ΒΟΡΕΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

Ακτινίδιο: Ιταλική… απόβαση στα ελληνικά διαλογητήρια

Οι Ιταλοί επενδύουν στα ελληνικά συσκευαστήρια της Βόρειας Ελλάδας

 19/02/2024 07:00

Ακτινίδιο: Ιταλική… απόβαση στα ελληνικά διαλογητήρια
Της Δέσποινας Βογιατζόγλου

Μπροστά στο ιδιαίτερα αυξημένο ενδιαφέρον εταιρειών ιταλικών συμφερόντων που επενδύουν στην εξαγορά και δημιουργία συσκευαστηρίων για την εξαγωγή ακτινιδίων, βρίσκονται όσοι δραστηριοποιούνται στους τομείς παραγωγής και διάθεσης ενός προϊόντος, που «παίζει δυνατά» τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας. Σύμφωνα με πληροφορίες της «ΜτΚ», εδώ και τρία χρόνια οι ιταλικές επενδύσεις σε παλιά συσκευαστήρια της Ανατολικής Μακεδονίας και η ίδρυση νέων στην περιοχή, καταδεικνύουν την τακτική της ανταγωνίστριας Ιταλίας που στοχεύει στην εκμετάλλευση μονάδων στη χώρα μας. 

Οικονομική στρατηγική της γειτονικής χώρας είναι η διακίνηση και εμπορία του προϊόντος στις παγκόσμιες αγορές με τους καλύτερους δυνατούς όρους, βάσει επενδύσεων σε μονάδες της Δυτικής Ελλάδας και της Κεντρικής Μακεδονίας.

Για να καλύψουν τις μεγάλες απώλειες στην παραγωγή ακτινιδίου που σημειώνεται στη χώρα τους, οι Ιταλοί φαίνεται πως δίνουν «ψήφο εμπιστοσύνης» στα ελληνικά προϊόντα και τον εγχώριο πρωτογενή τομέα. 

Το βακτήριο Pseudomonas syringae pv. actinidiae (Psa) γνωστό και ως βακτηριακός καρκίνος των ακτινιδίων, θεωρείται παθογόνο καραντίνας καθώς προσβάλλει την καλλιέργεια της ακτινιδιάς με ανυπολόγιστες ζημιές και απώλεια παραγωγής διεθνώς. Οι ασθένειες έχουν δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στην ιταλική παραγωγή ακτινιδίων και κύκλοι της αγοράς αναφέρουν ότι η παραγωγή σε τόνους έχει μειωθεί τουλάχιστον στο μισό εδώ και τουλάχιστον έξι χρόνια.

Υπό το πρίσμα των απωλειών στην παραγωγή, οι Ιταλοί άρχισαν να στρέφουν το βλέμμα τους στην Ελλάδα, καθώς πέρα από την προμήθεια του προϊόντος από τα ελληνικά χωράφια, εισχώρησαν και στο πεδίο εκμετάλλευσης του δευτερογενούς τομέα, επενδύοντας σε κλειστά διαλογητήρια ή διαλογητήρια που υπολειτουργούσαν.

«Πρόκειται για μία πράξη συμφέροντος θα έλεγα, προκειμένου η χώρα να καλύψει τη μειωμένη της παραγωγή. Η συσκευασία γίνεται με βάση τα ελληνικά κοστολόγια και τα οικονομικότερα εργατικά μεροκάματα, με στόχο η τοποθέτηση των Ιταλών στην παγκόσμια αγορά να παραμείνει η ίδια. Τα οφέλη είναι πολλαπλά για εκείνους, αφού διατηρούν την κερδοφόρα αγορά τους» σημειώνει στη «ΜτΚ» ο αντιπρόεδρος της Εθνικής Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών (ΕΘΕΑΣ), Χρήστος Γιαννακάκης.

Αυτό που πρέπει να επανεκτιμηθεί, όπως αναφέρει ο ίδιος, είναι το επίπεδο ανταγωνιστικότητας από ελληνικής πλευράς και το κατά πόσο ωφέλιμη και χρήσιμη είναι για τον πρωτογενή μας τομέα είναι η εκμετάλλευση ενός προϊόντος από τους γείτονες, με μειωμένα κόστη και σε πιο ανταγωνιστικές τιμές. Σημειώνει πως κοινή συνισταμένη για την Ελλάδα, θα πρέπει να είναι η δημιουργία υπεραξίας στο τελικό προϊόν και ενίσχυσης του σήματος brand name του ελληνικού φρούτου στην ευρωπαϊκή και την παγκόσμια αγορά. 

Ειδάλλως οι συνέπειες των συνεταιριστικών και ιδιωτικών εξαγωγικών επιχειρήσεων που έχουν επενδύσει σε αυτό τον τόσο σημαντικό προϊόν για την ελληνική οικονομία, θα είναι δυσμενείς στο άμεσο μέλλον.

«Επιθετική τακτική» των Ιταλών

Η «επιθετική τακτική» εξαγοράς αλλά και δημιουργίας υποδομών για συσκευαστήρια από εταιρείες της Ιταλίας παρατηρήθηκε αρχικά σε περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας. 

«Έχουν ιδρύσει δύο εγκαταστάσεις με υποδομές για διαχείριση 2.500 έως 3.000 τόνων ακτινιδίου. Το ενδιαφέρον τους επεκτείνεται τώρα στην Ξάνθη, ενώ στον χάρτη των επενδύσεων έχει ενταχθεί προσφάτως η εξαγορά μίας μονάδας στην Άρτα και μίας στην Ημαθία. Στόχος της Ιταλίας είναι να διατηρήσει τις αγορές της και να είναι ευέλικτη στις πωλήσεις» υπογραμμίζει στη «ΜτΚ» ο γενικός διευθυντής ΕΑΣ Καβάλας, Κλέαρχος Σαραντίδης.

Για την ανάγκη οχύρωσης του πλαισίου αναγνώρισης του ακτινιδίου ως εθνικό προϊόν, όταν η ετήσια εγχώρια παραγωγή φτάνει τους 300.000 τόνους ετησίως κατατάσσοντας την Ελλάδα στη δεύτερη θέση των εξαγωγών παγκοσμίως, μιλά στη «ΜτΚ» ο εμπορικός διευθυντής της εταιρείας αγροδιατροφικού τομέα με έδρα την Αλεξάνδρεια, Novacert ΕΠΕ, Γιάννης Στεργίου.

«Πρώτη στις εξαγωγές είναι η Νέα Ζηλανδία, ενώ η χώρα μας είναι δεύτερη δύναμη, αφήνοντας πίσω τους Ιταλούς. Τα προβλήματα που παρατηρήθηκαν στη γειτονική χώρα με το παθογόνο βακτήριο είχαν ως αποτέλεσμα να μειωθεί η παραγωγή τους. Έτσι, και με βάση το παγκόσμιο ενδιαφέρον για το εν λόγω προϊόν, μεγάλοι κολοσσοί τοποθετήθηκαν εδώ με στόχο να καλύψουν τα κενά που δημιουργήθηκαν. Βρήκαν πρόσφορο έδαφος σε περιοχές με παράδοση στην καλλιέργεια και συσκευασία ακτινιδίου στη Βόρεια Ελλάδα» αναφέρει ο Γ. Στεργίου.

Εξάλλου, πριν μία επταετία είχε καταγραφεί έντονα το φαινόμενο της διακίνησης ακτινιδίων παλετοκιβώτια-bins προς την Ιταλία, φαινόμενο που ήταν ικανό να οδηγήσει ακόμα και σε πλήρη καταστροφή της συγκομισθείσας παραγωγής, σε περίπτωση εξάπλωσης βακτηριδίου. 

Τότε, η Κεντρική Ένωση Επιμελητήριων Ελλάδας είχε καταγγείλει στο υπουργείο την πρακτική των παράνομων εξαγωγών σε παλετοκιβώτια-bins. Όπως αναφερόταν στο σχετικό έγγραφο με υπογραφή του τότε προέδρου Κωνσταντίνου Μίχαλου, «λόγω της μειωμένης ποσότητας ακτινιδίων παρατηρείται το φαινόμενο της προσέλευσης αντιπροσώπων ιταλικών εταιρειών για την αγορά ακτινιδίων μέσα από χωράφια και σε μεγάλες συσκευασίες κάτι το οποίο απαγορεύεται από το κοινοτικό δίκαιο. Βέβαια, η κατάσταση αυτή έπληξε και τον δευτερογενή τομέα τυποποίησης του προϊόντος στα συσκευαστήρια συνεταιρισμών ή ιδιωτών εταιρειών εξαγωγέων αλλά και τους προμηθευτές υλικών συσκευασίας, καθώς επίσης και τον τριτογενή τομέα που αναλαμβάνει τη μεταφορά και διακίνηση του τελικού προϊόντος με ψυκτικούς θαλάμους» κατέληγε η ανακοίνωση.

Το στοίχημα και το ζητούμενο πλέον για τη χώρα μας είναι η συνεργασία με έτοιμες αγορές για την απορρόφηση του προϊόντος, ώστε, όταν και εφόσον η ιταλική παραγωγή ακτινιδίων επανακάμψει και παρατηρηθεί μείωση του ενδιαφέροντος τους για την Ελλάδα, το πλαίσιο ισορροπίας ζήτησης και προσφοράς που οδηγεί τον παραγωγό στην αναζήτηση της καλύτερης ποιότητας, να είναι ισχυρό.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 18.02.2024
Της Δέσποινας Βογιατζόγλου

Μπροστά στο ιδιαίτερα αυξημένο ενδιαφέρον εταιρειών ιταλικών συμφερόντων που επενδύουν στην εξαγορά και δημιουργία συσκευαστηρίων για την εξαγωγή ακτινιδίων, βρίσκονται όσοι δραστηριοποιούνται στους τομείς παραγωγής και διάθεσης ενός προϊόντος, που «παίζει δυνατά» τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας. Σύμφωνα με πληροφορίες της «ΜτΚ», εδώ και τρία χρόνια οι ιταλικές επενδύσεις σε παλιά συσκευαστήρια της Ανατολικής Μακεδονίας και η ίδρυση νέων στην περιοχή, καταδεικνύουν την τακτική της ανταγωνίστριας Ιταλίας που στοχεύει στην εκμετάλλευση μονάδων στη χώρα μας. 

Οικονομική στρατηγική της γειτονικής χώρας είναι η διακίνηση και εμπορία του προϊόντος στις παγκόσμιες αγορές με τους καλύτερους δυνατούς όρους, βάσει επενδύσεων σε μονάδες της Δυτικής Ελλάδας και της Κεντρικής Μακεδονίας.

Για να καλύψουν τις μεγάλες απώλειες στην παραγωγή ακτινιδίου που σημειώνεται στη χώρα τους, οι Ιταλοί φαίνεται πως δίνουν «ψήφο εμπιστοσύνης» στα ελληνικά προϊόντα και τον εγχώριο πρωτογενή τομέα. 

Το βακτήριο Pseudomonas syringae pv. actinidiae (Psa) γνωστό και ως βακτηριακός καρκίνος των ακτινιδίων, θεωρείται παθογόνο καραντίνας καθώς προσβάλλει την καλλιέργεια της ακτινιδιάς με ανυπολόγιστες ζημιές και απώλεια παραγωγής διεθνώς. Οι ασθένειες έχουν δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στην ιταλική παραγωγή ακτινιδίων και κύκλοι της αγοράς αναφέρουν ότι η παραγωγή σε τόνους έχει μειωθεί τουλάχιστον στο μισό εδώ και τουλάχιστον έξι χρόνια.

Υπό το πρίσμα των απωλειών στην παραγωγή, οι Ιταλοί άρχισαν να στρέφουν το βλέμμα τους στην Ελλάδα, καθώς πέρα από την προμήθεια του προϊόντος από τα ελληνικά χωράφια, εισχώρησαν και στο πεδίο εκμετάλλευσης του δευτερογενούς τομέα, επενδύοντας σε κλειστά διαλογητήρια ή διαλογητήρια που υπολειτουργούσαν.

«Πρόκειται για μία πράξη συμφέροντος θα έλεγα, προκειμένου η χώρα να καλύψει τη μειωμένη της παραγωγή. Η συσκευασία γίνεται με βάση τα ελληνικά κοστολόγια και τα οικονομικότερα εργατικά μεροκάματα, με στόχο η τοποθέτηση των Ιταλών στην παγκόσμια αγορά να παραμείνει η ίδια. Τα οφέλη είναι πολλαπλά για εκείνους, αφού διατηρούν την κερδοφόρα αγορά τους» σημειώνει στη «ΜτΚ» ο αντιπρόεδρος της Εθνικής Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών (ΕΘΕΑΣ), Χρήστος Γιαννακάκης.

Αυτό που πρέπει να επανεκτιμηθεί, όπως αναφέρει ο ίδιος, είναι το επίπεδο ανταγωνιστικότητας από ελληνικής πλευράς και το κατά πόσο ωφέλιμη και χρήσιμη είναι για τον πρωτογενή μας τομέα είναι η εκμετάλλευση ενός προϊόντος από τους γείτονες, με μειωμένα κόστη και σε πιο ανταγωνιστικές τιμές. Σημειώνει πως κοινή συνισταμένη για την Ελλάδα, θα πρέπει να είναι η δημιουργία υπεραξίας στο τελικό προϊόν και ενίσχυσης του σήματος brand name του ελληνικού φρούτου στην ευρωπαϊκή και την παγκόσμια αγορά. 

Ειδάλλως οι συνέπειες των συνεταιριστικών και ιδιωτικών εξαγωγικών επιχειρήσεων που έχουν επενδύσει σε αυτό τον τόσο σημαντικό προϊόν για την ελληνική οικονομία, θα είναι δυσμενείς στο άμεσο μέλλον.

«Επιθετική τακτική» των Ιταλών

Η «επιθετική τακτική» εξαγοράς αλλά και δημιουργίας υποδομών για συσκευαστήρια από εταιρείες της Ιταλίας παρατηρήθηκε αρχικά σε περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας. 

«Έχουν ιδρύσει δύο εγκαταστάσεις με υποδομές για διαχείριση 2.500 έως 3.000 τόνων ακτινιδίου. Το ενδιαφέρον τους επεκτείνεται τώρα στην Ξάνθη, ενώ στον χάρτη των επενδύσεων έχει ενταχθεί προσφάτως η εξαγορά μίας μονάδας στην Άρτα και μίας στην Ημαθία. Στόχος της Ιταλίας είναι να διατηρήσει τις αγορές της και να είναι ευέλικτη στις πωλήσεις» υπογραμμίζει στη «ΜτΚ» ο γενικός διευθυντής ΕΑΣ Καβάλας, Κλέαρχος Σαραντίδης.

Για την ανάγκη οχύρωσης του πλαισίου αναγνώρισης του ακτινιδίου ως εθνικό προϊόν, όταν η ετήσια εγχώρια παραγωγή φτάνει τους 300.000 τόνους ετησίως κατατάσσοντας την Ελλάδα στη δεύτερη θέση των εξαγωγών παγκοσμίως, μιλά στη «ΜτΚ» ο εμπορικός διευθυντής της εταιρείας αγροδιατροφικού τομέα με έδρα την Αλεξάνδρεια, Novacert ΕΠΕ, Γιάννης Στεργίου.

«Πρώτη στις εξαγωγές είναι η Νέα Ζηλανδία, ενώ η χώρα μας είναι δεύτερη δύναμη, αφήνοντας πίσω τους Ιταλούς. Τα προβλήματα που παρατηρήθηκαν στη γειτονική χώρα με το παθογόνο βακτήριο είχαν ως αποτέλεσμα να μειωθεί η παραγωγή τους. Έτσι, και με βάση το παγκόσμιο ενδιαφέρον για το εν λόγω προϊόν, μεγάλοι κολοσσοί τοποθετήθηκαν εδώ με στόχο να καλύψουν τα κενά που δημιουργήθηκαν. Βρήκαν πρόσφορο έδαφος σε περιοχές με παράδοση στην καλλιέργεια και συσκευασία ακτινιδίου στη Βόρεια Ελλάδα» αναφέρει ο Γ. Στεργίου.

Εξάλλου, πριν μία επταετία είχε καταγραφεί έντονα το φαινόμενο της διακίνησης ακτινιδίων παλετοκιβώτια-bins προς την Ιταλία, φαινόμενο που ήταν ικανό να οδηγήσει ακόμα και σε πλήρη καταστροφή της συγκομισθείσας παραγωγής, σε περίπτωση εξάπλωσης βακτηριδίου. 

Τότε, η Κεντρική Ένωση Επιμελητήριων Ελλάδας είχε καταγγείλει στο υπουργείο την πρακτική των παράνομων εξαγωγών σε παλετοκιβώτια-bins. Όπως αναφερόταν στο σχετικό έγγραφο με υπογραφή του τότε προέδρου Κωνσταντίνου Μίχαλου, «λόγω της μειωμένης ποσότητας ακτινιδίων παρατηρείται το φαινόμενο της προσέλευσης αντιπροσώπων ιταλικών εταιρειών για την αγορά ακτινιδίων μέσα από χωράφια και σε μεγάλες συσκευασίες κάτι το οποίο απαγορεύεται από το κοινοτικό δίκαιο. Βέβαια, η κατάσταση αυτή έπληξε και τον δευτερογενή τομέα τυποποίησης του προϊόντος στα συσκευαστήρια συνεταιρισμών ή ιδιωτών εταιρειών εξαγωγέων αλλά και τους προμηθευτές υλικών συσκευασίας, καθώς επίσης και τον τριτογενή τομέα που αναλαμβάνει τη μεταφορά και διακίνηση του τελικού προϊόντος με ψυκτικούς θαλάμους» κατέληγε η ανακοίνωση.

Το στοίχημα και το ζητούμενο πλέον για τη χώρα μας είναι η συνεργασία με έτοιμες αγορές για την απορρόφηση του προϊόντος, ώστε, όταν και εφόσον η ιταλική παραγωγή ακτινιδίων επανακάμψει και παρατηρηθεί μείωση του ενδιαφέροντος τους για την Ελλάδα, το πλαίσιο ισορροπίας ζήτησης και προσφοράς που οδηγεί τον παραγωγό στην αναζήτηση της καλύτερης ποιότητας, να είναι ισχυρό.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 18.02.2024

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία