφορά Αθήνας-Θεσσαλονίκης δεν έγκειται μόνο στην ποσότητα αλλά κυρίως στην ποιότητα των τουριστών.

Καλοί οι Βαλκάνιοι, ωστόσο οι περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες των πολιτών από τις συγκεκριμένες αγορές βάζουν «ταβάνι» στις δαπάνες τους. Για να μπει η πόλη στο τουριστικό… «Champions League» δεν αρκεί η προσέλκυση επισκεπτών από τη βαλκανική αγορά αλλά καθίσταται επιτακτική ανάγκη το άνοιγμα στα… δυνατά πορτοφόλια -δηλαδή σε Κεντρική, Βόρεια Ευρώπη και βεβαίως Αμερική.

Οι υψηλές πτήσεις, τα κενά αέρος του «Μακεδονία» και το... αμερικανικό όνειρο

Το αεροδρόμιο «Μακεδονία» αν και κατά τη θερινή περίοδο ξεπέρασε έστω οριακά τις επιδόσεις του 2019, μπορεί αναμφίβολα και καλύτερα -με τη Θεσσαλονίκη ωστόσο να απαιτείται να επενδύσει σοβαρά και συγκροτημένα στην ενίσχυση της τουριστικής της προβολής. Είναι ενδεικτικό πως τον περασμένο μήνα προσγειώθηκαν με… αναταράξεις οι αφίξεις εξωτερικού (μειώθηκαν οι επιβάτες), αν η σύγκριση γίνει με τον Σεπτέμβριο του 2019.

Εάν λοιπόν εστιάσουμε στο «Μακεδονία» και η σύγκριση γίνει με τον Σεπτέμβριο του 2019 –έτος ορόσημο με εξαιρετικές επιδόσεις για τον ελληνικό τουρισμό- τα νούμερα δείχνουν πως ο φετινός Σεπτέμβριος προσπέρασε το 2019 έστω για λίγο (πάνω κατά 2,2%).

Τον περασμένο μήνα το αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης κατέγραψε αύξηση στον αριθμό επιβατών εσωτερικού (10%) αλλά στους ξένους επιβάτες υπήρξαν... κενά αέρος (μείωση κατά 0,6%) με συνολικά 758.145 άτομα να προσγειώνονται στη Θεσσαλονίκη. Τον αντίστοιχο μήνα του 2019 αποβιβάστηκαν στην πόλη συνολικά 741.572 άτομα.

Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά την επιβατική κίνηση εξωτερικού για τον περασμένο μήνα, πρώτη σε πτήσεις ήταν η Αγγλία. Αμέσως επόμενοι αλλά με διαφορά ήταν οι Γερμανοί που ταξίδεψαν προς και από Θεσσαλονίκη και ακολουθούν Πολωνοί, Ιταλοί, Ολλανδοί και Αυστριακοί.

Φέτος αν και τους καλοκαιρινούς μήνες το αεροδρόμιο ξεπέρασε τις επιδόσεις του 2019, υπολείπεται σημαντικά του «Ελ. Βενιζέλος», στο οποίο μόνο τον Σεπτέμβριο προσγειώθηκαν τρία εκατ. επιβάτες -με τη διαφορά να είναι παραπάνω από κραυγαλέα.

Ζητούμενο πάντως για το «Μακεδονία», πέρα από την επίτευξη ικανοποιητικών επιδόσεων κατά τη θερινή περίοδο, είναι το αεροδρόμιο να κρατήσει την τουριστική κίνηση σε ανταγωνιστικά επίπεδα και μετά τον Οκτώβριο, άτυπη λήξη της τουριστικής σεζόν.

Για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται κάποιες τουλάχιστον από τις εταιρείες που ναυλώνουν πτήσεις για την περίοδο του καλοκαιριού, να τις διατηρήσουν και στη διάρκεια της χειμερινής σεζόν ενώ το πλέον κρίσιμο είναι να αυξηθεί η αναγνωρισιμότητα της Θεσσαλονίκης ως τουριστικού προορισμού, κάτι που αναπόφευκτα θα «τραβήξει» νέες πτήσεις και νέες εταιρείες στους διαδρόμους του «Μακεδονία». Με τα σημερινά δεδομένα, απέχουμε από αυτή την προοπτική.

Δεν πρέπει, βέβαια, να παραβλέπονται οι σημαντικές προσπάθειες που έγιναν για την αναβάθμιση του αεροδρομίου με την υλοποίηση επενδυτικών πλάνων με διαδικασίες fast track την ώρα που διαρκώς πυκνώνουν οι απευθείας συνδέσεις της Θεσσαλονίκης με δημοφιλείς προορισμούς ανά την Ευρώπη.

Η στοχευμένη προβολή της πόλης ως προορισμού city break, δηλαδή πόλης του σαββατοκύριακου και του τριήμερου, απουσιάζει όμως παντελώς και ξαναπιάνουμε το νήμα από την αρχή, από την αιτία του προβλήματος. Την έλλειψη και την αδυναμία χάραξης της κατάλληλης στρατηγικής για την προβολή της πόλης. Ακόμα και το καλοκαίρι, όσοι προσγειώνονται στο «Μακεδονία» κατευθύνονται στη Χαλκιδική, την Πιερία και άλλα παραθεριστικά μέρη χωρίς να επιλέγουν τη Θεσσαλονίκη.

Άλλη «πονεμένη» ιστορία είναι η απευθείας αεροπορική σύνδεση της πόλης με τις ΗΠΑ, σχέδιο που έχει παραπεμφθεί στις καλένδες. Πλέον οι αναβαθμισμένες δυνατότητες του αεροδρομίου παρέχουν αυτή τη δυνατότητα με τον νέο, μεγαλύτερο διάδρομο προσγείωσης / απογείωσης αλλά λείπουν οι… πτήσεις. Για να έρθουν, απαιτείται συνεργασία και συνέργεια όλων των εμπλεκομένων φορέων.

Στην κρουαζιέρα, αν και κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει την πρόοδο που έχει επιτευχθεί, δεν μπορεί και να κλείσει τα μάτια στην ωμή πραγματικότητα. Ενδεικτικά, «ωκεανοί» φαίνεται πως χωρίζουν τη Θεσσαλονίκη από τον Πειραιά. Το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας αναμένει φέτος 800 κρουαζιερόπλοια και η Θεσσαλονίκη 70. Το οικονομικό αποτύπωμα της κρουαζιέρας στην οικονομία της πόλης είναι ακόμα ανεπαίσθητο, αν και αυτό μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο. Αρκεί η επένδυση στην κρουαζιέρα να συνεχιστεί με επιμονή και υπομονή.

«Ρουκέτες» στον τουρισμό από το Ισραήλ

Με τις εχθροπραξίες στη Γάζα να συνεχίζονται αμείωτες, διάχυτος είναι ο προβληματισμός για τις επιπτώσεις του πολέμου στην τουριστική βιομηχανία της πόλης.

Υπό αυτό το πρίσμα, ανησυχία επικρατεί στους ξενοδόχους της Θεσσαλονίκης η οποία αποτελεί εδώ και πολλά χρόνια ελκυστικό προορισμό για τους Ισραηλινούς με το εβραϊκό στοιχείο να αφήνει το στίγμα του στην πόλη.

Οι Ισραηλινοί κατέλαβαν την πρώτη θέση ανάμεσα στις ξένες εθνικότητες που επισκέφθηκαν τη Θεσσαλονίκη το 2022 ενώ ιδιαίτερα ελπιδοφόρα ήταν και η φετινή σεζόν καθώς κρατούν την πόλη σταθερά στις προτιμήσεις τους.

Δεν είναι τυχαίο πως το 2022 σκαρφάλωσαν στην πρώτη θέση των ξένων εθνικοτήτων που επισκέπτονται την Θεσσαλονίκη, επανερχόμενοι στην κορυφή μετά από τρία χρόνια. Αν και ακόμα είναι πολύ νωρίς για ακριβείς εκτιμήσεις και προβλέψεις είναι δεδομένο ότι οι αφίξεις από το Ισραήλ θα επηρεαστούν, ανάλογα και με τη διάρκεια των αναταραχών.

Πέραν όμως των τουριστικών ροών από το Ισραήλ, το θολό τοπίο που συνεπάγεται ο πόλεμος είναι προφανώς ανασταλτικός παράγοντας για τον προγραμματισμό ταξιδιών με τους επαγγελματίες να μπαίνουν σε μία νέα δίνη ανασφάλειας, ειδικά αν δεν παύσουν άμεσα οι εχθροπραξίες.

Σύμφωνα με στοιχεία του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ), την περίοδο 2019-2022 ο εισερχόμενος από το Ισραήλ τουρισμός σημείωσε αύξηση σε όλα τα βασικά μεγέθη. Συγκεκριμένα οι αφίξεις Ισραηλινών αυξήθηκαν κατά 43,5% από 341.000 ταξιδιώτες τo 2019 σε 490.000 το 2022. Ακόμη περισσότερο αυξήθηκαν οι διανυκτερεύσεις και συγκεκριμένα κατά 58,4%, από 1,7 εκατ. το 2019 σε 2,7 εκατ. το 2022.

Οι ταξιδιωτικές εισπράξεις από το Ισραήλ το ίδιο διάστημα αυξήθηκαν κατά 51,1%, από 206 εκατ. ευρώ το 2019 σε 311 εκατ. το 2022. Σε ό,τι αφορά το μερίδιο της ισραηλινής αγοράς στον εισερχόμενο στην Ελλάδα τουρισμό, σημειώνεται ότι σε όρους αφίξεων το Ισραήλ το 2022 κατείχε μερίδιο 1,8%, όταν το 2019 ήταν 1,1% και το 2021 1,2%. Αντίστοιχα σε όρους διανυκτερεύσεων το 2022 κατείχε μερίδιο 1,2% και σε όρους εισπράξεων μερίδιο 1,8%, όταν το 2019 ήταν 1,2%.

Αν δεν είχε ξεσπάσει ο πόλεμος τα μερίδια του Ισραήλ θα άγγιζαν το 2% τόσο σε όρους αφίξεων όσο και εισπράξεων -με τις εκτιμήσεις να μιλούν για 550.000 ταξιδιώτες και 400 εκατ. εισπράξεις.

Η «πληγή» ωστόσο για τον τουρισμό της Θεσσαλονίκης δεν είναι αμελητέα και κινείται πάνω από 2% καθώς οι Ισραηλινοί επισκέπτες εκτιμάται πως αποτελούν περίπου το 12% του συνόλου.

Η μέση κατά κεφαλήν δαπάνη των Ισραηλινών στην Ελλάδα προσεγγίζει με βάση τα τελευταία διαθέσιμα δεδομένα τα 650 ευρώ, πλέον των εξόδων διαμονής και αεροπορικής μετακίνησης.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 22.10.2023

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία