ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Ασπασία Πλακαντωνάκη στη «ΜτΚ»: Ένα ίδρυμα, δεν θα μπορέσει ποτέ να αντικαταστήσει τον θεσμό της οικογένειας

Δεν υπάρχουν καλά και κακά ιδρύματα, το μοντέλο ιδρυματικής φροντίδας είναι αναποτελεσματικό, επισημαίνει μεταξύ άλλων η αναπληρώτρια εκπρόσωπος του γραφείου της UNICEF στην Ελλάδα

 04/12/2022 10:00

Ασπασία Πλακαντωνάκη στη «ΜτΚ»: Ένα ίδρυμα, δεν θα μπορέσει ποτέ να αντικαταστήσει τον θεσμό της οικογένειας

Σοφία Χριστοφορίδου

Δεν υπάρχουν καλά και κακά ιδρύματα, το μοντέλο ιδρυματικής φροντίδας είναι αναποτελεσματικό, επισημαίνει στη «ΜτΚ» η αναπληρώτρια εκπρόσωπος του γραφείου της UNICEF στην Ελλάδα Ασπασία Πλακαντωνάκη.

unicef-1.jpg


Ένα σύγχρονο σύστημα παιδικής προστασίας θα πρέπει να περιλαμβάνει την ιδρυματική φιλοξενία μόνο ως έσχατη, προσωρινή λύση, μέρος του συστήματος ανταπόκρισης σημειώνει, προσθέτοντας ότι όσο πιο κλειστό είναι το περιβάλλον που διαμένουν, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος έκθεσης σε βία και τόσο μικρότερη είναι η πιθανότητα να αναφέρουν και να αναζητήσουν βοήθεια.

Μήπως κινδυνεύει να ακυρωθεί το έργο ιδρυμάτων που κάνουν σημαντική δουλειά, υπό το βάρος καταγγελιών για κάποια από αυτά;

Δεν μπορούμε να συνεχίζουμε το διάλογο περί «καλών ή κακών» ιδρυμάτων. Δεν αρκεί η καλή διάθεση και η αφοσίωση. Ένα ίδρυμα, δεν θα μπορέσει ποτέ να αντικαταστήσει τον θεσμό της οικογένειας. Το μοντέλο ιδρυματικής φροντίδας είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο εδώ και πολλά χρόνια ότι είναι αναποτελεσματικό και έχει σοβαρές επιπτώσεις στην ανάπτυξη, την σωματική και ψυχική υγεία των παιδιών. 

Τα παιδιά που ζουν υπό ιδρυματική φροντίδα στερούνται προσωπικού χώρου και χρόνου, γεγονός που έχει επιπτώσεις στην ανάπτυξη της προσωπικής τους ταυτότητας και παράλληλα έχουν πολλαπλά πρόσωπα αναφοράς, με τα οποία δεν μπορούν να αναπτύξουν δεσμούς και να επενδύσουν συναισθηματικά, κάτι το οποίο συνεπάγεται ανεπανόρθωτες βλάβες στην ψυχοκοινωνική τους ανάπτυξη, ειδικότερα σε παιδιά μικρότερων ηλικιών. Επίσης, εντός ενός ιδρύματος, τα παιδιά έχουν περιορισμένο ή και καθόλου έλεγχο των αποφάσεων που λαμβάνονται, κάτι που συνεπάγεται την έλλειψη ανταπόκρισης στις προσωπικές ανάγκες και επιθυμίες τους. Ένα σύγχρονο σύστημα παιδικής προστασίας θα πρέπει να περιλαμβάνει την ιδρυματική φιλοξενία μόνο ως έσχατη, προσωρινή λύση, μέρος του συστήματος ανταπόκρισης.

Η UNICEF και το Γραφείο του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, από το 2011 έως και σήμερα καλεί Κράτη Μέλη του ΟΗΕ και εφαρμόζει προγραμματικές παρεμβάσεις θεσμικού κυρίως χαρακτήρα ώστε να μην τοποθετούνται παιδιά 0-3 ετών σε κλειστή ιδρυματική φροντίδα αλλά σε οικογενειακού τύπου μοντέλα φροντίδας, όπως η αναδοχή και υιοθεσία.

Είναι εφικτό να προχωρήσει άμεσα η αποϊδρυματοποίηση;

Η αποϊδρυματοποίηση, δηλαδή η μετεξέλιξη των κλειστών ιδρυμάτων σε ανοιχτού τύπου κοινοτικές υπηρεσίες, αποτελεί μέρος μίας διαδικασίας μεταρρυθμίσεων και δεν μπορεί να θεωρηθεί μία μεμονωμένη ή και αποσπασματική δράση. Η πλήρης αποϊδρυματοποίηση είναι εφικτή αλλά όχι άμεσα, καθώς αλλά για να επιτευχθεί χρειαζόμαστε ένα ολοκληρωμένο και αποτελεσματικό σύστημα παιδικής προστασίας, με υπηρεσίες στελεχωμένες και καταρτισμένους επαγγελματίες.

Βασική προϋπόθεση είναι η ενίσχυση των κοινοτικών υπηρεσιών και η δημιουργία τμημάτων παιδικής προστασίας σε επίπεδο δήμων. Επενδύοντας σε κοινοτικές υπηρεσίες και σε εξειδικευμένες υπηρεσίες για την προστασία των παιδιών και της οικογένειας, στοχεύουμε στην έγκαιρη εκτίμηση παιδιών σε κίνδυνο και στην πρώιμη παρέμβαση με οργανωμένο και πλαισιωμένο τρόπο, ώστε να αποφεύγεται η απομάκρυνση από τη βιολογική οικογένεια όταν αυτό είναι σύμφωνο με το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού και την ασφάλεια του.

Το τελευταίο διάστημα κατακλυζόμαστε από ειδήσεις σχετικά με την ψυχολογική, σωματική, ή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών. Είναι προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας που κρύβαμε για χρόνια κάτω από το χαλί;

Η παιδική κακοποίηση δεν είναι «ελληνικό φαινόμενο». Παρόλα αυτά, στη χώρα μας δεν υπάρχει ένα ενιαίο και οργανωμένο σύστημα καταγραφής των περιστατικών βίας κατά των παιδιών, κάτι το οποίο δυσχεραίνει την πρόληψη και αντιμετώπιση τους και πιθανώς να διαιωνίζει και μια λανθασμένη εικόνα ότι δεν υπάρχει ουσιαστικό πρόβλημα ώστε να δοθεί προτεραιότητα στην επίλυσή του.

Στη Ελλάδα, και με όσα δεδομένα έχουμε στα χέρια μας, η πλειονότητα των παιδιών θυμάτων είναι ηλικίας μέχρι 14 ετών. Υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 7.500 παιδιά κάτω των 5 ετών υφίστανται κάποιας μορφής κακοποίηση κάθε χρόνο στην Ελλάδα. Παρόλα αυτά η έλλειψη δεδομένων δημιουργεί ένα τεράστιο κενό και στην πρόληψη και στην αντιμετώπιση.

Τα περιστατικά που εντοπίζονται, αναφέρονται, καταγράφονται και αντιμετωπίζονται με διαφορετικό τρόπο από φορείς και υπηρεσίες που εργάζονται με ή/και για τα παιδιά σε όλα τα πεδία, δηλαδή τη δικαιοσύνη, την αστυνομία, την κοινωνική πρόνοια, την εκπαίδευση, την υγεία και την ψυχική υγεία (συμπεριλαμβανομένων μη κυβερνητικών οργανώσεων, κατά περίπτωση). Επιπλέον η μεθοδολογία και τα εργαλεία για τη συλλογή δεδομένων διαφέρουν μεταξύ των διαφορετικών πεδίων, ακόμα και εντός του ίδιου φορέα/υπηρεσίας. Συνεπώς, δεν είναι εφικτή η ανάλυση των στοιχείων, η εξαγωγή συμπερασμάτων και κατ’ επέκταση ο σχεδιασμός στοχευμένων παρεμβάσεων.

Το Γραφείο της UNICEF στην Ελλάδα συνεργάζεται στενά με μια σειρά κρατικών και ανεξάρτητων φορέων για να ενισχυθεί η συλλογή δεδομένων, να υποστηριχθούν οι εργαζόμενοι της πρώτης γραμμής στην έγκαιρη και ακριβή ταυτοποίηση των παιδιών θυμάτων κακοποίησης, να ευαισθητοποιηθεί το κοινό σχετικά με τις κρυφές μορφές βίας και να ενισχυθούν οι μηχανισμοί πρόληψης και αντιμετώπισης.

Περιστατικά που φτάνουν στο φως της δημοσιότητας οφείλουν να δράσουν ως καταλύτης για άμεση δράση που θα επιφέρει συστημικές/θεσμικές αλλαγές, κυρίως για την πρόληψη αλλά και για την αναφορά, την καταγραφή και την αντιμετώπιση κάθε μορφής βίας κατά των παιδιών στην χώρα.

Επίσης, παιδιά που διαμένουν σε ιδρύματα είναι ιδιαίτερα ευάλωτα και αποκομμένα από την κοινωνία. Όσο πιο κλειστό είναι το περιβάλλον που διαμένουν, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος έκθεσης σε βία και τόσο μικρότερη είναι η πιθανότητα να αναφέρουν και να αναζητήσουν βοήθεια. Παγκοσμίως έχει αναγνωριστεί ότι σε ιδρύματα, «τα παιδιά που είναι ήδη ευάλωτα λόγω του χωρισμού της οικογένειας διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο βίας, κακοποίησης και μακροχρόνιας βλάβης στη γνωστική, κοινωνική και συναισθηματική τους ανάπτυξη».

Τέλος, να πούμε και ότι τα περιστατικά βίας κατά των παιδιών αυξήθηκαν κατά την περίοδο της πανδημίας. Αναλυτικότερα στοιχεία βρίσκονται και σε σχετική έρευνα του Συνηγόρου του Πολίτη και της UNICEF σχετικά με τις επιπτώσεις των περιοριστικών μέτρων COVID-19 στα δικαιώματα του Παιδιού.

Γενικά πώς θα χαρακτηρίζατε την εθνική στρατηγική της Ελλάδας ως προς τα παιδιά και δη τα ευάλωτα; Είναι προτεραιότητά της ελληνικής κοινωνίας και πολιτείας το παιδί;

Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη Ανάλυση για την Κατάσταση των Παιδιών στην Ελλάδα (UNICEF 2021), παρά τις συνεχείς και ουσιαστικές πρωτοβουλίες από κρατικούς και μη φορείς, οι επικρατούσες κοινωνικές νόρμες, καθώς και ένα συχνά κατακερματισμένο σύστημα παροχής υπηρεσιών για τα παιδιά έχουν συμβάλει στον περιορισμό των αποτελεσμάτων σε βασικούς δείκτες παιδικής προστασίας, εκπαίδευσης, υγείας και συμμετοχής. Για παράδειγμα, ο δείκτης που αφορά στο ποσοστό παιδιών σε κίνδυνο φτώχειας στην Ελλάδα (AROP) (xtagstartz18) είναι από τους υψηλότερους μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2020: 20,9% 2021: 24% (ΕΛΣΤΑΤ). Ωστόσο έχουμε ουσιαστικούς λόγους να παραμένουμε αισιόδοξοι.

Δεν υπάρχουν καλά και κακά ιδρύματα, το μοντέλο ιδρυματικής φροντίδας είναι αναποτελεσματικό, επισημαίνει στη «ΜτΚ» η αναπληρώτρια εκπρόσωπος του γραφείου της UNICEF στην Ελλάδα Ασπασία Πλακαντωνάκη.

unicef-1.jpg


Ένα σύγχρονο σύστημα παιδικής προστασίας θα πρέπει να περιλαμβάνει την ιδρυματική φιλοξενία μόνο ως έσχατη, προσωρινή λύση, μέρος του συστήματος ανταπόκρισης σημειώνει, προσθέτοντας ότι όσο πιο κλειστό είναι το περιβάλλον που διαμένουν, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος έκθεσης σε βία και τόσο μικρότερη είναι η πιθανότητα να αναφέρουν και να αναζητήσουν βοήθεια.

Μήπως κινδυνεύει να ακυρωθεί το έργο ιδρυμάτων που κάνουν σημαντική δουλειά, υπό το βάρος καταγγελιών για κάποια από αυτά;

Δεν μπορούμε να συνεχίζουμε το διάλογο περί «καλών ή κακών» ιδρυμάτων. Δεν αρκεί η καλή διάθεση και η αφοσίωση. Ένα ίδρυμα, δεν θα μπορέσει ποτέ να αντικαταστήσει τον θεσμό της οικογένειας. Το μοντέλο ιδρυματικής φροντίδας είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο εδώ και πολλά χρόνια ότι είναι αναποτελεσματικό και έχει σοβαρές επιπτώσεις στην ανάπτυξη, την σωματική και ψυχική υγεία των παιδιών. 

Τα παιδιά που ζουν υπό ιδρυματική φροντίδα στερούνται προσωπικού χώρου και χρόνου, γεγονός που έχει επιπτώσεις στην ανάπτυξη της προσωπικής τους ταυτότητας και παράλληλα έχουν πολλαπλά πρόσωπα αναφοράς, με τα οποία δεν μπορούν να αναπτύξουν δεσμούς και να επενδύσουν συναισθηματικά, κάτι το οποίο συνεπάγεται ανεπανόρθωτες βλάβες στην ψυχοκοινωνική τους ανάπτυξη, ειδικότερα σε παιδιά μικρότερων ηλικιών. Επίσης, εντός ενός ιδρύματος, τα παιδιά έχουν περιορισμένο ή και καθόλου έλεγχο των αποφάσεων που λαμβάνονται, κάτι που συνεπάγεται την έλλειψη ανταπόκρισης στις προσωπικές ανάγκες και επιθυμίες τους. Ένα σύγχρονο σύστημα παιδικής προστασίας θα πρέπει να περιλαμβάνει την ιδρυματική φιλοξενία μόνο ως έσχατη, προσωρινή λύση, μέρος του συστήματος ανταπόκρισης.

Η UNICEF και το Γραφείο του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, από το 2011 έως και σήμερα καλεί Κράτη Μέλη του ΟΗΕ και εφαρμόζει προγραμματικές παρεμβάσεις θεσμικού κυρίως χαρακτήρα ώστε να μην τοποθετούνται παιδιά 0-3 ετών σε κλειστή ιδρυματική φροντίδα αλλά σε οικογενειακού τύπου μοντέλα φροντίδας, όπως η αναδοχή και υιοθεσία.

Είναι εφικτό να προχωρήσει άμεσα η αποϊδρυματοποίηση;

Η αποϊδρυματοποίηση, δηλαδή η μετεξέλιξη των κλειστών ιδρυμάτων σε ανοιχτού τύπου κοινοτικές υπηρεσίες, αποτελεί μέρος μίας διαδικασίας μεταρρυθμίσεων και δεν μπορεί να θεωρηθεί μία μεμονωμένη ή και αποσπασματική δράση. Η πλήρης αποϊδρυματοποίηση είναι εφικτή αλλά όχι άμεσα, καθώς αλλά για να επιτευχθεί χρειαζόμαστε ένα ολοκληρωμένο και αποτελεσματικό σύστημα παιδικής προστασίας, με υπηρεσίες στελεχωμένες και καταρτισμένους επαγγελματίες.

Βασική προϋπόθεση είναι η ενίσχυση των κοινοτικών υπηρεσιών και η δημιουργία τμημάτων παιδικής προστασίας σε επίπεδο δήμων. Επενδύοντας σε κοινοτικές υπηρεσίες και σε εξειδικευμένες υπηρεσίες για την προστασία των παιδιών και της οικογένειας, στοχεύουμε στην έγκαιρη εκτίμηση παιδιών σε κίνδυνο και στην πρώιμη παρέμβαση με οργανωμένο και πλαισιωμένο τρόπο, ώστε να αποφεύγεται η απομάκρυνση από τη βιολογική οικογένεια όταν αυτό είναι σύμφωνο με το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού και την ασφάλεια του.

Το τελευταίο διάστημα κατακλυζόμαστε από ειδήσεις σχετικά με την ψυχολογική, σωματική, ή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών. Είναι προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας που κρύβαμε για χρόνια κάτω από το χαλί;

Η παιδική κακοποίηση δεν είναι «ελληνικό φαινόμενο». Παρόλα αυτά, στη χώρα μας δεν υπάρχει ένα ενιαίο και οργανωμένο σύστημα καταγραφής των περιστατικών βίας κατά των παιδιών, κάτι το οποίο δυσχεραίνει την πρόληψη και αντιμετώπιση τους και πιθανώς να διαιωνίζει και μια λανθασμένη εικόνα ότι δεν υπάρχει ουσιαστικό πρόβλημα ώστε να δοθεί προτεραιότητα στην επίλυσή του.

Στη Ελλάδα, και με όσα δεδομένα έχουμε στα χέρια μας, η πλειονότητα των παιδιών θυμάτων είναι ηλικίας μέχρι 14 ετών. Υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 7.500 παιδιά κάτω των 5 ετών υφίστανται κάποιας μορφής κακοποίηση κάθε χρόνο στην Ελλάδα. Παρόλα αυτά η έλλειψη δεδομένων δημιουργεί ένα τεράστιο κενό και στην πρόληψη και στην αντιμετώπιση.

Τα περιστατικά που εντοπίζονται, αναφέρονται, καταγράφονται και αντιμετωπίζονται με διαφορετικό τρόπο από φορείς και υπηρεσίες που εργάζονται με ή/και για τα παιδιά σε όλα τα πεδία, δηλαδή τη δικαιοσύνη, την αστυνομία, την κοινωνική πρόνοια, την εκπαίδευση, την υγεία και την ψυχική υγεία (συμπεριλαμβανομένων μη κυβερνητικών οργανώσεων, κατά περίπτωση). Επιπλέον η μεθοδολογία και τα εργαλεία για τη συλλογή δεδομένων διαφέρουν μεταξύ των διαφορετικών πεδίων, ακόμα και εντός του ίδιου φορέα/υπηρεσίας. Συνεπώς, δεν είναι εφικτή η ανάλυση των στοιχείων, η εξαγωγή συμπερασμάτων και κατ’ επέκταση ο σχεδιασμός στοχευμένων παρεμβάσεων.

Το Γραφείο της UNICEF στην Ελλάδα συνεργάζεται στενά με μια σειρά κρατικών και ανεξάρτητων φορέων για να ενισχυθεί η συλλογή δεδομένων, να υποστηριχθούν οι εργαζόμενοι της πρώτης γραμμής στην έγκαιρη και ακριβή ταυτοποίηση των παιδιών θυμάτων κακοποίησης, να ευαισθητοποιηθεί το κοινό σχετικά με τις κρυφές μορφές βίας και να ενισχυθούν οι μηχανισμοί πρόληψης και αντιμετώπισης.

Περιστατικά που φτάνουν στο φως της δημοσιότητας οφείλουν να δράσουν ως καταλύτης για άμεση δράση που θα επιφέρει συστημικές/θεσμικές αλλαγές, κυρίως για την πρόληψη αλλά και για την αναφορά, την καταγραφή και την αντιμετώπιση κάθε μορφής βίας κατά των παιδιών στην χώρα.

Επίσης, παιδιά που διαμένουν σε ιδρύματα είναι ιδιαίτερα ευάλωτα και αποκομμένα από την κοινωνία. Όσο πιο κλειστό είναι το περιβάλλον που διαμένουν, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος έκθεσης σε βία και τόσο μικρότερη είναι η πιθανότητα να αναφέρουν και να αναζητήσουν βοήθεια. Παγκοσμίως έχει αναγνωριστεί ότι σε ιδρύματα, «τα παιδιά που είναι ήδη ευάλωτα λόγω του χωρισμού της οικογένειας διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο βίας, κακοποίησης και μακροχρόνιας βλάβης στη γνωστική, κοινωνική και συναισθηματική τους ανάπτυξη».

Τέλος, να πούμε και ότι τα περιστατικά βίας κατά των παιδιών αυξήθηκαν κατά την περίοδο της πανδημίας. Αναλυτικότερα στοιχεία βρίσκονται και σε σχετική έρευνα του Συνηγόρου του Πολίτη και της UNICEF σχετικά με τις επιπτώσεις των περιοριστικών μέτρων COVID-19 στα δικαιώματα του Παιδιού.

Γενικά πώς θα χαρακτηρίζατε την εθνική στρατηγική της Ελλάδας ως προς τα παιδιά και δη τα ευάλωτα; Είναι προτεραιότητά της ελληνικής κοινωνίας και πολιτείας το παιδί;

Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη Ανάλυση για την Κατάσταση των Παιδιών στην Ελλάδα (UNICEF 2021), παρά τις συνεχείς και ουσιαστικές πρωτοβουλίες από κρατικούς και μη φορείς, οι επικρατούσες κοινωνικές νόρμες, καθώς και ένα συχνά κατακερματισμένο σύστημα παροχής υπηρεσιών για τα παιδιά έχουν συμβάλει στον περιορισμό των αποτελεσμάτων σε βασικούς δείκτες παιδικής προστασίας, εκπαίδευσης, υγείας και συμμετοχής. Για παράδειγμα, ο δείκτης που αφορά στο ποσοστό παιδιών σε κίνδυνο φτώχειας στην Ελλάδα (AROP) (xtagstartz18) είναι από τους υψηλότερους μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2020: 20,9% 2021: 24% (ΕΛΣΤΑΤ). Ωστόσο έχουμε ουσιαστικούς λόγους να παραμένουμε αισιόδοξοι.

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία