ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Η μετριότητα νίκησε στον διαγωνισμό PISA 2022

Δάσκαλοι και καθηγητές «μεταφράζουν» τα αποτελέσματα στη «ΜτΚ» - Οι αλλαγές που πρέπει να γίνουν στο εκπαιδευτικό μας σύστημα

 26/12/2023 08:00

Η μετριότητα νίκησε στον διαγωνισμό PISA 2022

Έλενα Καραβασίλη

Απογοητευτικά ήταν για τη χώρα μας τα αποτελέσματα του διαγωνισμού PISA 2022, που διοργανώνει ο ΟΟΣΑ από το 2000. Οι δεξιότητες στις οποίες εξετάστηκαν μαθητές της ΣΤ’ Δημοτικού και Γ’ Γυμνασίου ήταν η κατανόηση κειμένου, τα μαθηματικά και οι φυσικές επιστήμες. Στον διαγωνισμό έλαβαν μέρος 690.000 μαθητές από 81 χώρες. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, η χώρα μας κατατάσσεται αρκετά χαμηλότερα, από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ. Στα μαθηματικά η Ελλάδα βρέθηκε στην 44η θέση (43η το 2018), στην κατανόηση κειμένου στην 41η (42η το 2018) και στις φυσικές επιστήμες, στην 44η θέση (44η το 2018).

Στο θέμα αναφέρθηκε πρόσφατα από το βήμα της Βουλής ο πρωθυπουργός λέγοντας ότι «τα αποτελέσματα του διαγωνισμού θα πρέπει να μας προβληματίσουν, αν λάβουμε υπόψιν μας ότι σε όλες τις χώρες υπήρξε μία μείωση της απόδοσης των παιδιών, που σε μεγάλο βαθμό συνδέεται με την πανδημία. Θα πρέπει να τρέξουμε ακόμα πιο γρήγορα τις μεγάλες δρομολογημένες μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο σχολείο, με πρώτη αδιαπραγμάτευτη προτεραιότητα την αξιολόγηση». Η «ΜτΚ» απευθύνθηκε σε δασκάλους και καθηγητές που μιλούν για ένα πλέγμα συνθηκών που τελικά οδηγεί στην ελλιπή μάθηση και γνώση.

Παθητική μάθηση

Ο Στέφανος Δογούλης είναι ειδικός παιδαγωγός, στο 2ο Δημοτικό Καλαμαριάς και δάσκαλος εδώ και 30 χρόνια. Λέει χαρακτηριστικά ότι από το 2012 και μετά παρατηρείται μία πτώση στα αποτελέσματα των Ελλήνων μαθητών στον διαγωνισμό PISA. 

«Το ζήτημα είναι πως εξακολουθεί η μάθηση να είναι παθητική (μεταφέρεται απλώς μία πληροφορία) και σε κάποιες περιπτώσεις, γίνεται ενεργητική. Σκοπός είναι η μάθηση να κατευθυνθεί προς τον εποικοδομισμό, δηλαδή την αλληλεπίδραση. Χρειάζεται να αναπτύξουμε στα παιδιά τη μεταγνώση. Πρέπει ο κάθε γονέας και εκπαιδευτικός να βρει τα κατάλληλα ερωτήματα, μέσω των οποίων θα κάνουν ορατή τη γνώση στα παιδιά». 

Τονίζει πως η μάθηση είναι πολυπαραγοντική και ξεκινά από το σπίτι. «Μέσα στο οικογενειακό πλαίσιο, δεν αναπτύσσεται ο προφορικός λόγος και το προσληπτικό λεξιλόγιο των παιδιών, ώστε να διευρυνθεί ο κύκλος των σκέψεών τους». 

Ως ενδεικτικό παράγοντα θέτει το γεγονός ότι πλέον, στα περισσότερα σπίτια, δεν υπάρχουν βιβλιοθήκες που «αποτελούν προβλεπτικό δείκτη της επίδοσης των παιδιών. 

Στις περισσότερες περιπτώσεις όπου εντοπίζονται μαθησιακές δυσκολίες, δεν υπάρχουν βιβλιοθήκες στα σπίτια. Το σχολείο αποτελεί το δεύτερο πλαίσιο κοινωνικοποίησης, όπου βλέπουμε παιδιά που βρίσκονται σε φάση αποδιοργάνωσης και δεν έχουν κατακτήσει απλές δεξιότητες. Πρόκειται για ζητήματα σοβαρά που πρέπει να αντιμετωπίσουμε. Θα πρέπει να ανοίξει το σχολείο στην οικογένεια κι εκείνη από την πλευρά της, να ανταποκριθεί. Τα αποτελέσματα μετά από μία τέτοια αλληλεπίδραση, θα είναι εντελώς διαφορετικά», περιγράφει.

Νέοι χωρίς δεξιότητες

Ο ίδιος σχολιάζοντας τα αποτελέσματα του διαγωνισμού λέει πως «το ανησυχητικό είναι ότι ένα μεγάλο ποσοστό έπεσε κάτω από το επίπεδο δύο, (επάρκειας). Μιλάμε λοιπόν για νέους που δεν έχουν καμία δεξιότητα. Από την άλλη, τους άριστους που κατέκτησαν το επίπεδο πέντε και έξι, θα καταφέρουμε να τους κρατήσουμε στην Ελλάδα;», διερωτάται ο κ. Δογούλης.

Συμπληρώνει πως, «Η έρευνα δείχνει ότι όπου είχαμε βελτίωση των μαθησιακών αποτελεσμάτων οφειλόταν καθαρά στους γονείς που στάθηκαν αρωγοί στη μάθηση των παιδιών τους, ασχέτως εάν φοιτούν σε δημόσιο ή ιδιωτικό σχολείο». Αναφερόμενος στους μαθητές που βρίσκονται στο επίπεδο δύο λέει πως εάν στηθεί σωστά το εκπαιδευτικό σύστημα, μέσω των τεχνικών σχολών, «τα παιδιά αυτά θα βρουν διέξοδο». Μιλώντας για τους εκπαιδευτικούς λέει πως σε κάποιες περιπτώσεις, «έχουμε νέους με μεταπτυχιακούς τίτλους που όμως, αγοράστηκαν (πλήρωσαν για να τους κάνουν την εργασία). 

Αυτό έχει αντίκτυπο εν συνεχεία στους μαθητές. Υστερούν, για παράδειγμα, μαθητές μας στην έννοια της εκτίμησης ενός πολλαπλασιασμού, μίας πρόσθεσης. Έρευνες σε παγκόσμιο επίπεδο δείχνουν ότι σε αυτό το κομμάτι υστερούν και οι εκπαιδευτικοί, όχι μόνον οι εν ενεργεία αλλά και αυτοί που είναι μέσα στα πανεπιστήμια. Σε κάποιες περιπτώσεις λοιπόν, το «νέο αίμα» έχει έλλειμμα γνώσης. 

Όπου δεν υστερούμε μόνο εμείς αλλά η πλειοψηφία των δυτικών χωρών». Επισημαίνει πως ο εκπαιδευτικός πρέπει να διευκολύνει στο να κατακτηθεί η γνώση από τον μαθητή. «Χρειάζεται να επιτύχουμε την αυτορρύθμιση της μάθησης. Ζούμε σε μία ψηφιακή εποχή όπου ο όγκος της πληροφορίας είναι τεράστιος. 

Το σημαντικότερο είναι να διδαχτούν τα παιδιά στρατηγικές μάθησης. Σχολεία της Αυστραλίας αφιερώνουν μία ώρα την εβδομάδα στη διδασκαλία στρατηγικών μάθησης. Στην Ελλάδα, έχουμε συνηθίσει στην «έτοιμη τροφή». Πρέπει να αρχίσει να μετασχηματίζεται ο τρόπος μάθησης και να γίνει αυτόνομη, σύμφωνα με τη γνωσιακή επιστήμη».

Η αξία της μάθησης ενάντια στη χλιδάτη ζωή

Η Μαρία Γίτσου είναι εκπαιδευτικός στο 2ο ΓΕΛ Μίκρας. Διδάσκει εδώ και 20 χρόνια στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Επισημαίνει πως η υποχρεωτική τηλεκπαίδευση την περίοδο της πανδημίας είχε τραγικές επιπτώσεις, «καθυστερώντας σημαντικά τη μαθησιακή διαδικασία, κάνοντας τα δύο αυτά χρόνια για πολλούς να μοιάζουν εκπαιδευτικά χαμένα. Η έκτακτη αυτή κατάσταση όμως επηρέασε το σύνολο των διαγωνιζομένων οπότε προφανώς πρέπει να αναζητήσουμε αλλού τα αίτια της δικής μας αποτυχίας». Η ίδια δεν παραλείπει να αναφερθεί στη ζημία που προκαλείται από την ανεξέλεγκτη έκθεση των νέων στην τεχνολογία. 

«Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα βιντεοπαιχνίδια, η κατοχή έξυπνων κινητών τηλεφώνων σε όλο και μικρότερη ηλικία, φαίνεται να αποτελούν τις σύγχρονες σειρήνες που καλούν αδιάκοπα τα παιδιά μας σε στάση και αποχή από τη μελέτη. Και φυσικά δεν ευθύνεται γι’ αυτό η ίδια η τεχνολογία, η οποία, ειδικά στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης, προσφέρει απλόχερα τα εργαλεία, για να γίνουν δυνητικά οι νέοι μας μικροί επιστήμονες». 

Υπό αυτό το πρίσμα, εξηγεί πως θα πρέπει να αναλογιστούμε κατά πόσο η μάθηση εξακολουθεί να αποτελεί αξία στη χώρα μας, όπως στους προγενέστερους.

«Όταν σήμερα η influencer και ο trapper συγκεντρώνουν και την αναγνωρισιμότητα και το χρήμα, ο άγνωστος, λαμπρός μα φτωχοπληρωμένος ακαδημαϊκός που παραπονιέται για τη χρηματοδότηση των ερευνών του για τη θεραπεία μιας ασθένειας, ωχριά και φαίνεται πιότερο αξιολύπητος παρά αξιομίμητος, στα μάτια τους. Αν μη τι άλλο, οι νέοι λαμβάνουν το μήνυμα πως τα likes, και όχι το διάβασμα, θα λύσουν το θέμα της ανεργίας τους, προσφέροντάς τους ταυτόχρονα και άκοπα μια χλιδάτη, πολλά υποσχόμενη, επιτυχημένη ζωή».

Οι παθογένειες

Μιλώντας για τις παθογένειες του εκπαιδευτικού συστήματος τονίζει πως δεν μπορούμε να απαιτούμε υψηλά σκορ στη φυσική για παράδειγμα, από μαθητές που δεν πειραματίστηκαν ποτέ σε εργαστήριο, γιατί δεν υπάρχει στο σχολείο τους. 

«Πώς προσδοκούμε αποτελεσματική διδασκαλία σε ακατάλληλα κτίρια ή προκατασκευασμένες, πρόχειρες αίθουσες ή σε σχολικές μονάδες με παντελή έλλειψη υλικοτεχνικού εξοπλισμού; Πώς περιμένουμε να ολοκληρωθεί εμπρόθεσμα και άρτια η υπέρογκη ύλη, όταν έχουμε κενά και τοποθετήσεις καθηγητών στα μέσα του διδακτικού έτους; Οπωσδήποτε βέβαια υπάρχουν και οι αγανακτισμένοι, ίσως και γηρασμένοι, εκπαιδευτικοί που, όντας κακοπληρωμένοι και επιφορτισμένοι με γραφειοκρατία και εξωδιδακτικές εργασίες, καταβάλλουν ίσως την ελάχιστη δυνατή προσπάθεια στο μάθημα. 

Όμως στην πλειονότητά τους σήμερα οι εκπαιδευτικοί είναι καταρτισμένοι και συνεχίζουν να επιμορφώνονται δια βίου, υπερβαίνουν τον εαυτό τους και εργάζονται με μεράκι και ευρηματικότητα, προκειμένου να καλύψουν τα κακώς κείμενα». 

Μιλώντας για τη διδακτέα ύλη τονίζει πως τα αναλυτικά προγράμματα σπουδών χρήζουν οπωσδήποτε αλλαγών σε βασικά σημεία τους, ενώ καταλυτικός παράγοντας είναι η εξετασιοκεντρική μορφή του εκπαιδευτικού συστήματος, που εστιάζει, σχεδόν αποκλειστικά, στην προετοιμασία των μαθητών για την ένταξή τους στο πανεπιστήμιο, και όχι σε δεξιότητες ζωής ή στη σύνδεση της παρεχόμενης γνώσης με την πραγματικότητα. 

«Δεν είναι τυχαίο πως, όπως προέκυψε και από τον διαγωνισμό, ενώ οι μαθητές μας είναι εξαιρετικοί στην επίλυση μαθηματικών προβλημάτων ή ασκήσεων φυσικής, χωλαίνουν στην πρακτική εφαρμογή της χρήσης αυτών των γνώσεων, η οποία δε συμπεριλαμβάνεται στο εκπαιδευτικό μας σύστημα».

«Η αποστήθιση οδηγεί στην έλλειψη κριτικής σκέψης»

O Ιωάννης Πήτας, πρόεδρος της Διεθνούς Ακαδημίας Διδακτορικών Σπουδών στην Τεχνητή Νοημοσύνη (AIDA), διευθυντής του Εργαστηρίου Τεχνητής Νοημοσύνης και Ανάλυσης Πληροφοριών στο ΑΠΘ και μέλος της συμβουλευτικής Επιτροπής Υψηλού Επιπέδου για την Τεχνητή Νοημοσύνη έχει καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις στην Επιτροπή, που αφορούν σε θέματα μόρφωσης σε γυμνασιακό, λυκειακό και πανεπιστημιακό επίπεδο. 

Εξηγεί στη «ΜτΚ» πως «όταν επικεντρωνόμαστε στην αποστήθιση πραγμάτων, οδηγούμαστε στην έλλειψη κριτικής σκέψης. Ο μαθητής/τρια, δεν μπορεί να συνδυάσει αυτά που διδάσκεται στην τάξη, με το πώς εφαρμόζονται οι γνώσεις και δεξιότητες αυτές, στην πράξη». Περιγράφει πως ζητήματα δημιουργεί και η αποσπασματική γνώση.

«Την εποχή που ήμουν υποψήφιος για την εισαγωγή μου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, η ύλη ήταν ουσιαστικά άγνωστη. Σήμερα, η ύλη είναι συγκεκριμένη και αποσπασματική. Δυστυχώς, σε βασικά αντικείμενα όπως μαθηματικά, φυσική, χημεία αλλά και στις θεωρητικές επιστήμες, τα παιδιά διδάσκονται λιγότερα από όσα διδασκόμασταν εμείς πριν από 40 χρόνια. Βέβαια ξέρουν καλύτερα ξένες γλώσσες και χειρισμό υπολογιστών, αυτό όμως δεν αναπληρώνει την έλλειψη γνώσης θεμελιωδών επιστημών». 

Λέει ότι χρειάζεται ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και των μαθητών και των φοιτητών με κάθε τρόπο, «όπου σε αυτό είναι σημαντικό να υπάρξει καταπολέμηση των φαινομένων αποστήθισης, καθώς και αντιγραφής που εντείνονται και με τη βοήθεια της Τεχνητής Νοημοσύνης (π.χ. Chatgpt). Χωρίς αυτήν δεν θα έχουμε επαρκή αριθμό και ποιότητα επιστημόνων για να αξιοποιήσουμε την επανάσταση της Τεχνητής Νοημοσύνης. Ούτε θα έχουμε μορφωμένους πολίτες που να κατανοούν τις επιστημονικές, κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις ώστε να μην παρασύρονται από την τεχνοβοφία και τις ψευδείς ειδήσεις». 

Επισημαίνει πως είναι σημαντικό, η όποια πρόοδος να καταγράφεται. «Είναι απαραίτητο να χρησιμοποιήσουμε ποσοτικούς δείκτες, ώστε να μπορούμε να μετρήσουμε τα αποτελέσματα, κάθε παρέμβασης στην εκπαίδευση. Ο διαγωνισμός PISA διαθέτει ποσοτικούς δείκτες και θα μπορούσε να συμβάλει στην επίτευξη εκπαιδευτικών στόχων. Σίγουρα θα πρέπει να βελτιώσουμε την κατάταξή μας στον διαγωνισμό, αλλά πρέπει να προσέξουμε να μην είναι αυτός ο σκοπός αλλά ο αντίκτυπος».

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 24.12.2023

Απογοητευτικά ήταν για τη χώρα μας τα αποτελέσματα του διαγωνισμού PISA 2022, που διοργανώνει ο ΟΟΣΑ από το 2000. Οι δεξιότητες στις οποίες εξετάστηκαν μαθητές της ΣΤ’ Δημοτικού και Γ’ Γυμνασίου ήταν η κατανόηση κειμένου, τα μαθηματικά και οι φυσικές επιστήμες. Στον διαγωνισμό έλαβαν μέρος 690.000 μαθητές από 81 χώρες. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, η χώρα μας κατατάσσεται αρκετά χαμηλότερα, από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ. Στα μαθηματικά η Ελλάδα βρέθηκε στην 44η θέση (43η το 2018), στην κατανόηση κειμένου στην 41η (42η το 2018) και στις φυσικές επιστήμες, στην 44η θέση (44η το 2018).

Στο θέμα αναφέρθηκε πρόσφατα από το βήμα της Βουλής ο πρωθυπουργός λέγοντας ότι «τα αποτελέσματα του διαγωνισμού θα πρέπει να μας προβληματίσουν, αν λάβουμε υπόψιν μας ότι σε όλες τις χώρες υπήρξε μία μείωση της απόδοσης των παιδιών, που σε μεγάλο βαθμό συνδέεται με την πανδημία. Θα πρέπει να τρέξουμε ακόμα πιο γρήγορα τις μεγάλες δρομολογημένες μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο σχολείο, με πρώτη αδιαπραγμάτευτη προτεραιότητα την αξιολόγηση». Η «ΜτΚ» απευθύνθηκε σε δασκάλους και καθηγητές που μιλούν για ένα πλέγμα συνθηκών που τελικά οδηγεί στην ελλιπή μάθηση και γνώση.

Παθητική μάθηση

Ο Στέφανος Δογούλης είναι ειδικός παιδαγωγός, στο 2ο Δημοτικό Καλαμαριάς και δάσκαλος εδώ και 30 χρόνια. Λέει χαρακτηριστικά ότι από το 2012 και μετά παρατηρείται μία πτώση στα αποτελέσματα των Ελλήνων μαθητών στον διαγωνισμό PISA. 

«Το ζήτημα είναι πως εξακολουθεί η μάθηση να είναι παθητική (μεταφέρεται απλώς μία πληροφορία) και σε κάποιες περιπτώσεις, γίνεται ενεργητική. Σκοπός είναι η μάθηση να κατευθυνθεί προς τον εποικοδομισμό, δηλαδή την αλληλεπίδραση. Χρειάζεται να αναπτύξουμε στα παιδιά τη μεταγνώση. Πρέπει ο κάθε γονέας και εκπαιδευτικός να βρει τα κατάλληλα ερωτήματα, μέσω των οποίων θα κάνουν ορατή τη γνώση στα παιδιά». 

Τονίζει πως η μάθηση είναι πολυπαραγοντική και ξεκινά από το σπίτι. «Μέσα στο οικογενειακό πλαίσιο, δεν αναπτύσσεται ο προφορικός λόγος και το προσληπτικό λεξιλόγιο των παιδιών, ώστε να διευρυνθεί ο κύκλος των σκέψεών τους». 

Ως ενδεικτικό παράγοντα θέτει το γεγονός ότι πλέον, στα περισσότερα σπίτια, δεν υπάρχουν βιβλιοθήκες που «αποτελούν προβλεπτικό δείκτη της επίδοσης των παιδιών. 

Στις περισσότερες περιπτώσεις όπου εντοπίζονται μαθησιακές δυσκολίες, δεν υπάρχουν βιβλιοθήκες στα σπίτια. Το σχολείο αποτελεί το δεύτερο πλαίσιο κοινωνικοποίησης, όπου βλέπουμε παιδιά που βρίσκονται σε φάση αποδιοργάνωσης και δεν έχουν κατακτήσει απλές δεξιότητες. Πρόκειται για ζητήματα σοβαρά που πρέπει να αντιμετωπίσουμε. Θα πρέπει να ανοίξει το σχολείο στην οικογένεια κι εκείνη από την πλευρά της, να ανταποκριθεί. Τα αποτελέσματα μετά από μία τέτοια αλληλεπίδραση, θα είναι εντελώς διαφορετικά», περιγράφει.

Νέοι χωρίς δεξιότητες

Ο ίδιος σχολιάζοντας τα αποτελέσματα του διαγωνισμού λέει πως «το ανησυχητικό είναι ότι ένα μεγάλο ποσοστό έπεσε κάτω από το επίπεδο δύο, (επάρκειας). Μιλάμε λοιπόν για νέους που δεν έχουν καμία δεξιότητα. Από την άλλη, τους άριστους που κατέκτησαν το επίπεδο πέντε και έξι, θα καταφέρουμε να τους κρατήσουμε στην Ελλάδα;», διερωτάται ο κ. Δογούλης.

Συμπληρώνει πως, «Η έρευνα δείχνει ότι όπου είχαμε βελτίωση των μαθησιακών αποτελεσμάτων οφειλόταν καθαρά στους γονείς που στάθηκαν αρωγοί στη μάθηση των παιδιών τους, ασχέτως εάν φοιτούν σε δημόσιο ή ιδιωτικό σχολείο». Αναφερόμενος στους μαθητές που βρίσκονται στο επίπεδο δύο λέει πως εάν στηθεί σωστά το εκπαιδευτικό σύστημα, μέσω των τεχνικών σχολών, «τα παιδιά αυτά θα βρουν διέξοδο». Μιλώντας για τους εκπαιδευτικούς λέει πως σε κάποιες περιπτώσεις, «έχουμε νέους με μεταπτυχιακούς τίτλους που όμως, αγοράστηκαν (πλήρωσαν για να τους κάνουν την εργασία). 

Αυτό έχει αντίκτυπο εν συνεχεία στους μαθητές. Υστερούν, για παράδειγμα, μαθητές μας στην έννοια της εκτίμησης ενός πολλαπλασιασμού, μίας πρόσθεσης. Έρευνες σε παγκόσμιο επίπεδο δείχνουν ότι σε αυτό το κομμάτι υστερούν και οι εκπαιδευτικοί, όχι μόνον οι εν ενεργεία αλλά και αυτοί που είναι μέσα στα πανεπιστήμια. Σε κάποιες περιπτώσεις λοιπόν, το «νέο αίμα» έχει έλλειμμα γνώσης. 

Όπου δεν υστερούμε μόνο εμείς αλλά η πλειοψηφία των δυτικών χωρών». Επισημαίνει πως ο εκπαιδευτικός πρέπει να διευκολύνει στο να κατακτηθεί η γνώση από τον μαθητή. «Χρειάζεται να επιτύχουμε την αυτορρύθμιση της μάθησης. Ζούμε σε μία ψηφιακή εποχή όπου ο όγκος της πληροφορίας είναι τεράστιος. 

Το σημαντικότερο είναι να διδαχτούν τα παιδιά στρατηγικές μάθησης. Σχολεία της Αυστραλίας αφιερώνουν μία ώρα την εβδομάδα στη διδασκαλία στρατηγικών μάθησης. Στην Ελλάδα, έχουμε συνηθίσει στην «έτοιμη τροφή». Πρέπει να αρχίσει να μετασχηματίζεται ο τρόπος μάθησης και να γίνει αυτόνομη, σύμφωνα με τη γνωσιακή επιστήμη».

Η αξία της μάθησης ενάντια στη χλιδάτη ζωή

Η Μαρία Γίτσου είναι εκπαιδευτικός στο 2ο ΓΕΛ Μίκρας. Διδάσκει εδώ και 20 χρόνια στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Επισημαίνει πως η υποχρεωτική τηλεκπαίδευση την περίοδο της πανδημίας είχε τραγικές επιπτώσεις, «καθυστερώντας σημαντικά τη μαθησιακή διαδικασία, κάνοντας τα δύο αυτά χρόνια για πολλούς να μοιάζουν εκπαιδευτικά χαμένα. Η έκτακτη αυτή κατάσταση όμως επηρέασε το σύνολο των διαγωνιζομένων οπότε προφανώς πρέπει να αναζητήσουμε αλλού τα αίτια της δικής μας αποτυχίας». Η ίδια δεν παραλείπει να αναφερθεί στη ζημία που προκαλείται από την ανεξέλεγκτη έκθεση των νέων στην τεχνολογία. 

«Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα βιντεοπαιχνίδια, η κατοχή έξυπνων κινητών τηλεφώνων σε όλο και μικρότερη ηλικία, φαίνεται να αποτελούν τις σύγχρονες σειρήνες που καλούν αδιάκοπα τα παιδιά μας σε στάση και αποχή από τη μελέτη. Και φυσικά δεν ευθύνεται γι’ αυτό η ίδια η τεχνολογία, η οποία, ειδικά στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης, προσφέρει απλόχερα τα εργαλεία, για να γίνουν δυνητικά οι νέοι μας μικροί επιστήμονες». 

Υπό αυτό το πρίσμα, εξηγεί πως θα πρέπει να αναλογιστούμε κατά πόσο η μάθηση εξακολουθεί να αποτελεί αξία στη χώρα μας, όπως στους προγενέστερους.

«Όταν σήμερα η influencer και ο trapper συγκεντρώνουν και την αναγνωρισιμότητα και το χρήμα, ο άγνωστος, λαμπρός μα φτωχοπληρωμένος ακαδημαϊκός που παραπονιέται για τη χρηματοδότηση των ερευνών του για τη θεραπεία μιας ασθένειας, ωχριά και φαίνεται πιότερο αξιολύπητος παρά αξιομίμητος, στα μάτια τους. Αν μη τι άλλο, οι νέοι λαμβάνουν το μήνυμα πως τα likes, και όχι το διάβασμα, θα λύσουν το θέμα της ανεργίας τους, προσφέροντάς τους ταυτόχρονα και άκοπα μια χλιδάτη, πολλά υποσχόμενη, επιτυχημένη ζωή».

Οι παθογένειες

Μιλώντας για τις παθογένειες του εκπαιδευτικού συστήματος τονίζει πως δεν μπορούμε να απαιτούμε υψηλά σκορ στη φυσική για παράδειγμα, από μαθητές που δεν πειραματίστηκαν ποτέ σε εργαστήριο, γιατί δεν υπάρχει στο σχολείο τους. 

«Πώς προσδοκούμε αποτελεσματική διδασκαλία σε ακατάλληλα κτίρια ή προκατασκευασμένες, πρόχειρες αίθουσες ή σε σχολικές μονάδες με παντελή έλλειψη υλικοτεχνικού εξοπλισμού; Πώς περιμένουμε να ολοκληρωθεί εμπρόθεσμα και άρτια η υπέρογκη ύλη, όταν έχουμε κενά και τοποθετήσεις καθηγητών στα μέσα του διδακτικού έτους; Οπωσδήποτε βέβαια υπάρχουν και οι αγανακτισμένοι, ίσως και γηρασμένοι, εκπαιδευτικοί που, όντας κακοπληρωμένοι και επιφορτισμένοι με γραφειοκρατία και εξωδιδακτικές εργασίες, καταβάλλουν ίσως την ελάχιστη δυνατή προσπάθεια στο μάθημα. 

Όμως στην πλειονότητά τους σήμερα οι εκπαιδευτικοί είναι καταρτισμένοι και συνεχίζουν να επιμορφώνονται δια βίου, υπερβαίνουν τον εαυτό τους και εργάζονται με μεράκι και ευρηματικότητα, προκειμένου να καλύψουν τα κακώς κείμενα». 

Μιλώντας για τη διδακτέα ύλη τονίζει πως τα αναλυτικά προγράμματα σπουδών χρήζουν οπωσδήποτε αλλαγών σε βασικά σημεία τους, ενώ καταλυτικός παράγοντας είναι η εξετασιοκεντρική μορφή του εκπαιδευτικού συστήματος, που εστιάζει, σχεδόν αποκλειστικά, στην προετοιμασία των μαθητών για την ένταξή τους στο πανεπιστήμιο, και όχι σε δεξιότητες ζωής ή στη σύνδεση της παρεχόμενης γνώσης με την πραγματικότητα. 

«Δεν είναι τυχαίο πως, όπως προέκυψε και από τον διαγωνισμό, ενώ οι μαθητές μας είναι εξαιρετικοί στην επίλυση μαθηματικών προβλημάτων ή ασκήσεων φυσικής, χωλαίνουν στην πρακτική εφαρμογή της χρήσης αυτών των γνώσεων, η οποία δε συμπεριλαμβάνεται στο εκπαιδευτικό μας σύστημα».

«Η αποστήθιση οδηγεί στην έλλειψη κριτικής σκέψης»

O Ιωάννης Πήτας, πρόεδρος της Διεθνούς Ακαδημίας Διδακτορικών Σπουδών στην Τεχνητή Νοημοσύνη (AIDA), διευθυντής του Εργαστηρίου Τεχνητής Νοημοσύνης και Ανάλυσης Πληροφοριών στο ΑΠΘ και μέλος της συμβουλευτικής Επιτροπής Υψηλού Επιπέδου για την Τεχνητή Νοημοσύνη έχει καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις στην Επιτροπή, που αφορούν σε θέματα μόρφωσης σε γυμνασιακό, λυκειακό και πανεπιστημιακό επίπεδο. 

Εξηγεί στη «ΜτΚ» πως «όταν επικεντρωνόμαστε στην αποστήθιση πραγμάτων, οδηγούμαστε στην έλλειψη κριτικής σκέψης. Ο μαθητής/τρια, δεν μπορεί να συνδυάσει αυτά που διδάσκεται στην τάξη, με το πώς εφαρμόζονται οι γνώσεις και δεξιότητες αυτές, στην πράξη». Περιγράφει πως ζητήματα δημιουργεί και η αποσπασματική γνώση.

«Την εποχή που ήμουν υποψήφιος για την εισαγωγή μου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, η ύλη ήταν ουσιαστικά άγνωστη. Σήμερα, η ύλη είναι συγκεκριμένη και αποσπασματική. Δυστυχώς, σε βασικά αντικείμενα όπως μαθηματικά, φυσική, χημεία αλλά και στις θεωρητικές επιστήμες, τα παιδιά διδάσκονται λιγότερα από όσα διδασκόμασταν εμείς πριν από 40 χρόνια. Βέβαια ξέρουν καλύτερα ξένες γλώσσες και χειρισμό υπολογιστών, αυτό όμως δεν αναπληρώνει την έλλειψη γνώσης θεμελιωδών επιστημών». 

Λέει ότι χρειάζεται ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και των μαθητών και των φοιτητών με κάθε τρόπο, «όπου σε αυτό είναι σημαντικό να υπάρξει καταπολέμηση των φαινομένων αποστήθισης, καθώς και αντιγραφής που εντείνονται και με τη βοήθεια της Τεχνητής Νοημοσύνης (π.χ. Chatgpt). Χωρίς αυτήν δεν θα έχουμε επαρκή αριθμό και ποιότητα επιστημόνων για να αξιοποιήσουμε την επανάσταση της Τεχνητής Νοημοσύνης. Ούτε θα έχουμε μορφωμένους πολίτες που να κατανοούν τις επιστημονικές, κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις ώστε να μην παρασύρονται από την τεχνοβοφία και τις ψευδείς ειδήσεις». 

Επισημαίνει πως είναι σημαντικό, η όποια πρόοδος να καταγράφεται. «Είναι απαραίτητο να χρησιμοποιήσουμε ποσοτικούς δείκτες, ώστε να μπορούμε να μετρήσουμε τα αποτελέσματα, κάθε παρέμβασης στην εκπαίδευση. Ο διαγωνισμός PISA διαθέτει ποσοτικούς δείκτες και θα μπορούσε να συμβάλει στην επίτευξη εκπαιδευτικών στόχων. Σίγουρα θα πρέπει να βελτιώσουμε την κατάταξή μας στον διαγωνισμό, αλλά πρέπει να προσέξουμε να μην είναι αυτός ο σκοπός αλλά ο αντίκτυπος».

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 24.12.2023

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία