ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Γ.Οικονόμου: Κλιματική αλλαγή και χρυσή ευκαιρία για το ελληνικό ελαιόλαδο- 2.600 branded προϊόντα

Η αύξηση των εξαγωγών κατά 233%, οι ισχυροί ανταγωνιστές και η ελαιοκομία που απλώνεται βόρεια

 24/02/2023 07:00

Γ.Οικονόμου: Κλιματική αλλαγή και χρυσή ευκαιρία για το ελληνικό ελαιόλαδο- 2.600 branded προϊόντα

Άννη Καρολίδου

Βranded ελαιόλαδα, 2.600. Αναγνωρισμένοι τυποποιητές ελαιολάδου, περίπου 820. Εξαγωγές τυποποιημένου επώνυμου ελαιολάδου, περί τις 50.000 τόνοι. Αύξηση εξαγωγών, 233% κατά την τελευταία 20ετία. Όλα αυτά τα στοιχεία αφορούν το ελληνικό ελαιόλαδο, με τις προσπάθειες των μικρών παραγωγών να εντυπωσιάζουν σε μία περίοδο που η ελαιοκομία απλώνεται στα βόρεια της χώρας και τοπικές ποικιλίες ελιάς δίνουν εξαιρετικά ποιοτικά προϊόντα.

Στα παραπάνω στοιχεία αναφέρθηκε ο κ. Γιώργος Οικονόμου, γενικός διευθυντής του ΣΕΒΙΤΕΛ (Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποίησης Ελαιολάδου) και εκτελεστικός διευθυντής της Λέσχης Φίλων Ελαιολάδου ΦΙΛΑΙΟΣ, που μαζί με τη ΔΕΘ- Helexpo, διοργάνωσαν στο πλαίσιο της φετινής Detrop-Oenos, την Golden Olive Expo και πολλές ενημερωτικές εκδηλώσεις όπως επίσης των διαγωνισμούς Olive Oil Trophy και Table Olives Trophy.

«H Βόρεια Ελλάδα είναι μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αγορά, από πλευράς παραγωγής ελαιολάδων και επιτραπέζιων ελιών, αλλά και από πλευράς κατανάλωσης. Οπότε η έκθεση Golden Olive Expo μπορεί στα επόμενα χρόνια να αναπτυχθεί, καθώς μάλιστα παρατηρούμε την ελαιοκομία να απλώνεται βόρεια, σαν απόρροια της κλιματικής αλλαγής», τόνισε ο κ. Οικονόμου.

Πράγματι τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται η καλλιέργεια της ελιάς σε περιοχές που σχεδόν δεν υπήρχε συστηματικά οργανωμένη ελαιοκομία, όπως πχ στην Ξάνθη, στην Ήπειρο, στη Δυτική Μακεδονία, στον Έβρο. Μάλιστα, όπως επισήμανε ο κ. Οικονόμου, καλλιεργητές και παραγωγοί ελαιολάδου στις περιοχές αυτές έχουν μπει δυναμικά στον κλάδο και με πολύ ενδιαφέρουσες ποικιλίες, όπως είναι οι ποικιλίες της Μάκρης και της Μαρώνειας στη Θράκη, αλλά και ξένες ποικιλίες όπως η Αrbequina, αποσπώντας βραβεία σε ελληνικούς και διεθνείς διαγωνισμούς.

Κλιματική αλλαγή και επιπτώσεις

Η κλιματική αλλαγή ευνοεί την ελαιοκομία στα βόρεια της χώρας μας, αλλά ευθύνεται και για την μείωση της παραγωγής σε παραδοσιακές ελαιοκομικές περιοχές, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον πρωτογενή τομέα αλλά και τις μεταποιητικές επιχειρήσεις του κλάδου.

Η τελευταία ελαιοκομική περίοδος 2022-2023, ήταν χαρακτηριστική σε ό,τι αφορά τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής καθώς η Ισπανία, η πρώτη ελαιοπαραγωγός χώρα στον κόσμο, είχε μόνο το 40% της μέσης ετήσιας παραγωγής της, ήτοι περίπου 700.000 τόνους, αντί για 1,5 εκατ. τόνους. Επίσης η Ιταλία είχε πολύ μειωμένη παραγωγή, αφού αντί των 400.000 τόνων περίπου, είχε λιγότερους από 200.000 τόνους.

Ευτυχώς η Ελλάδα είχε μία καλή ελαιοκομική χρονιά, με αποτέλεσμα οι παραγωγοί λαδοελιάς να καρπωθούν καλές τιμές, που έφθασαν ως και 5,3 ευρώ/κιλό, όταν προ 2-3 ετών οι τιμές ήταν στα 2,8-3 ευρώ/κιλό.

Οι εξελίξεις αυτές έδωσαν τη δυνατότητα σε κάποιες εξαγωγικές εταιρείες να πουλήσουν σε πελάτες του εξωτερικού που ήταν προσανατολισμένοι κυρίως σε συνεργασίες με Ισπανούς και Ιταλούς. Για να παγιωθούν αυτές οι νέες συνεργασίες, τόνισε ο κ. Οικονόμου, θα πρέπει να υπάρξει συνέχεια της προσπάθειας που καταβάλλεται.

golden-olive-expo.jpg


Τυποποίηση ελαιολάδου και ….λάδι «ανώνυμο» σε τενεκέ

Η χώρα μας , με μέση ετήσια παραγωγή ελαιολάδου περίπου 200.000-220.000 τόνων, είναι πλεονασματική στο συγκεκριμένο προϊόν. Στο εσωτερικό, μία μικρή ποσότητα, σχεδόν 50.000 τόνων, διακινείται τυποποιημένο ενώ άλλη τόση ποσότητα διακινείται σε μορφή unbranded. Αυτό είναι ένα φαινόμενο που πρέπει να εξαλειφθεί γιατί το χύμα ελαιόλαδο δεν εξασφαλίζει τον καταναλωτή, καθώς πρόκειται για ένα πολύ ευαίσθητο προϊόν. Το ελαιόλαδο για να καταταγεί στην κατηγορία του εξαιρετικά παρθένου, επισήμανε ο κ. Οικονόμου, περνάει από 26 φυσικοχημικές αναλύσεις.

«Το πρόβλημα με το ατυποποίητο ελαιόλαδο δεν είναι μόνο η νοθεία, όπως πολλοί νομίζουν, αλλά και η υποβάθμιση του προϊόντος. Η νοθεία τείνει να περιοριστεί γιατί οι καταναλωτές είναι πιο ενημερωμένοι και σε ένα βαθμό αυτοπροστατεύονται, ενώ, αντίθετα, σε έξαρση βρίσκεται η διακίνηση υποβαθμισμένων προϊόντων, π.χ. παλαιότερης εσοδείας, ταλαιπωρημένων κατά τη φύλαξη και διακίνηση».

Σε άνοδο οι ελληνικές εξαγωγές

Οι εξαγωγές ελαιολάδου είναι σε ανοδική πορεία, καθώς εξάγονται σχεδόν 50.000 τόνοι, όταν πριν 20 χρόνια έφευγαν στη διεθνή αγορά μόλις 15.000 τόνοι, αύξηση που ποσοστιαία ξεπερνάει το 233%. Αυτή η άνοδος οφείλεται στην προσπάθεια πολλών παραγωγών, μεταξύ αυτών και μικρών, που προτείνουν προϊόντα υψηλής ποιότητας σε εξαιρετικά προσεγμένες συσκευασίες, προϊόντα που δεν υπολείπονται των ιταλικών ή των ισπανικών.

Οι αξιέπαινες προσπάθειες που γίνονται, πρέπει όμως να είναι και βιώσιμες γιατί, όπως είπε ο κ. Οικονόμου, σχετικά πρόσφατη μελέτη είχε δείξει πως από τα 2.600 brands που βγαίνουν στην αγορά, το 60% μετά από 6-8 μήνες, αποσύρεται. Σήμερα οι αναγνωρισμένοι τυποποιητές είναι πανελλαδικά περίπου 820 και ο καθένας , έχει περισσότερα του ενός brands.

Οι σημαντικοί πελάτες του ελληνικού ελαιολάδου

Πρώτη αγορά για τις ελληνικές εξαγωγές τυποποιημένου ελαιολάδου, σε όγκο, είναι η Βόρεια Αμερική. Υψηλά βρίσκονται οι αγορές Καναδά και Αυστραλίας, ενώ καλοί πελάτες είναι η Γερμανία, η Βρετανία και αρκετές Ευρωπαϊκές χώρες. Το ελληνικό ελαιόλαδο έχει κάνει ήδη ανοίγματα στην αγορά της Ιαπωνίας αλλά και της Νότιας Κορέας.

Στις εξαγωγές χύμα πρώτη χώρα πελάτης του ελληνικού ελαιολάδου, είναι η Ιταλία ενώ φέτος καταγράφηκε μεγάλη ζήτηση από την Ισπανία.

Ισπανοί, Ιταλοί αλλά και Βορειοαφρικανοί, οι ανταγωνιστές

«Δεν είναι εύκολη υπόθεση η αύξηση των εξαγωγών ελαιολάδου καθώς Ισπανοί και Ιταλοί, επί δεκαετίες έκτισαν συγκριτικά πλεονεκτήματα», παρατήρησε ο κ. Οικονόμου. «Οι μεν Ισπανοί προσφέρουν χαμηλότερες τιμές λόγω των μεγάλων παραγόμενων ποσοτήτων, της συμφέρουσας από άποψη κόστους συλλογής του ελαιοκάρπου με μηχανικούς τρόπους, αλλά και της λειτουργίας ισχυρών συνεταιρισμών που μπορούν και κάνουν μακροχρόνια συμβόλαια με λιανεμπορικές αλυσίδες. Οι δε Ιταλοί έχουν το συγκριτικό πλεονέκτημα της αναγνωρισιμότητας, επειδή επί πολλά χρόνια προβάλλουν επιτυχημένα το σύνολο των αγροδιατροφικών τους προϊόντων και της γαστρονομίας τους».

Συνεπώς, υπάρχουν ισχυροί ανταγωνιστές απέναντι στους Έλληνες παραγωγούς και εξαγωγείς, οι οποίοι θα πρέπει να επικεντρωθούν στη διαφοροποίηση των προϊόντων τους, δίνοντας έμφαση στα ελαιόλαδα ΠΟΠ και ΠΓΕ – 19 ΠΟΠ και 11 ΠΓΕ- αλλά και στη διαρκή ποιοτική βελτίωση των ελληνικών λαδιών.

Όμως οι Έλληνες παραγωγοί πρέπει για έναν πρόσθετο λόγο να εντείνουν τις προσπάθειες του στη διεθνή αγορά, καθώς πολύ δυναμικά αναπτύσσονται στην ελαιοκομία οι χώρες της Βόρειας Αφρικής, που διαθέτουν μεγάλες εκτάσεις για νέες φυτείες και έχουν δεχτεί τεχνική βοήθεια από πολυεθνικές εταιρείες . Η Τυνησία, που πριν 30 χρόνια ξεκίνησε με 30.000 τόνους παραγωγή, τώρα παράγει 220.000 τόνους και προϊόντα της βρίσκονται πλέον στις ΗΠΑ και τον Καναδά, με εντυπωσιακά brands. Στη διεθνή αγορά ελαιολάδου έχουν ανεβεί επίπεδα όχι μόνο η Τυνησία, αλλά επίσης το Μαρόκο και η Αλγερία καθώς σε αυτές τις χώρες, παρότι κλιματικά θερμότερες, υπάρχουν περιοχές σε μεγάλο υψόμετρο όπου ευνοείται η ελαιοπαραγωγή.

Η σημασία της ενημέρωσης

Η ανάπτυξη των εξαγωγών προϋποθέτει την ενημέρωση των καταναλωτών σε χώρες του εξωτερικού που δεν έχουν στις διατροφικές τους συνήθειες το ελαιόλαδο. Απαιτούνται επίμονες εθνικές και ευρωπαϊκές καμπάνιες ενημέρωσης και προβολής του ελαιολάδου, ειδικά σε χώρες που υπάρχει σχετική οικονομική ευμάρεια και κατάλληλες διατροφικές συνήθειες, κάτι που έχει ήδη αποδώσει στην περίπτωση της αμερικανικής αγοράς.

Άλλωστε το ελαιόλαδο διαθέτει ένα σημαντικό όπλο και αυτό είναι η υπεροχή του έναντι των άλλων μαγειρικών ελαίων, γιατί είναι γεύση και υγεία μαζί. Αυτά τα δύο συγκριτικά του πλεονεκτήματα πρέπει πάντοτε να προβάλλονται στις εκστρατείες ενημέρωσης του κοινού.

Όσον αφορά στο πολυσυζητημένο θέμα της εξαγωγής χύμα ελαιολάδου, που αναμφίβολα στερεί από τους έλληνες παραγωγούς, μεταποιητές και εξαγωγείς την υπεραξία του τυποποιημένου, επώνυμου προϊόντος, ο κ. Οικονόμου τόνισε, ότι οι εξαγωγές χύμα λαδιού εξυπηρετούν την ελληνική αλυσίδα παραγωγής, επειδή διαφορετικά αυτή η πλεονασματική παραγωγή θα έμενε αδιάθετη, αφού δεν μπορεί να καταναλωθεί στο εσωτερικό αλλά ούτε και άμεσα να πωληθεί στο εξωτερικό σαν branded προϊόν.

Βranded ελαιόλαδα, 2.600. Αναγνωρισμένοι τυποποιητές ελαιολάδου, περίπου 820. Εξαγωγές τυποποιημένου επώνυμου ελαιολάδου, περί τις 50.000 τόνοι. Αύξηση εξαγωγών, 233% κατά την τελευταία 20ετία. Όλα αυτά τα στοιχεία αφορούν το ελληνικό ελαιόλαδο, με τις προσπάθειες των μικρών παραγωγών να εντυπωσιάζουν σε μία περίοδο που η ελαιοκομία απλώνεται στα βόρεια της χώρας και τοπικές ποικιλίες ελιάς δίνουν εξαιρετικά ποιοτικά προϊόντα.

Στα παραπάνω στοιχεία αναφέρθηκε ο κ. Γιώργος Οικονόμου, γενικός διευθυντής του ΣΕΒΙΤΕΛ (Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποίησης Ελαιολάδου) και εκτελεστικός διευθυντής της Λέσχης Φίλων Ελαιολάδου ΦΙΛΑΙΟΣ, που μαζί με τη ΔΕΘ- Helexpo, διοργάνωσαν στο πλαίσιο της φετινής Detrop-Oenos, την Golden Olive Expo και πολλές ενημερωτικές εκδηλώσεις όπως επίσης των διαγωνισμούς Olive Oil Trophy και Table Olives Trophy.

«H Βόρεια Ελλάδα είναι μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αγορά, από πλευράς παραγωγής ελαιολάδων και επιτραπέζιων ελιών, αλλά και από πλευράς κατανάλωσης. Οπότε η έκθεση Golden Olive Expo μπορεί στα επόμενα χρόνια να αναπτυχθεί, καθώς μάλιστα παρατηρούμε την ελαιοκομία να απλώνεται βόρεια, σαν απόρροια της κλιματικής αλλαγής», τόνισε ο κ. Οικονόμου.

Πράγματι τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται η καλλιέργεια της ελιάς σε περιοχές που σχεδόν δεν υπήρχε συστηματικά οργανωμένη ελαιοκομία, όπως πχ στην Ξάνθη, στην Ήπειρο, στη Δυτική Μακεδονία, στον Έβρο. Μάλιστα, όπως επισήμανε ο κ. Οικονόμου, καλλιεργητές και παραγωγοί ελαιολάδου στις περιοχές αυτές έχουν μπει δυναμικά στον κλάδο και με πολύ ενδιαφέρουσες ποικιλίες, όπως είναι οι ποικιλίες της Μάκρης και της Μαρώνειας στη Θράκη, αλλά και ξένες ποικιλίες όπως η Αrbequina, αποσπώντας βραβεία σε ελληνικούς και διεθνείς διαγωνισμούς.

Κλιματική αλλαγή και επιπτώσεις

Η κλιματική αλλαγή ευνοεί την ελαιοκομία στα βόρεια της χώρας μας, αλλά ευθύνεται και για την μείωση της παραγωγής σε παραδοσιακές ελαιοκομικές περιοχές, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον πρωτογενή τομέα αλλά και τις μεταποιητικές επιχειρήσεις του κλάδου.

Η τελευταία ελαιοκομική περίοδος 2022-2023, ήταν χαρακτηριστική σε ό,τι αφορά τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής καθώς η Ισπανία, η πρώτη ελαιοπαραγωγός χώρα στον κόσμο, είχε μόνο το 40% της μέσης ετήσιας παραγωγής της, ήτοι περίπου 700.000 τόνους, αντί για 1,5 εκατ. τόνους. Επίσης η Ιταλία είχε πολύ μειωμένη παραγωγή, αφού αντί των 400.000 τόνων περίπου, είχε λιγότερους από 200.000 τόνους.

Ευτυχώς η Ελλάδα είχε μία καλή ελαιοκομική χρονιά, με αποτέλεσμα οι παραγωγοί λαδοελιάς να καρπωθούν καλές τιμές, που έφθασαν ως και 5,3 ευρώ/κιλό, όταν προ 2-3 ετών οι τιμές ήταν στα 2,8-3 ευρώ/κιλό.

Οι εξελίξεις αυτές έδωσαν τη δυνατότητα σε κάποιες εξαγωγικές εταιρείες να πουλήσουν σε πελάτες του εξωτερικού που ήταν προσανατολισμένοι κυρίως σε συνεργασίες με Ισπανούς και Ιταλούς. Για να παγιωθούν αυτές οι νέες συνεργασίες, τόνισε ο κ. Οικονόμου, θα πρέπει να υπάρξει συνέχεια της προσπάθειας που καταβάλλεται.

golden-olive-expo.jpg


Τυποποίηση ελαιολάδου και ….λάδι «ανώνυμο» σε τενεκέ

Η χώρα μας , με μέση ετήσια παραγωγή ελαιολάδου περίπου 200.000-220.000 τόνων, είναι πλεονασματική στο συγκεκριμένο προϊόν. Στο εσωτερικό, μία μικρή ποσότητα, σχεδόν 50.000 τόνων, διακινείται τυποποιημένο ενώ άλλη τόση ποσότητα διακινείται σε μορφή unbranded. Αυτό είναι ένα φαινόμενο που πρέπει να εξαλειφθεί γιατί το χύμα ελαιόλαδο δεν εξασφαλίζει τον καταναλωτή, καθώς πρόκειται για ένα πολύ ευαίσθητο προϊόν. Το ελαιόλαδο για να καταταγεί στην κατηγορία του εξαιρετικά παρθένου, επισήμανε ο κ. Οικονόμου, περνάει από 26 φυσικοχημικές αναλύσεις.

«Το πρόβλημα με το ατυποποίητο ελαιόλαδο δεν είναι μόνο η νοθεία, όπως πολλοί νομίζουν, αλλά και η υποβάθμιση του προϊόντος. Η νοθεία τείνει να περιοριστεί γιατί οι καταναλωτές είναι πιο ενημερωμένοι και σε ένα βαθμό αυτοπροστατεύονται, ενώ, αντίθετα, σε έξαρση βρίσκεται η διακίνηση υποβαθμισμένων προϊόντων, π.χ. παλαιότερης εσοδείας, ταλαιπωρημένων κατά τη φύλαξη και διακίνηση».

Σε άνοδο οι ελληνικές εξαγωγές

Οι εξαγωγές ελαιολάδου είναι σε ανοδική πορεία, καθώς εξάγονται σχεδόν 50.000 τόνοι, όταν πριν 20 χρόνια έφευγαν στη διεθνή αγορά μόλις 15.000 τόνοι, αύξηση που ποσοστιαία ξεπερνάει το 233%. Αυτή η άνοδος οφείλεται στην προσπάθεια πολλών παραγωγών, μεταξύ αυτών και μικρών, που προτείνουν προϊόντα υψηλής ποιότητας σε εξαιρετικά προσεγμένες συσκευασίες, προϊόντα που δεν υπολείπονται των ιταλικών ή των ισπανικών.

Οι αξιέπαινες προσπάθειες που γίνονται, πρέπει όμως να είναι και βιώσιμες γιατί, όπως είπε ο κ. Οικονόμου, σχετικά πρόσφατη μελέτη είχε δείξει πως από τα 2.600 brands που βγαίνουν στην αγορά, το 60% μετά από 6-8 μήνες, αποσύρεται. Σήμερα οι αναγνωρισμένοι τυποποιητές είναι πανελλαδικά περίπου 820 και ο καθένας , έχει περισσότερα του ενός brands.

Οι σημαντικοί πελάτες του ελληνικού ελαιολάδου

Πρώτη αγορά για τις ελληνικές εξαγωγές τυποποιημένου ελαιολάδου, σε όγκο, είναι η Βόρεια Αμερική. Υψηλά βρίσκονται οι αγορές Καναδά και Αυστραλίας, ενώ καλοί πελάτες είναι η Γερμανία, η Βρετανία και αρκετές Ευρωπαϊκές χώρες. Το ελληνικό ελαιόλαδο έχει κάνει ήδη ανοίγματα στην αγορά της Ιαπωνίας αλλά και της Νότιας Κορέας.

Στις εξαγωγές χύμα πρώτη χώρα πελάτης του ελληνικού ελαιολάδου, είναι η Ιταλία ενώ φέτος καταγράφηκε μεγάλη ζήτηση από την Ισπανία.

Ισπανοί, Ιταλοί αλλά και Βορειοαφρικανοί, οι ανταγωνιστές

«Δεν είναι εύκολη υπόθεση η αύξηση των εξαγωγών ελαιολάδου καθώς Ισπανοί και Ιταλοί, επί δεκαετίες έκτισαν συγκριτικά πλεονεκτήματα», παρατήρησε ο κ. Οικονόμου. «Οι μεν Ισπανοί προσφέρουν χαμηλότερες τιμές λόγω των μεγάλων παραγόμενων ποσοτήτων, της συμφέρουσας από άποψη κόστους συλλογής του ελαιοκάρπου με μηχανικούς τρόπους, αλλά και της λειτουργίας ισχυρών συνεταιρισμών που μπορούν και κάνουν μακροχρόνια συμβόλαια με λιανεμπορικές αλυσίδες. Οι δε Ιταλοί έχουν το συγκριτικό πλεονέκτημα της αναγνωρισιμότητας, επειδή επί πολλά χρόνια προβάλλουν επιτυχημένα το σύνολο των αγροδιατροφικών τους προϊόντων και της γαστρονομίας τους».

Συνεπώς, υπάρχουν ισχυροί ανταγωνιστές απέναντι στους Έλληνες παραγωγούς και εξαγωγείς, οι οποίοι θα πρέπει να επικεντρωθούν στη διαφοροποίηση των προϊόντων τους, δίνοντας έμφαση στα ελαιόλαδα ΠΟΠ και ΠΓΕ – 19 ΠΟΠ και 11 ΠΓΕ- αλλά και στη διαρκή ποιοτική βελτίωση των ελληνικών λαδιών.

Όμως οι Έλληνες παραγωγοί πρέπει για έναν πρόσθετο λόγο να εντείνουν τις προσπάθειες του στη διεθνή αγορά, καθώς πολύ δυναμικά αναπτύσσονται στην ελαιοκομία οι χώρες της Βόρειας Αφρικής, που διαθέτουν μεγάλες εκτάσεις για νέες φυτείες και έχουν δεχτεί τεχνική βοήθεια από πολυεθνικές εταιρείες . Η Τυνησία, που πριν 30 χρόνια ξεκίνησε με 30.000 τόνους παραγωγή, τώρα παράγει 220.000 τόνους και προϊόντα της βρίσκονται πλέον στις ΗΠΑ και τον Καναδά, με εντυπωσιακά brands. Στη διεθνή αγορά ελαιολάδου έχουν ανεβεί επίπεδα όχι μόνο η Τυνησία, αλλά επίσης το Μαρόκο και η Αλγερία καθώς σε αυτές τις χώρες, παρότι κλιματικά θερμότερες, υπάρχουν περιοχές σε μεγάλο υψόμετρο όπου ευνοείται η ελαιοπαραγωγή.

Η σημασία της ενημέρωσης

Η ανάπτυξη των εξαγωγών προϋποθέτει την ενημέρωση των καταναλωτών σε χώρες του εξωτερικού που δεν έχουν στις διατροφικές τους συνήθειες το ελαιόλαδο. Απαιτούνται επίμονες εθνικές και ευρωπαϊκές καμπάνιες ενημέρωσης και προβολής του ελαιολάδου, ειδικά σε χώρες που υπάρχει σχετική οικονομική ευμάρεια και κατάλληλες διατροφικές συνήθειες, κάτι που έχει ήδη αποδώσει στην περίπτωση της αμερικανικής αγοράς.

Άλλωστε το ελαιόλαδο διαθέτει ένα σημαντικό όπλο και αυτό είναι η υπεροχή του έναντι των άλλων μαγειρικών ελαίων, γιατί είναι γεύση και υγεία μαζί. Αυτά τα δύο συγκριτικά του πλεονεκτήματα πρέπει πάντοτε να προβάλλονται στις εκστρατείες ενημέρωσης του κοινού.

Όσον αφορά στο πολυσυζητημένο θέμα της εξαγωγής χύμα ελαιολάδου, που αναμφίβολα στερεί από τους έλληνες παραγωγούς, μεταποιητές και εξαγωγείς την υπεραξία του τυποποιημένου, επώνυμου προϊόντος, ο κ. Οικονόμου τόνισε, ότι οι εξαγωγές χύμα λαδιού εξυπηρετούν την ελληνική αλυσίδα παραγωγής, επειδή διαφορετικά αυτή η πλεονασματική παραγωγή θα έμενε αδιάθετη, αφού δεν μπορεί να καταναλωθεί στο εσωτερικό αλλά ούτε και άμεσα να πωληθεί στο εξωτερικό σαν branded προϊόν.

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία