ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Το ΑΠΘ εμπλέκεται στην υπόθεση απάτης που αποκάλυψε η OLAF;

Στο στόχαστρο των ευρωπαϊκών ελεγκτικών αρχών ερευνήτρια με λαμπρή καριέρα στο εξωτερικό

 18/05/2020 07:00

Το ΑΠΘ εμπλέκεται στην υπόθεση απάτης που αποκάλυψε η OLAF;

Σοφία Χριστοφορίδου

Μια «πολλά υποσχόμενη» Ελληνίδα ερευνήτρια εμπλέκεται σε μια σύνθετη υπόθεση απάτης ύψους 190.000 ευρώ, που αποκάλυψε προ ημερών η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF). Αυτό που δεν αποκάλυψε η OLAF ήταν το όνομα της ερευνήτριας και του πανεπιστημίου, καθώς είναι σε εξέλιξη το δικαστικό σκέλος της υπόθεσης. Ωστόσο, τα στοιχεία που συνέλεξε η «ΜτΚ» κατατείνουν στο συμπέρασμα ότι κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, η δε ερευνήτρια που μπήκε στο στόχαστρο των ευρωπαϊκών ελεγκτικών αρχών ακολουθεί πλέον ακαδημαϊκή καριέρα σε πανεπιστήμιο του εξωτερικού.

Η υπόθεση που αποκάλυψε η OLAF ρίχνει μια βαριά σκιά στην κατά τα άλλα λαμπρή καριέρα της ερευνήτριας, καθώς φέρεται να εισέπραξε για λογαριασμό της χρήματα που προορίζονταν για την αμοιβή άλλων ερευνητών. Το θέμα κουβεντιάζεται στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις μεταξύ των καθηγητών της συγκεκριμένης σχολής του ΑΠΘ, όπου έγινε το επίμαχο ερευνητικό έργο, το οποίο έκανε φύλλο και φτερό η OLAF. Μάλιστα έχει αρχίσει ήδη να ακούγεται ανοικτά το όνομα της ερευνήτριας και του πατέρα της.

Εάν η έρευνα της OLAF πράγματι αναφέρεται στο ΑΠΘ και την εν λόγω επιστήμονα, και αν αποδειχθεί στα δικαστήρια ότι  όντως συντελέστηκε η απάτη από την ερευνήτρια, δημιουργούνται εύλογα ερωτήματα για τους λόγους που την οδήγησαν να ρισκάρει την καριέρα της, που εξαρχής προδιαγράφονταν λαμπρή.

Τα στοιχεία που οδηγούν στη λύση του γρίφου

Στις 5 Μαΐου 2020 η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) γνωστοποίησε ότι οι ερευνητές της αποκάλυψαν μία σύνθετη υπόθεση απάτης, στην οποία εμπλέκονται μια Ελληνίδα επιστήμονας και δίκτυο διεθνών ερευνητών. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της OLAF η υπόθεση αφορά επιχορήγηση περίπου 1,1 εκατ. ευρώ του Εκτελεστικού Οργανισμού του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Έρευνας (ERCEA) προς ένα ελληνικό πανεπιστήμιο, χωρίς όμως να το κατονομάζει.

Ωστόσο, στην ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης περιλαμβάνονται όλα εκείνα τα στοιχεία που μπορούν να οδηγήσουν σε ένα ασφαλές συμπέρασμα για το ποιο μπορεί να ήταν το υπό έρευνα πανεπιστήμιο, ποιο το όνομα του ερευνητικού έργου και ποια η ερευνήτρια που φέρεται να έκανε την απάτη: «Τα χρήματα προορίζονταν για να χρηματοδοτήσουν ένα ερευνητικό έργο που 'έτρεχε' μια πολλά υποσχόμενη Ελληνίδα επιστήμονας, της οποίας ο πατέρας εργαζόταν στον εν λόγω πανεπιστήμιο. Το πρότζεκτ θα περιλάμβανε ένα δίκτυο με περισσότερους από 40 ερευνητές από όλον τον κόσμο, υπό την ηγεσία της Ελληνίδας» ανέφερε η η ανακοίνωση της OLAF.

Η έρευνα της OLAF ολοκληρώθηκε τον Νοέμβριο του 2019, με συστάσεις προς τον ERCEA για ανάκτηση περίπου 190.000 ευρώ (το μερίδιο που φέρεται να καταβλήθηκε στους διεθνείς ερευνητές από την επιχορήγηση 1,1 εκατ. ευρώ) καθώς και προς τις εθνικές αρχές για την κίνηση δικαστικών διαδικασιών κατά των εμπλεκομένων.

Μετά από ενδελεχή έρευνα της «ΜτΚ» σε όλες τις επιχορηγήσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Έρευνας από συστάσεώς του μέχρι και σήμερα, με αποδέκτες Έλληνες επιστήμονες, προκύπτει το συμπέρασμα ότι μόνο μία ερευνήτρια συγκεντρώνει όλα τα παραπάνω στοιχεία- κλειδιά που έδωσε στη δημοσιότητα η OLAF: γυναίκα ερευνήτρια, πολλά υποσχόμενη, με πατέρα στο ίδιο πανεπιστήμιο και επιχορήγηση 1,1 εκατ. ευρώ.

Πρόκειται για νεαρή ερευνήτρια η οποία είχε διδακτορικό σε ηλικία που άλλοι δεν τελειώνουν καν τις προπτυχιακές σπουδές στο πανεπιστήμιο, και πριν κλείσει τα 25 της χρόνια πέτυχε να είναι μία εκ των 300 επιστημόνων που έλαβαν την επιχορήγηση του ERC, σε σύνολο 9.000 αιτήσεων. Η ομάδα της περιελάμβανε περί τους 40 καταξιωμένους Έλληνες και διεθνείς ερευνητές, με επιστημονικά υπεύθυνο τον πατέρα της. Η χρηματοδότηση από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Έρευνας ήταν 1,1 εκατ. ευρώ. Δύο μήνες πριν ολοκληρώσει το ερευνητικό έργο στο ΑΠΘ επέστρεψε στη χώρα όπου είχε ξεκινήσει τις σπουδές της, αυτή τη φορά για να διδάξει ως καθηγήτρια πανεπιστημίου.

Ουδέν σχόλιο

Είναι η συγκεκριμένη επιστήμονας το ίδιο πρόσωπο με την ερευνήτρια την οποία έλεγξε η OLAF και ουσιαστικά «φωτογράφισε» στην ανακοίνωσή της;

Σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή αυτό το άτομο δεν σχετίζεται με την υπόθεση, θα πρόκειται για ατόπημα της OLAF, η οποία με τον τρόπο που διατύπωσε το Δελτίο Τύπου έδωσε στοιχεία που οδηγούν σε λάθος συμπέρασμα.

Απευθυνθήκαμε στην OLAF προκειμένου να επιβεβαιώσει το αποτέλεσμα της έρευνάς μας, που «οδηγούσε» προς το ΑΠΘ. Η απάντηση που λάβαμε ήταν ότι η υπηρεσία δεν σχολιάζει υποθέσεις με τις οποίες μπορεί να ασχολείται κι ότι όλες οι λεπτομέρειες που μπορούν να αποκαλυφθούν σε αυτή τη χρονική στιγμή περιλαμβάνονται στο Δελτίο Τύπου. Επίσης ο εκπρόσωπος της OLAF επικαλέστηκε την μυστικότητα της δικαστικής έρευνας που είναι σε εξέλιξη, και τους κανόνες προστασίας δεδομένων, τονίζοντας ότι σε αυτό το στάδιο δεν μπορεί να κάνει κανένα επιπλέον σχόλιο.

Επιπλέον επικοινωνήσαμε και με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Έρευνας, το οποίο μας απάντησε ότι «προς το παρόν όλες οι λεπτομέρειες που μπορούν να αποκαλυφθούν σχετικά με αυτή την υπόθεση περιλαμβάνονται στο Δελτίο Τύπου της OLAF. Με δεδομένες τις απαιτήσεις εμπιστευτικότητας και τις πιθανές δικαστικές διαδικασίες, καθώς επίσης τους γενικούς κανόνες προστασίας δεδομένων δεν μπορούμε να κάνουμε περαιτέρω σχόλια».

Πάντως, όπως μας ενημέρωσε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Έρευνας, η σύσταση της OLAF να ανακτηθεί ποσό περίπου 190.000 ευρώ θα εφαρμοστεί μέχρι τον Νοέμβριο του 2020, καθώς απαιτεί εκτεταμένη συνεργασία με άλλες υπηρεσίες της Κομισιόν.

Τέλος, απευθυνθήκαμε στον πρύτανη του ΑΠΘ κ. Νίκο Παπαϊωάννου ο οποίος μας ξεκαθάρισε ότι δεν είναι σε γνώση του καμία υπόθεση στην οποία το πανεπιστήμιο να σχετίζεται με έρευνες της OLAF και δεν θέλησε να κάνει οποιοδήποτε άλλο σχόλιο.

Είναι απαραίτητο να τονίσουμε ότι:

-H Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης διερευνά περιπτώσεις απάτης εις βάρος του προϋπολογισμού της ΕΕ. Δεν είναι εισαγγελική ή δικαστική αρχή. Δεν απαγγέλλει κατηγορίες ούτε αποφαίνεται για την αθωότητα ή την ενοχή κάποιου ελεγχόμενου.

-Η ελεγχόμενη επιστήμονας διατηρεί το τεκμήριο της αθωότητας μέχρι τα αρμόδια δικαστήρια να διαλευκάνουν εάν τα όσα αποκάλυψε η OLAF έχουν βάση.

-Η απάτη δεν αποδείχθηκε μέχρι στιγμής ενώπιον του δικαστηρίου και η ερευνήτρια δεν έχει καταδικαστεί τελεσιδίκως από τις δικαστικές αρχές.

-Αφετηρία για τη δημοσιογραφική μας έρευνα ήταν το δικαίωμα στην πληροφόρηση για ένα ζήτημα δημοσίου συμφέροντος, όπως κάθε ζήτημα που σχετίζεται με τη διαχείριση κοινοτικών κονδυλίων, δηλαδή χρημάτων του Έλληνα και Ευρωπαίου φορολογούμενου.

Πώς στήθηκε η απάτη

Αρχικά, η OLAF μπήκε σε υποψίες όταν ανακάλυψε πώς «φέρεται» να πληρώνονταν οι διεθνείς ερευνητές που συμμετείχαν στο ερευνητικό έργο. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της OLAF «οι επιταγές εκδόθηκαν στο όνομα μεμονωμένων ερευνητών, αλλά στη συνέχεια κατατέθηκαν σε τραπεζικούς λογαριασμούς, που είχαν πολλούς δικαιούχους. Οι υποψίες αυξήθηκαν όταν προέκυψε ότι οι επιταγές κατατέθηκαν προσωπικά σε τραπεζικούς λογαριασμούς από την επικεφαλής ερευνήτρια. Η ερευνητική ομάδα της OLAF αποφάσισε να κάνει επιτόπια έρευνα στο συγκεκριμένο πανεπιστήμιο. Παρά τις προσπάθειες από την επικεφαλής ερευνήτρια να παρεμποδιστεί η έρευνα, και με τη βοήθεια των ελληνικών Αρχών, που έδωσαν πρόσβαση σε τραπεζικούς λογαριασμούς, και τις μεθόδους έρευνας ηλεκτρονικού εγκλήματος (digital forensic) της OLAF, η υπηρεσία συνδύασε τα στοιχεία της υπόθεσης και κατάφερε να αποκαλύψει την απάτη».

Σύμφωνα με την OLAF βρέθηκαν αδιάσειστα στοιχεία, τα οποία έδειξαν ότι η επικεφαλής ερευνήτρια είχε ανοίξει τους τραπεζικούς λογαριασμούς που χρησιμοποιούνταν για την «πληρωμή» των διεθνών ερευνητών, καθώς και ότι έβαζε τον εαυτό της συνδικαιούχο στους λογαριασμούς για να έχει πρόσβαση στα χρήματα. Η OLAF ακολούθησε τα οικονομικά ίχνη και κατάφερε να αποδείξει ότι μεγάλα ποσά είτε αναλήφθηκαν σε μετρητά από την ερευνήτρια, είτε μεταφέρθηκαν στον προσωπικό λογαριασμό της.

Η OLAF ήρθε σε επαφή με ορισμένους ερευνητές που φέρονταν να συμμετέχουν στο ερευνητικό έργο. Κανένας από αυτούς δεν γνώριζε ότι το όνομά του ήταν συνδεδεμένο με το πρότζεκτ, ούτε γνώριζε την ύπαρξη τραπεζικών λογαριασμών στο όνομά τους ή για πληρωμές που είχαν γίνει σε αυτούς».

Είναι συνήθης πρακτική σε τέτοια ερευνητικά πρότζεκτ να συμμετέχουν και διεθνείς ερευνητές, εκτός ΕΕ, που δεν πληρώνονται, αλλά επωφελούνται από τις σχετικές επιστημονικές δημοσιεύσεις που φέρει και την υπογραφή τους, ενώ δημιουργείται και μια ακαδημαϊκή σχέση ώστε και οι ευρωπαίοι συνάδελφοι τους να συμμετάσχουν αμισθί σε ένα αντίστοιχο δικό τους ερευνητικό πρότζεκτ.

Όμως η υπόθεση της απάτης που ανακάλυψε η OLAF είναι αρκετά σύνθετη και οι πληροφορίες που έδωσε στη δημοσιότητα αφήνουν πολλά κενά:

- Πώς άνοιξε η ερευνήτρια τραπεζικούς λογαριασμούς για λογαριασμό διεθνών ερευνητών (εκτός ΕΕ) χωρίς κάποια εξουσιοδότηση εκ μέρους τους; Πώς έγινε κάτι τέτοιο αποδεκτό από την τράπεζα;

- Είναι δυνατόν οι άλλοι ερευνητές να μην γνώριζαν ότι έχει ανοιχτεί τραπεζικός λογαριασμός στο όνομά τους; Γνώριζαν την ύπαρξη των λογαριασμών αλλά δεν είχαν αντιληφθεί τις αναλήψεις και τη μεταφορά χρημάτων; Ή το ήξεραν και συναινούσαν;

- Πώς ο Ειδικός Λογαριασμός Κονδυλίων Έρευνας (ΕΛΚΕ) του πανεπιστημίου ενέκρινε πληρωμές προς διεθνείς ερευνητές πολλοί από τους οποίους δήλωσαν άγνοια για την σύνδεση του ονόματός τους με το πρότζεκτ;

Η μόνη εξήγηση που θα μπορούσε να δοθεί είναι ότι ήταν η πρώτη φορά που υλοποιούνταν το συγκεκριμένο πρόγραμμα υποτροφιών και για αυτό δινόταν μεγάλη ευελιξία στους νέους ερευνητές ώστε να παρακάμπτουν γραφειοκρατικές διαδικασίες.

Αν δηλαδή ο ΕΛΚΕ δεν έκανε πληρωμές αποκλειστικά στα πανεπιστήμια όπου ανήκε ο κάθε ερευνητής (όπως συμβαίνει συνήθως) αλλά απευθείας στην επικεφαλής ερευνήτρια και αυτή με τη σειρά της είχε την ευχέρεια να κάνει τις επιμέρους πληρωμές, σε τραπεζικούς λογαριασμούς που σύμφωνα με την OLAF είχε πρόσβαση και η ίδια.

Δικαστική διαμάχη ΑΠΘ-ERCΕΑ

Το ενδιαφέρον είναι ότι το ερευνητικό έργο το οποίο «φωτογραφίζει» η OLAF ως το σχετιζόμενο με την υπόθεση απάτης, αποτέλεσε αντικείμενο δικαστικής διαμάχης μεταξύ ΑΠΘ και Εκτελεστικού Οργανισμού του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Έρευνας (ERCEA) χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι δύο υποθέσεις σχετίζονται. Η σύμβαση για την υλοποίηση του ερευνητικού έργου τέθηκε σε ισχύ στις 30 Σεπτεμβρίου 2008, για χρονικό διάστημα 60 μηνών, δηλαδή μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου του 2013.

Στις 30 Απριλίου 2015, κατόπιν της διενέργειας οικονομικών ελέγχων, ο ERCEA κοινοποίησε στο ΑΠΘ τελική έκθεση ελέγχου, στην οποία οι ελεγκτές έκριναν ως μη επιλέξιμες ορισμένες δαπάνες, συνολικού ύψους 245.525,43 ευρώ. Μέχρι και τον Ιούνιο του 2016 τα δύο μέρη αντάλλαξαν οκτώ επιστολές, με το ΑΠΘ να αμφισβητεί τις αξιώσεις του ERCEA στις οποίες ο Οργανισμός επέμενε. Κατόπιν αυτών το ΑΠΘ κατέθεσε αγωγή στο Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ζητώντας να αναγνωρισθεί ότι το ποσό αυτό αντιστοιχεί σε επιλέξιμες δαπάνες. Η απόφαση του δικαστηρίου εκδόθηκε στις 6 Απριλίου 2017 και δικαίωσε το ΑΠΘ -σημειωτέον όμως ότι ο ERCEA κατέθεσε το υπόμνημα αντικρούσεως εκπρόθεσμα και για αυτό δεν ελήφθη υπόψιν. Ο Οργανισμός κατέθεσε αίτηση ανακοπής και τελικά το δικαστήριο αποφάνθηκε τον Ιανουάριο του 2019 ότι οι 233.611,75 ευρώ (από τις 245.525,43 ευρώ που ζητούσε πίσω ο ERCEA), αντιστοιχούσαν σε επιλέξιμες δαπάνες και άρα δεν υπήρχε ζήτημα επιστροφής του ποσού. Μερικούς μήνες αργότερα, τον Νοέμβριο του 2019 η OLAF ολοκλήρωσε την δική της έρευνα για το ίδιο ερευνητικό έργο, αν και προφανώς για άλλες πτυχές του… Το ποσό που κατέληξε ότι έπρεπε να διεκδικήσει ο ERCEA ήταν κατά τι μικρότερο (190.000 ευρώ).

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 17 Μαΐου 2020

Μια «πολλά υποσχόμενη» Ελληνίδα ερευνήτρια εμπλέκεται σε μια σύνθετη υπόθεση απάτης ύψους 190.000 ευρώ, που αποκάλυψε προ ημερών η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF). Αυτό που δεν αποκάλυψε η OLAF ήταν το όνομα της ερευνήτριας και του πανεπιστημίου, καθώς είναι σε εξέλιξη το δικαστικό σκέλος της υπόθεσης. Ωστόσο, τα στοιχεία που συνέλεξε η «ΜτΚ» κατατείνουν στο συμπέρασμα ότι κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, η δε ερευνήτρια που μπήκε στο στόχαστρο των ευρωπαϊκών ελεγκτικών αρχών ακολουθεί πλέον ακαδημαϊκή καριέρα σε πανεπιστήμιο του εξωτερικού.

Η υπόθεση που αποκάλυψε η OLAF ρίχνει μια βαριά σκιά στην κατά τα άλλα λαμπρή καριέρα της ερευνήτριας, καθώς φέρεται να εισέπραξε για λογαριασμό της χρήματα που προορίζονταν για την αμοιβή άλλων ερευνητών. Το θέμα κουβεντιάζεται στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις μεταξύ των καθηγητών της συγκεκριμένης σχολής του ΑΠΘ, όπου έγινε το επίμαχο ερευνητικό έργο, το οποίο έκανε φύλλο και φτερό η OLAF. Μάλιστα έχει αρχίσει ήδη να ακούγεται ανοικτά το όνομα της ερευνήτριας και του πατέρα της.

Εάν η έρευνα της OLAF πράγματι αναφέρεται στο ΑΠΘ και την εν λόγω επιστήμονα, και αν αποδειχθεί στα δικαστήρια ότι  όντως συντελέστηκε η απάτη από την ερευνήτρια, δημιουργούνται εύλογα ερωτήματα για τους λόγους που την οδήγησαν να ρισκάρει την καριέρα της, που εξαρχής προδιαγράφονταν λαμπρή.

Τα στοιχεία που οδηγούν στη λύση του γρίφου

Στις 5 Μαΐου 2020 η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) γνωστοποίησε ότι οι ερευνητές της αποκάλυψαν μία σύνθετη υπόθεση απάτης, στην οποία εμπλέκονται μια Ελληνίδα επιστήμονας και δίκτυο διεθνών ερευνητών. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της OLAF η υπόθεση αφορά επιχορήγηση περίπου 1,1 εκατ. ευρώ του Εκτελεστικού Οργανισμού του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Έρευνας (ERCEA) προς ένα ελληνικό πανεπιστήμιο, χωρίς όμως να το κατονομάζει.

Ωστόσο, στην ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης περιλαμβάνονται όλα εκείνα τα στοιχεία που μπορούν να οδηγήσουν σε ένα ασφαλές συμπέρασμα για το ποιο μπορεί να ήταν το υπό έρευνα πανεπιστήμιο, ποιο το όνομα του ερευνητικού έργου και ποια η ερευνήτρια που φέρεται να έκανε την απάτη: «Τα χρήματα προορίζονταν για να χρηματοδοτήσουν ένα ερευνητικό έργο που 'έτρεχε' μια πολλά υποσχόμενη Ελληνίδα επιστήμονας, της οποίας ο πατέρας εργαζόταν στον εν λόγω πανεπιστήμιο. Το πρότζεκτ θα περιλάμβανε ένα δίκτυο με περισσότερους από 40 ερευνητές από όλον τον κόσμο, υπό την ηγεσία της Ελληνίδας» ανέφερε η η ανακοίνωση της OLAF.

Η έρευνα της OLAF ολοκληρώθηκε τον Νοέμβριο του 2019, με συστάσεις προς τον ERCEA για ανάκτηση περίπου 190.000 ευρώ (το μερίδιο που φέρεται να καταβλήθηκε στους διεθνείς ερευνητές από την επιχορήγηση 1,1 εκατ. ευρώ) καθώς και προς τις εθνικές αρχές για την κίνηση δικαστικών διαδικασιών κατά των εμπλεκομένων.

Μετά από ενδελεχή έρευνα της «ΜτΚ» σε όλες τις επιχορηγήσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Έρευνας από συστάσεώς του μέχρι και σήμερα, με αποδέκτες Έλληνες επιστήμονες, προκύπτει το συμπέρασμα ότι μόνο μία ερευνήτρια συγκεντρώνει όλα τα παραπάνω στοιχεία- κλειδιά που έδωσε στη δημοσιότητα η OLAF: γυναίκα ερευνήτρια, πολλά υποσχόμενη, με πατέρα στο ίδιο πανεπιστήμιο και επιχορήγηση 1,1 εκατ. ευρώ.

Πρόκειται για νεαρή ερευνήτρια η οποία είχε διδακτορικό σε ηλικία που άλλοι δεν τελειώνουν καν τις προπτυχιακές σπουδές στο πανεπιστήμιο, και πριν κλείσει τα 25 της χρόνια πέτυχε να είναι μία εκ των 300 επιστημόνων που έλαβαν την επιχορήγηση του ERC, σε σύνολο 9.000 αιτήσεων. Η ομάδα της περιελάμβανε περί τους 40 καταξιωμένους Έλληνες και διεθνείς ερευνητές, με επιστημονικά υπεύθυνο τον πατέρα της. Η χρηματοδότηση από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Έρευνας ήταν 1,1 εκατ. ευρώ. Δύο μήνες πριν ολοκληρώσει το ερευνητικό έργο στο ΑΠΘ επέστρεψε στη χώρα όπου είχε ξεκινήσει τις σπουδές της, αυτή τη φορά για να διδάξει ως καθηγήτρια πανεπιστημίου.

Ουδέν σχόλιο

Είναι η συγκεκριμένη επιστήμονας το ίδιο πρόσωπο με την ερευνήτρια την οποία έλεγξε η OLAF και ουσιαστικά «φωτογράφισε» στην ανακοίνωσή της;

Σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή αυτό το άτομο δεν σχετίζεται με την υπόθεση, θα πρόκειται για ατόπημα της OLAF, η οποία με τον τρόπο που διατύπωσε το Δελτίο Τύπου έδωσε στοιχεία που οδηγούν σε λάθος συμπέρασμα.

Απευθυνθήκαμε στην OLAF προκειμένου να επιβεβαιώσει το αποτέλεσμα της έρευνάς μας, που «οδηγούσε» προς το ΑΠΘ. Η απάντηση που λάβαμε ήταν ότι η υπηρεσία δεν σχολιάζει υποθέσεις με τις οποίες μπορεί να ασχολείται κι ότι όλες οι λεπτομέρειες που μπορούν να αποκαλυφθούν σε αυτή τη χρονική στιγμή περιλαμβάνονται στο Δελτίο Τύπου. Επίσης ο εκπρόσωπος της OLAF επικαλέστηκε την μυστικότητα της δικαστικής έρευνας που είναι σε εξέλιξη, και τους κανόνες προστασίας δεδομένων, τονίζοντας ότι σε αυτό το στάδιο δεν μπορεί να κάνει κανένα επιπλέον σχόλιο.

Επιπλέον επικοινωνήσαμε και με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Έρευνας, το οποίο μας απάντησε ότι «προς το παρόν όλες οι λεπτομέρειες που μπορούν να αποκαλυφθούν σχετικά με αυτή την υπόθεση περιλαμβάνονται στο Δελτίο Τύπου της OLAF. Με δεδομένες τις απαιτήσεις εμπιστευτικότητας και τις πιθανές δικαστικές διαδικασίες, καθώς επίσης τους γενικούς κανόνες προστασίας δεδομένων δεν μπορούμε να κάνουμε περαιτέρω σχόλια».

Πάντως, όπως μας ενημέρωσε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Έρευνας, η σύσταση της OLAF να ανακτηθεί ποσό περίπου 190.000 ευρώ θα εφαρμοστεί μέχρι τον Νοέμβριο του 2020, καθώς απαιτεί εκτεταμένη συνεργασία με άλλες υπηρεσίες της Κομισιόν.

Τέλος, απευθυνθήκαμε στον πρύτανη του ΑΠΘ κ. Νίκο Παπαϊωάννου ο οποίος μας ξεκαθάρισε ότι δεν είναι σε γνώση του καμία υπόθεση στην οποία το πανεπιστήμιο να σχετίζεται με έρευνες της OLAF και δεν θέλησε να κάνει οποιοδήποτε άλλο σχόλιο.

Είναι απαραίτητο να τονίσουμε ότι:

-H Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης διερευνά περιπτώσεις απάτης εις βάρος του προϋπολογισμού της ΕΕ. Δεν είναι εισαγγελική ή δικαστική αρχή. Δεν απαγγέλλει κατηγορίες ούτε αποφαίνεται για την αθωότητα ή την ενοχή κάποιου ελεγχόμενου.

-Η ελεγχόμενη επιστήμονας διατηρεί το τεκμήριο της αθωότητας μέχρι τα αρμόδια δικαστήρια να διαλευκάνουν εάν τα όσα αποκάλυψε η OLAF έχουν βάση.

-Η απάτη δεν αποδείχθηκε μέχρι στιγμής ενώπιον του δικαστηρίου και η ερευνήτρια δεν έχει καταδικαστεί τελεσιδίκως από τις δικαστικές αρχές.

-Αφετηρία για τη δημοσιογραφική μας έρευνα ήταν το δικαίωμα στην πληροφόρηση για ένα ζήτημα δημοσίου συμφέροντος, όπως κάθε ζήτημα που σχετίζεται με τη διαχείριση κοινοτικών κονδυλίων, δηλαδή χρημάτων του Έλληνα και Ευρωπαίου φορολογούμενου.

Πώς στήθηκε η απάτη

Αρχικά, η OLAF μπήκε σε υποψίες όταν ανακάλυψε πώς «φέρεται» να πληρώνονταν οι διεθνείς ερευνητές που συμμετείχαν στο ερευνητικό έργο. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της OLAF «οι επιταγές εκδόθηκαν στο όνομα μεμονωμένων ερευνητών, αλλά στη συνέχεια κατατέθηκαν σε τραπεζικούς λογαριασμούς, που είχαν πολλούς δικαιούχους. Οι υποψίες αυξήθηκαν όταν προέκυψε ότι οι επιταγές κατατέθηκαν προσωπικά σε τραπεζικούς λογαριασμούς από την επικεφαλής ερευνήτρια. Η ερευνητική ομάδα της OLAF αποφάσισε να κάνει επιτόπια έρευνα στο συγκεκριμένο πανεπιστήμιο. Παρά τις προσπάθειες από την επικεφαλής ερευνήτρια να παρεμποδιστεί η έρευνα, και με τη βοήθεια των ελληνικών Αρχών, που έδωσαν πρόσβαση σε τραπεζικούς λογαριασμούς, και τις μεθόδους έρευνας ηλεκτρονικού εγκλήματος (digital forensic) της OLAF, η υπηρεσία συνδύασε τα στοιχεία της υπόθεσης και κατάφερε να αποκαλύψει την απάτη».

Σύμφωνα με την OLAF βρέθηκαν αδιάσειστα στοιχεία, τα οποία έδειξαν ότι η επικεφαλής ερευνήτρια είχε ανοίξει τους τραπεζικούς λογαριασμούς που χρησιμοποιούνταν για την «πληρωμή» των διεθνών ερευνητών, καθώς και ότι έβαζε τον εαυτό της συνδικαιούχο στους λογαριασμούς για να έχει πρόσβαση στα χρήματα. Η OLAF ακολούθησε τα οικονομικά ίχνη και κατάφερε να αποδείξει ότι μεγάλα ποσά είτε αναλήφθηκαν σε μετρητά από την ερευνήτρια, είτε μεταφέρθηκαν στον προσωπικό λογαριασμό της.

Η OLAF ήρθε σε επαφή με ορισμένους ερευνητές που φέρονταν να συμμετέχουν στο ερευνητικό έργο. Κανένας από αυτούς δεν γνώριζε ότι το όνομά του ήταν συνδεδεμένο με το πρότζεκτ, ούτε γνώριζε την ύπαρξη τραπεζικών λογαριασμών στο όνομά τους ή για πληρωμές που είχαν γίνει σε αυτούς».

Είναι συνήθης πρακτική σε τέτοια ερευνητικά πρότζεκτ να συμμετέχουν και διεθνείς ερευνητές, εκτός ΕΕ, που δεν πληρώνονται, αλλά επωφελούνται από τις σχετικές επιστημονικές δημοσιεύσεις που φέρει και την υπογραφή τους, ενώ δημιουργείται και μια ακαδημαϊκή σχέση ώστε και οι ευρωπαίοι συνάδελφοι τους να συμμετάσχουν αμισθί σε ένα αντίστοιχο δικό τους ερευνητικό πρότζεκτ.

Όμως η υπόθεση της απάτης που ανακάλυψε η OLAF είναι αρκετά σύνθετη και οι πληροφορίες που έδωσε στη δημοσιότητα αφήνουν πολλά κενά:

- Πώς άνοιξε η ερευνήτρια τραπεζικούς λογαριασμούς για λογαριασμό διεθνών ερευνητών (εκτός ΕΕ) χωρίς κάποια εξουσιοδότηση εκ μέρους τους; Πώς έγινε κάτι τέτοιο αποδεκτό από την τράπεζα;

- Είναι δυνατόν οι άλλοι ερευνητές να μην γνώριζαν ότι έχει ανοιχτεί τραπεζικός λογαριασμός στο όνομά τους; Γνώριζαν την ύπαρξη των λογαριασμών αλλά δεν είχαν αντιληφθεί τις αναλήψεις και τη μεταφορά χρημάτων; Ή το ήξεραν και συναινούσαν;

- Πώς ο Ειδικός Λογαριασμός Κονδυλίων Έρευνας (ΕΛΚΕ) του πανεπιστημίου ενέκρινε πληρωμές προς διεθνείς ερευνητές πολλοί από τους οποίους δήλωσαν άγνοια για την σύνδεση του ονόματός τους με το πρότζεκτ;

Η μόνη εξήγηση που θα μπορούσε να δοθεί είναι ότι ήταν η πρώτη φορά που υλοποιούνταν το συγκεκριμένο πρόγραμμα υποτροφιών και για αυτό δινόταν μεγάλη ευελιξία στους νέους ερευνητές ώστε να παρακάμπτουν γραφειοκρατικές διαδικασίες.

Αν δηλαδή ο ΕΛΚΕ δεν έκανε πληρωμές αποκλειστικά στα πανεπιστήμια όπου ανήκε ο κάθε ερευνητής (όπως συμβαίνει συνήθως) αλλά απευθείας στην επικεφαλής ερευνήτρια και αυτή με τη σειρά της είχε την ευχέρεια να κάνει τις επιμέρους πληρωμές, σε τραπεζικούς λογαριασμούς που σύμφωνα με την OLAF είχε πρόσβαση και η ίδια.

Δικαστική διαμάχη ΑΠΘ-ERCΕΑ

Το ενδιαφέρον είναι ότι το ερευνητικό έργο το οποίο «φωτογραφίζει» η OLAF ως το σχετιζόμενο με την υπόθεση απάτης, αποτέλεσε αντικείμενο δικαστικής διαμάχης μεταξύ ΑΠΘ και Εκτελεστικού Οργανισμού του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Έρευνας (ERCEA) χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι δύο υποθέσεις σχετίζονται. Η σύμβαση για την υλοποίηση του ερευνητικού έργου τέθηκε σε ισχύ στις 30 Σεπτεμβρίου 2008, για χρονικό διάστημα 60 μηνών, δηλαδή μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου του 2013.

Στις 30 Απριλίου 2015, κατόπιν της διενέργειας οικονομικών ελέγχων, ο ERCEA κοινοποίησε στο ΑΠΘ τελική έκθεση ελέγχου, στην οποία οι ελεγκτές έκριναν ως μη επιλέξιμες ορισμένες δαπάνες, συνολικού ύψους 245.525,43 ευρώ. Μέχρι και τον Ιούνιο του 2016 τα δύο μέρη αντάλλαξαν οκτώ επιστολές, με το ΑΠΘ να αμφισβητεί τις αξιώσεις του ERCEA στις οποίες ο Οργανισμός επέμενε. Κατόπιν αυτών το ΑΠΘ κατέθεσε αγωγή στο Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ζητώντας να αναγνωρισθεί ότι το ποσό αυτό αντιστοιχεί σε επιλέξιμες δαπάνες. Η απόφαση του δικαστηρίου εκδόθηκε στις 6 Απριλίου 2017 και δικαίωσε το ΑΠΘ -σημειωτέον όμως ότι ο ERCEA κατέθεσε το υπόμνημα αντικρούσεως εκπρόθεσμα και για αυτό δεν ελήφθη υπόψιν. Ο Οργανισμός κατέθεσε αίτηση ανακοπής και τελικά το δικαστήριο αποφάνθηκε τον Ιανουάριο του 2019 ότι οι 233.611,75 ευρώ (από τις 245.525,43 ευρώ που ζητούσε πίσω ο ERCEA), αντιστοιχούσαν σε επιλέξιμες δαπάνες και άρα δεν υπήρχε ζήτημα επιστροφής του ποσού. Μερικούς μήνες αργότερα, τον Νοέμβριο του 2019 η OLAF ολοκλήρωσε την δική της έρευνα για το ίδιο ερευνητικό έργο, αν και προφανώς για άλλες πτυχές του… Το ποσό που κατέληξε ότι έπρεπε να διεκδικήσει ο ERCEA ήταν κατά τι μικρότερο (190.000 ευρώ).

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 17 Μαΐου 2020

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία