ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Χρ. Νικολόπουλος στη «ΜτΚ»: Εύχομαι να βρεθούν πολιτικοί που να μη μας βλέπουν σαν εχθρούς

Συνάντηση... με το συνθέτη και δεξιοτέχνη του μπουζουκιού

 19/01/2021 09:00

Χρ. Νικολόπουλος στη «ΜτΚ»: Εύχομαι να βρεθούν πολιτικοί που να μη μας βλέπουν σαν εχθρούς

Του Νίκου Ασλανίδη

Τον γνώρισα πριν από χρόνια στο Καψοχώρι της Αλεξάνδρειας Ημαθίας. Εκεί γεννήθηκε και για πρώτη φορά έπιασε στα χέρια του μπουζούκι. Από πιτσιρικάς πήγαινε σε κάθε γιορτή, γάμο ή πανηγύρι και βρισκόταν πάντα δίπλα στους μουσικούς για να τους δει πως δουλεύουν. Ο Χρήστος Νικολόπουλος, είχε μόνο ένα όνειρο: να γίνει ο καλύτερος μπουζουκτσής.

Πώς πήρατε την απόφαση να κατεβείτε στην Αθήνα;

Άρχισα για λόγους βιοποριστικούς να παίζω σε τοπικές γιορτές, πανηγύρια και πολύ γρήγορα, από 13 χρόνων περίπου, άρχισα να παίζω σε κοντινές πόλεις, στη Βέροια, τη Φλώρινα, την Καστοριά κ.λπ. Εκεί γνώρισα και κάποιους μουσικούς από την Αθήνα που έρχονταν σε διάφορες περιοδείες. Θυμάμαι στην Κοζάνη π.χ. σε ένα χώρο στο «Ερμιόνιο» που γνώρισα το Ζακ Ιακωβίδη το συνθέτη, με τη Μάγια Μελάγια, το Φώτη Δήμα, κάποιους ελαφρούς τραγουδιστές της εποχής εκείνης, όλοι όσους γνώριζα μου λέγανε, «Γιατί δεν κατεβαίνεις στην Αθήνα;». Ένιωθα πολύ ώριμος, παρότι ήμουν μικρός και συνειδητοποίησα ότι το κέντρο των πραγμάτων ήταν στην Αθήνα. Από πολύ νωρίς λοιπόν, ζήτησα την ευχή του πατέρα μου και έφυγα στα 16 μου για να βρω την τύχη μου. Όπως στα παραμύθια δηλαδή. Πήγα να βρω την τύχη μου στην Αθήνα που ήταν μία άγνωστη πόλη για μένα.

nikolopoylos-aslanidis.jpg

Πώς αισθανόσασταν όταν σε μικρή ηλικία βρεθήκατε δίπλα στις μεγάλες «φίρμες» της εποχής;

Εκεί στην Αθήνα στην αρχή περιπλανήθηκα ενάμιση χρόνο περίπου, μετά όμως αναζητώντας να κάνω γνωριμίες παίζοντας σε studio δωρεάν, δηλαδή στις ηχογραφήσεις διαφόρων μικρών εταιρειών, γνώρισα κάποιους πάρα πολύ καλούς μουσικούς γιατί δούλευαν σε πρώτα κέντρα. Τον πρώτο καιρό δούλεψα με τον ρεμπέτη τον Γιάννη Κυριαζή, ένα σπουδαίο τραγουδιστή εκείνης της εποχής. Εκείνο το διάστημα είχε τραγουδήσει και ένα όμορφο τραγούδι, το «Τι όμορφη που είσαι όταν κλαις». Όπως σας είπα με σύστησαν σε διάφορους μεγαλύτερους τραγουδιστές. Ο πρώτος μεγάλος τραγουδιστής που δούλεψα μαζί του ήταν ο Μανώλης Αγγελόπουλος. 

Σε μία περιοδεία του που περιλάμβανε και τη Θεσσαλονίκη, στο κέντρο «Καλαμίτσα» πολύ γρήγορα βρέθηκα δίπλα στον Καζαντζίδη. Ήταν γύρω στο 1965. Ήταν η τελευταία περίοδος που δούλεψε ο Στέλιος. Πολύ γρήγορα πήρε την απόφαση να σταματήσει και μετά από λίγο καιρό το έκανε. Δούλεψα μαζί του δηλαδή γύρω στην μιάμιση σεζόν. Στο διάστημα αυτό πήγα μαζί του σαν πρώτο μπουζούκι στην Αμερική, σε μία περιοδεία την άνοιξη του 1965. Δούλεψα επίσης σε μία μεγάλη περιοδεία εντός της Ελλάδας με την Καίτη Γκρέυ και τη Μαρινέλλα. Στην Αμερική ήταν με το θίασο του Χατζηχρήστου. 

Στη συνέχεια το φθινόπωρο του ‘65 πήγαμε στη Γερμανία σε μία μεγάλη περιοδεία που έγινε χαλασμός. Περίπου 20 συναυλίες έγιναν αν θυμάμαι καλά. Τον επόμενο χειμώνα ‘65-‘66, πήγα πάλι μαζί του σε ένα κέντρο στην οδό Ηπείρου, το κέντρο της Αθήνας που το ονόμασαν «Φαληρικό». Η ονομασία προέρχεται από ένα κέντρο που ήταν στην παραλία στις Τζιτζιφιές, το είχε ο ίδιος επιχειρηματίας. Το όνομα του «Γιάννης Μαργομένος». Εκεί λοιπόν ήταν η τελευταία σεζόν που δούλεψε ο Καζαντζίδης μαζί με τη Μαρινέλλα, τη Γιώτα Λύδια και τον Μίμη Παπαϊωάννου τον ποδοσφαιριστή, ο οποίος τότε τραγουδούσε περιστασιακά.

Ποιος ήταν για σας ο «μεγαλύτερος δάσκαλος» στο μπουζούκι;

Ο μεγάλος δάσκαλος στην πλειοψηφία των δεξιοτεχνών του μπουζουκιού ήταν και θα είναι ο Μανώλης Χιώτης. Αυτός ήταν για μένα μεγάλος δάσκαλος και είχα τη μεγάλη τύχη όταν δούλευα με την Πόλυ Πάνου -γύρω στο 1969-70 σε ένα κέντρο που το έλεγαν «Ακροπόλ», απέναντι από το Πολυτεχνείο- να δουλέψαμε μαζί. Εγώ ήμουν το μπουζούκι της Πόλυ Πάνου και συνόδευα το Χιώτη στα δικά του τραγούδια. Πράγματι, το έχω ξαναπεί, ήταν σαν να πήρα το Μεταπτυχιακό μου δουλεύοντας με το Χιώτη. Με αυτόν που μελετούσα τα προηγούμενα χρόνια και που θαύμαζα απέραντα, δούλεψα μία ολόκληρη σεζόν και ήταν πολύ μεγάλο μάθημα. 

Στη συνέχεια, δούλεψα και με πολλούς άλλους μεγάλους δεξιοτέχνες του μπουζουκιού, που ήταν πράγματι δάσκαλοι στο είδος αυτό. Όπως ο Ζαμπέτας, που ήταν αχώριστος φίλος μου, έχω παίξει μαζί του μπουζούκι στο 80% των τραγουδιών του. Με τον Στέλιο Ζαφειρίου που ήταν επίσης ένας μεγάλος δεξιοτέχνης. Αυτοί ήταν που με επηρέασαν πραγματικά στον τρόπο παιξίματος και ο Τσιτσάνης, ο οποίος δεν είχε αναδειχθεί σαν δεξιοτέχνης του μπουζουκιού αλλά κυρίως σαν συνθέτης. Παρόλα αυτά, επειδή έπαιζε με έναν ιδιαίτερο τρόπο, με επηρέασε και σε πολλά τραγούδια μου. Ας πούμε τον έχω «μιμηθεί» βάζοντας ασφαλώς και το δικό μου τρόπο.

Συνολικά σε πόσα τραγούδια γράψατε μουσική και ποια είναι τα πιο αγαπημένα σας;

Πράγματι άρχισα να γράφω τραγούδια από πολύ μικρός. Σε όλο το διάστημα που η κυρίως απασχόληση μου ήταν να παίζω μπουζούκι και να συνοδεύω τραγουδιστές, παράλληλα έγραφα και τραγούδια. Μάλιστα για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα εκεί στη δεκαετία του ’80, ’90. ‘95, ήμουνα πολυγραφότατος, μπορεί να έγραφα και 5 LP το χρόνο, δεν ξέρω αν το πιστεύετε κιόλας! Έγραφα με πολύ μεγάλο ζήλο, γιατί αγαπούσα αυτό που έκανα, ήθελα να μπω στο χώρο αυτό και το κατάφερα πάρα πολύ νωρίς. Θυμάμαι από τα πρώτα τραγούδια που έγραψα ήταν σε έναν δίσκο που έκανε ο Καζαντζίδης με τραγούδια που έγραψαν από τέσσερα ο Καλδάρας, τέσσερα ο Άκης Πάνου και τέσσερα εγώ. Στο δίσκο αυτό ήταν τα τραγούδια «την Παρασκευή το βράδυ», το «Αγριολούλουδο», το «Γυρίζω απ’ τη νύχτα» και άλλα δύο τραγούδια τα οποία έγιναν πολύ μεγάλες επιτυχίες. Αυτό σημαίνει ότι έδειξα από τότε την ικανότητά μου να γράφω καλά τραγούδια. 

Συνολικά τα τραγούδια που έχω γράψει αγγίζουν τις 2.000. Δόξα τω Θεώ πρόλαβα να γράψω σχεδόν για όλους τους τραγουδιστές. Όλα αυτά όμως σχετικά με τη δράση μου ως δεξιοτέχνης του μπουζουκιού συνοδεύοντας τραγουδιστές και γράφοντας τραγούδια, έγιναν μέχρι το ‘85. Το 1985 λοιπόν, πήρα τη σκυτάλη και έγινα «αρχηγός» που λέμε. Αυτό που έκαναν οι παλιότεροι μου, ο Τσιτσάνης και οι άλλοι. Έκανα το δικό μου πρόγραμμα, με δικά μου τραγούδια, βγαίνοντας μπροστά. Αυτό άρχισε σε ένα νυχτερινό κέντρο που το έλεγαν «Νταλίκες» και έγινε χαλασμός για τρία χρόνια. Από εκεί και πέρα άρχισα να κάνω δεκάδες συναυλίες κάθε καλοκαίρι και έτσι λοιπόν, το αποτέλεσμα ήταν να με αποδεχθεί και να με αγαπήσει ο κόσμος.

Τώρα την περίοδο της πανδημίας πώς περνάτε;

Τώρα με την πανδημία… Ωραία ερώτηση! Έχω μερικά χρόνια που παλεύω να κάνω ένα δίσκο σε στίχους που μου είχε εμπιστευτεί και μου άφησε ο Μανώλης Ρασούλης. Είναι πολύ μεγάλος ο αριθμός, πάνω από 50-60 τραγούδια. Λέω ότι παλεύω γιατί προσπαθώ να γίνει πάρα πολύ καλός αυτός ο δίσκος. Τώρα με την πανδημία λοιπόν που είμαστε κλεισμένοι μέσα και δεν έχουμε δυνατότητα ζωντανών εμφανίσεων σε κέντρα, συναυλίες κ.λπ. αυτός ο δίσκος κοντεύει να τελειώσει. Παράλληλα, όπως σας είπα είμαι πολύ παραγωγικός. Η έμπνευσή μου ακόμα δόξα τω Θεώ είναι στην ακμή της. 

Ετοίμασα μία δουλειά σε στίχους ενός πολύ καλού, παλιού μου φίλου, του Νίκου Αναγνωστάκη που είναι λογοτέχνης και ιδιοκτήτης του μοναδικού μουσικού site «το όγδοο» και γράφει πολύ καλούς στίχους. Ετοιμάσαμε μία δουλειά που θα τραγουδήσουν διάφοροι τραγουδιστές, νεότεροι, κυρίως αυτής της γενιάς όπως μεταξύ αυτών ο Μίλτος Πασχαλίδης, η Ρίτα Αντωνοπούλου και πολλοί άλλοι. Θα συμμετέχει και ο αγαπημένος μου φίλος Σταμάτης Κραουνάκης σε ένα τραγούδι. Επίσης, κάνω μία τακτοποίηση του αρχείου μου, το οποίο είναι πάρα πολύ πλούσιο και βρίσκω τραγούδια μου, που είχα κάνει κατά καιρούς και δεν είχαν μπει σε δίσκους. Αυτά που έχω βρει είναι αφάνταστα πολλά, πάνω από 200- 300 τραγούδια, που είναι «στο συρτάρι» που λέμε.

Υποχρεωθήκατε να ακυρώσετε προγραμματισμένες συναυλίες λόγω της πανδημίας;

Ασφαλώς και υποχρεώθηκα να ακυρώσω αρκετές συναυλίες μέσα στο 2020. Μόνο δύο πρόλαβα να κάνω, μία στη Θεσσαλονίκη στη Μονή Λαζαριστών μαζί με τη Γλυκερία νωρίς το καλοκαίρι -πριν το lockdown δηλαδή- και μία στη Μύκονο. Δυστυχώς ο χώρος μας έχει πληγεί ανεπανόρθωτα, κυρίως οι άνθρωποι που ζούσαν από το μεροκάματο των κέντρων δηλαδή οι μουσικοί, οι μικροί τραγουδιστές, ακόμα και εμείς που είμαστε λίγο σε καλύτερη μοίρα, δυστυχώς την πληρώνουμε πάρα πολύ ακριβά. 

Διότι λογικό είναι να είχαμε διαμορφώσει την προηγούμενη ζωή μας ανάλογα με τα έσοδα που είχαμε, έτσι πρέπει να λέμε από εδώ και πέρα, στην «προηγούμενη ζωή μας». Γιατί από εδώ και πέρα αρχίζει μία άλλη ζωή, πολύ ζόρικη, κυρίως για τους νεότερους. Δυστυχώς όλα πνίγηκαν μέσα στον κυκεώνα αυτής της κρίσης που μας βρήκε. Και για εμάς δυστυχώς, θα κρατήσει πάρα πολλά χρόνια ακόμα.

Θεωρείτε τα μέτρα που παρθήκαν υπερβολικά ή ήταν αναγκαία για να προστατευτεί η δημόσια υγεία;

Αν θεωρώ ότι τα μέτρα ήταν σωστά και επαρκή, τι να σας πω, είμαι λίγο μπερδεμένος. Είναι γεγονός ότι το πρόβλημα του κορονοϊού υπάρχει, λέγονται πολλά, διαβάζω και τους μεν και τους δε. Το πρόβλημα πάντως υπάρχει σε ένα μέγεθος, δεν ξέρω αν είναι όντως τόσο μεγάλο όσο αυτό που πλασάρεται ή αν μεγαλοποιείται από τα μέσα ενημέρωσης. Εν πάση περιπτώσει πιστεύω πως σε κάποιες περιπτώσεις που αφορούν τον κλάδο μας θα έπρεπε να είναι πιο επιεική τα πράγματα. Θα μπορούσε το καλοκαίρι ας πούμε, που ακολουθούσαμε τα μέτρα ακριβώς όπως τα επέβαλλαν οι αρμόδιοι, να γίνουν κάποιες συναυλίες έξω, με κόσμο που θα καθόταν αραιά. Επίσης θεωρώ ότι κακώς άνοιξαν τα σύνορα το καλοκαίρι και μπήκαν χιλιάδες τουρίστες, έσπειραν τον κορονοϊό και μεγάλωσε η διασπορά του. Τώρα το χειμώνα πιστεύω πως καλώς πάρθηκαν αυτά τα μέτρα, γιατί αλλιώς δεν θα «φρέναρε» με τίποτα αυτό το πρόβλημα.

Είδαμε ότι συνεργαστήκατε και με το γιο σας. Είναι κάτι που θα συνεχιστεί και στο μέλλον;

Ναι βεβαίως με τον γιο μου συνεργαστήκαμε σε ένα δίσκο ορχηστρικό, που έγινε πριν από μερικά χρόνια και λέγεται «Όταν η βροχή». Ο γιος μου είναι ένας σπουδαίος μουσικός, ηχολήπτης και συνθέτης παράλληλα, μένουμε στο ίδιο οίκημα και συνεργαζόμαστε πολύ. Γνωρίζει πολύ καλά το διαδίκτυο, το νέο μέσον της διάδοσης του τραγουδιού, γιατί για να αναδειχθεί ένα τραγούδι από ραδιόφωνο ή από τηλεοράσεις είναι πλέον πολύ δύσκολο, όλα αυτά που αναδεικνύονται είναι για έναν, δύο, τρεις μήνες. 

Ο τρόπος που πραγματικά αναδεικνύεται τώρα είναι τραγούδι είναι μόνο από τα διαδικτυακά μέσα. Επίσης, τα πνευματικά δικαιώματα μας που θα υπάρξουν μελλοντικά, (ακόμα δεν έχουν υπάρξει), θα είναι και αυτά διαδικτυακά από διάφορες εφαρμογές, που χρησιμοποιούν και πωλούν τα τραγούδια μας. Το χώρο αυτό λοιπόν κατέχει άριστα ο γιος μου και αυτό τον καιρό του εγκλεισμού, πραγματικά βοήθησε πάρα πολύ για να βρούμε όλες αυτές τις πηγές που παίζονται και πωλούνται τα χιλιάδες τραγούδια μου, από εταιρείες δίσκων αλλά και άλλους χώρους που εκμεταλλεύονται τραγούδια και δεν μας δίνουν ούτε τα νόμιμα δικαιώματά μας.

Σήμερα πώς βλέπετε το ελληνικό τραγούδι;

Κοιτάξτε, σήμερα το λαϊκό τραγούδι δεν ξέρω αν υπάρχει. Καταρχάς δεν υπάρχει η μεγαλοπρέπεια που υπήρχε τα παλιά χρόνια και δεν υπάρχει το εύρος και η απήχηση που είχαν τα τραγούδια εκείνα τα χρόνια συγκριτικά με τώρα. Υπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά. Εγώ επιτυχία εννοώ ένα τραγούδι που τραγουδούν τα παιδάκια στους δρόμους, που παίζεται στις ταβέρνες, τις συναυλίες, παντού. 

Επιτρέψετε μου να πω ένα παράδειγμα με μία δική μου επιτυχία. Το «Ψίθυροι Καρδιάς» την προηγούμενη δεκαετία είχε χαλάσει κόσμο, έχω δει να το τραγουδούν μέχρι Ρομά με αρκούδα στο δρόμο. Τη δεκαετία που μας πέρασε ένα καταπληκτικό τραγούδι είναι η «Πριγκηπέσα» του Σωκράτη Μάλαμα το οποίο ήταν και αυτό ένα «πλατύ» τραγούδι. Πέστε μου λοιπόν τώρα εσείς, τα τελευταία χρόνια αν υπάρχει κάποιο αντίστοιχο τραγούδι. Δε νομίζω να βρείτε όσο και να ψάξετε. Πού βαδίζει το τραγούδι; Τι να σας πω; Δεν είναι ελληνικό τραγούδι αυτό που ακούμε να είναι ένα κράμα που θυμίζει λίγο ελληνικό τραγούδι. Αυτό δεν έχει καμία σχέση με το τραγούδι που ζήσαμε εμείς, το οποίο ακούγεται διαχρονικά δεκαετίες τώρα, μέχρι και σήμερα.

Τι θα συμβουλεύατε τα νέα παιδιά που ασχολούνται με τη μουσική;

Τι να συμβουλέψω ένα νέο παιδί; Έτσι που βλέπω να υποφέρουν άριστοι μουσικοί, άριστοι τραγουδιστές, να μην έχουν δουλειά και να μην μπορούν να ζήσουν την οικογένειά τους; Τι συμβουλή να δώσω σε κάποιον ο οποίος πιθανόν να είναι και αυτός άριστος μουσικός και τραγουδιστής, ή συνθέτης, στιχουργός; Δυστυχώς αδυνατώ να δώσω μία συμβουλή σε έναν νέο να ακολουθήσει το χώρο της δικής μας δουλειάς. Είναι γεμάτος αβεβαιότητα. Ένας τρόπος για να προσπαθήσει να δείξει κανείς την αξία του είναι αυτά τα τηλεοπτικά ριάλιτι τα οποία θεωρώ άθλια. Αλλά εν πάση περιπτώσει, είναι ο μόνος τρόπος να μπορέσει κάποιος να δείξει, να κάνει κάτι, που δυστυχώς θα είναι πολύ εφήμερο, κατά την άποψή μου. Δεν θα μπορεί κανείς μέσα από τέτοιου είδους μέσα να γράψει ιστορία όπως έγραψαν οι παλιότεροι. Έτσι ακριβώς έχουν τα πράγματα.

Τι ευχή θα κάνατε για τη νέα χρονιά;

Η ευχή είναι ότι θα ήθελα να φανταστώ πως κάποτε ίσως να βρεθούν κάποιοι πολιτικοί, να μας συμπεριφερθούν σαν να είμαστε Έλληνες, σαν να είμαστε δικοί τους άνθρωποι. Να μη μας συμπεριφέρονται σαν να είμαστε εχθροί τους, σαν να είμαστε απέναντι τους. Πιστεύω πως οι κυβερνώντες μπορούν να κάνουν πολλά πράγματα για να απαλύνουν τα προβλήματα και τον πόνο του λαού. Δυστυχώς όμως, μέχρι τώρα δεν βρέθηκε κανείς που να μας δείξει τέτοιες προθέσεις. Εύχομαι να γίνει κάτι τέτοιο στο μέλλον.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 17 Ιανουαρίου 2021

Του Νίκου Ασλανίδη

Τον γνώρισα πριν από χρόνια στο Καψοχώρι της Αλεξάνδρειας Ημαθίας. Εκεί γεννήθηκε και για πρώτη φορά έπιασε στα χέρια του μπουζούκι. Από πιτσιρικάς πήγαινε σε κάθε γιορτή, γάμο ή πανηγύρι και βρισκόταν πάντα δίπλα στους μουσικούς για να τους δει πως δουλεύουν. Ο Χρήστος Νικολόπουλος, είχε μόνο ένα όνειρο: να γίνει ο καλύτερος μπουζουκτσής.

Πώς πήρατε την απόφαση να κατεβείτε στην Αθήνα;

Άρχισα για λόγους βιοποριστικούς να παίζω σε τοπικές γιορτές, πανηγύρια και πολύ γρήγορα, από 13 χρόνων περίπου, άρχισα να παίζω σε κοντινές πόλεις, στη Βέροια, τη Φλώρινα, την Καστοριά κ.λπ. Εκεί γνώρισα και κάποιους μουσικούς από την Αθήνα που έρχονταν σε διάφορες περιοδείες. Θυμάμαι στην Κοζάνη π.χ. σε ένα χώρο στο «Ερμιόνιο» που γνώρισα το Ζακ Ιακωβίδη το συνθέτη, με τη Μάγια Μελάγια, το Φώτη Δήμα, κάποιους ελαφρούς τραγουδιστές της εποχής εκείνης, όλοι όσους γνώριζα μου λέγανε, «Γιατί δεν κατεβαίνεις στην Αθήνα;». Ένιωθα πολύ ώριμος, παρότι ήμουν μικρός και συνειδητοποίησα ότι το κέντρο των πραγμάτων ήταν στην Αθήνα. Από πολύ νωρίς λοιπόν, ζήτησα την ευχή του πατέρα μου και έφυγα στα 16 μου για να βρω την τύχη μου. Όπως στα παραμύθια δηλαδή. Πήγα να βρω την τύχη μου στην Αθήνα που ήταν μία άγνωστη πόλη για μένα.

nikolopoylos-aslanidis.jpg

Πώς αισθανόσασταν όταν σε μικρή ηλικία βρεθήκατε δίπλα στις μεγάλες «φίρμες» της εποχής;

Εκεί στην Αθήνα στην αρχή περιπλανήθηκα ενάμιση χρόνο περίπου, μετά όμως αναζητώντας να κάνω γνωριμίες παίζοντας σε studio δωρεάν, δηλαδή στις ηχογραφήσεις διαφόρων μικρών εταιρειών, γνώρισα κάποιους πάρα πολύ καλούς μουσικούς γιατί δούλευαν σε πρώτα κέντρα. Τον πρώτο καιρό δούλεψα με τον ρεμπέτη τον Γιάννη Κυριαζή, ένα σπουδαίο τραγουδιστή εκείνης της εποχής. Εκείνο το διάστημα είχε τραγουδήσει και ένα όμορφο τραγούδι, το «Τι όμορφη που είσαι όταν κλαις». Όπως σας είπα με σύστησαν σε διάφορους μεγαλύτερους τραγουδιστές. Ο πρώτος μεγάλος τραγουδιστής που δούλεψα μαζί του ήταν ο Μανώλης Αγγελόπουλος. 

Σε μία περιοδεία του που περιλάμβανε και τη Θεσσαλονίκη, στο κέντρο «Καλαμίτσα» πολύ γρήγορα βρέθηκα δίπλα στον Καζαντζίδη. Ήταν γύρω στο 1965. Ήταν η τελευταία περίοδος που δούλεψε ο Στέλιος. Πολύ γρήγορα πήρε την απόφαση να σταματήσει και μετά από λίγο καιρό το έκανε. Δούλεψα μαζί του δηλαδή γύρω στην μιάμιση σεζόν. Στο διάστημα αυτό πήγα μαζί του σαν πρώτο μπουζούκι στην Αμερική, σε μία περιοδεία την άνοιξη του 1965. Δούλεψα επίσης σε μία μεγάλη περιοδεία εντός της Ελλάδας με την Καίτη Γκρέυ και τη Μαρινέλλα. Στην Αμερική ήταν με το θίασο του Χατζηχρήστου. 

Στη συνέχεια το φθινόπωρο του ‘65 πήγαμε στη Γερμανία σε μία μεγάλη περιοδεία που έγινε χαλασμός. Περίπου 20 συναυλίες έγιναν αν θυμάμαι καλά. Τον επόμενο χειμώνα ‘65-‘66, πήγα πάλι μαζί του σε ένα κέντρο στην οδό Ηπείρου, το κέντρο της Αθήνας που το ονόμασαν «Φαληρικό». Η ονομασία προέρχεται από ένα κέντρο που ήταν στην παραλία στις Τζιτζιφιές, το είχε ο ίδιος επιχειρηματίας. Το όνομα του «Γιάννης Μαργομένος». Εκεί λοιπόν ήταν η τελευταία σεζόν που δούλεψε ο Καζαντζίδης μαζί με τη Μαρινέλλα, τη Γιώτα Λύδια και τον Μίμη Παπαϊωάννου τον ποδοσφαιριστή, ο οποίος τότε τραγουδούσε περιστασιακά.

Ποιος ήταν για σας ο «μεγαλύτερος δάσκαλος» στο μπουζούκι;

Ο μεγάλος δάσκαλος στην πλειοψηφία των δεξιοτεχνών του μπουζουκιού ήταν και θα είναι ο Μανώλης Χιώτης. Αυτός ήταν για μένα μεγάλος δάσκαλος και είχα τη μεγάλη τύχη όταν δούλευα με την Πόλυ Πάνου -γύρω στο 1969-70 σε ένα κέντρο που το έλεγαν «Ακροπόλ», απέναντι από το Πολυτεχνείο- να δουλέψαμε μαζί. Εγώ ήμουν το μπουζούκι της Πόλυ Πάνου και συνόδευα το Χιώτη στα δικά του τραγούδια. Πράγματι, το έχω ξαναπεί, ήταν σαν να πήρα το Μεταπτυχιακό μου δουλεύοντας με το Χιώτη. Με αυτόν που μελετούσα τα προηγούμενα χρόνια και που θαύμαζα απέραντα, δούλεψα μία ολόκληρη σεζόν και ήταν πολύ μεγάλο μάθημα. 

Στη συνέχεια, δούλεψα και με πολλούς άλλους μεγάλους δεξιοτέχνες του μπουζουκιού, που ήταν πράγματι δάσκαλοι στο είδος αυτό. Όπως ο Ζαμπέτας, που ήταν αχώριστος φίλος μου, έχω παίξει μαζί του μπουζούκι στο 80% των τραγουδιών του. Με τον Στέλιο Ζαφειρίου που ήταν επίσης ένας μεγάλος δεξιοτέχνης. Αυτοί ήταν που με επηρέασαν πραγματικά στον τρόπο παιξίματος και ο Τσιτσάνης, ο οποίος δεν είχε αναδειχθεί σαν δεξιοτέχνης του μπουζουκιού αλλά κυρίως σαν συνθέτης. Παρόλα αυτά, επειδή έπαιζε με έναν ιδιαίτερο τρόπο, με επηρέασε και σε πολλά τραγούδια μου. Ας πούμε τον έχω «μιμηθεί» βάζοντας ασφαλώς και το δικό μου τρόπο.

Συνολικά σε πόσα τραγούδια γράψατε μουσική και ποια είναι τα πιο αγαπημένα σας;

Πράγματι άρχισα να γράφω τραγούδια από πολύ μικρός. Σε όλο το διάστημα που η κυρίως απασχόληση μου ήταν να παίζω μπουζούκι και να συνοδεύω τραγουδιστές, παράλληλα έγραφα και τραγούδια. Μάλιστα για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα εκεί στη δεκαετία του ’80, ’90. ‘95, ήμουνα πολυγραφότατος, μπορεί να έγραφα και 5 LP το χρόνο, δεν ξέρω αν το πιστεύετε κιόλας! Έγραφα με πολύ μεγάλο ζήλο, γιατί αγαπούσα αυτό που έκανα, ήθελα να μπω στο χώρο αυτό και το κατάφερα πάρα πολύ νωρίς. Θυμάμαι από τα πρώτα τραγούδια που έγραψα ήταν σε έναν δίσκο που έκανε ο Καζαντζίδης με τραγούδια που έγραψαν από τέσσερα ο Καλδάρας, τέσσερα ο Άκης Πάνου και τέσσερα εγώ. Στο δίσκο αυτό ήταν τα τραγούδια «την Παρασκευή το βράδυ», το «Αγριολούλουδο», το «Γυρίζω απ’ τη νύχτα» και άλλα δύο τραγούδια τα οποία έγιναν πολύ μεγάλες επιτυχίες. Αυτό σημαίνει ότι έδειξα από τότε την ικανότητά μου να γράφω καλά τραγούδια. 

Συνολικά τα τραγούδια που έχω γράψει αγγίζουν τις 2.000. Δόξα τω Θεώ πρόλαβα να γράψω σχεδόν για όλους τους τραγουδιστές. Όλα αυτά όμως σχετικά με τη δράση μου ως δεξιοτέχνης του μπουζουκιού συνοδεύοντας τραγουδιστές και γράφοντας τραγούδια, έγιναν μέχρι το ‘85. Το 1985 λοιπόν, πήρα τη σκυτάλη και έγινα «αρχηγός» που λέμε. Αυτό που έκαναν οι παλιότεροι μου, ο Τσιτσάνης και οι άλλοι. Έκανα το δικό μου πρόγραμμα, με δικά μου τραγούδια, βγαίνοντας μπροστά. Αυτό άρχισε σε ένα νυχτερινό κέντρο που το έλεγαν «Νταλίκες» και έγινε χαλασμός για τρία χρόνια. Από εκεί και πέρα άρχισα να κάνω δεκάδες συναυλίες κάθε καλοκαίρι και έτσι λοιπόν, το αποτέλεσμα ήταν να με αποδεχθεί και να με αγαπήσει ο κόσμος.

Τώρα την περίοδο της πανδημίας πώς περνάτε;

Τώρα με την πανδημία… Ωραία ερώτηση! Έχω μερικά χρόνια που παλεύω να κάνω ένα δίσκο σε στίχους που μου είχε εμπιστευτεί και μου άφησε ο Μανώλης Ρασούλης. Είναι πολύ μεγάλος ο αριθμός, πάνω από 50-60 τραγούδια. Λέω ότι παλεύω γιατί προσπαθώ να γίνει πάρα πολύ καλός αυτός ο δίσκος. Τώρα με την πανδημία λοιπόν που είμαστε κλεισμένοι μέσα και δεν έχουμε δυνατότητα ζωντανών εμφανίσεων σε κέντρα, συναυλίες κ.λπ. αυτός ο δίσκος κοντεύει να τελειώσει. Παράλληλα, όπως σας είπα είμαι πολύ παραγωγικός. Η έμπνευσή μου ακόμα δόξα τω Θεώ είναι στην ακμή της. 

Ετοίμασα μία δουλειά σε στίχους ενός πολύ καλού, παλιού μου φίλου, του Νίκου Αναγνωστάκη που είναι λογοτέχνης και ιδιοκτήτης του μοναδικού μουσικού site «το όγδοο» και γράφει πολύ καλούς στίχους. Ετοιμάσαμε μία δουλειά που θα τραγουδήσουν διάφοροι τραγουδιστές, νεότεροι, κυρίως αυτής της γενιάς όπως μεταξύ αυτών ο Μίλτος Πασχαλίδης, η Ρίτα Αντωνοπούλου και πολλοί άλλοι. Θα συμμετέχει και ο αγαπημένος μου φίλος Σταμάτης Κραουνάκης σε ένα τραγούδι. Επίσης, κάνω μία τακτοποίηση του αρχείου μου, το οποίο είναι πάρα πολύ πλούσιο και βρίσκω τραγούδια μου, που είχα κάνει κατά καιρούς και δεν είχαν μπει σε δίσκους. Αυτά που έχω βρει είναι αφάνταστα πολλά, πάνω από 200- 300 τραγούδια, που είναι «στο συρτάρι» που λέμε.

Υποχρεωθήκατε να ακυρώσετε προγραμματισμένες συναυλίες λόγω της πανδημίας;

Ασφαλώς και υποχρεώθηκα να ακυρώσω αρκετές συναυλίες μέσα στο 2020. Μόνο δύο πρόλαβα να κάνω, μία στη Θεσσαλονίκη στη Μονή Λαζαριστών μαζί με τη Γλυκερία νωρίς το καλοκαίρι -πριν το lockdown δηλαδή- και μία στη Μύκονο. Δυστυχώς ο χώρος μας έχει πληγεί ανεπανόρθωτα, κυρίως οι άνθρωποι που ζούσαν από το μεροκάματο των κέντρων δηλαδή οι μουσικοί, οι μικροί τραγουδιστές, ακόμα και εμείς που είμαστε λίγο σε καλύτερη μοίρα, δυστυχώς την πληρώνουμε πάρα πολύ ακριβά. 

Διότι λογικό είναι να είχαμε διαμορφώσει την προηγούμενη ζωή μας ανάλογα με τα έσοδα που είχαμε, έτσι πρέπει να λέμε από εδώ και πέρα, στην «προηγούμενη ζωή μας». Γιατί από εδώ και πέρα αρχίζει μία άλλη ζωή, πολύ ζόρικη, κυρίως για τους νεότερους. Δυστυχώς όλα πνίγηκαν μέσα στον κυκεώνα αυτής της κρίσης που μας βρήκε. Και για εμάς δυστυχώς, θα κρατήσει πάρα πολλά χρόνια ακόμα.

Θεωρείτε τα μέτρα που παρθήκαν υπερβολικά ή ήταν αναγκαία για να προστατευτεί η δημόσια υγεία;

Αν θεωρώ ότι τα μέτρα ήταν σωστά και επαρκή, τι να σας πω, είμαι λίγο μπερδεμένος. Είναι γεγονός ότι το πρόβλημα του κορονοϊού υπάρχει, λέγονται πολλά, διαβάζω και τους μεν και τους δε. Το πρόβλημα πάντως υπάρχει σε ένα μέγεθος, δεν ξέρω αν είναι όντως τόσο μεγάλο όσο αυτό που πλασάρεται ή αν μεγαλοποιείται από τα μέσα ενημέρωσης. Εν πάση περιπτώσει πιστεύω πως σε κάποιες περιπτώσεις που αφορούν τον κλάδο μας θα έπρεπε να είναι πιο επιεική τα πράγματα. Θα μπορούσε το καλοκαίρι ας πούμε, που ακολουθούσαμε τα μέτρα ακριβώς όπως τα επέβαλλαν οι αρμόδιοι, να γίνουν κάποιες συναυλίες έξω, με κόσμο που θα καθόταν αραιά. Επίσης θεωρώ ότι κακώς άνοιξαν τα σύνορα το καλοκαίρι και μπήκαν χιλιάδες τουρίστες, έσπειραν τον κορονοϊό και μεγάλωσε η διασπορά του. Τώρα το χειμώνα πιστεύω πως καλώς πάρθηκαν αυτά τα μέτρα, γιατί αλλιώς δεν θα «φρέναρε» με τίποτα αυτό το πρόβλημα.

Είδαμε ότι συνεργαστήκατε και με το γιο σας. Είναι κάτι που θα συνεχιστεί και στο μέλλον;

Ναι βεβαίως με τον γιο μου συνεργαστήκαμε σε ένα δίσκο ορχηστρικό, που έγινε πριν από μερικά χρόνια και λέγεται «Όταν η βροχή». Ο γιος μου είναι ένας σπουδαίος μουσικός, ηχολήπτης και συνθέτης παράλληλα, μένουμε στο ίδιο οίκημα και συνεργαζόμαστε πολύ. Γνωρίζει πολύ καλά το διαδίκτυο, το νέο μέσον της διάδοσης του τραγουδιού, γιατί για να αναδειχθεί ένα τραγούδι από ραδιόφωνο ή από τηλεοράσεις είναι πλέον πολύ δύσκολο, όλα αυτά που αναδεικνύονται είναι για έναν, δύο, τρεις μήνες. 

Ο τρόπος που πραγματικά αναδεικνύεται τώρα είναι τραγούδι είναι μόνο από τα διαδικτυακά μέσα. Επίσης, τα πνευματικά δικαιώματα μας που θα υπάρξουν μελλοντικά, (ακόμα δεν έχουν υπάρξει), θα είναι και αυτά διαδικτυακά από διάφορες εφαρμογές, που χρησιμοποιούν και πωλούν τα τραγούδια μας. Το χώρο αυτό λοιπόν κατέχει άριστα ο γιος μου και αυτό τον καιρό του εγκλεισμού, πραγματικά βοήθησε πάρα πολύ για να βρούμε όλες αυτές τις πηγές που παίζονται και πωλούνται τα χιλιάδες τραγούδια μου, από εταιρείες δίσκων αλλά και άλλους χώρους που εκμεταλλεύονται τραγούδια και δεν μας δίνουν ούτε τα νόμιμα δικαιώματά μας.

Σήμερα πώς βλέπετε το ελληνικό τραγούδι;

Κοιτάξτε, σήμερα το λαϊκό τραγούδι δεν ξέρω αν υπάρχει. Καταρχάς δεν υπάρχει η μεγαλοπρέπεια που υπήρχε τα παλιά χρόνια και δεν υπάρχει το εύρος και η απήχηση που είχαν τα τραγούδια εκείνα τα χρόνια συγκριτικά με τώρα. Υπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά. Εγώ επιτυχία εννοώ ένα τραγούδι που τραγουδούν τα παιδάκια στους δρόμους, που παίζεται στις ταβέρνες, τις συναυλίες, παντού. 

Επιτρέψετε μου να πω ένα παράδειγμα με μία δική μου επιτυχία. Το «Ψίθυροι Καρδιάς» την προηγούμενη δεκαετία είχε χαλάσει κόσμο, έχω δει να το τραγουδούν μέχρι Ρομά με αρκούδα στο δρόμο. Τη δεκαετία που μας πέρασε ένα καταπληκτικό τραγούδι είναι η «Πριγκηπέσα» του Σωκράτη Μάλαμα το οποίο ήταν και αυτό ένα «πλατύ» τραγούδι. Πέστε μου λοιπόν τώρα εσείς, τα τελευταία χρόνια αν υπάρχει κάποιο αντίστοιχο τραγούδι. Δε νομίζω να βρείτε όσο και να ψάξετε. Πού βαδίζει το τραγούδι; Τι να σας πω; Δεν είναι ελληνικό τραγούδι αυτό που ακούμε να είναι ένα κράμα που θυμίζει λίγο ελληνικό τραγούδι. Αυτό δεν έχει καμία σχέση με το τραγούδι που ζήσαμε εμείς, το οποίο ακούγεται διαχρονικά δεκαετίες τώρα, μέχρι και σήμερα.

Τι θα συμβουλεύατε τα νέα παιδιά που ασχολούνται με τη μουσική;

Τι να συμβουλέψω ένα νέο παιδί; Έτσι που βλέπω να υποφέρουν άριστοι μουσικοί, άριστοι τραγουδιστές, να μην έχουν δουλειά και να μην μπορούν να ζήσουν την οικογένειά τους; Τι συμβουλή να δώσω σε κάποιον ο οποίος πιθανόν να είναι και αυτός άριστος μουσικός και τραγουδιστής, ή συνθέτης, στιχουργός; Δυστυχώς αδυνατώ να δώσω μία συμβουλή σε έναν νέο να ακολουθήσει το χώρο της δικής μας δουλειάς. Είναι γεμάτος αβεβαιότητα. Ένας τρόπος για να προσπαθήσει να δείξει κανείς την αξία του είναι αυτά τα τηλεοπτικά ριάλιτι τα οποία θεωρώ άθλια. Αλλά εν πάση περιπτώσει, είναι ο μόνος τρόπος να μπορέσει κάποιος να δείξει, να κάνει κάτι, που δυστυχώς θα είναι πολύ εφήμερο, κατά την άποψή μου. Δεν θα μπορεί κανείς μέσα από τέτοιου είδους μέσα να γράψει ιστορία όπως έγραψαν οι παλιότεροι. Έτσι ακριβώς έχουν τα πράγματα.

Τι ευχή θα κάνατε για τη νέα χρονιά;

Η ευχή είναι ότι θα ήθελα να φανταστώ πως κάποτε ίσως να βρεθούν κάποιοι πολιτικοί, να μας συμπεριφερθούν σαν να είμαστε Έλληνες, σαν να είμαστε δικοί τους άνθρωποι. Να μη μας συμπεριφέρονται σαν να είμαστε εχθροί τους, σαν να είμαστε απέναντι τους. Πιστεύω πως οι κυβερνώντες μπορούν να κάνουν πολλά πράγματα για να απαλύνουν τα προβλήματα και τον πόνο του λαού. Δυστυχώς όμως, μέχρι τώρα δεν βρέθηκε κανείς που να μας δείξει τέτοιες προθέσεις. Εύχομαι να γίνει κάτι τέτοιο στο μέλλον.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 17 Ιανουαρίου 2021

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία