ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Ταμείo Ανάκαμψης: Ιστορική ευκαιρία για την «οικονομική επανάσταση»

Ζητούμενο η έγκαιρη και αποτελεσματική χρήση των κονδυλίων ύψους 70 δισ. ευρώ μέχρι το 2027 - Η πρόκληση της Ελλάδας να μπει στην εποχή της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης από θέση ισχύος

 02/12/2020 07:00

Ταμείo Ανάκαμψης: Ιστορική ευκαιρία για την «οικονομική επανάσταση»

Στέφανος Μαχτσίρας

Ο ριζικός εκσυγχρονισμός της οικονομίας με… οικολογικό πρόσημο προτάσσοντας την καινοτομία και την εξωστρέφεια αποτελεί τον βασικό στόχο που φιλοδοξεί να πετύχει η κυβέρνηση με το σχέδιο ανάκαμψης που παρουσίασε. Η Ελλάδα θα λάβει από την ΕΕ 19,4 δισ. ευρώ σε επενδύσεις και σε 12,7 δισ. ευρώ σε δάνεια ενώ αν συνυπολογιστούν και τα κεφάλαια από το νέο ΕΣΠΑ στην ελληνική οικονομία μπορεί να εισρεύσουν μέχρι το 2027 περίπου 70 δισ. ευρώ.

Το μεγάλο στοίχημα της χώρας και της κυβέρνησης είναι η χρηστή, έγκαιρη και αποτελεσματική αξιοποίηση του πακτωλού κονδυλίων. Η ευκαιρία της Ελλάδας να αλλάξει επίπεδο και να μπει στην εποχή της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης από θέση ισχύος είναι μοναδική και δεν έχει την πολυτέλεια να την χαραμίσει όπως συνέβη πολλάκις στο παρελθόν.

Οι γραφειοκρατικοί παραλογισμοί της δημόσιας διοίκησης είναι αναγκαίο να ξεπεραστούν για να ανταποκριθεί επαρκώς η χώρα στην κολοσσιαίων διαστάσεων πρόκληση, μετασχηματίζοντας το παραγωγικό της μοντέλο. Οι επενδύσεις στη ψηφιοποίηση, την καινοτομία, την εξωστρέφεια, τις υποδομές, την πράσινη οικονομία σε συνδυασμό με μεταρρυθμίσεις στη φορολογία και το κράτος είναι ικανές να πυροδοτήσουν μία αναπτυξιακή έκρηξη που θα βγάλει την οικονομία από την μόνιμη «μιζέρια» των τελευταίων χρόνων, ανοίγοντας μία νέα περίοδο ευημερίας για τους πολίτες.

Όπως ανέφερε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θεόδωρος Σκυλακάκης τρία είναι τα σημαντικά σημεία του σχεδίου:

* Όλα τα έργα και οι επενδύσεις - μεταρρυθμίσεις πρέπει να ολοκληρωθούν έως το τέλος του 2026

* Αξιοποιεί σε μέγιστο βαθμό και ιδιωτικούς πόρους για στρατηγικές επενδύσεις

* συνδυάζει επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις

Το προσχέδιο του Σχεδίου υποβλήθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 18 Νοεμβρίου, η υποβολή του τελικού σχεδίου θα γίνει τον Φεβρουάριο - Μάρτιο του 2021 και η τελική έγκριση αναμένεται στο τέλος της άνοιξης. Οι πρώτες εκταμιεύσεις από την ΕΕ αναμένονται στο διάστημα μεταξύ Ιουνίου και Ιουλίου 2021, αλλά τα πρώτα έργα ίσως αρχίσουν και τον Δεκέμβριο φέτος με χρηματοδότηση από το ΠΔΕ.

Οι τέσσερις κυριότεροι άξονες του ελληνικού σχεδίου:

1. Πράσινη μετάβαση, με 6,2 δισ. ευρώ (ποσοστό 38% του συνόλου των επιδοτήσεων). Μεταξύ αυτών, είναι η διασύνδεση Κρήτης και Κυκλάδων με το δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας της ηπειρωτικής χώρας, η απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης των ΑΠΕ, η ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων, η μεταρρύθμιση του πολεοδομικού και χωροταξικού σχεδιασμού και η ηλεκτροκίνηση.

2. Ψηφιακή μετάβαση, με 2,1 δισ. ευρώ (13% του συνόλου). Μεταξύ άλλων, προβλέπεται η προεγκατάσταση οπτικών ινών σε κτίρια, η υποδομή για τη μετάβαση στην τεχνολογία 5G, ο ψηφιακός μετασχηματισμός κράτους και επιχειρήσεων και τα φορολογικά κίνητρα.

3. Απασχόληση, δεξιότητες, κοινωνική συνοχή, με 4,1 δισ. ευρώ (25% του συνόλου). Σχεδιάζονται οι ενεργές και παθητικές πολιτικές για την αγορά εργασίας (με την επιδότηση της εργασίας περισσότερο από την ανεργία), ο εκσυγχρονισμός του εργατικού δικαίου (δεξιότητες, κίνητρα για ενεργή εργασία, όχι παγίδευση στην εξάρτηση από το πλαίσιο εργασίας κ.λπ.), ο εκσυγχρονισμός της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, ο ατομικός φάκελος υγείας και ο ψηφιακός μετασχηματισμός των υπηρεσιών υγείας.

4. Ιδιωτικές επενδύσεις και μετασχηματισμός της οικονομίας, με 4 δισ. ευρώ (24% του συνόλου των επιδοτήσεων). Μεταξύ άλλων, προβλέπεται η πλήρης κωδικοποίηση της φορολογικής νομοθεσίας, ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης, η καταπολέμηση του ξεπλύματος του μαύρου χρήματος και της διαφθοράς, η επιτάχυνση στην απονομή της δικαιοσύνης και η σύνδεση της έρευνας των πανεπιστημίων με την παραγωγή.

Η τελική έκθεση που υπέβαλε η επιτροπή Πισσαρίδη στην κυβέρνηση και αποτέλεσε βασικό πυλώνα πάνω στον οποίο στηρίχτηκε το προσχέδιο που κατέθεσε το οικονομικό επιτελείο στην Κομισιόν για το Ταμείο Ανάκαμψης, θέτει ως στόχο μέσους ετήσιους ρυθμούς αύξησης 3,5% ως το 2030 για να φτάσει το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στο 81% του μέσου όρου της ΕΕ από 67% σήμερα και να υποχωρήσει η ανεργία στο 7% από 17% σήμερα. Στις 244 σελίδες της εξειδικεύονται οι προτάσεις των κορυφαίων οικονομολόγων της επιτροπής, οι οποίες πάντως πέρα από το ότι μερικές από αυτές κινούνται σε ξεκάθαρη νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση, δεν φαίνεται να είναι αρκετά καινοτόμες, τουλάχιστον τόσο ώστε να ενεργοποιήσουν ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες για την υλοποίησή τους.

Οι κυριότερες από αυτές:

• Δραστική μείωση του κόστους εργασίας με μείωση του φορολογικού και ασφαλιστικού βάρους. Εδώ προτείνεται σταθερό ποσό εισφορών υγείας, απάλειψη της εισφοράς αλληλεγγύης, μείωση του ανωτάτου ορίου ασφαλιστέου εισοδήματος, ενιαία κλίμακα φορολογίας.

• Επενδύσεις σε υποδομές με προτεραιότητα σ’ αυτές που έχουν σχέση με μεταφορές εμπορευμάτων, όπως οι σιδηροδρομικές και οδικές προσβάσεις στα σύνορα και τα εξαγωγικά λιμάνια.

• Eνοποίηση των επιδομάτων σε ένα, με εξαίρεση των επιδομάτων ανεργίας, αναπηρίας και στέγασης, που θα καταβάλλεται στους αδύναμους οφειλέτες. Το ενοποιημένο αυτό επίδομα θα πρέπει να δίνεται σε άτομα με χαμηλό οικογενειακό εισόδημα ακόμη και εάν εργάζονται.

• Επανασχεδιασμός του επιδόματος ανεργίας, ώστε να μην είναι σταθερό και συνδεδεμένο με τον κατώτατο μισθό αλλά με τις προηγούμενες αμοιβές του ανέργου. Να οριστεί, δηλαδή, στο 55% του μέσου μηνιαίου μισθού του ανέργου στα προηγούμενα 3 έτη, με ανώτατο όριο επιδόματος τα 1.200 ευρώ για έξι μήνες, αντί για δώδεκα μήνες που είναι τώρα.

• Συνιστάται ο εξορθολογισμός της χρήσης και του κόστους των υπερωριών αλλά και η άρση των περιορισμών στη δυνατότητα μιας επιχείρησης να μεταβάλλει τον αριθμό των απασχολούμενων.

• Ενίσχυση της ψηφιοποίησης των υπηρεσιών του δημόσιου τομέα. Για τη δημόσια διοίκηση προτείνεται επίσης αύξηση της θητείας (να γίνει 5ετής) και της κινητικότητας στις ανώτερες διοικητικές θέσεις και καθολική εφαρμογή της αξιολόγησης.

Εντοπίζοντας επενδυτικό κενό 130 δισ. ευρώ, οι μελετητές υποστηρίζουν την ενίσχυση του μεταποιητικού τομέα, πολιτική συμβατή με την κεντρική πολιτική της ΕΕ για αντιστροφή της πορείας αποβιομηχάνισης.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 29 Νοεμβρίου 2020

Ο ριζικός εκσυγχρονισμός της οικονομίας με… οικολογικό πρόσημο προτάσσοντας την καινοτομία και την εξωστρέφεια αποτελεί τον βασικό στόχο που φιλοδοξεί να πετύχει η κυβέρνηση με το σχέδιο ανάκαμψης που παρουσίασε. Η Ελλάδα θα λάβει από την ΕΕ 19,4 δισ. ευρώ σε επενδύσεις και σε 12,7 δισ. ευρώ σε δάνεια ενώ αν συνυπολογιστούν και τα κεφάλαια από το νέο ΕΣΠΑ στην ελληνική οικονομία μπορεί να εισρεύσουν μέχρι το 2027 περίπου 70 δισ. ευρώ.

Το μεγάλο στοίχημα της χώρας και της κυβέρνησης είναι η χρηστή, έγκαιρη και αποτελεσματική αξιοποίηση του πακτωλού κονδυλίων. Η ευκαιρία της Ελλάδας να αλλάξει επίπεδο και να μπει στην εποχή της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης από θέση ισχύος είναι μοναδική και δεν έχει την πολυτέλεια να την χαραμίσει όπως συνέβη πολλάκις στο παρελθόν.

Οι γραφειοκρατικοί παραλογισμοί της δημόσιας διοίκησης είναι αναγκαίο να ξεπεραστούν για να ανταποκριθεί επαρκώς η χώρα στην κολοσσιαίων διαστάσεων πρόκληση, μετασχηματίζοντας το παραγωγικό της μοντέλο. Οι επενδύσεις στη ψηφιοποίηση, την καινοτομία, την εξωστρέφεια, τις υποδομές, την πράσινη οικονομία σε συνδυασμό με μεταρρυθμίσεις στη φορολογία και το κράτος είναι ικανές να πυροδοτήσουν μία αναπτυξιακή έκρηξη που θα βγάλει την οικονομία από την μόνιμη «μιζέρια» των τελευταίων χρόνων, ανοίγοντας μία νέα περίοδο ευημερίας για τους πολίτες.

Όπως ανέφερε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θεόδωρος Σκυλακάκης τρία είναι τα σημαντικά σημεία του σχεδίου:

* Όλα τα έργα και οι επενδύσεις - μεταρρυθμίσεις πρέπει να ολοκληρωθούν έως το τέλος του 2026

* Αξιοποιεί σε μέγιστο βαθμό και ιδιωτικούς πόρους για στρατηγικές επενδύσεις

* συνδυάζει επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις

Το προσχέδιο του Σχεδίου υποβλήθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 18 Νοεμβρίου, η υποβολή του τελικού σχεδίου θα γίνει τον Φεβρουάριο - Μάρτιο του 2021 και η τελική έγκριση αναμένεται στο τέλος της άνοιξης. Οι πρώτες εκταμιεύσεις από την ΕΕ αναμένονται στο διάστημα μεταξύ Ιουνίου και Ιουλίου 2021, αλλά τα πρώτα έργα ίσως αρχίσουν και τον Δεκέμβριο φέτος με χρηματοδότηση από το ΠΔΕ.

Οι τέσσερις κυριότεροι άξονες του ελληνικού σχεδίου:

1. Πράσινη μετάβαση, με 6,2 δισ. ευρώ (ποσοστό 38% του συνόλου των επιδοτήσεων). Μεταξύ αυτών, είναι η διασύνδεση Κρήτης και Κυκλάδων με το δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας της ηπειρωτικής χώρας, η απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης των ΑΠΕ, η ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων, η μεταρρύθμιση του πολεοδομικού και χωροταξικού σχεδιασμού και η ηλεκτροκίνηση.

2. Ψηφιακή μετάβαση, με 2,1 δισ. ευρώ (13% του συνόλου). Μεταξύ άλλων, προβλέπεται η προεγκατάσταση οπτικών ινών σε κτίρια, η υποδομή για τη μετάβαση στην τεχνολογία 5G, ο ψηφιακός μετασχηματισμός κράτους και επιχειρήσεων και τα φορολογικά κίνητρα.

3. Απασχόληση, δεξιότητες, κοινωνική συνοχή, με 4,1 δισ. ευρώ (25% του συνόλου). Σχεδιάζονται οι ενεργές και παθητικές πολιτικές για την αγορά εργασίας (με την επιδότηση της εργασίας περισσότερο από την ανεργία), ο εκσυγχρονισμός του εργατικού δικαίου (δεξιότητες, κίνητρα για ενεργή εργασία, όχι παγίδευση στην εξάρτηση από το πλαίσιο εργασίας κ.λπ.), ο εκσυγχρονισμός της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, ο ατομικός φάκελος υγείας και ο ψηφιακός μετασχηματισμός των υπηρεσιών υγείας.

4. Ιδιωτικές επενδύσεις και μετασχηματισμός της οικονομίας, με 4 δισ. ευρώ (24% του συνόλου των επιδοτήσεων). Μεταξύ άλλων, προβλέπεται η πλήρης κωδικοποίηση της φορολογικής νομοθεσίας, ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης, η καταπολέμηση του ξεπλύματος του μαύρου χρήματος και της διαφθοράς, η επιτάχυνση στην απονομή της δικαιοσύνης και η σύνδεση της έρευνας των πανεπιστημίων με την παραγωγή.

Η τελική έκθεση που υπέβαλε η επιτροπή Πισσαρίδη στην κυβέρνηση και αποτέλεσε βασικό πυλώνα πάνω στον οποίο στηρίχτηκε το προσχέδιο που κατέθεσε το οικονομικό επιτελείο στην Κομισιόν για το Ταμείο Ανάκαμψης, θέτει ως στόχο μέσους ετήσιους ρυθμούς αύξησης 3,5% ως το 2030 για να φτάσει το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στο 81% του μέσου όρου της ΕΕ από 67% σήμερα και να υποχωρήσει η ανεργία στο 7% από 17% σήμερα. Στις 244 σελίδες της εξειδικεύονται οι προτάσεις των κορυφαίων οικονομολόγων της επιτροπής, οι οποίες πάντως πέρα από το ότι μερικές από αυτές κινούνται σε ξεκάθαρη νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση, δεν φαίνεται να είναι αρκετά καινοτόμες, τουλάχιστον τόσο ώστε να ενεργοποιήσουν ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες για την υλοποίησή τους.

Οι κυριότερες από αυτές:

• Δραστική μείωση του κόστους εργασίας με μείωση του φορολογικού και ασφαλιστικού βάρους. Εδώ προτείνεται σταθερό ποσό εισφορών υγείας, απάλειψη της εισφοράς αλληλεγγύης, μείωση του ανωτάτου ορίου ασφαλιστέου εισοδήματος, ενιαία κλίμακα φορολογίας.

• Επενδύσεις σε υποδομές με προτεραιότητα σ’ αυτές που έχουν σχέση με μεταφορές εμπορευμάτων, όπως οι σιδηροδρομικές και οδικές προσβάσεις στα σύνορα και τα εξαγωγικά λιμάνια.

• Eνοποίηση των επιδομάτων σε ένα, με εξαίρεση των επιδομάτων ανεργίας, αναπηρίας και στέγασης, που θα καταβάλλεται στους αδύναμους οφειλέτες. Το ενοποιημένο αυτό επίδομα θα πρέπει να δίνεται σε άτομα με χαμηλό οικογενειακό εισόδημα ακόμη και εάν εργάζονται.

• Επανασχεδιασμός του επιδόματος ανεργίας, ώστε να μην είναι σταθερό και συνδεδεμένο με τον κατώτατο μισθό αλλά με τις προηγούμενες αμοιβές του ανέργου. Να οριστεί, δηλαδή, στο 55% του μέσου μηνιαίου μισθού του ανέργου στα προηγούμενα 3 έτη, με ανώτατο όριο επιδόματος τα 1.200 ευρώ για έξι μήνες, αντί για δώδεκα μήνες που είναι τώρα.

• Συνιστάται ο εξορθολογισμός της χρήσης και του κόστους των υπερωριών αλλά και η άρση των περιορισμών στη δυνατότητα μιας επιχείρησης να μεταβάλλει τον αριθμό των απασχολούμενων.

• Ενίσχυση της ψηφιοποίησης των υπηρεσιών του δημόσιου τομέα. Για τη δημόσια διοίκηση προτείνεται επίσης αύξηση της θητείας (να γίνει 5ετής) και της κινητικότητας στις ανώτερες διοικητικές θέσεις και καθολική εφαρμογή της αξιολόγησης.

Εντοπίζοντας επενδυτικό κενό 130 δισ. ευρώ, οι μελετητές υποστηρίζουν την ενίσχυση του μεταποιητικού τομέα, πολιτική συμβατή με την κεντρική πολιτική της ΕΕ για αντιστροφή της πορείας αποβιομηχάνισης.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 29 Νοεμβρίου 2020

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία