ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Τάκης Τζαμαργιάς: Τίποτα δεν είναι δεδομένο

O σκηνοθέτης της παράστασης «Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου» μίλησε στη "ΜτΚ"

 07/11/2018 08:00

Τάκης Τζαμαργιάς: Τίποτα δεν είναι δεδομένο
Στιγμιότυπο από την παράσταση.

Συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Καντόγλου

«Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου» αποτελεί ένα από τα διαχρονικότερα και πιο αγαπημένα λογοτεχνικά παιδικά έργα της Άλκης Ζέη. Το βιβλίο εξιστορεί τα παιδικά χρόνια του Πέτρου, που μεγαλώνει στην κατεχόμενη από τους Γερμανούς Αθήνα. Τη φετινή θεατρική σεζόν παρουσιάζεται στο Βασιλικό Θέατρο από το ΚΘΒΕ, κάθε Κυριακή στις 11 π.μ., σε σκηνοθεσία Τάκη Τζαμαργιά. Για τις προκλήσεις του έργου και τις εμπειρίες που αποκόμισε από παλαιότερα ανεβάσματα του έργου μιλά στη «ΜτΚ» ο σκηνοθέτης.

tzamargias.jpg

Ο Τάκης Τζαμαργιάς.

Τι ήταν αυτό που σας παρακίνησε να ανεβάσετε στο θέατρο το συγκεκριμένο έργο;

Η πορεία ενός παιδιού μέσα σε δύσκολα χρόνια βίας, κατοχής, στέρησης και πείνας, η πορεία του προς την ωριμότητα. Υπάρχει σε αυτήν την ιστορία κάτι το διαχρονικό, κάτι που αφορά τα παιδιά όλου του κόσμου. Η ιστορία του έργου μάς διδάσκει πως τίποτα δεν είναι δεδομένο, όλα μπορούν να αλλάξουν από τη μία στιγμή στην άλλη. Υπάρχουν παιδιά που μπορεί να μη ζήσουν ποτέ αυτό που τους αναλογεί στην παιδική τους ηλικία, δηλαδή το να είναι παιδιά. Αντί να παίζουν στους δρόμους και να χαίρονται, να βρεθούν ξαφνικά μέσα στη δίνη του πολέμου ή ανάλογων φρικτών συνθηκών.

Για τον πρωταγωνιστή ο πόλεμος υπήρξε μία πρόωρη ενηλικίωση;

Ακριβώς, μία βίαιη ενηλικίωση. Χαρακτηριστικό είναι ότι στο τέλος του έργου προσπαθεί να αναπληρώσει το χαμένο του χρόνο μέσα από το παιχνίδι. Υπάρχει μία σκηνή στο βιβλίο, όπου ο Πέτρος κουτρουβαλάει τις σκάλες, για να βρει τους φίλους του να παίξει, ζητώντας ουσιαστικά να αναπληρώσει αυτό το χαμένο κομμάτι της παιδικής του ηλικίας. Και με δεδομένο ότι αυτό δεν μπόρεσα να το αποδώσω σκηνικά, έχουμε μία τελευταία σκηνή όπου ο Πέτρος παίζει με μία σβούρα και καθώς όλοι γύρω του γιορτάζουν τη λέξη του πολέμου, αυτός είναι απολύτως απασχολημένος με τη σβούρα του. Αυτό ήταν ένα από τα στοιχεία που με στοίχειωσαν όταν διάβασα το βιβλίο για πρώτη φορά, αυτή η δίψα να ζήσει όσα του στέρησε ο πόλεμος.

Ποιες ήταν οι βασικές δυσκολίες στο να μεταφερθεί η ιστορία από το ένα μέσο στο άλλο;

Κάθε μετεγγραφή, από τη λογοτεχνία στο θέατρο, είναι πάντα ένα μεγάλο στοίχημα, κυρίως γιατί ελλοχεύει ο κίνδυνος να προδώσεις τους αναγνώστες, που ουσιαστικά έχουν δημιουργήσει μέσα στο θέατρο του μυαλού τους μια ολόκληρη εικόνα για το πώς θα είναι η παράσταση. Επειδή έχω ασχοληθεί αρκετά με τη λογοτεχνία και το θέατρο, και σε θεωρητικό επίπεδο, η αγωνία μου ήταν να έρθει ο θεατής και να δει επί σκηνής αυτό που έφτιαξε στο μυαλό του, να μην το προδώσω, να μην του το γκρεμίσω, και αν μπορώ να το πάω και παραπάνω. Ένα 70 τοις εκατό σίγουρα χτίστηκε από τον Σάββα Κυριακίδη, που έκανε τη διασκευή. Αλλά όλη αυτή η διαδικασία είναι μία συνεχής ζύμωση. Η αγωνία μου είναι πάντα, μέσα απ’ όλη τη δουλειά που έχω κάνει, να κρατηθεί άθικτο το ήθος του έργου. Αυτή είναι μια δουλειά που πρέπει κανείς να προσέξει πολύ. Γιατί μέσα στο βιβλίο υπάρχει ένα ήθος ανθρώπων μιας άλλης εποχής, ανθρώπων που πίστευαν σε μια ουτοπία, ότι μπορεί να αλλάξουν τον κόσμο, και αυτό σε μεγάλο βαθμό διατηρήθηκε. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, επειδή το έργο έχει δοκιμαστεί και στην Αθήνα και στην Κύπρο, ότι η μετεγγραφή είναι πετυχημένη. Εξάλλου, το έργο έχει λάβει και την έγκριση της Άλκης Ζέη.

Εσείς από τα παλαιότερα ανεβάσματα της παράστασης τι έχετε αποκομίσει, από τις αντιδράσεις του κοινού;

Νομίζω ότι είναι ένα έργο που έχει πολύ μεγάλη ανταπόκριση, καθώς δεν αφορά μόνο τα παιδιά, είναι ένα έργο για όλη την οικογένεια. Αυτό, ξέρετε, είναι ένα είδος που δεν το έχουμε αναπτύξει όσο θα έπρεπε στην Ελλάδα. Ένα είδος θεάτρου δηλαδή, στο οποίο να μπορεί να πάει όλη η οικογένεια, και αυτό να αποτελέσει αφορμή για συζήτηση και για ζύμωση, σε θέματα ιδεολογικά και αισθητικά. Έχει αυτήν τη δυνατότητα το θέατρο, να αποτελέσει δηλαδή ένα σημείο συνάντησης.

Συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Καντόγλου

«Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου» αποτελεί ένα από τα διαχρονικότερα και πιο αγαπημένα λογοτεχνικά παιδικά έργα της Άλκης Ζέη. Το βιβλίο εξιστορεί τα παιδικά χρόνια του Πέτρου, που μεγαλώνει στην κατεχόμενη από τους Γερμανούς Αθήνα. Τη φετινή θεατρική σεζόν παρουσιάζεται στο Βασιλικό Θέατρο από το ΚΘΒΕ, κάθε Κυριακή στις 11 π.μ., σε σκηνοθεσία Τάκη Τζαμαργιά. Για τις προκλήσεις του έργου και τις εμπειρίες που αποκόμισε από παλαιότερα ανεβάσματα του έργου μιλά στη «ΜτΚ» ο σκηνοθέτης.

tzamargias.jpg

Ο Τάκης Τζαμαργιάς.

Τι ήταν αυτό που σας παρακίνησε να ανεβάσετε στο θέατρο το συγκεκριμένο έργο;

Η πορεία ενός παιδιού μέσα σε δύσκολα χρόνια βίας, κατοχής, στέρησης και πείνας, η πορεία του προς την ωριμότητα. Υπάρχει σε αυτήν την ιστορία κάτι το διαχρονικό, κάτι που αφορά τα παιδιά όλου του κόσμου. Η ιστορία του έργου μάς διδάσκει πως τίποτα δεν είναι δεδομένο, όλα μπορούν να αλλάξουν από τη μία στιγμή στην άλλη. Υπάρχουν παιδιά που μπορεί να μη ζήσουν ποτέ αυτό που τους αναλογεί στην παιδική τους ηλικία, δηλαδή το να είναι παιδιά. Αντί να παίζουν στους δρόμους και να χαίρονται, να βρεθούν ξαφνικά μέσα στη δίνη του πολέμου ή ανάλογων φρικτών συνθηκών.

Για τον πρωταγωνιστή ο πόλεμος υπήρξε μία πρόωρη ενηλικίωση;

Ακριβώς, μία βίαιη ενηλικίωση. Χαρακτηριστικό είναι ότι στο τέλος του έργου προσπαθεί να αναπληρώσει το χαμένο του χρόνο μέσα από το παιχνίδι. Υπάρχει μία σκηνή στο βιβλίο, όπου ο Πέτρος κουτρουβαλάει τις σκάλες, για να βρει τους φίλους του να παίξει, ζητώντας ουσιαστικά να αναπληρώσει αυτό το χαμένο κομμάτι της παιδικής του ηλικίας. Και με δεδομένο ότι αυτό δεν μπόρεσα να το αποδώσω σκηνικά, έχουμε μία τελευταία σκηνή όπου ο Πέτρος παίζει με μία σβούρα και καθώς όλοι γύρω του γιορτάζουν τη λέξη του πολέμου, αυτός είναι απολύτως απασχολημένος με τη σβούρα του. Αυτό ήταν ένα από τα στοιχεία που με στοίχειωσαν όταν διάβασα το βιβλίο για πρώτη φορά, αυτή η δίψα να ζήσει όσα του στέρησε ο πόλεμος.

Ποιες ήταν οι βασικές δυσκολίες στο να μεταφερθεί η ιστορία από το ένα μέσο στο άλλο;

Κάθε μετεγγραφή, από τη λογοτεχνία στο θέατρο, είναι πάντα ένα μεγάλο στοίχημα, κυρίως γιατί ελλοχεύει ο κίνδυνος να προδώσεις τους αναγνώστες, που ουσιαστικά έχουν δημιουργήσει μέσα στο θέατρο του μυαλού τους μια ολόκληρη εικόνα για το πώς θα είναι η παράσταση. Επειδή έχω ασχοληθεί αρκετά με τη λογοτεχνία και το θέατρο, και σε θεωρητικό επίπεδο, η αγωνία μου ήταν να έρθει ο θεατής και να δει επί σκηνής αυτό που έφτιαξε στο μυαλό του, να μην το προδώσω, να μην του το γκρεμίσω, και αν μπορώ να το πάω και παραπάνω. Ένα 70 τοις εκατό σίγουρα χτίστηκε από τον Σάββα Κυριακίδη, που έκανε τη διασκευή. Αλλά όλη αυτή η διαδικασία είναι μία συνεχής ζύμωση. Η αγωνία μου είναι πάντα, μέσα απ’ όλη τη δουλειά που έχω κάνει, να κρατηθεί άθικτο το ήθος του έργου. Αυτή είναι μια δουλειά που πρέπει κανείς να προσέξει πολύ. Γιατί μέσα στο βιβλίο υπάρχει ένα ήθος ανθρώπων μιας άλλης εποχής, ανθρώπων που πίστευαν σε μια ουτοπία, ότι μπορεί να αλλάξουν τον κόσμο, και αυτό σε μεγάλο βαθμό διατηρήθηκε. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, επειδή το έργο έχει δοκιμαστεί και στην Αθήνα και στην Κύπρο, ότι η μετεγγραφή είναι πετυχημένη. Εξάλλου, το έργο έχει λάβει και την έγκριση της Άλκης Ζέη.

Εσείς από τα παλαιότερα ανεβάσματα της παράστασης τι έχετε αποκομίσει, από τις αντιδράσεις του κοινού;

Νομίζω ότι είναι ένα έργο που έχει πολύ μεγάλη ανταπόκριση, καθώς δεν αφορά μόνο τα παιδιά, είναι ένα έργο για όλη την οικογένεια. Αυτό, ξέρετε, είναι ένα είδος που δεν το έχουμε αναπτύξει όσο θα έπρεπε στην Ελλάδα. Ένα είδος θεάτρου δηλαδή, στο οποίο να μπορεί να πάει όλη η οικογένεια, και αυτό να αποτελέσει αφορμή για συζήτηση και για ζύμωση, σε θέματα ιδεολογικά και αισθητικά. Έχει αυτήν τη δυνατότητα το θέατρο, να αποτελέσει δηλαδή ένα σημείο συνάντησης.

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία