ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

'Ελλειψη χρημάτων, στάση εμπορίου

Αγώνα επιβίωσης σε αντίξοες συνθήκες δίνει το επιχειρείν - Ύφεση και ανεργία απειλούν την κοινωνική συνοχή

 25/08/2020 15:12

'Ελλειψη χρημάτων, στάση εμπορίου

Στέφανος Μαχτσίρας

Με οικονομικό «κραχ» απειλείται η αγορά καθώς η έλλειψη ρευστότητας, οι συσσωρευμένες φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις και η νέα επέλαση του κορονοϊού δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα που δοκιμάζει τις αντοχές των επιχειρηματιών. Τα καμπανάκια του Αυγούστου ξυπνούν ανησυχίες για την πορεία της ύφεσης το 2020 (δεν αποκλείεται να κινηθεί στα επίπεδα του 10%), με την αναζωπύρωση της πανδημίας στην Ελλάδα να δίνει το τελειωτικό χτύπημα στον τουριστικό κλάδο και την εστίαση. Η κυβέρνηση καλείται να αναμετρηθεί με την ύφεση και την άνοδο της ανεργίας αλλά και να αποτρέψει λουκέτα και πτωχεύσεις που θα είχαν σαν συνέπεια τη διατάραξη της κοινωνικής συνοχής σε μία κοινωνία που ήδη βιώνει μία απότομη συμπίεση των εισοδημάτων της.

Η πρωτοφανής κρίση προσφοράς και ζήτησης, κάτι πρωτόγνωρο στην οικονομική ιστορία, χτύπησε με ιδιαίτερη σφοδρότητα το επιχειρείν με την ιδιωτική κατανάλωση να πέφτει κατακόρυφα, απόρροια του lockdown και των μειωμένων εισοδημάτων. Η αγορά πασχίζει να προσαρμοστεί στη νέα κατάσταση τρέχοντας έναν μαραθώνιο επιβίωσης.

Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τον Ιούνιο ο τζίρος σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα το 2019, στο σύνολο των επιχειρήσεων μειώθηκε κατά 16,4% με την «τρύπα» σε απόλυτα νούμερα να διαμορφώνεται σε 3,6 δισ. ευρώ (18,6 δισ. ευρώ τα έσοδα τον Ιούνιο του 2020 έναντι 22,4 δισ. ευρώ το 2019). Τη μεγαλύτερη πτώση κατέγραψαν εστίαση και τουρισμός με τη βουτιά στον κύκλο εργασιών να αγγίζει το 87%! Καθίσταται σαφές πως η αγορά πληρώνει βαρύ τίμημα από την κρίση με το χειμώνα να προμηνύεται βαρύς.

Ζητείται ρευστότητα

Τον Ιούνιο, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, σημειώθηκε αύξηση των νέων δανείων σχεδόν κατά 70%, όμως οι επιχειρήσεις που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη τη ρευστότητα, οι μικρομεσαίες, είδαν πολύ μικρό μέρος των χορηγήσεων να κατευθύνεται προς αυτές, κάτι που δείχνει ότι οι τράπεζες εξακολουθούν, ακόμη και σε μία ιδιαίτερα δύσκολη συγκυρία για το επιχειρείν, να κρατούν κλειστές τις στρόφιγγες στους μικρομεσαίους. Με την ύφεση προ των πυλών η τραπεζική γραφειοκρατία δε διευκολύνει την αγορά να εξασφαλίσει τα κεφάλαια που χρειάζεται για να καλύψει τις ανάγκες της. Τα προγράμματα στήριξης της ρευστότητας, που ανακοίνωσε η κυβέρνηση, φαίνεται να έχουν πολύ χαμηλή αποτελεσματικότητα (με εξαίρεση την επιστρεπτέα προκαταβολή) και να μην «απαντούν» πειστικά στις τεράστιες ανάγκες της αγοράς.

Ειδικότερα, όπως δείχνουν τα στοιχεία που δημοσιοποίησε η ΤτΕ τον Ιούνιο το ποσό των νέων δανείων αυξήθηκε σε 1,347 δισ. ευρώ έναντι 793 εκατ. ευρώ τον προηγούμενο μήνα (αύξηση κατά 70%). Βέβαια, τα νέα δάνεια για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις κατέγραψαν πολύ μικρή αύξηση. Το επίπεδο των νέων δανείων στις ΜμΕ είναι περίπου ίδιο με τον Ιούλιο του 2019, μόνο που τότε το συνολικό ύψος των νέων δανείων σε επιχειρήσεις ήταν πολύ μικρότερο. Επίσης, το επιτόκιο δανεισμού των μικρομεσαίων επιχειρήσεων είναι περίπου μισή μονάδα υψηλότερο από το μέσο όρο του επιτοκίου επιχειρηματικών δανείων, ενώ σε άλλες περιόδους αυτή η ψαλίδα είχε περιοριστεί.

Αν και τον Ιούνιο βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη και τα δύο προγράμματα στήριξης της ρευστότητας που εξήγγειλε η κυβέρνηση, το ΤΕΠΙΧ ΙΙ και το πρόγραμμα εγγυημένων δανείων της Αναπτυξιακής Τράπεζας, οι τράπεζες δεν ανταποκρίθηκαν στις πιεστικές ανάγκες της αγοράς για έγκαιρη παροχή ρευστότητας. Και τα δύο αυτά προγράμματα έθεταν σαν βασική προτεραιότητα τους τη στήριξη και ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αλλά δεν φαίνεται, μέχρι στιγμής, να αποδίδουν τα αναμενόμενα.

Το συνολικό ύψος των χρηματοδοτήσεων από τις τράπεζες στις επιχειρήσεις φτάνει τα 3,6 δισ. ευρώ (αφορά τις εκταμιεύσεις δανείων μέσω των δύο προγραμμάτων, του ΤΕΠΙΧ και του Ταμείου Εγγυοδοσίας, που έχουν σχεδιαστεί από την Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα). Πιο συγκεκριμένα, μέσω του ΤΕΠΙΧ έχουν δοθεί δάνεια 1,6 δισ. ευρώ σε σύνολο 1,8 δισ. ευρώ που είναι οι διαθέσιμοι πόροι, ενώ μέσω του Ταμείου Εγγυοδοσίας έχουν χορηγηθεί 2 δισ. ευρώ σε σύνολο 3,6 δισ. ευρώ που είναι ο προϋπολογισμός της πρώτης φάσης.

Το ΤΕΠΙΧ ήταν το πρώτο πρόγραμμα που ξεκίνησε, στις 28 Απριλίου, η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κρίσης. Η ζήτηση από επιχειρήσεις για κεφάλαια κίνησης με επιδότηση του επιτοκίου από το κράτος για δύο χρόνια ήταν τεράστια, κατά την πρώτη φάση του προγράμματος, με την αγορά να «διψά» για ζεστό χρήμα. Ο αριθμός των αιτημάτων ξεπέρασε τις 100.000 και ένας σημαντικός αριθμός επιχειρήσεων αποκλείστηκε από τη χρηματοδότηση. Συνολικά στην πρώτη φάση δόθηκε 1,3 δισ. ευρώ και προκειμένου να ικανοποιηθεί το αυξημένο ενδιαφέρον το υπουργείο Ανάπτυξης εξασφάλισε πρόσθετους πόρους, ανεβάζοντας τον προϋπολογισμό του προγράμματος στο 1,8 δισ. ευρώ.

Σχετικά με την Επιστρεπτέα Προκαταβολή που έχει βοηθήσει τις ΜμΕ καθώς δε μεσολαβούν οι τράπεζες, η αγορά έχει τονωθεί με περίπου 1,8 δισ. ευρώ από τις πρώτες φάσεις, ενώ η τρίτη αναμένεται να ανακοινωθεί εντός του Αυγούστου, με στόχο να διατεθούν κεφάλαια περίπου 1 δισ. ευρώ.

Πρόσφατα, ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας ανέφερε ότι από το πρόγραμμα της Επιστρεπτέας Προκαταβολής ΙΙ ενισχύθηκαν περισσότερες από 19.000 επιχειρήσεις στα νησιά με ποσό πάνω από 400 εκατ. ευρώ. Τόνισε δε ότι από το πρόγραμμα Επιστρεπτέας Προκαταβολής ΙΙΙ που θα ακολουθήσει θα διευρυνθούν τα κριτήρια για τους δικαιούχους με τον συνολικό προϋπολογισμό να ξεπερνά το 1 δισ. ευρώ.

Απέτυχε το «Συν-Εργασία»

Αναφορικά με το πρόγραμμα επιδότησης μισθών και εισφορών «Συν-Εργασία», τα στοιχεία δείχνουν ότι δεν ήταν ελκυστικό για τους επιχειρηματίες με τη συμμετοχή των επιχειρήσεων να κυμαίνεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα, γεγονός που καθιστά απίθανη την πιθανότητα το πρόγραμμα να συνεχιστεί και μετά τις 15 Οκτωβρίου. 

Ενδεικτικά τον Ιούνιο εντάχθηκαν στο πρόγραμμα μόλις 3.400 επιχειρήσεις και 32.000 εργαζόμενοι, ενώ τον Ιούλιο 5.501 επιχειρήσεις και 48.507 εργαζόμενοι. Αξίζει να σημειωθεί πως το οικονομικό επιτελείο προχώρησε σε δύο παρεμβάσεις με στόχο να καταστεί το πρόγραμμα πιο φιλικό στους εργοδότες. Συγκεκριμένα, από την 1η Ιουλίου και έως το τέλος του προγράμματος, το κράτος καλύπτει το 100% των ασφαλιστικών εισφορών για τον χρόνο εργασίας που χάνεται. Ο εργοδότης θα πληρώνει έτσι μόνο τις εισφορές που αναλογούν στο τμήμα του μισθού που καταβάλλει.

Παράγοντες του επιχειρείν σκιαγραφούν την κατάσταση όπως διαμορφώνεται και θέτουν τους προβληματισμούς τους, προτείνοντας παράλληλα λύσεις για να αναζωογονηθεί και να ανακάμψει η πραγματική οικονομία

«Ρευστότητα και… αβεβαιότητα τα μεγάλα προβλήματα»

«Οι καταναλωτές είναι μουδιασμένοι λόγω της ανασφάλειας που επικρατεί και δεν καταναλώνουν, δεν κινείται η αγορά», υποστηρίζει ο Αναστάσιος Καπνοπώλης, πρόεδρος του ΒΕΘ. «Τα χρηματοδοτικά πακέτα που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση δεν έχουν προσφέρει τη ρευστότητα που χρειάζεται στις επιχειρήσεις, οι τράπεζες δείχνουν μία κινητικότητα αλλά όχι στο βαθμό που περιμέναμε», συμπληρώνει. «Η ρύθμιση των χρεών (σε δόσεις) που δημιούργησε η πανδημία και η επιδότηση της εργασίας χωρίς όρους θα διευκολύνουν τις επιχειρήσεις», λέει. Ταυτόχρονα, δεν αποκλείει το ενδεχόμενο ορισμένες επιχειρήσεις να κατεβάσουν ρολά αδυνατώντας να ανταπεξέλθουν στην νέα πραγματικότητα κάτι που θα επιφέρει και μεγάλη αύξηση της ανεργίας. Στέκεται ιδιαίτερα και στην ανάγκη για εκπαίδευση και εξειδίκευση των νέων ατόμων για να είναι ικανά να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της αγοράς εργασίας και να ενταχθούν ομαλά στον παραγωγικό ιστό.

«Η ρευστότητα είναι το μεγάλο ζήτημα», επισημαίνει ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ, Γιώργος Καββαθάς. Επικαλέστηκε μάλιστα πρόσφατη έρευνα της Συνομοσπονδίας, σύμφωνα με την οποία είναι ορατός ο κίνδυνος να κατεβάσουν ρολά 50.000 επιχειρήσεις στο επόμενο τρίμηνο, κάτι που συνεπάγεται απώλεια 190.000 θέσεων εργασίας με την ανεργία να ξεπερνά το 20% και την πτώση του ΑΕΠ να αγγίζει διψήφια νούμερα.

Αναφερόμενος στα εργαλεία ρευστότητας που εφαρμόζονται (ΤΕΠΙΧ, αναπτυξιακή τράπεζα, επιστρεπτέα), τονίζει πως πλην της επιστρεπτέας κανένα άλλο δε βοήθησε την αγορά καθώς «είναι το μόνο εργαλείο που δεν έχει προαπαιτούμενα και δεν μεσολαβεί το τραπεζικό σύστημα». Συνεχίζοντας, αναφέρει πως οι τράπεζες ζητάνε δικαιολογητικά και προαπαιτούμενα που ζητούσαν και σε οποιαδήποτε άλλη περίοδο ενώ υπάρχει κι ένα «κενό με την ασφαλιστική ενημερότητα την οποία δεν μπορούν να λάβουν επιχειρήσεις που έχουν οφειλές από τον Απρίλιο και μετά και αποκλείονται από τη χρηματοδότηση».

Για το πρόγραμμα «Συν-Εργασία», σημειώνει πως ήταν εξαρχής «δομημένο με λάθος τρόπο και δεν λειτούργησε αν και έγιναν κάποιες τροποποιήσεις. Aφορούσε μόνο θέσεις πλήρους απασχόλησης ενώ σήμερα πάνω από το 60% των θέσεων εργασίας είναι μερικής απασχόλησης». Θεωρεί πως για να ανακάμψει η αγορά πρέπει να «καλυφθεί ολόκληρο το μη μισθολογικό κόστος χωρίς όρους σε επιχειρήσεις κλάδων που πλήττονται σφοδρά από την πανδημία αλλά και να προχωρήσει η κυβέρνηση σε ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων χρεών των επιχειρήσεων που συσσωρεύτηκαν λόγω της επιδημίας σε πολλές δόσεις». Απαραίτητη κρίνει και την παράταση του μέτρου καταβολής ενοικίων μειωμένων κατά 40% μέχρι το τέλος του χρόνου.

«Η αβεβαιότητα και η ανασφάλεια είναι τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν εργαζόμενοι και εργοδότες αυτή τη στιγμή, δεν μπορείς να κάνεις προγραμματισμό για το αύριο», τονίζει η Χρύσα Γεωργιάδου - Γρανούζη, Α’ αντιπρόεδρος του ΕΕΘ. «Όταν δεν έχεις δουλειά δεν έχεις και λεφτά αλλά δεν μπορείς να κάνεις και τίποτα γι’ αυτό», προσθέτει.

«Το κράτος είναι απαραίτητο να σταθεί δίπλα στις επιχειρήσεις, τα μέχρι στιγμής χρηματοδοτικά εργαλεία που έχουν ανακοινωθεί δε βοήθησαν τις επιχειρήσεις καθώς ζητούνται εγγυήσεις και δεσμεύσεις που δεν μπορούν να ικανοποιηθούν», επισημαίνει. «Οι επιχειρήσεις δεν χρειάζονται δάνεια αλλά στήριξη από το κράτος στην κάλυψη των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων για να μην γίνουν απολύσεις», σημειώνει θεωρώντας παράλληλα πως είναι πιθανό να μπουν λουκέτα από τον Σεπτέμβριο σε πολλές επιχειρήσεις με την ύφεση να κυμαίνεται σε διψήφιο ποσοστό.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 23 Αυγούστου 2020

Με οικονομικό «κραχ» απειλείται η αγορά καθώς η έλλειψη ρευστότητας, οι συσσωρευμένες φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις και η νέα επέλαση του κορονοϊού δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα που δοκιμάζει τις αντοχές των επιχειρηματιών. Τα καμπανάκια του Αυγούστου ξυπνούν ανησυχίες για την πορεία της ύφεσης το 2020 (δεν αποκλείεται να κινηθεί στα επίπεδα του 10%), με την αναζωπύρωση της πανδημίας στην Ελλάδα να δίνει το τελειωτικό χτύπημα στον τουριστικό κλάδο και την εστίαση. Η κυβέρνηση καλείται να αναμετρηθεί με την ύφεση και την άνοδο της ανεργίας αλλά και να αποτρέψει λουκέτα και πτωχεύσεις που θα είχαν σαν συνέπεια τη διατάραξη της κοινωνικής συνοχής σε μία κοινωνία που ήδη βιώνει μία απότομη συμπίεση των εισοδημάτων της.

Η πρωτοφανής κρίση προσφοράς και ζήτησης, κάτι πρωτόγνωρο στην οικονομική ιστορία, χτύπησε με ιδιαίτερη σφοδρότητα το επιχειρείν με την ιδιωτική κατανάλωση να πέφτει κατακόρυφα, απόρροια του lockdown και των μειωμένων εισοδημάτων. Η αγορά πασχίζει να προσαρμοστεί στη νέα κατάσταση τρέχοντας έναν μαραθώνιο επιβίωσης.

Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τον Ιούνιο ο τζίρος σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα το 2019, στο σύνολο των επιχειρήσεων μειώθηκε κατά 16,4% με την «τρύπα» σε απόλυτα νούμερα να διαμορφώνεται σε 3,6 δισ. ευρώ (18,6 δισ. ευρώ τα έσοδα τον Ιούνιο του 2020 έναντι 22,4 δισ. ευρώ το 2019). Τη μεγαλύτερη πτώση κατέγραψαν εστίαση και τουρισμός με τη βουτιά στον κύκλο εργασιών να αγγίζει το 87%! Καθίσταται σαφές πως η αγορά πληρώνει βαρύ τίμημα από την κρίση με το χειμώνα να προμηνύεται βαρύς.

Ζητείται ρευστότητα

Τον Ιούνιο, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, σημειώθηκε αύξηση των νέων δανείων σχεδόν κατά 70%, όμως οι επιχειρήσεις που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη τη ρευστότητα, οι μικρομεσαίες, είδαν πολύ μικρό μέρος των χορηγήσεων να κατευθύνεται προς αυτές, κάτι που δείχνει ότι οι τράπεζες εξακολουθούν, ακόμη και σε μία ιδιαίτερα δύσκολη συγκυρία για το επιχειρείν, να κρατούν κλειστές τις στρόφιγγες στους μικρομεσαίους. Με την ύφεση προ των πυλών η τραπεζική γραφειοκρατία δε διευκολύνει την αγορά να εξασφαλίσει τα κεφάλαια που χρειάζεται για να καλύψει τις ανάγκες της. Τα προγράμματα στήριξης της ρευστότητας, που ανακοίνωσε η κυβέρνηση, φαίνεται να έχουν πολύ χαμηλή αποτελεσματικότητα (με εξαίρεση την επιστρεπτέα προκαταβολή) και να μην «απαντούν» πειστικά στις τεράστιες ανάγκες της αγοράς.

Ειδικότερα, όπως δείχνουν τα στοιχεία που δημοσιοποίησε η ΤτΕ τον Ιούνιο το ποσό των νέων δανείων αυξήθηκε σε 1,347 δισ. ευρώ έναντι 793 εκατ. ευρώ τον προηγούμενο μήνα (αύξηση κατά 70%). Βέβαια, τα νέα δάνεια για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις κατέγραψαν πολύ μικρή αύξηση. Το επίπεδο των νέων δανείων στις ΜμΕ είναι περίπου ίδιο με τον Ιούλιο του 2019, μόνο που τότε το συνολικό ύψος των νέων δανείων σε επιχειρήσεις ήταν πολύ μικρότερο. Επίσης, το επιτόκιο δανεισμού των μικρομεσαίων επιχειρήσεων είναι περίπου μισή μονάδα υψηλότερο από το μέσο όρο του επιτοκίου επιχειρηματικών δανείων, ενώ σε άλλες περιόδους αυτή η ψαλίδα είχε περιοριστεί.

Αν και τον Ιούνιο βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη και τα δύο προγράμματα στήριξης της ρευστότητας που εξήγγειλε η κυβέρνηση, το ΤΕΠΙΧ ΙΙ και το πρόγραμμα εγγυημένων δανείων της Αναπτυξιακής Τράπεζας, οι τράπεζες δεν ανταποκρίθηκαν στις πιεστικές ανάγκες της αγοράς για έγκαιρη παροχή ρευστότητας. Και τα δύο αυτά προγράμματα έθεταν σαν βασική προτεραιότητα τους τη στήριξη και ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αλλά δεν φαίνεται, μέχρι στιγμής, να αποδίδουν τα αναμενόμενα.

Το συνολικό ύψος των χρηματοδοτήσεων από τις τράπεζες στις επιχειρήσεις φτάνει τα 3,6 δισ. ευρώ (αφορά τις εκταμιεύσεις δανείων μέσω των δύο προγραμμάτων, του ΤΕΠΙΧ και του Ταμείου Εγγυοδοσίας, που έχουν σχεδιαστεί από την Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα). Πιο συγκεκριμένα, μέσω του ΤΕΠΙΧ έχουν δοθεί δάνεια 1,6 δισ. ευρώ σε σύνολο 1,8 δισ. ευρώ που είναι οι διαθέσιμοι πόροι, ενώ μέσω του Ταμείου Εγγυοδοσίας έχουν χορηγηθεί 2 δισ. ευρώ σε σύνολο 3,6 δισ. ευρώ που είναι ο προϋπολογισμός της πρώτης φάσης.

Το ΤΕΠΙΧ ήταν το πρώτο πρόγραμμα που ξεκίνησε, στις 28 Απριλίου, η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κρίσης. Η ζήτηση από επιχειρήσεις για κεφάλαια κίνησης με επιδότηση του επιτοκίου από το κράτος για δύο χρόνια ήταν τεράστια, κατά την πρώτη φάση του προγράμματος, με την αγορά να «διψά» για ζεστό χρήμα. Ο αριθμός των αιτημάτων ξεπέρασε τις 100.000 και ένας σημαντικός αριθμός επιχειρήσεων αποκλείστηκε από τη χρηματοδότηση. Συνολικά στην πρώτη φάση δόθηκε 1,3 δισ. ευρώ και προκειμένου να ικανοποιηθεί το αυξημένο ενδιαφέρον το υπουργείο Ανάπτυξης εξασφάλισε πρόσθετους πόρους, ανεβάζοντας τον προϋπολογισμό του προγράμματος στο 1,8 δισ. ευρώ.

Σχετικά με την Επιστρεπτέα Προκαταβολή που έχει βοηθήσει τις ΜμΕ καθώς δε μεσολαβούν οι τράπεζες, η αγορά έχει τονωθεί με περίπου 1,8 δισ. ευρώ από τις πρώτες φάσεις, ενώ η τρίτη αναμένεται να ανακοινωθεί εντός του Αυγούστου, με στόχο να διατεθούν κεφάλαια περίπου 1 δισ. ευρώ.

Πρόσφατα, ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας ανέφερε ότι από το πρόγραμμα της Επιστρεπτέας Προκαταβολής ΙΙ ενισχύθηκαν περισσότερες από 19.000 επιχειρήσεις στα νησιά με ποσό πάνω από 400 εκατ. ευρώ. Τόνισε δε ότι από το πρόγραμμα Επιστρεπτέας Προκαταβολής ΙΙΙ που θα ακολουθήσει θα διευρυνθούν τα κριτήρια για τους δικαιούχους με τον συνολικό προϋπολογισμό να ξεπερνά το 1 δισ. ευρώ.

Απέτυχε το «Συν-Εργασία»

Αναφορικά με το πρόγραμμα επιδότησης μισθών και εισφορών «Συν-Εργασία», τα στοιχεία δείχνουν ότι δεν ήταν ελκυστικό για τους επιχειρηματίες με τη συμμετοχή των επιχειρήσεων να κυμαίνεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα, γεγονός που καθιστά απίθανη την πιθανότητα το πρόγραμμα να συνεχιστεί και μετά τις 15 Οκτωβρίου. 

Ενδεικτικά τον Ιούνιο εντάχθηκαν στο πρόγραμμα μόλις 3.400 επιχειρήσεις και 32.000 εργαζόμενοι, ενώ τον Ιούλιο 5.501 επιχειρήσεις και 48.507 εργαζόμενοι. Αξίζει να σημειωθεί πως το οικονομικό επιτελείο προχώρησε σε δύο παρεμβάσεις με στόχο να καταστεί το πρόγραμμα πιο φιλικό στους εργοδότες. Συγκεκριμένα, από την 1η Ιουλίου και έως το τέλος του προγράμματος, το κράτος καλύπτει το 100% των ασφαλιστικών εισφορών για τον χρόνο εργασίας που χάνεται. Ο εργοδότης θα πληρώνει έτσι μόνο τις εισφορές που αναλογούν στο τμήμα του μισθού που καταβάλλει.

Παράγοντες του επιχειρείν σκιαγραφούν την κατάσταση όπως διαμορφώνεται και θέτουν τους προβληματισμούς τους, προτείνοντας παράλληλα λύσεις για να αναζωογονηθεί και να ανακάμψει η πραγματική οικονομία

«Ρευστότητα και… αβεβαιότητα τα μεγάλα προβλήματα»

«Οι καταναλωτές είναι μουδιασμένοι λόγω της ανασφάλειας που επικρατεί και δεν καταναλώνουν, δεν κινείται η αγορά», υποστηρίζει ο Αναστάσιος Καπνοπώλης, πρόεδρος του ΒΕΘ. «Τα χρηματοδοτικά πακέτα που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση δεν έχουν προσφέρει τη ρευστότητα που χρειάζεται στις επιχειρήσεις, οι τράπεζες δείχνουν μία κινητικότητα αλλά όχι στο βαθμό που περιμέναμε», συμπληρώνει. «Η ρύθμιση των χρεών (σε δόσεις) που δημιούργησε η πανδημία και η επιδότηση της εργασίας χωρίς όρους θα διευκολύνουν τις επιχειρήσεις», λέει. Ταυτόχρονα, δεν αποκλείει το ενδεχόμενο ορισμένες επιχειρήσεις να κατεβάσουν ρολά αδυνατώντας να ανταπεξέλθουν στην νέα πραγματικότητα κάτι που θα επιφέρει και μεγάλη αύξηση της ανεργίας. Στέκεται ιδιαίτερα και στην ανάγκη για εκπαίδευση και εξειδίκευση των νέων ατόμων για να είναι ικανά να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της αγοράς εργασίας και να ενταχθούν ομαλά στον παραγωγικό ιστό.

«Η ρευστότητα είναι το μεγάλο ζήτημα», επισημαίνει ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ, Γιώργος Καββαθάς. Επικαλέστηκε μάλιστα πρόσφατη έρευνα της Συνομοσπονδίας, σύμφωνα με την οποία είναι ορατός ο κίνδυνος να κατεβάσουν ρολά 50.000 επιχειρήσεις στο επόμενο τρίμηνο, κάτι που συνεπάγεται απώλεια 190.000 θέσεων εργασίας με την ανεργία να ξεπερνά το 20% και την πτώση του ΑΕΠ να αγγίζει διψήφια νούμερα.

Αναφερόμενος στα εργαλεία ρευστότητας που εφαρμόζονται (ΤΕΠΙΧ, αναπτυξιακή τράπεζα, επιστρεπτέα), τονίζει πως πλην της επιστρεπτέας κανένα άλλο δε βοήθησε την αγορά καθώς «είναι το μόνο εργαλείο που δεν έχει προαπαιτούμενα και δεν μεσολαβεί το τραπεζικό σύστημα». Συνεχίζοντας, αναφέρει πως οι τράπεζες ζητάνε δικαιολογητικά και προαπαιτούμενα που ζητούσαν και σε οποιαδήποτε άλλη περίοδο ενώ υπάρχει κι ένα «κενό με την ασφαλιστική ενημερότητα την οποία δεν μπορούν να λάβουν επιχειρήσεις που έχουν οφειλές από τον Απρίλιο και μετά και αποκλείονται από τη χρηματοδότηση».

Για το πρόγραμμα «Συν-Εργασία», σημειώνει πως ήταν εξαρχής «δομημένο με λάθος τρόπο και δεν λειτούργησε αν και έγιναν κάποιες τροποποιήσεις. Aφορούσε μόνο θέσεις πλήρους απασχόλησης ενώ σήμερα πάνω από το 60% των θέσεων εργασίας είναι μερικής απασχόλησης». Θεωρεί πως για να ανακάμψει η αγορά πρέπει να «καλυφθεί ολόκληρο το μη μισθολογικό κόστος χωρίς όρους σε επιχειρήσεις κλάδων που πλήττονται σφοδρά από την πανδημία αλλά και να προχωρήσει η κυβέρνηση σε ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων χρεών των επιχειρήσεων που συσσωρεύτηκαν λόγω της επιδημίας σε πολλές δόσεις». Απαραίτητη κρίνει και την παράταση του μέτρου καταβολής ενοικίων μειωμένων κατά 40% μέχρι το τέλος του χρόνου.

«Η αβεβαιότητα και η ανασφάλεια είναι τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν εργαζόμενοι και εργοδότες αυτή τη στιγμή, δεν μπορείς να κάνεις προγραμματισμό για το αύριο», τονίζει η Χρύσα Γεωργιάδου - Γρανούζη, Α’ αντιπρόεδρος του ΕΕΘ. «Όταν δεν έχεις δουλειά δεν έχεις και λεφτά αλλά δεν μπορείς να κάνεις και τίποτα γι’ αυτό», προσθέτει.

«Το κράτος είναι απαραίτητο να σταθεί δίπλα στις επιχειρήσεις, τα μέχρι στιγμής χρηματοδοτικά εργαλεία που έχουν ανακοινωθεί δε βοήθησαν τις επιχειρήσεις καθώς ζητούνται εγγυήσεις και δεσμεύσεις που δεν μπορούν να ικανοποιηθούν», επισημαίνει. «Οι επιχειρήσεις δεν χρειάζονται δάνεια αλλά στήριξη από το κράτος στην κάλυψη των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων για να μην γίνουν απολύσεις», σημειώνει θεωρώντας παράλληλα πως είναι πιθανό να μπουν λουκέτα από τον Σεπτέμβριο σε πολλές επιχειρήσεις με την ύφεση να κυμαίνεται σε διψήφιο ποσοστό.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 23 Αυγούστου 2020

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία