ΚΟΡΟΝΟΪΟΣ COVID-19

Εξέλιξη πανδημίας: To κακό, το χειρότερο και το εφιαλτικό σενάριο

Η συζήτηση για νέο lockdown έχει ανοίξει με κυβερνητική πρωτοβουλία για τα καλά και τα επιδημιολογικά δεδομένα αλλά κι εκείνα από τις δομές της δημόσιας υγείας βάφουν με μελανά χρώματα την εικόνα του χειμώνα που έρχεται

 20/09/2020 18:00

Εξέλιξη πανδημίας: To κακό, το χειρότερο και το εφιαλτικό σενάριο

Δήμητρα Τσαμποδήμου

«Το μεγαλύτερο στοίχημα είναι να πέσουν τα κρούσματα αισθητά, κι όταν λέω να πέσουν εννοώ να πάμε στα 30-50 την ημέρα από 250-300 που έχουμε σήμερα, πριν μπούμε στον χειμώνα». Με τα λόγια αυτά, ο Μανώλης Δερμιτζάκης (φωτ.), ο καθηγητής γενετικής στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου της Γενεύης δίνει μέσω της «ΜτΚ» το στίγμα του πού βρισκόμαστε, πού θέλουμε και πρέπει να πάμε και εξηγεί ουσιαστικά τόσο τα έκτακτα μέτρα στην Αττική όσο και τα όσα ακούγονται και από επίσημα χείλη (όπως ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας) για ενδεχόμενο νέου lockdown.

dermitzakis.jpg

Από την Τρίτη, όταν ο ΕΟΔΥ ανακοίνωσε το πρώτο «300άρι» της εβδομάδας, με την Αττική να συνεχίζει να βρίσκεται στο «κόκκινο», παρότι έχει περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα από το τέλος των διακοπών και με την αγωνία από το άνοιγμα των σχολείων να εντείνεται, η δημόσια συζήτηση στράφηκε αναπόφευκτα εκεί που όλα έδειχναν πώς θα πάει μετά τη θερινή ανάπαυλα: στα σενάρια για τον χειμώνα.

Το «μέσο σενάριο»

Όπως τονίζει στη «ΜτΚ» ο καθηγητής γενετικής, το πιο πιθανό σενάριο για την Ελλάδα, το «μέσο», όπως το χαρακτηρίζει είναι να έχουμε 500-600 κρούσματα την ημέρα. «Το πιο πιθανό είναι να έχουμε έναν χειμώνα που τα κρούσματα θα ανεβοκατεβαίνουν ανάμεσα σε 200 και 600. Θα λαμβάνονται μέτρα τοπικά ή οριζόντια, θα γίνεται ένας έλεγχος, θα χαλαρώνουν στη συνέχεια οι πολλοί και θα ξανανεβαίνουν πάλι τα κρούσματα. Αυτό θα είναι το εύρος τον φετινό χειμώνα».

Το χειρότερο σενάριο

Σύμφωνα με τα όσα εξηγεί στη «Μακεδονία» ο κ. Δερμιτζάκης, «το χειρότερο σενάριο για τη χώρα μας, το οποίο δεν το θεωρώ πολύ πιθανό να επαληθευτεί, είναι να έχουμε 1000 κρούσματα την ημέρα». Το σενάριο, αυτό, το οποίο την περασμένη Τετάρτη έδωσαν ως πιθανό ο λοιμωξιολόγος Μάριος Λαζανάς και ο καθηγητής Περιβαλλοντικής Μηχανικής της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ Δημοσθένης Σαρηγιάννης, μοιάζει εφιαλτικό, όμως εκτός του ότι μπορεί να αποφευχθεί εάν τηρηθούν τα μέτρα και προστεθούν και άλλα, εξαρτάται πάντοτε από τα ποιοτικά στοιχεία, δηλαδή ποιοι τελικά θα κολλήσουν τον ιό.

 Σε σχέση, λοιπόν, με το καλοκαίρι που κυκλοφορούσαν στην Ελλάδα χιλιάδες ενεργοί (κι όχι ασυμπτωματικοί) φορείς του ιού, οι οποίοι ήταν νέοι άνθρωποι, τον χειμώνα ο φόβος είναι πως θα νοσήσουν με COVID-19 άνθρωποι που θα χρειαστούν νοσηλεία, ενδεχομένως και σε ΜΕΘ. «Αν τα 500 κρούσματα ημερησίως αφορούν σε μεγαλύτερους ανθρώπους ή ευπαθείς ομάδες, θα είναι μεγάλο πρόβλημα» σχολιάζει ο κ. Δερμιτζάκης. Άλλωστε, όπως διευκρινίζει «αυτός ακριβώς είναι ο κίνδυνος. Δεν πρέπει να μετράμε μόνο αριθμό κρουσμάτων, αλλά να σκεφτόμαστε σε κάθε χρονική στιγμή την πραγματική κατάσταση.

 Για παράδειγμα, αυτή την εποχή έχουμε μεγάλο αριθμό κρουσμάτων, αλλά λιγότερες νοσηλείες και θανάτους. Κι αυτό καθώς οι ευάλωτοι άνθρωποι, οι ηλικιωμένοι και οι ευπαθείς ομάδες είναι πιο προσεκτικοί. Φοράνε μάσκα παντού, ακόμη κι εκεί που δεν είναι υποχρεωμένοι να φοράνε. Επομένως, η λογική είναι πως εφόσον αυτές οι ομάδες προσέχουν περισσότερο μπορούμε να έχουμε αύξηση των κρουσμάτων χωρίς να έχουμε ανάλογη αύξηση των νοσηλειών και των θανάτων. 

Όμως, με δεδομένο πως τώρα είμαστε στα 200-300 και ήδη έχει καλυφθεί το 60% των κλινών ΜΕΘ COVID στην Αθήνα, όταν φτάσουμε 600 κρούσματα, μπορεί να φτάσουμε να πρέπει να πάρουμε επιπλέον μέτρα αλλά και να κάνουμε ανακατανομή των κλινών ΜΕΘ και να δοθούν περισσότερες σε σχέση με άλλα νοσήματα». Ακόμη ο κ. Δερμιτζάκης επισημαίνει πως «το σύστημα υγείας μπορεί να πιεστεί, αλλά είναι διαφορετικό να πιεστεί σε βαθμό που μπορεί να αντεπεξέλθει ανακατανέμοντας π.χ. τις κλίνες σε ΜΕΘ και διαφορετικό να προκύψουν 10% παραπάνω περιπτώσεις που χρήζουν νοσηλείας απ’ αυτές που μπορεί να αντέξει συνολικά».

Οι μάσκες και το στοίχημα του χειμώνα

Κι αν η ίδια η κυβέρνηση έβαλε στο τραπέζι ξανά το ενδεχόμενο lockdown, χωρίς, βέβαια, να ξέρουμε τα χαρακτηριστικά του (αν δηλαδή θα είναι τοπικό, κλαδικό ή κάτι συνολικό αλλά περιορισμένης διάρκειας όπως το Ισραήλ δηλαδή, στα χνάρια του οποίου κινείται από την αρχή της πανδημίας η Ελλάδα), υπάρχουν, κατά τον διεθνούς κύρους καθηγητή, ακόμη μέτρα που δεν πήραμε. Κι αυτό είναι η καθολική χρήση μάσκας σε όλους ανεξαιρέτως τους εσωτερικούς χώρους είτε είναι μαγαζί, είτε είναι μέσο μεταφοράς, είτε το γραφείο. «Αν αυτό μπορούσαμε να το εφαρμόσουμε στην Ελλάδα απόλυτα από τώρα μέχρι τον Νοέμβριο, θα βοηθήσει πολύ να πέσουν τα κρούσματα. Για μένα το μεγάλο στοίχημα, η μεγάλη έμφαση πρέπει εκεί να δοθεί. 

Να πέσουν τα κρούσματα μέχρι να μπούμε στο χειμώνα που ξανακλεινόμαστε σε εσωτερικούς χώρους. Δεν πρέπει να μπούμε στο χειμώνα με 200-300 κρούσματα, αλλά με 50, με 30. Γιατί αν μπούμε με 30 θα έχουμε πετύχει δύο πράγματα. Πρώτον θα ξεκινήσουμε με αργό ρυθμό άρα θα αργήσουμε να έχουμε αύξηση κρουσμάτων ξανά και το δεύτερο πως θα έχουμε αρχίσει να αδειάζουμε τις ΜΕΘ και δε θα έχουν συσσωρευτεί όλοι οι διασωληνωμένοι.

 Γιατί το μεγάλο πρόβλημα με τις ΜΕΘ και τους διασωληνωμένους δεν είναι πόσους έχουμε, αλλά ότι όσοι διασωληνώνονται μπορεί να μείνουν εκεί για μήνες. Ένα ενεργό κρούσμα σε 1,5 εβδομάδα το έχει ξεπεράσει. Ένας διασωληνωμένος μένει ενεργός για πολύ καιρό, ενώ έρχονται κι άλλοι κι αυτό λειτουργεί προσθετικά. Επομένως, πρέπει να αδειάσουμε τις ΜΕΘ και τους αναπνευστήρες, να μην έρχονται νέοι ασθενείς ώστε όταν μπούμε στο χειμώνα να έχουμε μικρό ποσοστό των ΜΕΘ που να είναι πιασμένες», αναλύει ο κ. Δερμιτζάκης.

Όσο για το γιατί πραγματικά φοβόμαστε τον χειμώνα που έρχεται, ο καθηγητής βάζει μέσω της «ΜτΚ» τα πράγματα στη θέση τους. «Τον χειμώνα δεν τον φοβόμαστε γιατί φοβόμαστε πως θα ενισχυθεί ο ιός. Όλοι οι ιοί όσο περνάει ο καιρός εξελίσσονται συνήθως σε πιο ήπιες μορφές και πρέπει να είμαστε εξαιρετικά άτυχοι για να συμπεριφερθεί ο νέος κορονοϊός αντίθετα. Τον χειμώνα τον φοβόμαστε γιατί μπαίνουμε μέσα, όλη η δραστηριότητα και κυρίως η διασκέδαση μεταφέρεται σε κλειστούς χώρους. Η Ελλάδα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα σ’ αυτό και λόγω καιρού και λόγω έξυπνων τρόπων όπως αυτές με τις θερμάστρες που επιτρέπουν να κάθεται κανείς σε εξωτερικό χώρο όλο τον χειμώνα. Αν και οι επιχειρηματίες κινητοποιηθούν, τότε μπορούμε να περάσουμε πολύ ευκολότερο χειμώνα από πλευράς κρουσμάτων σε σχέση με τη βόρεια Ευρώπη».

Όλη, όμως, η συζήτηση αφορά ουσιαστικά όχι μια καλή εικόνα, αλλά μια κατάσταση θεωρητικά διαχειρίσιμη, ώστε να μη ζήσουμε ποτέ καταστάσεις Ιταλίας. «Ακόμη κι έτσι όπως σήμερα να συνεχίσουμε, οι ΜΕΘ θα πιεστούν. Χρειάζονται νέα μέτρα και παρεμβάσεις. Δεν είναι βιώσιμη η κατάσταση».

Τα σχολεία δε θα κάνουν ζημιά

«Το άνοιγμα των σχολείων όχι μόνο δε θα χειροτερέψει την κατάσταση, αλλά μπορεί και να την κάνει καλύτερη. Κι αυτό γιατί τα παιδιά αντί να είναι σε μη ελεγχόμενο περιβάλλον π.χ. το πάρκο, θα είναι στο σχολείο που τηρούνται όλα τα μέτρα. Επομένως στο δίλημμα «κλείνω ή ανοίγω τα σχολεία», είναι πιο ασφαλές να τα ανοίξει, παρά να τα κρατήσει κλειστά, ειδικά με τις συνθήκες που τα άνοιξε η Ελλάδα. Για παράδειγμα, οι τάξεις των παιδιών μου που είναι στο δημοτικό στην Ελβετία έχουν 20 παιδιά και είναι και πιο μικρές απ’ ό,τι το συνηθισμένο μέγεθος μιας τάξης στην Ελλάδα. Κι εδώ στην Ελβετία μέχρι 12 χρονών δε φοράνε μάσκα, ενώ ακόμη και συμπτώματα να έχουν δεν κάνουν τεστ», σχολιάζει για το θέμα των σχολείων ο κ. Δερμιτζάκης, μεταφέροντας μέσω της «ΜτΚ» την κατάσταση σε μια χώρα που στο μυαλό των περισσοτέρων είναι το συνώνυμο της οργάνωσης και των αυστηρών μέτρων.

Εμβόλιο στις αρχές της άνοιξης

Η συζήτηση με τον κ. Δερμιτζάκη δε θα μπορούσε να μην πάει και στα εμβόλια. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Γενεύης επανέλαβε στη «ΜτΚ» πως η προσωρινή παύση της κλινικής δοκιμής στο εμβόλιο της Οξφόρδης και της AstraZeneca, μπορεί να επέφερε μια μικρή-εξ όσων γνωρίζουμε- καθυστέρηση, δείχνει όμως πως εξασφαλίζεται η ασφάλεια, το μεγάλο ζητούμενο δηλαδή όσον αφορά το εμβόλιο, ενώ δηλώνει αισιόδοξος πως τέλη χειμώνα, αρχές άνοιξης θα έχουμε αρκετές δόσεις απ’ αυτό.

Το σενάριο-εφιάλτης έρχεται από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού

Κι αν όλοι, ειδικοί και μη, έχουν μπει από τις αρχές της πανδημίας σε μια ατέλειωτη κουβέντα και αναζήτηση της επόμενης ημέρας, κάποιες δημοσιεύσεις, όπως αυτή του Institute for Health Metrics and Evaluation του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον στο Σιάτλ, το οποίο έχει δημιουργήσει ένα μοντέλο live data, το οποίο δείχνει σε πραγματικό χρόνο που βρίσκεται κάθε χώρα όσον αφορά στον COVID-19 και προβλέπει τι θα συμβεί έως την Πρωτοχρονιά του 2021, μοιάζουν βγαλμένες –τουλάχιστον όσον αφορά την Ελλάδα- από χολιγουντιανό σενάριο. Σύμφωνα, με τους ερευνητές, εάν η χώρα μας συνεχίσει με τα τωρινά δεδομένα όσον αφορά τα μέτρα, αλλά υπάρχει και κάποια χαλάρωση, οι θάνατοι την Πρωτοχρονιά θα έχουν φτάσει τους 6.239 (!), ενώ εάν δεν υπάρχουν μέτρα τότε θα φτάσουμε κατά μέσο όρο του 11.000 θανάτους!

«Είναι εντελώς εκτός πραγματικότητας αυτή η μέτρηση. Αυτές είναι εικόνες από την πανδημία του 1918 κι όχι σήμερα που έχουμε νέες τεχνολογίες και τη δυνατότητα να λειτουργήσει η κοινωνία με διαφορετικό τρόπο.

Δεν μπορούμε να πούμε πως είναι λάθος συνολικά η μεθοδολογία, αλλά σίγουρα υπάρχει κάποιο λάθος. Αυτό που ισχύει σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι πώς μπαίνουν κάποιες παράμετροι, οι οποίες μπορεί να ισχύουν καλύτερα για κάποιες χώρες και για κάποιες άλλες όχι. Όλα τα μοντέλα δεν είναι απαραίτητο πως λειτουργούν. Για παράδειγμα υπήρχαν μοντέλα που τον Ιούνιο που είχαμε 5 κρούσματα την ημέρα έδιναν την Ελλάδα ως χώρα υψηλού ρίσκου. Κι αυτό το έβγαλε επειδή κάποια στιγμή αυξήθηκαν λίγο και ο ΕΟΔΥ ανακοίνωσε σε μια ημέρα τριών ημερών συνολικά κρούσματα κι έδωσε 93. Κι έτσι το σύστημα του μοντέλου έκανε έναν υπολογισμό πως το Rt πήγε 2,5 και αμέσως γίναμε χώρα υψηλού ρίσκου και για ένα μήνα έμεινε η Ελλάδα εκεί» εξηγεί στη «ΜτΚ» ο κ. Δερμιτζάκης, σχολιάζοντας τη συγκεκριμένη μέτρηση, το link της οποίας διακινείται έντονα το τελευταίο διάστημα στο ίντερνετ, σκορπίζοντας πανικό.

Μπορούν τα στατιστικά μοντέλα να προβλέψουν την εξέλιξη των φαινομένων;

Του Κώστα Τζάνα

* Στατιστικού, MSc

Αναφερόμενοι στα σημεία των καιρών μας εκτιμώ ότι πρέπει να σχολιάσουμε και τις παρουσιάσεις στα ΜΜΕ για την διαχρονική εξέλιξη φαινομένων με διάφορα μαθηματικά-στατιστικά μοντέλα πρόβλεψης που παρουσιάζονται με ωραία γραφήματα, με «καμπύλες τάσης» για την εξέλιξη και που προσπαθούν να προβλέψουν την εξέλιξη ενός δυναμικού φαινομένου, όπως ο COVID-19 σε μεσομακροπρόθεσμα χρονικά διαστήματα π.χ 1, 2 ή 3 μηνών. Αυτή η προσπάθεια είναι κατανοητή και άπτεται της ανθρώπινης ανάγκης για πρόβλεψη και χρήζει μιας πιο προσεκτικής προσέγγισης στην εφαρμογή των μαθηματικών μοντέλων σε εμπειρικά δεδομένα.

Οι δάσκαλοι-καθηγητές μου στο Φυσικό τμήμα του ΑΠΘ (ευτυχώς είχα την τύχη να έχω αρκετούς αγαπημένους) θέλοντας να μας εισάγουν στις έννοιες και τις εξισώσεις της Μηχανικής, έλεγαν εισαγωγικά «…σε ένα μεμονωμένο σύστημα…», δηλαδή ένα σύστημα γεγονότων – παρατηρησιακών δεδομένων που δεν δέχεται εξωτερικές επιδράσεις, προβλέπεται από μια εξίσωση, αιτιοκρατική προσέγγιση. Και με αυτήν την προσέγγιση ανδρωθήκαμε επιστημονικά μέχρι που εμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ο Ilya Prigogine (αλλά και πολλοί άλλοι νωρίτερα) με το πόνημα «Το τέλος της βεβαιότητας» που επανακαθόρισε την έννοια της αιτιοκρατίας για την ερμηνεία των φαινομένων και μίλησε για την μη προβλεψιμότητα. Είναι βέβαια γνωστό ότι η φύση δεν ακολουθεί τους κανόνες ενός πειραματικού εργαστηρίου και αγνοεί πολλαπλώς τις προσωπικές μας επιθυμίες.

Γι’ αυτό η όποια «ηγεσία» (ατομική, ομαδική, πολιτική, δογματική) για να μπορέσει να προβλέψει την εξέλιξη ενός δυναμικού «φαινομένου» που δέχεται μη προβλέψιμες επιδράσεις, εφαρμόζει συνήθως περιοριστικές πρακτικές με διαφόρους τρόπους για να ελέγχει τουλάχιστον τις περισσότερες επιδράσεις και να διατηρήσει το σύστημα σε ισορροπία.

Από την μέχρι σήμερα επιστημονική γνώση, αξιολόγηση στατιστικών εκτιμήσεων – προβλέψεων σε βραχυ-μεσο-μακροπρόθεσμο πλαίσιο, φαίνεται ότι τα στατιστικά μοντέλα είναι ικανά να προβλέψουν βραχυπρόθεσμα την εξέλιξη ενός φαινομένου με μεγάλο ποσοστό επιτυχίας (η χρονική διάρκεια πρόβλεψης είναι και συνάρτηση της ταχύτητας εξέλιξης του φαινομένου). Επομένως κάθε προσπάθεια εξαγωγής ποσοτικών δεδομένων πρόβλεψης από στατιστικό μοντέλο σε μεσο-μακροπρόθεσμη κλίμακα για χρονικά εξελισσόμενα φαινόμενα ενέχει υψηλά ποσοστά αβεβαιότητας.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 20 Σεπτεμβρίου 2020

«Το μεγαλύτερο στοίχημα είναι να πέσουν τα κρούσματα αισθητά, κι όταν λέω να πέσουν εννοώ να πάμε στα 30-50 την ημέρα από 250-300 που έχουμε σήμερα, πριν μπούμε στον χειμώνα». Με τα λόγια αυτά, ο Μανώλης Δερμιτζάκης (φωτ.), ο καθηγητής γενετικής στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου της Γενεύης δίνει μέσω της «ΜτΚ» το στίγμα του πού βρισκόμαστε, πού θέλουμε και πρέπει να πάμε και εξηγεί ουσιαστικά τόσο τα έκτακτα μέτρα στην Αττική όσο και τα όσα ακούγονται και από επίσημα χείλη (όπως ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας) για ενδεχόμενο νέου lockdown.

dermitzakis.jpg

Από την Τρίτη, όταν ο ΕΟΔΥ ανακοίνωσε το πρώτο «300άρι» της εβδομάδας, με την Αττική να συνεχίζει να βρίσκεται στο «κόκκινο», παρότι έχει περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα από το τέλος των διακοπών και με την αγωνία από το άνοιγμα των σχολείων να εντείνεται, η δημόσια συζήτηση στράφηκε αναπόφευκτα εκεί που όλα έδειχναν πώς θα πάει μετά τη θερινή ανάπαυλα: στα σενάρια για τον χειμώνα.

Το «μέσο σενάριο»

Όπως τονίζει στη «ΜτΚ» ο καθηγητής γενετικής, το πιο πιθανό σενάριο για την Ελλάδα, το «μέσο», όπως το χαρακτηρίζει είναι να έχουμε 500-600 κρούσματα την ημέρα. «Το πιο πιθανό είναι να έχουμε έναν χειμώνα που τα κρούσματα θα ανεβοκατεβαίνουν ανάμεσα σε 200 και 600. Θα λαμβάνονται μέτρα τοπικά ή οριζόντια, θα γίνεται ένας έλεγχος, θα χαλαρώνουν στη συνέχεια οι πολλοί και θα ξανανεβαίνουν πάλι τα κρούσματα. Αυτό θα είναι το εύρος τον φετινό χειμώνα».

Το χειρότερο σενάριο

Σύμφωνα με τα όσα εξηγεί στη «Μακεδονία» ο κ. Δερμιτζάκης, «το χειρότερο σενάριο για τη χώρα μας, το οποίο δεν το θεωρώ πολύ πιθανό να επαληθευτεί, είναι να έχουμε 1000 κρούσματα την ημέρα». Το σενάριο, αυτό, το οποίο την περασμένη Τετάρτη έδωσαν ως πιθανό ο λοιμωξιολόγος Μάριος Λαζανάς και ο καθηγητής Περιβαλλοντικής Μηχανικής της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ Δημοσθένης Σαρηγιάννης, μοιάζει εφιαλτικό, όμως εκτός του ότι μπορεί να αποφευχθεί εάν τηρηθούν τα μέτρα και προστεθούν και άλλα, εξαρτάται πάντοτε από τα ποιοτικά στοιχεία, δηλαδή ποιοι τελικά θα κολλήσουν τον ιό.

 Σε σχέση, λοιπόν, με το καλοκαίρι που κυκλοφορούσαν στην Ελλάδα χιλιάδες ενεργοί (κι όχι ασυμπτωματικοί) φορείς του ιού, οι οποίοι ήταν νέοι άνθρωποι, τον χειμώνα ο φόβος είναι πως θα νοσήσουν με COVID-19 άνθρωποι που θα χρειαστούν νοσηλεία, ενδεχομένως και σε ΜΕΘ. «Αν τα 500 κρούσματα ημερησίως αφορούν σε μεγαλύτερους ανθρώπους ή ευπαθείς ομάδες, θα είναι μεγάλο πρόβλημα» σχολιάζει ο κ. Δερμιτζάκης. Άλλωστε, όπως διευκρινίζει «αυτός ακριβώς είναι ο κίνδυνος. Δεν πρέπει να μετράμε μόνο αριθμό κρουσμάτων, αλλά να σκεφτόμαστε σε κάθε χρονική στιγμή την πραγματική κατάσταση.

 Για παράδειγμα, αυτή την εποχή έχουμε μεγάλο αριθμό κρουσμάτων, αλλά λιγότερες νοσηλείες και θανάτους. Κι αυτό καθώς οι ευάλωτοι άνθρωποι, οι ηλικιωμένοι και οι ευπαθείς ομάδες είναι πιο προσεκτικοί. Φοράνε μάσκα παντού, ακόμη κι εκεί που δεν είναι υποχρεωμένοι να φοράνε. Επομένως, η λογική είναι πως εφόσον αυτές οι ομάδες προσέχουν περισσότερο μπορούμε να έχουμε αύξηση των κρουσμάτων χωρίς να έχουμε ανάλογη αύξηση των νοσηλειών και των θανάτων. 

Όμως, με δεδομένο πως τώρα είμαστε στα 200-300 και ήδη έχει καλυφθεί το 60% των κλινών ΜΕΘ COVID στην Αθήνα, όταν φτάσουμε 600 κρούσματα, μπορεί να φτάσουμε να πρέπει να πάρουμε επιπλέον μέτρα αλλά και να κάνουμε ανακατανομή των κλινών ΜΕΘ και να δοθούν περισσότερες σε σχέση με άλλα νοσήματα». Ακόμη ο κ. Δερμιτζάκης επισημαίνει πως «το σύστημα υγείας μπορεί να πιεστεί, αλλά είναι διαφορετικό να πιεστεί σε βαθμό που μπορεί να αντεπεξέλθει ανακατανέμοντας π.χ. τις κλίνες σε ΜΕΘ και διαφορετικό να προκύψουν 10% παραπάνω περιπτώσεις που χρήζουν νοσηλείας απ’ αυτές που μπορεί να αντέξει συνολικά».

Οι μάσκες και το στοίχημα του χειμώνα

Κι αν η ίδια η κυβέρνηση έβαλε στο τραπέζι ξανά το ενδεχόμενο lockdown, χωρίς, βέβαια, να ξέρουμε τα χαρακτηριστικά του (αν δηλαδή θα είναι τοπικό, κλαδικό ή κάτι συνολικό αλλά περιορισμένης διάρκειας όπως το Ισραήλ δηλαδή, στα χνάρια του οποίου κινείται από την αρχή της πανδημίας η Ελλάδα), υπάρχουν, κατά τον διεθνούς κύρους καθηγητή, ακόμη μέτρα που δεν πήραμε. Κι αυτό είναι η καθολική χρήση μάσκας σε όλους ανεξαιρέτως τους εσωτερικούς χώρους είτε είναι μαγαζί, είτε είναι μέσο μεταφοράς, είτε το γραφείο. «Αν αυτό μπορούσαμε να το εφαρμόσουμε στην Ελλάδα απόλυτα από τώρα μέχρι τον Νοέμβριο, θα βοηθήσει πολύ να πέσουν τα κρούσματα. Για μένα το μεγάλο στοίχημα, η μεγάλη έμφαση πρέπει εκεί να δοθεί. 

Να πέσουν τα κρούσματα μέχρι να μπούμε στο χειμώνα που ξανακλεινόμαστε σε εσωτερικούς χώρους. Δεν πρέπει να μπούμε στο χειμώνα με 200-300 κρούσματα, αλλά με 50, με 30. Γιατί αν μπούμε με 30 θα έχουμε πετύχει δύο πράγματα. Πρώτον θα ξεκινήσουμε με αργό ρυθμό άρα θα αργήσουμε να έχουμε αύξηση κρουσμάτων ξανά και το δεύτερο πως θα έχουμε αρχίσει να αδειάζουμε τις ΜΕΘ και δε θα έχουν συσσωρευτεί όλοι οι διασωληνωμένοι.

 Γιατί το μεγάλο πρόβλημα με τις ΜΕΘ και τους διασωληνωμένους δεν είναι πόσους έχουμε, αλλά ότι όσοι διασωληνώνονται μπορεί να μείνουν εκεί για μήνες. Ένα ενεργό κρούσμα σε 1,5 εβδομάδα το έχει ξεπεράσει. Ένας διασωληνωμένος μένει ενεργός για πολύ καιρό, ενώ έρχονται κι άλλοι κι αυτό λειτουργεί προσθετικά. Επομένως, πρέπει να αδειάσουμε τις ΜΕΘ και τους αναπνευστήρες, να μην έρχονται νέοι ασθενείς ώστε όταν μπούμε στο χειμώνα να έχουμε μικρό ποσοστό των ΜΕΘ που να είναι πιασμένες», αναλύει ο κ. Δερμιτζάκης.

Όσο για το γιατί πραγματικά φοβόμαστε τον χειμώνα που έρχεται, ο καθηγητής βάζει μέσω της «ΜτΚ» τα πράγματα στη θέση τους. «Τον χειμώνα δεν τον φοβόμαστε γιατί φοβόμαστε πως θα ενισχυθεί ο ιός. Όλοι οι ιοί όσο περνάει ο καιρός εξελίσσονται συνήθως σε πιο ήπιες μορφές και πρέπει να είμαστε εξαιρετικά άτυχοι για να συμπεριφερθεί ο νέος κορονοϊός αντίθετα. Τον χειμώνα τον φοβόμαστε γιατί μπαίνουμε μέσα, όλη η δραστηριότητα και κυρίως η διασκέδαση μεταφέρεται σε κλειστούς χώρους. Η Ελλάδα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα σ’ αυτό και λόγω καιρού και λόγω έξυπνων τρόπων όπως αυτές με τις θερμάστρες που επιτρέπουν να κάθεται κανείς σε εξωτερικό χώρο όλο τον χειμώνα. Αν και οι επιχειρηματίες κινητοποιηθούν, τότε μπορούμε να περάσουμε πολύ ευκολότερο χειμώνα από πλευράς κρουσμάτων σε σχέση με τη βόρεια Ευρώπη».

Όλη, όμως, η συζήτηση αφορά ουσιαστικά όχι μια καλή εικόνα, αλλά μια κατάσταση θεωρητικά διαχειρίσιμη, ώστε να μη ζήσουμε ποτέ καταστάσεις Ιταλίας. «Ακόμη κι έτσι όπως σήμερα να συνεχίσουμε, οι ΜΕΘ θα πιεστούν. Χρειάζονται νέα μέτρα και παρεμβάσεις. Δεν είναι βιώσιμη η κατάσταση».

Τα σχολεία δε θα κάνουν ζημιά

«Το άνοιγμα των σχολείων όχι μόνο δε θα χειροτερέψει την κατάσταση, αλλά μπορεί και να την κάνει καλύτερη. Κι αυτό γιατί τα παιδιά αντί να είναι σε μη ελεγχόμενο περιβάλλον π.χ. το πάρκο, θα είναι στο σχολείο που τηρούνται όλα τα μέτρα. Επομένως στο δίλημμα «κλείνω ή ανοίγω τα σχολεία», είναι πιο ασφαλές να τα ανοίξει, παρά να τα κρατήσει κλειστά, ειδικά με τις συνθήκες που τα άνοιξε η Ελλάδα. Για παράδειγμα, οι τάξεις των παιδιών μου που είναι στο δημοτικό στην Ελβετία έχουν 20 παιδιά και είναι και πιο μικρές απ’ ό,τι το συνηθισμένο μέγεθος μιας τάξης στην Ελλάδα. Κι εδώ στην Ελβετία μέχρι 12 χρονών δε φοράνε μάσκα, ενώ ακόμη και συμπτώματα να έχουν δεν κάνουν τεστ», σχολιάζει για το θέμα των σχολείων ο κ. Δερμιτζάκης, μεταφέροντας μέσω της «ΜτΚ» την κατάσταση σε μια χώρα που στο μυαλό των περισσοτέρων είναι το συνώνυμο της οργάνωσης και των αυστηρών μέτρων.

Εμβόλιο στις αρχές της άνοιξης

Η συζήτηση με τον κ. Δερμιτζάκη δε θα μπορούσε να μην πάει και στα εμβόλια. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Γενεύης επανέλαβε στη «ΜτΚ» πως η προσωρινή παύση της κλινικής δοκιμής στο εμβόλιο της Οξφόρδης και της AstraZeneca, μπορεί να επέφερε μια μικρή-εξ όσων γνωρίζουμε- καθυστέρηση, δείχνει όμως πως εξασφαλίζεται η ασφάλεια, το μεγάλο ζητούμενο δηλαδή όσον αφορά το εμβόλιο, ενώ δηλώνει αισιόδοξος πως τέλη χειμώνα, αρχές άνοιξης θα έχουμε αρκετές δόσεις απ’ αυτό.

Το σενάριο-εφιάλτης έρχεται από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού

Κι αν όλοι, ειδικοί και μη, έχουν μπει από τις αρχές της πανδημίας σε μια ατέλειωτη κουβέντα και αναζήτηση της επόμενης ημέρας, κάποιες δημοσιεύσεις, όπως αυτή του Institute for Health Metrics and Evaluation του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον στο Σιάτλ, το οποίο έχει δημιουργήσει ένα μοντέλο live data, το οποίο δείχνει σε πραγματικό χρόνο που βρίσκεται κάθε χώρα όσον αφορά στον COVID-19 και προβλέπει τι θα συμβεί έως την Πρωτοχρονιά του 2021, μοιάζουν βγαλμένες –τουλάχιστον όσον αφορά την Ελλάδα- από χολιγουντιανό σενάριο. Σύμφωνα, με τους ερευνητές, εάν η χώρα μας συνεχίσει με τα τωρινά δεδομένα όσον αφορά τα μέτρα, αλλά υπάρχει και κάποια χαλάρωση, οι θάνατοι την Πρωτοχρονιά θα έχουν φτάσει τους 6.239 (!), ενώ εάν δεν υπάρχουν μέτρα τότε θα φτάσουμε κατά μέσο όρο του 11.000 θανάτους!

«Είναι εντελώς εκτός πραγματικότητας αυτή η μέτρηση. Αυτές είναι εικόνες από την πανδημία του 1918 κι όχι σήμερα που έχουμε νέες τεχνολογίες και τη δυνατότητα να λειτουργήσει η κοινωνία με διαφορετικό τρόπο.

Δεν μπορούμε να πούμε πως είναι λάθος συνολικά η μεθοδολογία, αλλά σίγουρα υπάρχει κάποιο λάθος. Αυτό που ισχύει σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι πώς μπαίνουν κάποιες παράμετροι, οι οποίες μπορεί να ισχύουν καλύτερα για κάποιες χώρες και για κάποιες άλλες όχι. Όλα τα μοντέλα δεν είναι απαραίτητο πως λειτουργούν. Για παράδειγμα υπήρχαν μοντέλα που τον Ιούνιο που είχαμε 5 κρούσματα την ημέρα έδιναν την Ελλάδα ως χώρα υψηλού ρίσκου. Κι αυτό το έβγαλε επειδή κάποια στιγμή αυξήθηκαν λίγο και ο ΕΟΔΥ ανακοίνωσε σε μια ημέρα τριών ημερών συνολικά κρούσματα κι έδωσε 93. Κι έτσι το σύστημα του μοντέλου έκανε έναν υπολογισμό πως το Rt πήγε 2,5 και αμέσως γίναμε χώρα υψηλού ρίσκου και για ένα μήνα έμεινε η Ελλάδα εκεί» εξηγεί στη «ΜτΚ» ο κ. Δερμιτζάκης, σχολιάζοντας τη συγκεκριμένη μέτρηση, το link της οποίας διακινείται έντονα το τελευταίο διάστημα στο ίντερνετ, σκορπίζοντας πανικό.

Μπορούν τα στατιστικά μοντέλα να προβλέψουν την εξέλιξη των φαινομένων;

Του Κώστα Τζάνα

* Στατιστικού, MSc

Αναφερόμενοι στα σημεία των καιρών μας εκτιμώ ότι πρέπει να σχολιάσουμε και τις παρουσιάσεις στα ΜΜΕ για την διαχρονική εξέλιξη φαινομένων με διάφορα μαθηματικά-στατιστικά μοντέλα πρόβλεψης που παρουσιάζονται με ωραία γραφήματα, με «καμπύλες τάσης» για την εξέλιξη και που προσπαθούν να προβλέψουν την εξέλιξη ενός δυναμικού φαινομένου, όπως ο COVID-19 σε μεσομακροπρόθεσμα χρονικά διαστήματα π.χ 1, 2 ή 3 μηνών. Αυτή η προσπάθεια είναι κατανοητή και άπτεται της ανθρώπινης ανάγκης για πρόβλεψη και χρήζει μιας πιο προσεκτικής προσέγγισης στην εφαρμογή των μαθηματικών μοντέλων σε εμπειρικά δεδομένα.

Οι δάσκαλοι-καθηγητές μου στο Φυσικό τμήμα του ΑΠΘ (ευτυχώς είχα την τύχη να έχω αρκετούς αγαπημένους) θέλοντας να μας εισάγουν στις έννοιες και τις εξισώσεις της Μηχανικής, έλεγαν εισαγωγικά «…σε ένα μεμονωμένο σύστημα…», δηλαδή ένα σύστημα γεγονότων – παρατηρησιακών δεδομένων που δεν δέχεται εξωτερικές επιδράσεις, προβλέπεται από μια εξίσωση, αιτιοκρατική προσέγγιση. Και με αυτήν την προσέγγιση ανδρωθήκαμε επιστημονικά μέχρι που εμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ο Ilya Prigogine (αλλά και πολλοί άλλοι νωρίτερα) με το πόνημα «Το τέλος της βεβαιότητας» που επανακαθόρισε την έννοια της αιτιοκρατίας για την ερμηνεία των φαινομένων και μίλησε για την μη προβλεψιμότητα. Είναι βέβαια γνωστό ότι η φύση δεν ακολουθεί τους κανόνες ενός πειραματικού εργαστηρίου και αγνοεί πολλαπλώς τις προσωπικές μας επιθυμίες.

Γι’ αυτό η όποια «ηγεσία» (ατομική, ομαδική, πολιτική, δογματική) για να μπορέσει να προβλέψει την εξέλιξη ενός δυναμικού «φαινομένου» που δέχεται μη προβλέψιμες επιδράσεις, εφαρμόζει συνήθως περιοριστικές πρακτικές με διαφόρους τρόπους για να ελέγχει τουλάχιστον τις περισσότερες επιδράσεις και να διατηρήσει το σύστημα σε ισορροπία.

Από την μέχρι σήμερα επιστημονική γνώση, αξιολόγηση στατιστικών εκτιμήσεων – προβλέψεων σε βραχυ-μεσο-μακροπρόθεσμο πλαίσιο, φαίνεται ότι τα στατιστικά μοντέλα είναι ικανά να προβλέψουν βραχυπρόθεσμα την εξέλιξη ενός φαινομένου με μεγάλο ποσοστό επιτυχίας (η χρονική διάρκεια πρόβλεψης είναι και συνάρτηση της ταχύτητας εξέλιξης του φαινομένου). Επομένως κάθε προσπάθεια εξαγωγής ποσοτικών δεδομένων πρόβλεψης από στατιστικό μοντέλο σε μεσο-μακροπρόθεσμη κλίμακα για χρονικά εξελισσόμενα φαινόμενα ενέχει υψηλά ποσοστά αβεβαιότητας.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 20 Σεπτεμβρίου 2020

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία