ΚΟΙΝΩΝΙΑ

«Είμαι Έλληνας, άπιστοι...»

Η «Μακεδονία της Κυριακής» στο χωριό του γηγενή μακεδονομάχου καπετάν Κώττα

 25/09/2018 08:22

«Είμαι Έλληνας, άπιστοι...»

Του Νίκου Ασλανίδη


Ταλαιπωρημένο από τους μαρκαδόρους αγνώστων, έξω από τη νομαρχία της Φλώρινας, στέκει το άγαλμα του καπετάν Κώττα. Στη βάση του γράφει: «Είμαι Έλληνας, άπιστοι. Εγγόνι του Μέγα Αλέξανδρου. Εμένα σήμερα σκοτώνετε, αλλά μεγάλο το γένος μου και το γένος μου έρχεται να κάτσει στο ποδάρι μου και να κρατήσει... Μοναστήρι 27 Σεπτεμβρίου 1905».

Προσπαθώ να φανταστώ τη σκηνή. Ο Κώττας στο Ατ Παζάρ του Μοναστηρίου, μπροστά στην αγχόνη να φωνάζει αυτά τα λόγια στα «μακεδονίτικα», γιατί δεν ήξερε ελληνικά... Πώς άραγε θα άκουγαν αυτά τα λόγια σήμερα οι βόρειοι γείτονές μας; Πώς ακούγονται αυτά τα λόγια στους Έλληνες και κυρίως σε όσους μιλούν ακόμη αυτήν τη γλώσσα; Έτσι αποφάσισα να πάω στο χωριό του καπετάν Κώττα, που φέρει σήμερα το όνομα του καπετάνιου και βρίσκεται μόλις δέκα χιλιόμετρα, σε ευθεία γραμμή, από το σημείο όπου υπογράφηκε η πολυσυζητημένη συμφωνία των Πρεσπών.

Η παλιά Ρούλια Φλώρινας κατοικείται σήμερα από 22 άτομα, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι συνταξιούχοι. Το χωριό ερήμωσε όχι λόγω της οικονομικής κρίσης, αλλά από την εποχή του εμφυλίου πολέμου. «Μόνο από το χωριό μας πήραν 45 παιδιά...» μου λέει ένας ηλικιωμένος κάτοικος.

Στο κέντρο του χωριού δεσπόζει το σπίτι του καπετάν Κώττα, το οποίο το 1986, τα εγγόνια του, το χάρισαν στην κοινότητα και λειτουργεί ως μουσείο. Τότε πρόεδρος της κοινότητας ήταν η Αλίκη Ράμου, η οποία μέχρι σήμερα παραμένει άμισθη φύλακας και ξεναγός του μουσείου.
«Ο καπετάν Κώττας ήταν αγράμματος, αλλά πανέξυπνος άνθρωπος» μας λέει η ίδια και συνεχίζει: «Ο παππούς μου, ο Βασίλης Ράμος, ήταν ο γραμματέας του και ο Λάκης Πύρζας ήταν ο διερμηνέας, γιατί ο ίδιος δεν ήξερε ελληνικά...».

Τη ρωτάω γιατί δεν γνώριζε ελληνικά και μου εξηγεί ότι εκείνη την εποχή όλοι οι κάτοικοι της περιοχής ήσαν σλαβόφωνοι, αλλά είχαν ελληνική συνείδηση. «Γι’ αυτό ο Κώττας οι τελευταίες λέξεις που είπε ήταν: Νταζίβε Γκρίτσκι δηλαδή ‘Ζήτω η Ελλάδα’. Σήμερα εμείς οι παλαιότεροι μιλάμε ακόμη αυτήν τη γλώσσα, αλλά οι νέοι δεν την ξέρουν...».

Η κ. Ράμου μας ξεναγεί στο σπίτι του καπετάνιου και μας δείχνει τη μυστική έξοδο απ' όπου έφευγε και εξαφανιζόταν όταν τον κυνηγούσαν οι Τούρκοι και οι βούλγαροι κομιτατζήδες, οι οποίοι τον είχαν ιδιαίτερη μανία, γιατί του πρότειναν να συνεργαστεί μαζί τους, αλλά αυτός αρνήθηκε. Του έταξαν δόξα και πλούτη, για να προσχωρήσει στη βουλγαρική παράταξη ή τουλάχιστον να παραμείνει ουδέτερος, αλλά ο Κώττας απέρριψε τις προτάσεις τους. Τότε προσπάθησαν να τον εξοντώσουν με δόλο, όπως έκαναν με τον καπετάν Αγρα. Έστειλαν έναν Βούλγαρο δήθεν να καταταγεί στο σώμα του, αλλά ο Κώττας κατάλαβε την παγίδα και τον εξόντωσε.

Η δράση του
Τον Ιούνιο του 1902 οι Τούρκοι κάνουν επίθεση στη Ρούλια και ο καπετάνιος με τα παλικάρια του αντιστέκεται. Καταφθάνουν ισχυρές τουρκικές δυνάμεις και τελικά ο Κώττας αναγκάζεται να διαφύγει. Το χωριό του εκκενώνεται και λεηλατείται. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου δίνει μάχη στο σημερινό Τρίγωνο και νικά τον περιβόητο Τσακαλάρωφ. Η νίκη του αυτή δίνει ελπίδες στους Έλληνες της περιοχής, που ξεσηκώνονται με τσάπες και γκλίτσες, και ακολουθούν τον Κώττα. Μετά την επανάσταση του Ίλιντεν, οι Τούρκοι καίνε τα ελληνικά χωριά το ένα μετά το άλλο και ο Κώττας πάει στην Αθήνα και ζητάει βοήθεια. Ο Στέφανος Δραγούμης τον παρουσιάζει στο διάδοχο Κωνσταντίνο. Τον Μάρτιο του 1904 ο Κώττας συνοδεύει τέσσερις αξιωματικούς του ελληνικού στρατού στη Μακεδονία, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Παύλος Μελάς. Φτάνουν στο σημερινό Γαύρο Καστοριάς όπου μιλάει σε συγκέντρωση τοπικών παραγόντων και λέει: Αδέλφια, οι Βούλγαροι μας έκαναν να χάσουμε τη γλώσσα μας. Μη μας πάρουν και την πίστη μας. Είμαστε έλληνες ορθόδοξοι. Πνευματικά παιδιά του πατριάρχη.
Σε εκείνο το σημείο σταμάτησε την ομιλία του και έβγαλε από την τσέπη του τέσσερα νομίσματα με ελληνικές επιγραφές που βρήκε καλλιεργώντας το χωράφι του και συνέχισε: «Αν σκάψουμε πέντε πόντους στο χώμα, ακούμε τη φωνή της γης. Όλα φωνάζουν πως χιλιάδες χρόνια σε αυτά τα χώματα χτυπάει η καρδιά της Ελλάδας...».
Ο Παύλος Μελάς έγραψε για εκείνη την ομιλία προς τη σύζυγό του Ναταλία: «Κατόπιν προσκλήσεως του Κώττα, συνεκεντρώθησαν εις το δωματιόν μας 12 προύχοντες. Εις αυτούς ζωηρότατα, ευγλωττότατα και πειστικά -μετέφραζεν ο Πύρζας- ωμίλησε μακεδονικά ο Κώττας. Τους είπε πολλά αλλά περιορίζομαι να σου ειπώ ότι ήσαν όλα σύμφωνα με τας ιδέας μας... Όλοι οι προύχοντες ενθουσιάστηκαν και συμφώνησαν με τον Κώτταν».

Οι Βούλγαροι τρομοκρατημένοι από τη δράση του Κώττα προσπαθούν να τον εκδικηθούν, χτυπώντας την οικογένειά του. Τα δύο μεγαλύτερα αγόρια του καπετάνιου, με μεσολάβηση του Γερμανού Καραβαγγέλη, στάλθηκαν στην Αθήνα για να σπουδάσουν, ενώ τα τρία μικρότερα δόθηκαν σε συγγενείς. Στο σπίτι έμεινε μόνη η γυναίκα του Ζωή και η κόρη του Σοφία. Ένα βράδυ οι Βούλγαροι σπάνε την εξώπορτα και τις βασανίζουν, για να αποκαλύψουν την κρυψώνα του σπιτιού. Η μικρή Σοφία έπειτα από άγριο ξυλοδαρμό υποδεικνύει την κρυψώνα, αλλά το μόνο που βρίσκουν είναι μία στολή έλληνα ανθυπολοχαγού... Εξοργισμένοι, οι κομιτατζήδες δένουν μάνα και κόρη, και τις οδηγούν έξω από το χωριό, σε μία αχλαδιά, όπου τον προηγούμενο χρόνο κρέμασαν τον αδελφό της Ζωής. Στήνεται και πάλι η αγχόνη και τότε ακούγονται φωνές πως καταφθάνει ο τουρκικός στρατός. Πανικόβλητοι οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν τις δύο γυναίκες και το ‘βαλαν στα πόδια...

Ο τραγικός επίλογος
Στις 9 Ιουνίου του 1904 οι Τούρκοι περικυκλώνουν αιφνιδιαστικά τη Ρούλια και ο καπετάνιος κρύβεται κάτω από έναν φούρνο γειτονικού σπιτιού.

«Εκείνη την εποχή οι φούρνοι ήταν έξω από το σπίτι και από κάτω υπήρχε ένας μικρός χώρος όπου συνήθως είχαν ένα γουρούνι», μας λέει η κ. Ράμου και συνεχίζει: «Τη μέρα που ήρθαν οι Τούρκοι, ο καπετάνιος πρόλαβε να φύγει από τη μυστική έξοδο αλλά, επειδή είχαν κυκλώσει το χωριό, μπήκε κάτω από το φούρνο. Ο χώρος όμως ήταν πολύ μικρός και κάποια στιγμή εκπυρσοκρότησε το όπλο του καπετάνιου και τον συνέλαβαν. Η γυναίκα του μάζεψε τα παιδιά της και πήγε στην Καστοριά κοντά στον Γερμανό Καραβαγγέλη».

Ο τραγικός επίλογος του Κώττα γράφτηκε στις 27 Σεπτεμβρίου του 1905. Οι Τούρκοι τον έβγαλαν από τις φυλακές, για να τον απαγχονίσουν. Στο δρόμο ο Καπετάνιος κατάφερε να τους ξεφύγει. «Άρχισε να τρέχει στα στενά δρομάκια, στο Μοναστήρι και προσπαθούσε να φτάσει σε ένα σημείο όπου είχε πει σε έναν φίλο του να αφήσει δύο άλογα», λέει ένας άλλος κάτοικος του χωριού, ο Χρήστος Γεωργίου, και προσθέτει: «Οι Τούρκοι τον καταδίωξαν, τον πυροβόλησαν και τον τραυμάτισαν στο πόδι. Έτσι τον οδήγησαν στην αγχόνη...».
Όσοι παραβρέθηκαν εκείνη τη στιγμή στο Ατ Παζάρ άκουσαν τα τελευταία λόγια του Κώττα και με έκπληξη τον είδαν να κλοτσά μόνος του την καρέκλα, πάνω στην οποία τον ανέβασαν και του πέρασαν τη θηλιά...

- Έρχονται στο μουσείο για να μάθουν την ιστορία του Κώττα; ρώτησα την κ. Ράμου.

- Έρχονται, αλλά όχι πολλοί. Ήρθαν δύο καθηγητές από την Πρέβεζα και τους είπα: «Εγώ έμαθα για τους ήρωες του 1821 στο σχολείο. Εσείς γιατί δεν λέτε στα παιδιά να μάθουν για τους ήρωες του Μακεδονικού Αγώνα;». Πέρασαν μερικοί μήνες και αυτοί οι καθηγητές έφεραν έξι λεωφορεία με τους μαθητές τους. Ήταν πολύ συγκινητικό...

Η συμφωνία…

- Τώρα πώς βλέπετε τα πράγματα μετά τη συμφωνία των Πρεσπών;

- Δεν μου άρεσε αυτή η συμφωνία. Δεν θέλω να πω περισσότερα γι’ αυτό. Εμείς είμαστε περήφανοι που καταγόμαστε από το χωριό του Κώττα...

- Βλέπω αυτοκίνητα παρκαρισμένα στο χωριό με σκοπιανές πινακίδες. Έρχονται τακτικά;
- Ναι, έρχονται. Έχουμε και συγγενείς στο Μοναστήρι. Εγώ έχω τα ανίψια μου. Τα δυο παιδιά του αδελφού μου. Αυτά τα παιδιά αισθάνονται Έλληνες, γιατί ο πατέρας τους έφυγε την περίοδο του εμφυλίου πολέμου χωρίς τη θέλησή του...
Ο Χ. Γεωργίου απαντάει στο ερώτημά μου για τη συμφωνία των Πρεσπών με ερώτηση...
- Μετά τη συμφωνία ξέρουμε πού είναι η Βόρεια Μακεδονία. Ας μας πουν όμως πού είναι η Νότια; Έρχονται εδώ και ψάχνουν τα σπίτια των παππούδων τους. Είναι ήσυχοι άνθρωποι και, όπως μας λένε, δεν θέλουν φασαρίες. Φοβάμαι όμως τους πολιτικούς τους, που συνέχεια ζητάνε και δεν βλέπω να σταματάνε τις διεκδικήσεις...

Το χρονικό

Τον Ιούνιο του 1902 οι Τούρκοι κάνουν επίθεση στη Ρούλια και ο Καπετάνιος αντιστέκεται

Στις 9 Ιουνίου του 1904 οι Τούρκοι περικυκλώνουν τη Ρούλια και ο καπετάνιος κρύβεται κάτω από έναν φούρνο

Στις 27 Σεπτεμβρίου του 1905 γράφτηκε ο τραγικός επίλογος του Κώττα

Του Νίκου Ασλανίδη


Ταλαιπωρημένο από τους μαρκαδόρους αγνώστων, έξω από τη νομαρχία της Φλώρινας, στέκει το άγαλμα του καπετάν Κώττα. Στη βάση του γράφει: «Είμαι Έλληνας, άπιστοι. Εγγόνι του Μέγα Αλέξανδρου. Εμένα σήμερα σκοτώνετε, αλλά μεγάλο το γένος μου και το γένος μου έρχεται να κάτσει στο ποδάρι μου και να κρατήσει... Μοναστήρι 27 Σεπτεμβρίου 1905».

Προσπαθώ να φανταστώ τη σκηνή. Ο Κώττας στο Ατ Παζάρ του Μοναστηρίου, μπροστά στην αγχόνη να φωνάζει αυτά τα λόγια στα «μακεδονίτικα», γιατί δεν ήξερε ελληνικά... Πώς άραγε θα άκουγαν αυτά τα λόγια σήμερα οι βόρειοι γείτονές μας; Πώς ακούγονται αυτά τα λόγια στους Έλληνες και κυρίως σε όσους μιλούν ακόμη αυτήν τη γλώσσα; Έτσι αποφάσισα να πάω στο χωριό του καπετάν Κώττα, που φέρει σήμερα το όνομα του καπετάνιου και βρίσκεται μόλις δέκα χιλιόμετρα, σε ευθεία γραμμή, από το σημείο όπου υπογράφηκε η πολυσυζητημένη συμφωνία των Πρεσπών.

Η παλιά Ρούλια Φλώρινας κατοικείται σήμερα από 22 άτομα, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι συνταξιούχοι. Το χωριό ερήμωσε όχι λόγω της οικονομικής κρίσης, αλλά από την εποχή του εμφυλίου πολέμου. «Μόνο από το χωριό μας πήραν 45 παιδιά...» μου λέει ένας ηλικιωμένος κάτοικος.

Στο κέντρο του χωριού δεσπόζει το σπίτι του καπετάν Κώττα, το οποίο το 1986, τα εγγόνια του, το χάρισαν στην κοινότητα και λειτουργεί ως μουσείο. Τότε πρόεδρος της κοινότητας ήταν η Αλίκη Ράμου, η οποία μέχρι σήμερα παραμένει άμισθη φύλακας και ξεναγός του μουσείου.
«Ο καπετάν Κώττας ήταν αγράμματος, αλλά πανέξυπνος άνθρωπος» μας λέει η ίδια και συνεχίζει: «Ο παππούς μου, ο Βασίλης Ράμος, ήταν ο γραμματέας του και ο Λάκης Πύρζας ήταν ο διερμηνέας, γιατί ο ίδιος δεν ήξερε ελληνικά...».

Τη ρωτάω γιατί δεν γνώριζε ελληνικά και μου εξηγεί ότι εκείνη την εποχή όλοι οι κάτοικοι της περιοχής ήσαν σλαβόφωνοι, αλλά είχαν ελληνική συνείδηση. «Γι’ αυτό ο Κώττας οι τελευταίες λέξεις που είπε ήταν: Νταζίβε Γκρίτσκι δηλαδή ‘Ζήτω η Ελλάδα’. Σήμερα εμείς οι παλαιότεροι μιλάμε ακόμη αυτήν τη γλώσσα, αλλά οι νέοι δεν την ξέρουν...».

Η κ. Ράμου μας ξεναγεί στο σπίτι του καπετάνιου και μας δείχνει τη μυστική έξοδο απ' όπου έφευγε και εξαφανιζόταν όταν τον κυνηγούσαν οι Τούρκοι και οι βούλγαροι κομιτατζήδες, οι οποίοι τον είχαν ιδιαίτερη μανία, γιατί του πρότειναν να συνεργαστεί μαζί τους, αλλά αυτός αρνήθηκε. Του έταξαν δόξα και πλούτη, για να προσχωρήσει στη βουλγαρική παράταξη ή τουλάχιστον να παραμείνει ουδέτερος, αλλά ο Κώττας απέρριψε τις προτάσεις τους. Τότε προσπάθησαν να τον εξοντώσουν με δόλο, όπως έκαναν με τον καπετάν Αγρα. Έστειλαν έναν Βούλγαρο δήθεν να καταταγεί στο σώμα του, αλλά ο Κώττας κατάλαβε την παγίδα και τον εξόντωσε.

Η δράση του
Τον Ιούνιο του 1902 οι Τούρκοι κάνουν επίθεση στη Ρούλια και ο καπετάνιος με τα παλικάρια του αντιστέκεται. Καταφθάνουν ισχυρές τουρκικές δυνάμεις και τελικά ο Κώττας αναγκάζεται να διαφύγει. Το χωριό του εκκενώνεται και λεηλατείται. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου δίνει μάχη στο σημερινό Τρίγωνο και νικά τον περιβόητο Τσακαλάρωφ. Η νίκη του αυτή δίνει ελπίδες στους Έλληνες της περιοχής, που ξεσηκώνονται με τσάπες και γκλίτσες, και ακολουθούν τον Κώττα. Μετά την επανάσταση του Ίλιντεν, οι Τούρκοι καίνε τα ελληνικά χωριά το ένα μετά το άλλο και ο Κώττας πάει στην Αθήνα και ζητάει βοήθεια. Ο Στέφανος Δραγούμης τον παρουσιάζει στο διάδοχο Κωνσταντίνο. Τον Μάρτιο του 1904 ο Κώττας συνοδεύει τέσσερις αξιωματικούς του ελληνικού στρατού στη Μακεδονία, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Παύλος Μελάς. Φτάνουν στο σημερινό Γαύρο Καστοριάς όπου μιλάει σε συγκέντρωση τοπικών παραγόντων και λέει: Αδέλφια, οι Βούλγαροι μας έκαναν να χάσουμε τη γλώσσα μας. Μη μας πάρουν και την πίστη μας. Είμαστε έλληνες ορθόδοξοι. Πνευματικά παιδιά του πατριάρχη.
Σε εκείνο το σημείο σταμάτησε την ομιλία του και έβγαλε από την τσέπη του τέσσερα νομίσματα με ελληνικές επιγραφές που βρήκε καλλιεργώντας το χωράφι του και συνέχισε: «Αν σκάψουμε πέντε πόντους στο χώμα, ακούμε τη φωνή της γης. Όλα φωνάζουν πως χιλιάδες χρόνια σε αυτά τα χώματα χτυπάει η καρδιά της Ελλάδας...».
Ο Παύλος Μελάς έγραψε για εκείνη την ομιλία προς τη σύζυγό του Ναταλία: «Κατόπιν προσκλήσεως του Κώττα, συνεκεντρώθησαν εις το δωματιόν μας 12 προύχοντες. Εις αυτούς ζωηρότατα, ευγλωττότατα και πειστικά -μετέφραζεν ο Πύρζας- ωμίλησε μακεδονικά ο Κώττας. Τους είπε πολλά αλλά περιορίζομαι να σου ειπώ ότι ήσαν όλα σύμφωνα με τας ιδέας μας... Όλοι οι προύχοντες ενθουσιάστηκαν και συμφώνησαν με τον Κώτταν».

Οι Βούλγαροι τρομοκρατημένοι από τη δράση του Κώττα προσπαθούν να τον εκδικηθούν, χτυπώντας την οικογένειά του. Τα δύο μεγαλύτερα αγόρια του καπετάνιου, με μεσολάβηση του Γερμανού Καραβαγγέλη, στάλθηκαν στην Αθήνα για να σπουδάσουν, ενώ τα τρία μικρότερα δόθηκαν σε συγγενείς. Στο σπίτι έμεινε μόνη η γυναίκα του Ζωή και η κόρη του Σοφία. Ένα βράδυ οι Βούλγαροι σπάνε την εξώπορτα και τις βασανίζουν, για να αποκαλύψουν την κρυψώνα του σπιτιού. Η μικρή Σοφία έπειτα από άγριο ξυλοδαρμό υποδεικνύει την κρυψώνα, αλλά το μόνο που βρίσκουν είναι μία στολή έλληνα ανθυπολοχαγού... Εξοργισμένοι, οι κομιτατζήδες δένουν μάνα και κόρη, και τις οδηγούν έξω από το χωριό, σε μία αχλαδιά, όπου τον προηγούμενο χρόνο κρέμασαν τον αδελφό της Ζωής. Στήνεται και πάλι η αγχόνη και τότε ακούγονται φωνές πως καταφθάνει ο τουρκικός στρατός. Πανικόβλητοι οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν τις δύο γυναίκες και το ‘βαλαν στα πόδια...

Ο τραγικός επίλογος
Στις 9 Ιουνίου του 1904 οι Τούρκοι περικυκλώνουν αιφνιδιαστικά τη Ρούλια και ο καπετάνιος κρύβεται κάτω από έναν φούρνο γειτονικού σπιτιού.

«Εκείνη την εποχή οι φούρνοι ήταν έξω από το σπίτι και από κάτω υπήρχε ένας μικρός χώρος όπου συνήθως είχαν ένα γουρούνι», μας λέει η κ. Ράμου και συνεχίζει: «Τη μέρα που ήρθαν οι Τούρκοι, ο καπετάνιος πρόλαβε να φύγει από τη μυστική έξοδο αλλά, επειδή είχαν κυκλώσει το χωριό, μπήκε κάτω από το φούρνο. Ο χώρος όμως ήταν πολύ μικρός και κάποια στιγμή εκπυρσοκρότησε το όπλο του καπετάνιου και τον συνέλαβαν. Η γυναίκα του μάζεψε τα παιδιά της και πήγε στην Καστοριά κοντά στον Γερμανό Καραβαγγέλη».

Ο τραγικός επίλογος του Κώττα γράφτηκε στις 27 Σεπτεμβρίου του 1905. Οι Τούρκοι τον έβγαλαν από τις φυλακές, για να τον απαγχονίσουν. Στο δρόμο ο Καπετάνιος κατάφερε να τους ξεφύγει. «Άρχισε να τρέχει στα στενά δρομάκια, στο Μοναστήρι και προσπαθούσε να φτάσει σε ένα σημείο όπου είχε πει σε έναν φίλο του να αφήσει δύο άλογα», λέει ένας άλλος κάτοικος του χωριού, ο Χρήστος Γεωργίου, και προσθέτει: «Οι Τούρκοι τον καταδίωξαν, τον πυροβόλησαν και τον τραυμάτισαν στο πόδι. Έτσι τον οδήγησαν στην αγχόνη...».
Όσοι παραβρέθηκαν εκείνη τη στιγμή στο Ατ Παζάρ άκουσαν τα τελευταία λόγια του Κώττα και με έκπληξη τον είδαν να κλοτσά μόνος του την καρέκλα, πάνω στην οποία τον ανέβασαν και του πέρασαν τη θηλιά...

- Έρχονται στο μουσείο για να μάθουν την ιστορία του Κώττα; ρώτησα την κ. Ράμου.

- Έρχονται, αλλά όχι πολλοί. Ήρθαν δύο καθηγητές από την Πρέβεζα και τους είπα: «Εγώ έμαθα για τους ήρωες του 1821 στο σχολείο. Εσείς γιατί δεν λέτε στα παιδιά να μάθουν για τους ήρωες του Μακεδονικού Αγώνα;». Πέρασαν μερικοί μήνες και αυτοί οι καθηγητές έφεραν έξι λεωφορεία με τους μαθητές τους. Ήταν πολύ συγκινητικό...

Η συμφωνία…

- Τώρα πώς βλέπετε τα πράγματα μετά τη συμφωνία των Πρεσπών;

- Δεν μου άρεσε αυτή η συμφωνία. Δεν θέλω να πω περισσότερα γι’ αυτό. Εμείς είμαστε περήφανοι που καταγόμαστε από το χωριό του Κώττα...

- Βλέπω αυτοκίνητα παρκαρισμένα στο χωριό με σκοπιανές πινακίδες. Έρχονται τακτικά;
- Ναι, έρχονται. Έχουμε και συγγενείς στο Μοναστήρι. Εγώ έχω τα ανίψια μου. Τα δυο παιδιά του αδελφού μου. Αυτά τα παιδιά αισθάνονται Έλληνες, γιατί ο πατέρας τους έφυγε την περίοδο του εμφυλίου πολέμου χωρίς τη θέλησή του...
Ο Χ. Γεωργίου απαντάει στο ερώτημά μου για τη συμφωνία των Πρεσπών με ερώτηση...
- Μετά τη συμφωνία ξέρουμε πού είναι η Βόρεια Μακεδονία. Ας μας πουν όμως πού είναι η Νότια; Έρχονται εδώ και ψάχνουν τα σπίτια των παππούδων τους. Είναι ήσυχοι άνθρωποι και, όπως μας λένε, δεν θέλουν φασαρίες. Φοβάμαι όμως τους πολιτικούς τους, που συνέχεια ζητάνε και δεν βλέπω να σταματάνε τις διεκδικήσεις...

Το χρονικό

Τον Ιούνιο του 1902 οι Τούρκοι κάνουν επίθεση στη Ρούλια και ο Καπετάνιος αντιστέκεται

Στις 9 Ιουνίου του 1904 οι Τούρκοι περικυκλώνουν τη Ρούλια και ο καπετάνιος κρύβεται κάτω από έναν φούρνο

Στις 27 Σεπτεμβρίου του 1905 γράφτηκε ο τραγικός επίλογος του Κώττα

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία