Έξυπνες πολιτικές και όχι ανούσιες «μεταρρυθμίσεις»

 06/07/2020 18:00


Υπάρχει μια επιστημονική συζήτηση για τον τρόπο που τρέχει ο χρόνος τις τελευταίες δεκαετίες. Πολλοί θεωρούν ότι οι μήνες περνούν πιο γρήγορα, τα χρόνια επιταχύνουν και εμείς είμαστε θεατές μιας ταινίας διαδοχής γεγονότων προσωπικού και συλλογικού ενδιαφέροντος. Οι απαντήσεις που δίνουν πολλοί ερευνητές είναι ότι «για όλα ευθύνεται η τεχνολογία». Μας προσφέρονται καθημερινά περισσότερα ερεθίσματα για επεξεργασία που επηρεάζουν τον εσωτερικό μας μετρητή, προκαλούν άγχος ανταπόκρισης και μας δημιουργούν την αίσθηση ότι ο χρόνος δεν αρκεί. Βέβαια ο θείος Αλβέρτος μας το έχει πει ξεκάθαρα ότι «ο χρόνος είναι μια ψευδαίσθηση» αλλά, το θαύμα ή η τιμωρία μας είναι ότι στη ρύθμιση αυτής της ψευδαίσθησης, καλούμαστε να ορίσουμε τη ζωή μας. Η καραντίνα σε λίγο θα μας φαίνεται σαν μια σπιτική απομόνωση ενός σαββατοκύριακου, το καλοκαίρι θριαμβεύει με ή χωρίς τουρίστες και σε λίγο θα φύγει, τα προβλήματα εθνικής γειτονίας, ανεργίας, επελαύνουσας ύφεσης, πιθανής νέας έξαρσης της πανδημίας, φτωχοποίησης συνυπάρχουν με την εξαιρετική εικόνα της Ελλάδας ως ασφαλούς και πάντα μαγικού προορισμού, με τη χρηματοδότηση των δεκάδων δισεκατομμυρίων που, λογικά, θα αρχίσουν να φθάνουν το πρώτο τρίμηνο του 2021 (πόσο κοντά είναι και αυτό!) και με την πεποίθηση ότι αυτή η μικρή μας χώρα «παράγει» και «εξάγει» ένα διακεκριμένο ανθρώπινο δυναμικό, δυσανάλογα μεγάλο για το μέγεθος, τα προβλήματα της εκπαίδευσης και τη δημογραφική συρρίκνωσή της. Σε αυτήν την εξίσωση με τις πολλές μεταβλητές και στη ροή ενός χρόνου που τρέχει αμείλικτα, καλούμαστε ξανά, να επανακαθορίσουμε εθνικούς στόχους, προτεραιότητες, διαχειριστικές επάρκειες, έξυπνες πολιτικές. Με δεδομένα τα χρήματα που φαίνονται στον ορίζοντα, γνωστοί «αναπτυξιολόγοι» επανακαταθέτουν απόψεις απορρόφησης, χρησιμοποιώντας λέξεις χωρίς αντίκρισμα. Κορυφαία η «μεταρρύθμιση». 

Σε μια προσπάθεια επεξήγησης, αναφέρονται στην ανάγκη ανοίγματος των επαγγελμάτων ( ποιών άλλων δεν ξέρω, μιας και τα επαγγέλματα ανοίγουν από την αρχή της κρίσης), σε σχέδια συνθήκης ανταγωνισμού στην Παιδεία (!), εξαίρουν τα αποτελέσματα της λειτουργίας των σουπερμάρκετ στο λιανεμπόριο και ζητούν λιγότερο κράτος με περισσότερα κρατικά κονδύλια. Όλα αυτά βέβαια έχουν τον αντίλογό τους. Για τη σημασία των μικρών επιχειρήσεων στη σύγχρονη οικονομία, για την τετράωρη απασχόληση, για το γεγονός ότι πληρώνουμε ακριβότερα από τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης την κινητή, για το άνοιγμα των 20 επαγγελμάτων που συντελέστηκε εδώ και μία δεκαετία και δεν γνωρίζουμε τι απέδωσε στην οικονομία, μικρή η συζήτηση. Άλλωστε είναι γνωστό ότι στην Ελλάδα δεν κάνουμε ποτέ απολογισμούς. Το σημαντικότερο ωστόσο είναι ότι στο Σχέδιο που η χώρα καλείται-εκ νέου- να εκπονήσει, δεν πρέπει να επικρατήσουν οι απόψεις αυτών που γνωρίζουν μια φτωχή γλώσσα που ομιλείται στο αθηναϊκό κέντρο και αφορά σε πομπώδεις εκφράσεις χωρίς αντίκρισμα, των ίδιων που προετοιμάζονται για την κατανομή του καινούργιου «πακέτου», χωρίς να αισθάνονται ότι πρέπει να δώσουν λογαριασμό για τον τρόπο διαχείρισης των προηγούμενων. Γιατί είναι γνωστό ότι αυτοί που μας κάνουν μάθημα μεταρρυθμίσεων (διαμορφωτές γνώμης, ενδιάμεσοι διαχειριστές) είναι ακριβώς οι ίδιοι που μας μεταρρύθμισαν πολλές φορές στο παρελθόν. Προφανώς χωρίς αποτέλεσμα!

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΗΣ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ

Διάβαζα τις προάλλες την επισήμανση της εφημερίδας για την απουσία έστω ενός βορειοελλαδίτη στην «Επιτροπή Πισσαρίδη» που ανέλαβε την ευθύνη επανακαθορισμού των στόχων της ελληνικής Οικονομίας και βέβαια της διαχείρισης των καινούργιων πόρων. Δεν θα διαφωνήσω, αν και υπάρχουν πολλοί «βόρειοι» με καθαρή «αθηναϊκή» αντίληψη προτεραιοτήτων. Αλλά, το θέμα αυτό δεν πρέπει να σταματήσουμε να το προβάλουμε, με δεδομένη την ολοένα μεγεθυνόμενη αναπτυξιακή απόκλιση συγκεκριμένων Περιφερειών της χώρας και την μειούμενη εθνική επίδοση στις βαλκανικές μας συνεργασίες. Δεν γνωρίζω τον τρόπο που θα διαβουλευθεί η Επιτροπή και δεν θέλω να προκαταλάβω το έργο της. Αλλά, μία από τις σημαντικότερες αλλαγές που έχει ανάγκη η χώρα, είναι η αντίληψή της για τις σχέσεις κέντρου και Περιφέρειας.

ΠΟΙΟΣ ΕΝΟΧΟΠΟΙΗΣΕ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ;

Και αυτήν την πολιτική συζήτηση που αφορά στην πολυδύναμη ανάπτυξη της Περιφέρειας, φρόντισαν κάποιοι εδώ και καιρό, να την ενοχοποιήσουν και να την υποβαθμίσουν σε μια τοπικιστική γρίνια. Μοναδικό ελληνικό φαινόμενο, στον παγκόσμιο και βέβαια στον ευρωπαϊκό χώρο. Το οικοδόμημα της ενωμένης ηπείρου μας στηρίχθηκε εν πολλοίς στην Πολιτική της «Ευρώπης των Περιφερειών». Έτσι άλλωστε μάθαμε ότι, παρά την τρυφηλή ιδιωτική ζωή των ελλήνων, η χώρα είχε το «προνόμιο» να έχει τρείς από τις φτωχότερες ευρωπαϊκές Περιφέρειες. Με δεδομένη τη γεωπολιτική της θέση, η Ελλάδα θα έπρεπε να έχει βασική προτεραιότητα την ανάπτυξη των συνοριακών της εδαφών, που, παρεμπιπτόντως, είναι το ίδιο παραγωγικά, γόνιμα, ιστορικά σημαντικά, μνημειακά πλούσια όσο και της υπόλοιπης χώρας.

ΤΑ ΛΑΜΠΡΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

Ο αντίλογος είναι σχεδόν αυτόματος και αφορά στην ειδική μεταχείριση που έχουν οι Περιφέρειες αυτές από τα κονδύλια των Ταμείων Συνοχής, τα ΕΣΠΑ που καταναλώθηκαν και τα ερείπια που άφησαν όλοι αυτοί που διαχειρίστηκαν τις λογής επιδοτήσεις και στη συνέχεια εξαφανίστηκαν. Ουδέποτε έγινε ένας εθνικός ή έστω τοπικός απολογισμός ουσίας. Και σήμερα, ένας καινούργιος κίνδυνος είναι ορατός. Η Θράκη δεν μπορεί να αρκείται στα έργα του Τοίχου και η δυτική Μακεδονία να παρακολουθεί αμήχανη τις εξαγγελίες για την ενεργειακή μετάβαση. Θα ήμουν κουραστική να επαναλάβω το παράδειγμα του Μπιλμπάο και το πώς ένα σπουδαίο Μουσείο κατάφερε να αλλάξει την πορεία μιας ολόκληρης περιοχής στη χώρα των Βάσκων. Η εποχή απαιτεί έξυπνες ιδέες επί τη βάσει projects ( να το γράψω έτσι για να συνεννοηθούμε) και όχι κατανομής κωδικών κάτω από τίτλους αόριστων «αναπτυξιακών» κατευθύνσεων.

* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 05.07.2020


Υπάρχει μια επιστημονική συζήτηση για τον τρόπο που τρέχει ο χρόνος τις τελευταίες δεκαετίες. Πολλοί θεωρούν ότι οι μήνες περνούν πιο γρήγορα, τα χρόνια επιταχύνουν και εμείς είμαστε θεατές μιας ταινίας διαδοχής γεγονότων προσωπικού και συλλογικού ενδιαφέροντος. Οι απαντήσεις που δίνουν πολλοί ερευνητές είναι ότι «για όλα ευθύνεται η τεχνολογία». Μας προσφέρονται καθημερινά περισσότερα ερεθίσματα για επεξεργασία που επηρεάζουν τον εσωτερικό μας μετρητή, προκαλούν άγχος ανταπόκρισης και μας δημιουργούν την αίσθηση ότι ο χρόνος δεν αρκεί. Βέβαια ο θείος Αλβέρτος μας το έχει πει ξεκάθαρα ότι «ο χρόνος είναι μια ψευδαίσθηση» αλλά, το θαύμα ή η τιμωρία μας είναι ότι στη ρύθμιση αυτής της ψευδαίσθησης, καλούμαστε να ορίσουμε τη ζωή μας. Η καραντίνα σε λίγο θα μας φαίνεται σαν μια σπιτική απομόνωση ενός σαββατοκύριακου, το καλοκαίρι θριαμβεύει με ή χωρίς τουρίστες και σε λίγο θα φύγει, τα προβλήματα εθνικής γειτονίας, ανεργίας, επελαύνουσας ύφεσης, πιθανής νέας έξαρσης της πανδημίας, φτωχοποίησης συνυπάρχουν με την εξαιρετική εικόνα της Ελλάδας ως ασφαλούς και πάντα μαγικού προορισμού, με τη χρηματοδότηση των δεκάδων δισεκατομμυρίων που, λογικά, θα αρχίσουν να φθάνουν το πρώτο τρίμηνο του 2021 (πόσο κοντά είναι και αυτό!) και με την πεποίθηση ότι αυτή η μικρή μας χώρα «παράγει» και «εξάγει» ένα διακεκριμένο ανθρώπινο δυναμικό, δυσανάλογα μεγάλο για το μέγεθος, τα προβλήματα της εκπαίδευσης και τη δημογραφική συρρίκνωσή της. Σε αυτήν την εξίσωση με τις πολλές μεταβλητές και στη ροή ενός χρόνου που τρέχει αμείλικτα, καλούμαστε ξανά, να επανακαθορίσουμε εθνικούς στόχους, προτεραιότητες, διαχειριστικές επάρκειες, έξυπνες πολιτικές. Με δεδομένα τα χρήματα που φαίνονται στον ορίζοντα, γνωστοί «αναπτυξιολόγοι» επανακαταθέτουν απόψεις απορρόφησης, χρησιμοποιώντας λέξεις χωρίς αντίκρισμα. Κορυφαία η «μεταρρύθμιση». 

Σε μια προσπάθεια επεξήγησης, αναφέρονται στην ανάγκη ανοίγματος των επαγγελμάτων ( ποιών άλλων δεν ξέρω, μιας και τα επαγγέλματα ανοίγουν από την αρχή της κρίσης), σε σχέδια συνθήκης ανταγωνισμού στην Παιδεία (!), εξαίρουν τα αποτελέσματα της λειτουργίας των σουπερμάρκετ στο λιανεμπόριο και ζητούν λιγότερο κράτος με περισσότερα κρατικά κονδύλια. Όλα αυτά βέβαια έχουν τον αντίλογό τους. Για τη σημασία των μικρών επιχειρήσεων στη σύγχρονη οικονομία, για την τετράωρη απασχόληση, για το γεγονός ότι πληρώνουμε ακριβότερα από τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης την κινητή, για το άνοιγμα των 20 επαγγελμάτων που συντελέστηκε εδώ και μία δεκαετία και δεν γνωρίζουμε τι απέδωσε στην οικονομία, μικρή η συζήτηση. Άλλωστε είναι γνωστό ότι στην Ελλάδα δεν κάνουμε ποτέ απολογισμούς. Το σημαντικότερο ωστόσο είναι ότι στο Σχέδιο που η χώρα καλείται-εκ νέου- να εκπονήσει, δεν πρέπει να επικρατήσουν οι απόψεις αυτών που γνωρίζουν μια φτωχή γλώσσα που ομιλείται στο αθηναϊκό κέντρο και αφορά σε πομπώδεις εκφράσεις χωρίς αντίκρισμα, των ίδιων που προετοιμάζονται για την κατανομή του καινούργιου «πακέτου», χωρίς να αισθάνονται ότι πρέπει να δώσουν λογαριασμό για τον τρόπο διαχείρισης των προηγούμενων. Γιατί είναι γνωστό ότι αυτοί που μας κάνουν μάθημα μεταρρυθμίσεων (διαμορφωτές γνώμης, ενδιάμεσοι διαχειριστές) είναι ακριβώς οι ίδιοι που μας μεταρρύθμισαν πολλές φορές στο παρελθόν. Προφανώς χωρίς αποτέλεσμα!

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΗΣ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ

Διάβαζα τις προάλλες την επισήμανση της εφημερίδας για την απουσία έστω ενός βορειοελλαδίτη στην «Επιτροπή Πισσαρίδη» που ανέλαβε την ευθύνη επανακαθορισμού των στόχων της ελληνικής Οικονομίας και βέβαια της διαχείρισης των καινούργιων πόρων. Δεν θα διαφωνήσω, αν και υπάρχουν πολλοί «βόρειοι» με καθαρή «αθηναϊκή» αντίληψη προτεραιοτήτων. Αλλά, το θέμα αυτό δεν πρέπει να σταματήσουμε να το προβάλουμε, με δεδομένη την ολοένα μεγεθυνόμενη αναπτυξιακή απόκλιση συγκεκριμένων Περιφερειών της χώρας και την μειούμενη εθνική επίδοση στις βαλκανικές μας συνεργασίες. Δεν γνωρίζω τον τρόπο που θα διαβουλευθεί η Επιτροπή και δεν θέλω να προκαταλάβω το έργο της. Αλλά, μία από τις σημαντικότερες αλλαγές που έχει ανάγκη η χώρα, είναι η αντίληψή της για τις σχέσεις κέντρου και Περιφέρειας.

ΠΟΙΟΣ ΕΝΟΧΟΠΟΙΗΣΕ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ;

Και αυτήν την πολιτική συζήτηση που αφορά στην πολυδύναμη ανάπτυξη της Περιφέρειας, φρόντισαν κάποιοι εδώ και καιρό, να την ενοχοποιήσουν και να την υποβαθμίσουν σε μια τοπικιστική γρίνια. Μοναδικό ελληνικό φαινόμενο, στον παγκόσμιο και βέβαια στον ευρωπαϊκό χώρο. Το οικοδόμημα της ενωμένης ηπείρου μας στηρίχθηκε εν πολλοίς στην Πολιτική της «Ευρώπης των Περιφερειών». Έτσι άλλωστε μάθαμε ότι, παρά την τρυφηλή ιδιωτική ζωή των ελλήνων, η χώρα είχε το «προνόμιο» να έχει τρείς από τις φτωχότερες ευρωπαϊκές Περιφέρειες. Με δεδομένη τη γεωπολιτική της θέση, η Ελλάδα θα έπρεπε να έχει βασική προτεραιότητα την ανάπτυξη των συνοριακών της εδαφών, που, παρεμπιπτόντως, είναι το ίδιο παραγωγικά, γόνιμα, ιστορικά σημαντικά, μνημειακά πλούσια όσο και της υπόλοιπης χώρας.

ΤΑ ΛΑΜΠΡΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

Ο αντίλογος είναι σχεδόν αυτόματος και αφορά στην ειδική μεταχείριση που έχουν οι Περιφέρειες αυτές από τα κονδύλια των Ταμείων Συνοχής, τα ΕΣΠΑ που καταναλώθηκαν και τα ερείπια που άφησαν όλοι αυτοί που διαχειρίστηκαν τις λογής επιδοτήσεις και στη συνέχεια εξαφανίστηκαν. Ουδέποτε έγινε ένας εθνικός ή έστω τοπικός απολογισμός ουσίας. Και σήμερα, ένας καινούργιος κίνδυνος είναι ορατός. Η Θράκη δεν μπορεί να αρκείται στα έργα του Τοίχου και η δυτική Μακεδονία να παρακολουθεί αμήχανη τις εξαγγελίες για την ενεργειακή μετάβαση. Θα ήμουν κουραστική να επαναλάβω το παράδειγμα του Μπιλμπάο και το πώς ένα σπουδαίο Μουσείο κατάφερε να αλλάξει την πορεία μιας ολόκληρης περιοχής στη χώρα των Βάσκων. Η εποχή απαιτεί έξυπνες ιδέες επί τη βάσει projects ( να το γράψω έτσι για να συνεννοηθούμε) και όχι κατανομής κωδικών κάτω από τίτλους αόριστων «αναπτυξιακών» κατευθύνσεων.

* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 05.07.2020

ΣΧΟΛΙΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Επιλέξτε Κατηγορία