ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Γιάννης Καλαβριανός: Τίποτα δεν γίνεται συγκυριακά στη ζωή

Η παράσταση «Κουμ Κουάτ» ανεβαίνει από σήμερα Θεσσαλονίκη

 06/06/2019 07:00

Γιάννης Καλαβριανός: Τίποτα δεν γίνεται συγκυριακά στη ζωή

Συνέντευξη στον Αλέξανδρο Παντελάκη

Το έργο «Κουμ Κουάτ» των Γιάννη Καλαβριανού και Μαρίας Κοσκινά, το οποίο αφού παρουσιάστηκε στο θέατρο του Νέου Κόσμου της Αθήνας, ανεβαίνει από την Τετάρτη στο Θέατρο Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, είναι μία φάρσα, μία ακραία κωμωδία έξι χαρακτήρων, τους οποίους υποδύονται η Μαρία Κοσκινά και ο Γιώργος Γλάστρας.

Η ιστορία εκτυλίσσεται σε μία μέρα, την Κυριακή του Πάσχα του 1972, επί χούντας, όταν ένα ζευγάρι έχοντας βαρεθεί να γιορτάζει το πατροπαράδοτο Πάσχα στο χωριό, λέει ένα ψέμα, για να παραμείνει στην πόλη. Μια σειρά από γεγονότα θα φέρει κοντά όλους τους χαρακτήρες, χουντικούς, αριστερούς, παλιούς αγαπητικούς και θα δημιουργήσει μια γρήγορη κωμωδία. 

kalavrianos.jpg

«Όλη η ιστορία είναι γραμμένη έτσι ώστε οι ηθοποιοί να μετακινούνται από το ένα μέρος στο άλλο», λέει στη «ΜτΚ» ο σκηνοθέτης της παράστασης Γιάννης Καλαβριανός (φωτ.), που με αυτό το κείμενο επιχειρεί για πρώτη φορά να καταπιαστεί με την κωμωδία. Οι ηθοποιοί «αλλάζουν συνεχώς κοστούμια, περούκες, παπούτσια, αξεσουάρ, έχουμε δηλαδή ολοκληρωτικές αλλαγές από τους ήρωες, για να υποδεχτούν τον επόμενο χαρακτήρα και να ξεκινήσει η δράση», επισημαίνει, τονίζοντας ότι όλα αυτά συμβαίνουν επί σκηνής.

Ωστόσο, όσο απαιτητικό και αν ακούγεται, αυτό που πραγματικά δυσκόλεψε τον Γιάννη Καλαβριανό δεν ήταν τόσο η σκηνοθεσία όσο η δημιουργία του κειμένου, το οποίο συνέγραψε με το συγγραφικό του ταίρι, τη Μαρία Κοσκινά: «Έπρεπε να γραφτεί το κείμενο με τέτοια δεξιοτεχνία, ώστε να πηγαίνουμε από το ένα στο άλλο ομαλά, δηλαδή να υπάρχει μία χορογραφία» υποστηρίζει ο σκηνοθέτης.

Ο ίδιος έχει συνεργαστεί αρκετές φορές και στο παρελθόν τόσο με τη Μαρία Κοσκινά όσο και με τον Γιώργο Γλάστρα. «Τους εκτιμώ βαθιά, είναι εξαιρετικά ταλαντούχοι άνθρωποι και είμαστε φίλοι. Είναι πολύ δοσμένοι στη δουλειά τους, καλλιεργημένοι, με αισθητική που μου ταιριάζει. Έχουμε αναπτύξει μία γλώσσα εμπιστοσύνης. Και το περίεργο είναι ότι δεν σταματάμε να ξαφνιάζουμε ο ένας τον άλλον, γιατί ο κίνδυνος σε συνεργασίες χρόνων είναι να βαρεθείς, δηλαδή να ξέρεις τον άλλον τόσο καλά, που να προβλέπεις τις αντιδράσεις του και αυτό να φέρνει μία κόπωση» σχολιάζει.

Για μένα δεν υπάρχει κανένα κουτάκι

Έχοντας στο ενεργητικό του τα τελευταία χρόνια πολλές παραστάσεις δράματος, τον ρωτάμε πώς προέκυψε η ιδέα να καταπιαστεί με την κωμωδία: 

«Τίποτα δεν γίνεται συγκυριακά στη ζωή. Οδηγούμαστε κάπως στα πράγματα. Εγώ τα τελευταία 10 χρόνια έκανα μόνο δράματα, γι’ αυτό και ίσως ήρθε η στιγμή να έρθει και μία άλλη ανάσα στις πρόβες, δηλαδή να μην έχουμε μόνο κατεστραμμένους έρωτες και θανάτους. Το λέγαμε από καιρό με τη Μαρία και φέτος το προχωρήσαμε. Και είναι κάτι πολύ διαφορετικό από ό,τι έχουμε κάνει μέχρι τώρα. Υπήρχε ένα ξάφνιασμα, γιατί πολλές φορές τα πράγματα στο μυαλό των ανθρώπων τακτοποιούνται σε κουτάκια, κάποιοι δηλαδή θεώρησαν ότι είναι λίγο… περίεργο για μας να κάνουμε κωμωδία. Παρ’ όλα αυτά, για μένα, όπως και για κάθε άνθρωπο που κάνει αυτήν τη δουλειά, δεν υπάρχει κανένα κουτάκι, Όλα είναι πιθανά, όπως και στη ζωή», επισημαίνει.

Αν και κωμικό, το κείμενο αναφέρεται στην εποχή της χούντας. Η χούντα αποτέλεσε για το σκηνοθέτη «μία αναδίπλωση, μία προσπάθεια δημιουργίας μίας περίεργης ελληνικότητας, καθετί ξένο θεωρούνταν περίεργο και ύποπτο, υπήρχε μία καχυποψία απέναντι στην ξένη μουσική, στις ξένες ταινίες, ήταν ένα καθεστώς πάρα πολύ καταπιεστικό, που όπως όλα αυτά τα καθεστώτα φοβάται οτιδήποτε, μπορεί να ανατρέψει την... τάξη που έχει δημιουργήσει» δηλώνει ο κ. Καλαβριανός και φέρνει ως παράδειγμα τα δημοτικά τραγούδια που εξαιτίας της χούντας τα είχε μισήσει ο λαός.

«Βρήκαμε αντιστοιχίες με τη σημερινή εποχή όπου υπάρχει ένα περίεργο κλίμα ανόδου του εθνικισμού στην Ευρώπη και στη χώρα, δηλαδή πολύ περίεργα αντιμετωπίζονται τα ελληνικά προϊόντα, τα ελληνικά έργα, οι Έλληνες, υπάρχει και μία προσπάθεια έως και εμπορευματοποίηση της ιδέας...», επισημαίνει.

«Θέλουμε να προτείνουμε καινούργιες ιδέες»

Για τον Γιάννη Καλαβριανό το συγκεκριμένο κείμενο λειτουργεί ανανεωτικά. «Θέλουμε να προτείνουμε καινούργιες ιδέες και οι παραστάσεις να είναι υψηλών προδιαγραφών και αισθητικά, δηλαδή να έχουν μία όψη και με μία πολιτική θέση που να μιλάει στους ανθρώπους του σήμερα», λέει.

Πέρα από την ιδιότητα του σκηνοθέτη, ο ίδιος είναι πετυχημένος συγγραφέας με διακρίσεις και με έργα που μεταφράστηκαν στο εξωτερικό, αλλά και ηθοποιός. «Προσπαθώ να μην ξεχωρίζω καμιά μου ιδιότητα. Το θέατρο είναι τόσο προσωπική δουλειά. Δηλαδή όταν ξεκινάω μία ιδέα, βάζω στη συγγραφή και ένα μέρος της σκηνοθεσίας και αναγκαστικά κατά κάποιο τρόπο το ‘παίζω’ κιόλας στο μυαλό μου» μας λέει. «Αυτό που παρατηρώ πλέον σε μένα είναι ότι ο φόβος μου να παίξω είναι πολύ μεγάλος. Δηλαδή, ενώ παλιά αυτό έβγαινε φυσικά, τώρα θαυμάζω πολύ τους ηθοποιούς που παίζουν. Έχοντας την ασφάλεια της σκηνοθεσίας, μου φαίνεται φοβερό αυτό που κάνουν», ομολογεί.

Τέλος, ο σκηνοθέτης δεν διστάζει να μιλήσει και για όσα τον ενοχλούν στο θέατρο. «Ο κόσμος έχει χάσει το σεβασμό που είχε όταν πήγαινε στο θέατρο. Αυτό που γίνεται με τα κινητά που χτυπάνε και τις οθόνες που φωτίζονται είναι προσβλητικό, γιατί το κοινό έχει μπροστά του ζωντανούς ανθρώπους που προσπαθούν να του πουν μια ιστορία, δεν μπορεί να συμπεριφέρεσαι όπως όταν είσαι στον κινηματογράφο, που δεν σε κοιτάει κανείς...», μας εκμυστηρεύεται τελικά.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

«Κουμ Κουάτ», ΕΜΣ

Παραστάσεις: 6 με 9 Ιουνίου στις 9.15 μ.μ.

Εισιτήρια: 6 με 15 ευρώ

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 1-2 Ιουνίου 2019

Συνέντευξη στον Αλέξανδρο Παντελάκη

Το έργο «Κουμ Κουάτ» των Γιάννη Καλαβριανού και Μαρίας Κοσκινά, το οποίο αφού παρουσιάστηκε στο θέατρο του Νέου Κόσμου της Αθήνας, ανεβαίνει από την Τετάρτη στο Θέατρο Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, είναι μία φάρσα, μία ακραία κωμωδία έξι χαρακτήρων, τους οποίους υποδύονται η Μαρία Κοσκινά και ο Γιώργος Γλάστρας.

Η ιστορία εκτυλίσσεται σε μία μέρα, την Κυριακή του Πάσχα του 1972, επί χούντας, όταν ένα ζευγάρι έχοντας βαρεθεί να γιορτάζει το πατροπαράδοτο Πάσχα στο χωριό, λέει ένα ψέμα, για να παραμείνει στην πόλη. Μια σειρά από γεγονότα θα φέρει κοντά όλους τους χαρακτήρες, χουντικούς, αριστερούς, παλιούς αγαπητικούς και θα δημιουργήσει μια γρήγορη κωμωδία. 

kalavrianos.jpg

«Όλη η ιστορία είναι γραμμένη έτσι ώστε οι ηθοποιοί να μετακινούνται από το ένα μέρος στο άλλο», λέει στη «ΜτΚ» ο σκηνοθέτης της παράστασης Γιάννης Καλαβριανός (φωτ.), που με αυτό το κείμενο επιχειρεί για πρώτη φορά να καταπιαστεί με την κωμωδία. Οι ηθοποιοί «αλλάζουν συνεχώς κοστούμια, περούκες, παπούτσια, αξεσουάρ, έχουμε δηλαδή ολοκληρωτικές αλλαγές από τους ήρωες, για να υποδεχτούν τον επόμενο χαρακτήρα και να ξεκινήσει η δράση», επισημαίνει, τονίζοντας ότι όλα αυτά συμβαίνουν επί σκηνής.

Ωστόσο, όσο απαιτητικό και αν ακούγεται, αυτό που πραγματικά δυσκόλεψε τον Γιάννη Καλαβριανό δεν ήταν τόσο η σκηνοθεσία όσο η δημιουργία του κειμένου, το οποίο συνέγραψε με το συγγραφικό του ταίρι, τη Μαρία Κοσκινά: «Έπρεπε να γραφτεί το κείμενο με τέτοια δεξιοτεχνία, ώστε να πηγαίνουμε από το ένα στο άλλο ομαλά, δηλαδή να υπάρχει μία χορογραφία» υποστηρίζει ο σκηνοθέτης.

Ο ίδιος έχει συνεργαστεί αρκετές φορές και στο παρελθόν τόσο με τη Μαρία Κοσκινά όσο και με τον Γιώργο Γλάστρα. «Τους εκτιμώ βαθιά, είναι εξαιρετικά ταλαντούχοι άνθρωποι και είμαστε φίλοι. Είναι πολύ δοσμένοι στη δουλειά τους, καλλιεργημένοι, με αισθητική που μου ταιριάζει. Έχουμε αναπτύξει μία γλώσσα εμπιστοσύνης. Και το περίεργο είναι ότι δεν σταματάμε να ξαφνιάζουμε ο ένας τον άλλον, γιατί ο κίνδυνος σε συνεργασίες χρόνων είναι να βαρεθείς, δηλαδή να ξέρεις τον άλλον τόσο καλά, που να προβλέπεις τις αντιδράσεις του και αυτό να φέρνει μία κόπωση» σχολιάζει.

Για μένα δεν υπάρχει κανένα κουτάκι

Έχοντας στο ενεργητικό του τα τελευταία χρόνια πολλές παραστάσεις δράματος, τον ρωτάμε πώς προέκυψε η ιδέα να καταπιαστεί με την κωμωδία: 

«Τίποτα δεν γίνεται συγκυριακά στη ζωή. Οδηγούμαστε κάπως στα πράγματα. Εγώ τα τελευταία 10 χρόνια έκανα μόνο δράματα, γι’ αυτό και ίσως ήρθε η στιγμή να έρθει και μία άλλη ανάσα στις πρόβες, δηλαδή να μην έχουμε μόνο κατεστραμμένους έρωτες και θανάτους. Το λέγαμε από καιρό με τη Μαρία και φέτος το προχωρήσαμε. Και είναι κάτι πολύ διαφορετικό από ό,τι έχουμε κάνει μέχρι τώρα. Υπήρχε ένα ξάφνιασμα, γιατί πολλές φορές τα πράγματα στο μυαλό των ανθρώπων τακτοποιούνται σε κουτάκια, κάποιοι δηλαδή θεώρησαν ότι είναι λίγο… περίεργο για μας να κάνουμε κωμωδία. Παρ’ όλα αυτά, για μένα, όπως και για κάθε άνθρωπο που κάνει αυτήν τη δουλειά, δεν υπάρχει κανένα κουτάκι, Όλα είναι πιθανά, όπως και στη ζωή», επισημαίνει.

Αν και κωμικό, το κείμενο αναφέρεται στην εποχή της χούντας. Η χούντα αποτέλεσε για το σκηνοθέτη «μία αναδίπλωση, μία προσπάθεια δημιουργίας μίας περίεργης ελληνικότητας, καθετί ξένο θεωρούνταν περίεργο και ύποπτο, υπήρχε μία καχυποψία απέναντι στην ξένη μουσική, στις ξένες ταινίες, ήταν ένα καθεστώς πάρα πολύ καταπιεστικό, που όπως όλα αυτά τα καθεστώτα φοβάται οτιδήποτε, μπορεί να ανατρέψει την... τάξη που έχει δημιουργήσει» δηλώνει ο κ. Καλαβριανός και φέρνει ως παράδειγμα τα δημοτικά τραγούδια που εξαιτίας της χούντας τα είχε μισήσει ο λαός.

«Βρήκαμε αντιστοιχίες με τη σημερινή εποχή όπου υπάρχει ένα περίεργο κλίμα ανόδου του εθνικισμού στην Ευρώπη και στη χώρα, δηλαδή πολύ περίεργα αντιμετωπίζονται τα ελληνικά προϊόντα, τα ελληνικά έργα, οι Έλληνες, υπάρχει και μία προσπάθεια έως και εμπορευματοποίηση της ιδέας...», επισημαίνει.

«Θέλουμε να προτείνουμε καινούργιες ιδέες»

Για τον Γιάννη Καλαβριανό το συγκεκριμένο κείμενο λειτουργεί ανανεωτικά. «Θέλουμε να προτείνουμε καινούργιες ιδέες και οι παραστάσεις να είναι υψηλών προδιαγραφών και αισθητικά, δηλαδή να έχουν μία όψη και με μία πολιτική θέση που να μιλάει στους ανθρώπους του σήμερα», λέει.

Πέρα από την ιδιότητα του σκηνοθέτη, ο ίδιος είναι πετυχημένος συγγραφέας με διακρίσεις και με έργα που μεταφράστηκαν στο εξωτερικό, αλλά και ηθοποιός. «Προσπαθώ να μην ξεχωρίζω καμιά μου ιδιότητα. Το θέατρο είναι τόσο προσωπική δουλειά. Δηλαδή όταν ξεκινάω μία ιδέα, βάζω στη συγγραφή και ένα μέρος της σκηνοθεσίας και αναγκαστικά κατά κάποιο τρόπο το ‘παίζω’ κιόλας στο μυαλό μου» μας λέει. «Αυτό που παρατηρώ πλέον σε μένα είναι ότι ο φόβος μου να παίξω είναι πολύ μεγάλος. Δηλαδή, ενώ παλιά αυτό έβγαινε φυσικά, τώρα θαυμάζω πολύ τους ηθοποιούς που παίζουν. Έχοντας την ασφάλεια της σκηνοθεσίας, μου φαίνεται φοβερό αυτό που κάνουν», ομολογεί.

Τέλος, ο σκηνοθέτης δεν διστάζει να μιλήσει και για όσα τον ενοχλούν στο θέατρο. «Ο κόσμος έχει χάσει το σεβασμό που είχε όταν πήγαινε στο θέατρο. Αυτό που γίνεται με τα κινητά που χτυπάνε και τις οθόνες που φωτίζονται είναι προσβλητικό, γιατί το κοινό έχει μπροστά του ζωντανούς ανθρώπους που προσπαθούν να του πουν μια ιστορία, δεν μπορεί να συμπεριφέρεσαι όπως όταν είσαι στον κινηματογράφο, που δεν σε κοιτάει κανείς...», μας εκμυστηρεύεται τελικά.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

«Κουμ Κουάτ», ΕΜΣ

Παραστάσεις: 6 με 9 Ιουνίου στις 9.15 μ.μ.

Εισιτήρια: 6 με 15 ευρώ

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 1-2 Ιουνίου 2019

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία