Ετεροβαρείς συμπράξεις

 20/05/2007 00:00

Ετεροβαρείς συμπράξεις

Η Συμφωνική Ορχήστρα του δήμου Θεσσαλονίκης σε μια συναυλία με πολλά ερωτήματα

Κείμενο Αντώνης Ι. Κωνσταντινίδης

Οι σκέψεις που συνήθως συνοδεύουν την έξοδό μου από μια συναυλία αυτή τη φορά ήταν πραγματικά μπερδεμένες και τα ερωτήματα ασυνήθιστα πολλά. Σε κάθε περίπτωση, η συνολική ηχητική εικόνα, που μόλις είχαμε προσλάβει, έμοιαζε ήδη να διαμορφώνεται ετεροβαρώς, με τρόπο άκομψα άνισο, να στρεβλώνεται κάπου περίεργα, μεταξύ καλών προθέσεων, σημαντικών ερμηνειών, αλλά και δημιουργιών που φανέρωναν μια αμφιβόλου αξίας αισθητική προοπτική.

Ήταν η συναυλία της Συμφωνικής Ορχήστρας του δήμου Θεσσαλονίκης, στο Μέγαρο Μουσικής (3/5), υπό τη διεύθυνση της Ευγενίας Μανωλίδου. Μια συναυλία υπό τον βαρύγδουπο θεματικό τίτλο «Μουσών περιήγησις», με σημαντικούς χορηγούς, υποστηρικτές και φιλανθρωπικούς παράλληλα στόχους.



Η συναυλία

Στο πρώτο μέρος της εμφάνισης ακούσαμε το «Adagio» του Samuel Barber και το κοντσέρτο για βιολί του ιδίου συνθέτη. Το «Adagio» είναι έργο ιδιαίτερα δημοφιλές, που έγινε ευρύτερα γνωστό ιδίως μετά την κινηματογραφική του χρήση, σαν μέρος της μουσικής επένδυσης της αντιπολεμικής ταινίας «Platoon». Το έργο ξεχωρίζει για την εγγενή του μελαγχολία, μια διάθεση που καθίσταται έντονη όσο και σαφής, η οποία διοχετεύεται με επιτυχία από τη γραφή, στα έγχορδα όργανα. Οι λεπτές ισορροπίες των ηχοχρωμάτων διαμορφώνουν τον χαρακτήρα του έργου σε μοβ αποχρώσεις, αφήνοντας παράλληλα να εξελιχθεί μια υφέρπουσα διαίσθηση αισιοδοξίας. Η ερμηνεία του έργου από την ορχήστρα υπήρξε εύστοχη, αξιοπρεπής και καλοδεχούμενη, ίσως χωρίς τον απαιτούμενο όγκο, όμως αυτή είναι μια παράμετρος η οποία θεωρείται σε κάθε περίπτωση αντικειμενική και αναφέρεται κυρίως στις δομές της ορχήστρας.

Ο σολίστας

Το κοντσέρτο που ακολούθησε θεωρούμε ότι επικέντρωσε δικαίως το ενδιαφέρον από την όλη εμφάνιση, χαρίζοντας εξαιρετικά ποιοτικές στιγμές ερμηνείας. Η ακρόασή του υπήρξε αποκαλυπτική, όχι μόνο για τις συνθετικές διεξόδους που επιλέγονται ευφάνταστα από τον δημιουργό πάνω στην κλασική φόρμα, αλλά και για την καθʼ αυτή ερμηνευτική ανάγνωση, από τον βιολονίστα Ανδρέα Παπανικολάου.
Αυτή σημειώνεται με έμφαση ως ένα αξιοπρόσεκτο καλλιτεχνικό γεγονός υψηλών αξιώσεων.  Όχι μόνο για τη διάφανη δεξιοτεχνική περιήγηση στα απαιτητικά μέρη του έργου, αλλά κυρίως για την πρόδηλη ωριμότητα και την αδιάπτωτη, ξεχωριστή φροντίδα, τη διακριτική εσωτερικότητα και τη διάχυτη λάμψη η οποία χαρακτήρισε την ερμηνεία του.
Η ορχήστρα στήριξε τον καλλιτέχνη επαρκώς, ανταποκρινόμενη στις απαιτήσεις της γραφής, με επάρκεια και αξιοσύνη, παρά τα μεμονωμένα στραβοπατήματά της.

Ένα «έπος»...

Την εμφάνιση της Συμφωνικής Ορχήστρας έκλεισε ένα «Έπος». Αντιγράφουμε πιστά το σχετικό σημείωμα του προγράμματος: «Το ʽΈποςʼ είναι ένα διαχρονικό ταξίδι στα αρχέτυπα σύμβολα του Ελληνικού Πολιτισμού, ένα συμφωνικό μουσικοθεατρικό έργο, που μέσα σε τρεις πράξεις προβάλλει την ανθρώπινη διαδρομή στο χρόνο, δίνοντας έμφαση στις συμπαντικές έννοιες και τα ελληνικά ιδεώδη».
Στην ερμηνεία συμμετείχαν η υψίφωνος Μαρία Κόκκα, ο τενόρος Ζάχος Τερζάκης και ο ηθοποιός Γρηγόρης Βαλτινός.
Το μυθοπλαστικό περιεχόμενο του κειμένου μπορεί ίσως να προσφέρει κάποια ερείσματα έμπνευσης και δημιουργίας σε έναν συνθέτη. Η αντιμετώπιση όμως του θέματος θεωρούμε ότι υπήρξε σε κάθε περίπτωση ατυχής.
Η συνθέτις Ευγενία Μανωλίδου, κινούμενη αποσπασματικά μεταξύ Μπραμς, Χατζιδάκι, Yianni και εθνικοσχολικού μεγαλείου και με πολύ έντονη, ίσως κουραστικά πλαδαρή, τραγουδιστική διάθεση, δεν μπόρεσε να ισορροπήσει με επιδεξιότητα τις απαιτήσεις της φόρμας. Να μας δώσει ένα έργο που να στηρίζεται στην οικονομία των ενορχηστρωτικών λύσεων και στην πρωτοτυπία της γραφής. Η έλλειψη μάλιστα της χορωδιακής συνήχησης θεωρούμε ότι συνέτεινε ακόμη περισσότερο ώστε και αυτό το συγκεχυμένο περιβάλλον του μυθικού κόσμου να θεωρείται πρόδηλα ελλιπές.
Οι καλοί καλλιτέχνες πρωταγωνιστές, αλλά και η εκ των πραγμάτων εξοικειωμένη με τη γραφή της μαέστρος, δεν μπορούσαν μα προσφέρουν ένα επαρκές άλλοθι.

Η μαέστρος

Η γοητευτικά χαριτωμένη παρουσία της κ. Μανωλίδου στο πόντιουμ άφησε αρκετά ερωτηματικά. Παρά τη λεπτεπίλεπτη αύρα ευαισθησίας με την οποία συνυπήρξε στη σκηνή και τη φαινομενική φροντίδα με την οποία τα έργα -και ιδιαίτερα η δική της σύνθεση- περιβλήθηκαν, υπήρξαν εμφανή προβλήματα τεχνικής φύσης, τέτοια ώστε να μη μπορεί να στηριχθεί η πρόταση ότι η καθοδήγηση συγκροτούνταν πάνω σε μια ολοκληρωμένη στιλιστική άποψη και γνώση των ερμηνευτικών πτυχών.

Οι προαναφερόμενες παράμετροι, οι οποίες έγιναν ιδιαίτερα αντιληπτές στο αʼ μέρος του προγράμματος και ιδίως στο κοντσέρτο, υπήρξαν εκ των πραγμάτων ανασταλτικοί για την άρτια ολοκλήρωση των έργων. Οι μουσικοί ερμηνευτές δεν βοηθήθηκαν επαρκώς, το δόκιμο κάποιων επιλογών δεν δικαιολογήθηκε, αλλά και η ίδια η συνθέτις-μαέστρος δεν έπεισε για μια πραγματικά φερέλπιδα και ταυτισμένη με τα προσόντα και τις σπουδές της παρουσία στη σκηνή.

Η Συμφωνική Ορχήστρα του δήμου Θεσσαλονίκης σε μια συναυλία με πολλά ερωτήματα

Κείμενο Αντώνης Ι. Κωνσταντινίδης

Οι σκέψεις που συνήθως συνοδεύουν την έξοδό μου από μια συναυλία αυτή τη φορά ήταν πραγματικά μπερδεμένες και τα ερωτήματα ασυνήθιστα πολλά. Σε κάθε περίπτωση, η συνολική ηχητική εικόνα, που μόλις είχαμε προσλάβει, έμοιαζε ήδη να διαμορφώνεται ετεροβαρώς, με τρόπο άκομψα άνισο, να στρεβλώνεται κάπου περίεργα, μεταξύ καλών προθέσεων, σημαντικών ερμηνειών, αλλά και δημιουργιών που φανέρωναν μια αμφιβόλου αξίας αισθητική προοπτική.

Ήταν η συναυλία της Συμφωνικής Ορχήστρας του δήμου Θεσσαλονίκης, στο Μέγαρο Μουσικής (3/5), υπό τη διεύθυνση της Ευγενίας Μανωλίδου. Μια συναυλία υπό τον βαρύγδουπο θεματικό τίτλο «Μουσών περιήγησις», με σημαντικούς χορηγούς, υποστηρικτές και φιλανθρωπικούς παράλληλα στόχους.



Η συναυλία

Στο πρώτο μέρος της εμφάνισης ακούσαμε το «Adagio» του Samuel Barber και το κοντσέρτο για βιολί του ιδίου συνθέτη. Το «Adagio» είναι έργο ιδιαίτερα δημοφιλές, που έγινε ευρύτερα γνωστό ιδίως μετά την κινηματογραφική του χρήση, σαν μέρος της μουσικής επένδυσης της αντιπολεμικής ταινίας «Platoon». Το έργο ξεχωρίζει για την εγγενή του μελαγχολία, μια διάθεση που καθίσταται έντονη όσο και σαφής, η οποία διοχετεύεται με επιτυχία από τη γραφή, στα έγχορδα όργανα. Οι λεπτές ισορροπίες των ηχοχρωμάτων διαμορφώνουν τον χαρακτήρα του έργου σε μοβ αποχρώσεις, αφήνοντας παράλληλα να εξελιχθεί μια υφέρπουσα διαίσθηση αισιοδοξίας. Η ερμηνεία του έργου από την ορχήστρα υπήρξε εύστοχη, αξιοπρεπής και καλοδεχούμενη, ίσως χωρίς τον απαιτούμενο όγκο, όμως αυτή είναι μια παράμετρος η οποία θεωρείται σε κάθε περίπτωση αντικειμενική και αναφέρεται κυρίως στις δομές της ορχήστρας.

Ο σολίστας

Το κοντσέρτο που ακολούθησε θεωρούμε ότι επικέντρωσε δικαίως το ενδιαφέρον από την όλη εμφάνιση, χαρίζοντας εξαιρετικά ποιοτικές στιγμές ερμηνείας. Η ακρόασή του υπήρξε αποκαλυπτική, όχι μόνο για τις συνθετικές διεξόδους που επιλέγονται ευφάνταστα από τον δημιουργό πάνω στην κλασική φόρμα, αλλά και για την καθʼ αυτή ερμηνευτική ανάγνωση, από τον βιολονίστα Ανδρέα Παπανικολάου.
Αυτή σημειώνεται με έμφαση ως ένα αξιοπρόσεκτο καλλιτεχνικό γεγονός υψηλών αξιώσεων.  Όχι μόνο για τη διάφανη δεξιοτεχνική περιήγηση στα απαιτητικά μέρη του έργου, αλλά κυρίως για την πρόδηλη ωριμότητα και την αδιάπτωτη, ξεχωριστή φροντίδα, τη διακριτική εσωτερικότητα και τη διάχυτη λάμψη η οποία χαρακτήρισε την ερμηνεία του.
Η ορχήστρα στήριξε τον καλλιτέχνη επαρκώς, ανταποκρινόμενη στις απαιτήσεις της γραφής, με επάρκεια και αξιοσύνη, παρά τα μεμονωμένα στραβοπατήματά της.

Ένα «έπος»...

Την εμφάνιση της Συμφωνικής Ορχήστρας έκλεισε ένα «Έπος». Αντιγράφουμε πιστά το σχετικό σημείωμα του προγράμματος: «Το ʽΈποςʼ είναι ένα διαχρονικό ταξίδι στα αρχέτυπα σύμβολα του Ελληνικού Πολιτισμού, ένα συμφωνικό μουσικοθεατρικό έργο, που μέσα σε τρεις πράξεις προβάλλει την ανθρώπινη διαδρομή στο χρόνο, δίνοντας έμφαση στις συμπαντικές έννοιες και τα ελληνικά ιδεώδη».
Στην ερμηνεία συμμετείχαν η υψίφωνος Μαρία Κόκκα, ο τενόρος Ζάχος Τερζάκης και ο ηθοποιός Γρηγόρης Βαλτινός.
Το μυθοπλαστικό περιεχόμενο του κειμένου μπορεί ίσως να προσφέρει κάποια ερείσματα έμπνευσης και δημιουργίας σε έναν συνθέτη. Η αντιμετώπιση όμως του θέματος θεωρούμε ότι υπήρξε σε κάθε περίπτωση ατυχής.
Η συνθέτις Ευγενία Μανωλίδου, κινούμενη αποσπασματικά μεταξύ Μπραμς, Χατζιδάκι, Yianni και εθνικοσχολικού μεγαλείου και με πολύ έντονη, ίσως κουραστικά πλαδαρή, τραγουδιστική διάθεση, δεν μπόρεσε να ισορροπήσει με επιδεξιότητα τις απαιτήσεις της φόρμας. Να μας δώσει ένα έργο που να στηρίζεται στην οικονομία των ενορχηστρωτικών λύσεων και στην πρωτοτυπία της γραφής. Η έλλειψη μάλιστα της χορωδιακής συνήχησης θεωρούμε ότι συνέτεινε ακόμη περισσότερο ώστε και αυτό το συγκεχυμένο περιβάλλον του μυθικού κόσμου να θεωρείται πρόδηλα ελλιπές.
Οι καλοί καλλιτέχνες πρωταγωνιστές, αλλά και η εκ των πραγμάτων εξοικειωμένη με τη γραφή της μαέστρος, δεν μπορούσαν μα προσφέρουν ένα επαρκές άλλοθι.

Η μαέστρος

Η γοητευτικά χαριτωμένη παρουσία της κ. Μανωλίδου στο πόντιουμ άφησε αρκετά ερωτηματικά. Παρά τη λεπτεπίλεπτη αύρα ευαισθησίας με την οποία συνυπήρξε στη σκηνή και τη φαινομενική φροντίδα με την οποία τα έργα -και ιδιαίτερα η δική της σύνθεση- περιβλήθηκαν, υπήρξαν εμφανή προβλήματα τεχνικής φύσης, τέτοια ώστε να μη μπορεί να στηριχθεί η πρόταση ότι η καθοδήγηση συγκροτούνταν πάνω σε μια ολοκληρωμένη στιλιστική άποψη και γνώση των ερμηνευτικών πτυχών.

Οι προαναφερόμενες παράμετροι, οι οποίες έγιναν ιδιαίτερα αντιληπτές στο αʼ μέρος του προγράμματος και ιδίως στο κοντσέρτο, υπήρξαν εκ των πραγμάτων ανασταλτικοί για την άρτια ολοκλήρωση των έργων. Οι μουσικοί ερμηνευτές δεν βοηθήθηκαν επαρκώς, το δόκιμο κάποιων επιλογών δεν δικαιολογήθηκε, αλλά και η ίδια η συνθέτις-μαέστρος δεν έπεισε για μια πραγματικά φερέλπιδα και ταυτισμένη με τα προσόντα και τις σπουδές της παρουσία στη σκηνή.

Επιλέξτε Κατηγορία