ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Σταμάτης Βαρδαρός: Προτεραιότητα η ανάσχεση της εξάπλωσης της πανδημίας

«Η υγειονομική κρίση ανέδειξε την ανάγκη για δημόσια, αποτελεσματικά συστήματα υγείας καθολικής κάλυψης» δηλώνει μεταξύ άλλων στη «ΜτΚ» ο πολιτικός επιστήμονας και πρώην αναπληρωτής γενικός γραμματέας του υπουργείου Υγείας

 22/03/2020 19:03

Σταμάτης Βαρδαρός: Προτεραιότητα η ανάσχεση της εξάπλωσης της πανδημίας

Ιάσων Μπάντιος

Τις τελευταίες εβδομάδες βιώνουμε την πρωτόγνωρη συνθήκη της πανδημίας του κορονοϊού. Εκτιμάτε πως η ελληνική κυβέρνηση έχει μέχρι στιγμής αντιδράσει σωστά;

Σε γενικές γραμμές και σε επίπεδο σχεδιασμού η κυβέρνηση έχει κάνει τις αναγκαίες ενέργειες για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Ενέργειες που συνοψίζονται στην εμπιστοσύνη στους ειδικούς επιστήμονες με τη συγκρότηση της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, στην εφαρμογή μέτρων ευαισθητοποίησης της κοινωνίας και περιορισμού της διασποράς του ιού και στην στροφή στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, αποδεχόμενη ότι αποτελεί τον βασικό, αν όχι μοναδικό, πυλώνα υγειονομικής αντιμετώπισης της πανδημίας.

Αφού υπενθυμίσω ότι ο δικός μας πολιτικός χώρος από την πρώτη στιγμή ξεκαθάρισε ότι δεν πρόκειται να εκμεταλλευτεί την πανδημία για ανεύθυνη και δημαγωγική αντιπολίτευση, αλλά θα επιδιώξει να συμβάλει θετικά στην αποτελεσματικότερη διαχείριση αυτής της πρωτόγνωρης υγειονομικής κρίσης, οφείλω να ξεκαθαρίσω ότι θα επιμείνουμε στην παρακολούθηση και τον έλεγχο αναφορικά με την τήρηση των δεσμεύσεων της κυβέρνησης. Για εμάς κορυφαία πολιτική προτεραιότητα σήμερα είναι η ανάσχεση της εξάπλωσης της πανδημίας, με εντατικοποίηση και αυστηροποίηση των μέτρων περιορισμού της διασποράς του ιού στον γενικό πληθυσμό, καθώς και η άμεση λειτουργική υποστήριξη του ΕΣΥ, ιδιαίτερα στα πιο κρίσιμα κομμάτια του, όπως είναι οι ΜΕΘ (Μονάδες Εντατικής Θεραπείας), τα ΤΕΠ (Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών), το ΕΚΑΒ, τα εργαστήρια και οι δομές ΠΦΥ (Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας). Αυτός είναι και ο λόγος που ο τομέας υγείας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας σε συνεργασία με το τμήμα Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ συγκρότησαν τις αμέσως προηγούμενες μέρες Παρατηρητήριο της ανταπόκρισης του Συστήματος Υγείας στην αντιμετώπιση της πανδημίας.

Από την πόλη Ουχάν της Κίνας μέχρι και την Ιταλία τα δημόσια συστήματα υγείας δοκιμάζονται από τον κορονοϊό. Το ΕΣΥ είναι σε θέση να αντιμετωπίσει σε εθνικό επίπεδο τα κρούσματα ή κινδυνεύουμε να μείνουμε άμεσα χωρίς κλίνες ΜΕΘ;

Αυτή η υγειονομική κρίση ανέδειξε την ανάγκη για δημόσια, αποτελεσματικά συστήματα υγείας καθολικής κάλυψης. Στην ελληνική περίπτωση το Εθνικό Σύστημα Υγείας είναι αλήθεια ότι υπήρξε ένα από τα βασικά θύματα της δημοσιονομικής προσαρμογής κατά την πρώτη μνημονιακή περίοδο. Από το 2015 έγινε μια προσπάθεια σημαντικής ενίσχυσης σε προσωπικό, υποδομές, εξοπλισμό και όρια δαπανών. Αυτό, μαζί με το φιλότιμο των εργαζομένων του, επέτρεψε την επιβίωση της δημόσιας περίθαλψης. Αυτή η προσπάθεια οδήγησε και σε αύξηση των κλινών ΜΕΘ κατά 100 περίπου. Βέβαια ο συνολικός αριθμός εξακολουθεί να είναι περιορισμένος, αλλά με επιτάχυνση των διαδικασιών πρόσληψης των 2000 επαγγελματιών υγείας που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της πανδημίας μπορούν να ενεργοποιηθούν άμεσα ακόμη 80-100 κρεβάτια εντατικής θεραπείας. Η αντοχή του συστήματος ωστόσο θα κριθεί και από την απόδοση των μέτρων μείωσης της διασποράς, αλλά και από την λειτουργία των υπόλοιπων κρίσιμων κρίκων (ΤΕΠ, ΠΦΥ) του ΕΣΥ. Σε κάθε περίπτωση νομίζω ότι η προσπάθεια ανάταξης του δημόσιου συστήματος υγείας, η πρόσβαση των ανασφάλιστων πολιτών στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη με τον ν.4368/2016, η δημιουργία ενός διαφανή και ευέλικτου μηχανισμού προσλήψεων επικουρικών γιατρών και λοιπού προσωπικού με λίστες ανά ειδικότητα και ανά Υγειονομική Περιφέρεια ήταν βήματα της προηγούμενης περιόδου που επιτρέπουν σήμερα τη γρήγορη κάλυψη των αναγκών της πανδημίας και πρέπει να αξιοποιηθούν στο έπακρο.

Όσο βρισκόσασταν στην ηγεσία του υπουργείου Υγείας κατά τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ εκτιμάτε ότι κάνατε ότι δυνατό για να ενισχύσετε τον δημόσιο σύστημα υγείας μετά από την δεκαετή κρίση ή κάνατε εκπτώσεις στο όνομα της μνημονιακής επιτήρησης;

Προφανώς οι δημοσιονομικοί περιορισμοί δεν ήταν και ο καλύτερος σύμμαχος για μία κυβέρνηση που πιστεύει στο κοινωνικό κράτος και ειδικότερα σε ένα ισχυρό Εθνικό Σύστημα Υγείας. Ωστόσο με την εμβληματική προσπάθεια υγειονομικής κάλυψης των ανασφάλιστων συμπολιτών μας, με την προσπάθεια στήριξης και αναβάθμισης του δημόσιου συστήματος υγείας σε ανθρώπους και υποδομές, με ορισμένες κρίσιμες μεταρρυθμίσεις όπως αυτή της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, με τη συγκρότηση και λειτουργία των πρώτων ΤΟΜΥ, αποδείξαμε ότι ακόμη και σε συνθήκες μνημονιακής επιτροπείας είναι εφικτό να υπάρχει ένα διαφορετικό πολιτικό σχέδιο για την υγεία. Δυστυχώς το εκλογικό αποτέλεσμα του περασμένου Ιουλίου δεν μας επέτρεψε να περάσουμε από την φάση σταθεροποίησης του ΕΣΥ στην φάση ανάπτυξής του.

Τις τελευταίες μέρες έχει προκληθεί και μια συζήτηση για τις πολιτικές στοχεύσεις των δύο μεγάλων κομμάτων σε σχέση με την υγεία. Είναι τελικά ιδεοληπτική η αντιπαράθεση για την εμπλοκή ιδιωτών στην υγεία και την κοινωνική ασφάλιση, όπως πολλά στελέχη της ΝΔ κατηγορούν τον ΣΥΡΙΖΑ;

Η αντιπαράθεση για την υγεία, για την κοινωνική ασφάλιση και για το κοινωνικό κράτος γενικότερα είναι ιδεολογική και πολιτική. Η ΝΔ επιδιώκει μικρότερο κοινωνικό κράτος, ώστε να δοθεί χώρος σε ιδιωτικές επενδύσεις σε αυτούς τους τομείς. Εμείς πιστεύουμε ότι το ισχυρό, αποτελεσματικό και καθολικό κοινωνικό κράτος στην υγεία, στην κοινωνική ασφάλιση, στην παιδεία είναι αναγκαία συνθήκη ισότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης. Η κρατική παρουσία σε αυτούς τους τομείς είναι αναγκαία γιατί διασφαλίζει ότι οι υπηρεσίες αυτές ως συλλογικά αγαθά θα συνεχίσουν να παρέχονται όχι μόνο σε περιόδους οικονομικής μεγέθυνσης, αλλά και σε περιόδους κρίσης ή έκτακτων συνθηκών, όπου το ιδιωτικό κεφάλαιο γίνεται λιγότερο πρόθυμο να επενδύσει. Δυστυχώς αυτή τη συνθήκη βιώνουμε στο σύστημα υγείας και με την εξελισσόμενη πανδημία, όπου σε αυτή τη δύσκολη και απαιτητική συγκυρία είναι το Εθνικό Σύστημα Υγείας εκείνο που σηκώνει το βάρος της μάχης. Και είναι χαρακτηριστικό ότι την ίδια διάγνωση έχει κάνει και η κυβέρνηση της ΝΔ, η οποία είχε ένα εντελώς διαφορετικό πολιτικό σχέδιο για τον χώρο της υγείας. Ένα σχέδιο που περιλάμβανε περισσότερο χώρο στον ιδιωτικό τομέα, είσοδο ιδιωτών στο ΕΣΥ μέσω ΣΔΙΤ, λιγότερες προσλήψεις στο σύστημα υγείας και ακύρωση της όποιας παρέμβασης της προηγούμενης κυβέρνησης για διεύρυνση του φάσματος υπηρεσιών του ΕΣΥ σε ΠΦΥ, φυσική ιατρική και αποκατάσταση, αντιμετώπιση των εξαρτήσεων κ.ά.

Ως αναπληρωτής γενικός γραμματέας του υπουργείου Υγείας (2016-2019) είχατε υπό την ευθύνη σας την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας. Ήταν τελικά πετυχημένο το πρόγραμμα με τις Τοπικές Μονάδες Υγείας; Πως το βλέπετε να προχωράει μετά την αλλαγή κυβέρνησης;

Η μεταρρύθμιση στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας εισήγαγε ένα νέο παράδειγμα στο σύστημα υγείας και μάλιστα σε ένα ιδιαίτερα δυσχερές οικονομικό περιβάλλον. Οι 127 ΤΟΜΥ, με τους οικογενειακούς γιατρούς, την ομάδα υγείας, την ενεργοποίηση των πρώτων ατομικών ηλεκτρονικών φακέλων υγείας και των χιλιάδων δράσεων πρόληψης και προαγωγής υγείας στην κοινότητα είναι ένα πρώτο σημαντικό βήμα στην προσπάθεια που κάναμε το Εθνικό Σύστημα Υγείας να αποκτήσει ολιστικό χαρακτήρα αναπτύσσοντας Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας.

Η μεταρρύθμιση θυμίζω ότι είχε την στήριξη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, χρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση, με προοπτική να περάσει σταδιακά η ευθύνη χρηματοδότησης στον κρατικό προϋπολογισμό και είχε την έγκριση και των θεσμών σε κάθε βήμα ανάπτυξής της. Το κρίσιμο στοιχείο ωστόσο είναι ότι αυτή η παρέμβαση ανταποκρίνεται σε πραγματικές κοινωνικές ανάγκες, ανακαταλαμβάνει χώρο υπέρ του δημόσιου τομέα και έχει συναντήσει την αποδοχή και την εκτίμηση των πολιτών που κάνουν χρήση των υπηρεσιών υγείας. Φυσικά υπάρχει και η άλλη πλευρά, αυτή των ιδιωτικών συμφερόντων στον χώρο της υγείας, μικρών ή μεγαλύτερων, που από την πρώτη στιγμή είδαν την όλη παρέμβαση ως μία κίνηση απόλυτα επιθετική προς αυτούς. Στη Θεσσαλονίκη που τον Δεκέμβρη του 2017 λειτούργησαν οι πρώτες ΤΟΜΥ έχουμε γνωρίσει και τις δύο όψεις, και την απόλυτη αποδοχή και στήριξη που έφτασε στις δυτική Θεσσαλονίκη μέχρι και στη δημιουργία συλλόγου φίλων ΤΟΜΥ, μέχρι την απόλυτη αντίδραση, όπως εκφράζεται παραδοσιακά και ποικιλοτρόπως από την ηγεσία του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης.

Το ευτύχημα είναι ότι παρά την δηλωμένη πρόθεση της κυβέρνησης να βάλει Χ σε αυτές τις δομές, η κοινωνική αποδοχή και το συνακόλουθο πολιτικό κόστος, αλλά και η προστασία που παρέχει η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση έχουν για την ώρα προστατέψει όχι μόνο μία μεταρρυθμιστική τομή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και έναν εθνικό στόχο.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 22 Μαρτίου 2020

Τις τελευταίες εβδομάδες βιώνουμε την πρωτόγνωρη συνθήκη της πανδημίας του κορονοϊού. Εκτιμάτε πως η ελληνική κυβέρνηση έχει μέχρι στιγμής αντιδράσει σωστά;

Σε γενικές γραμμές και σε επίπεδο σχεδιασμού η κυβέρνηση έχει κάνει τις αναγκαίες ενέργειες για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Ενέργειες που συνοψίζονται στην εμπιστοσύνη στους ειδικούς επιστήμονες με τη συγκρότηση της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, στην εφαρμογή μέτρων ευαισθητοποίησης της κοινωνίας και περιορισμού της διασποράς του ιού και στην στροφή στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, αποδεχόμενη ότι αποτελεί τον βασικό, αν όχι μοναδικό, πυλώνα υγειονομικής αντιμετώπισης της πανδημίας.

Αφού υπενθυμίσω ότι ο δικός μας πολιτικός χώρος από την πρώτη στιγμή ξεκαθάρισε ότι δεν πρόκειται να εκμεταλλευτεί την πανδημία για ανεύθυνη και δημαγωγική αντιπολίτευση, αλλά θα επιδιώξει να συμβάλει θετικά στην αποτελεσματικότερη διαχείριση αυτής της πρωτόγνωρης υγειονομικής κρίσης, οφείλω να ξεκαθαρίσω ότι θα επιμείνουμε στην παρακολούθηση και τον έλεγχο αναφορικά με την τήρηση των δεσμεύσεων της κυβέρνησης. Για εμάς κορυφαία πολιτική προτεραιότητα σήμερα είναι η ανάσχεση της εξάπλωσης της πανδημίας, με εντατικοποίηση και αυστηροποίηση των μέτρων περιορισμού της διασποράς του ιού στον γενικό πληθυσμό, καθώς και η άμεση λειτουργική υποστήριξη του ΕΣΥ, ιδιαίτερα στα πιο κρίσιμα κομμάτια του, όπως είναι οι ΜΕΘ (Μονάδες Εντατικής Θεραπείας), τα ΤΕΠ (Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών), το ΕΚΑΒ, τα εργαστήρια και οι δομές ΠΦΥ (Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας). Αυτός είναι και ο λόγος που ο τομέας υγείας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας σε συνεργασία με το τμήμα Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ συγκρότησαν τις αμέσως προηγούμενες μέρες Παρατηρητήριο της ανταπόκρισης του Συστήματος Υγείας στην αντιμετώπιση της πανδημίας.

Από την πόλη Ουχάν της Κίνας μέχρι και την Ιταλία τα δημόσια συστήματα υγείας δοκιμάζονται από τον κορονοϊό. Το ΕΣΥ είναι σε θέση να αντιμετωπίσει σε εθνικό επίπεδο τα κρούσματα ή κινδυνεύουμε να μείνουμε άμεσα χωρίς κλίνες ΜΕΘ;

Αυτή η υγειονομική κρίση ανέδειξε την ανάγκη για δημόσια, αποτελεσματικά συστήματα υγείας καθολικής κάλυψης. Στην ελληνική περίπτωση το Εθνικό Σύστημα Υγείας είναι αλήθεια ότι υπήρξε ένα από τα βασικά θύματα της δημοσιονομικής προσαρμογής κατά την πρώτη μνημονιακή περίοδο. Από το 2015 έγινε μια προσπάθεια σημαντικής ενίσχυσης σε προσωπικό, υποδομές, εξοπλισμό και όρια δαπανών. Αυτό, μαζί με το φιλότιμο των εργαζομένων του, επέτρεψε την επιβίωση της δημόσιας περίθαλψης. Αυτή η προσπάθεια οδήγησε και σε αύξηση των κλινών ΜΕΘ κατά 100 περίπου. Βέβαια ο συνολικός αριθμός εξακολουθεί να είναι περιορισμένος, αλλά με επιτάχυνση των διαδικασιών πρόσληψης των 2000 επαγγελματιών υγείας που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της πανδημίας μπορούν να ενεργοποιηθούν άμεσα ακόμη 80-100 κρεβάτια εντατικής θεραπείας. Η αντοχή του συστήματος ωστόσο θα κριθεί και από την απόδοση των μέτρων μείωσης της διασποράς, αλλά και από την λειτουργία των υπόλοιπων κρίσιμων κρίκων (ΤΕΠ, ΠΦΥ) του ΕΣΥ. Σε κάθε περίπτωση νομίζω ότι η προσπάθεια ανάταξης του δημόσιου συστήματος υγείας, η πρόσβαση των ανασφάλιστων πολιτών στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη με τον ν.4368/2016, η δημιουργία ενός διαφανή και ευέλικτου μηχανισμού προσλήψεων επικουρικών γιατρών και λοιπού προσωπικού με λίστες ανά ειδικότητα και ανά Υγειονομική Περιφέρεια ήταν βήματα της προηγούμενης περιόδου που επιτρέπουν σήμερα τη γρήγορη κάλυψη των αναγκών της πανδημίας και πρέπει να αξιοποιηθούν στο έπακρο.

Όσο βρισκόσασταν στην ηγεσία του υπουργείου Υγείας κατά τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ εκτιμάτε ότι κάνατε ότι δυνατό για να ενισχύσετε τον δημόσιο σύστημα υγείας μετά από την δεκαετή κρίση ή κάνατε εκπτώσεις στο όνομα της μνημονιακής επιτήρησης;

Προφανώς οι δημοσιονομικοί περιορισμοί δεν ήταν και ο καλύτερος σύμμαχος για μία κυβέρνηση που πιστεύει στο κοινωνικό κράτος και ειδικότερα σε ένα ισχυρό Εθνικό Σύστημα Υγείας. Ωστόσο με την εμβληματική προσπάθεια υγειονομικής κάλυψης των ανασφάλιστων συμπολιτών μας, με την προσπάθεια στήριξης και αναβάθμισης του δημόσιου συστήματος υγείας σε ανθρώπους και υποδομές, με ορισμένες κρίσιμες μεταρρυθμίσεις όπως αυτή της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, με τη συγκρότηση και λειτουργία των πρώτων ΤΟΜΥ, αποδείξαμε ότι ακόμη και σε συνθήκες μνημονιακής επιτροπείας είναι εφικτό να υπάρχει ένα διαφορετικό πολιτικό σχέδιο για την υγεία. Δυστυχώς το εκλογικό αποτέλεσμα του περασμένου Ιουλίου δεν μας επέτρεψε να περάσουμε από την φάση σταθεροποίησης του ΕΣΥ στην φάση ανάπτυξής του.

Τις τελευταίες μέρες έχει προκληθεί και μια συζήτηση για τις πολιτικές στοχεύσεις των δύο μεγάλων κομμάτων σε σχέση με την υγεία. Είναι τελικά ιδεοληπτική η αντιπαράθεση για την εμπλοκή ιδιωτών στην υγεία και την κοινωνική ασφάλιση, όπως πολλά στελέχη της ΝΔ κατηγορούν τον ΣΥΡΙΖΑ;

Η αντιπαράθεση για την υγεία, για την κοινωνική ασφάλιση και για το κοινωνικό κράτος γενικότερα είναι ιδεολογική και πολιτική. Η ΝΔ επιδιώκει μικρότερο κοινωνικό κράτος, ώστε να δοθεί χώρος σε ιδιωτικές επενδύσεις σε αυτούς τους τομείς. Εμείς πιστεύουμε ότι το ισχυρό, αποτελεσματικό και καθολικό κοινωνικό κράτος στην υγεία, στην κοινωνική ασφάλιση, στην παιδεία είναι αναγκαία συνθήκη ισότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης. Η κρατική παρουσία σε αυτούς τους τομείς είναι αναγκαία γιατί διασφαλίζει ότι οι υπηρεσίες αυτές ως συλλογικά αγαθά θα συνεχίσουν να παρέχονται όχι μόνο σε περιόδους οικονομικής μεγέθυνσης, αλλά και σε περιόδους κρίσης ή έκτακτων συνθηκών, όπου το ιδιωτικό κεφάλαιο γίνεται λιγότερο πρόθυμο να επενδύσει. Δυστυχώς αυτή τη συνθήκη βιώνουμε στο σύστημα υγείας και με την εξελισσόμενη πανδημία, όπου σε αυτή τη δύσκολη και απαιτητική συγκυρία είναι το Εθνικό Σύστημα Υγείας εκείνο που σηκώνει το βάρος της μάχης. Και είναι χαρακτηριστικό ότι την ίδια διάγνωση έχει κάνει και η κυβέρνηση της ΝΔ, η οποία είχε ένα εντελώς διαφορετικό πολιτικό σχέδιο για τον χώρο της υγείας. Ένα σχέδιο που περιλάμβανε περισσότερο χώρο στον ιδιωτικό τομέα, είσοδο ιδιωτών στο ΕΣΥ μέσω ΣΔΙΤ, λιγότερες προσλήψεις στο σύστημα υγείας και ακύρωση της όποιας παρέμβασης της προηγούμενης κυβέρνησης για διεύρυνση του φάσματος υπηρεσιών του ΕΣΥ σε ΠΦΥ, φυσική ιατρική και αποκατάσταση, αντιμετώπιση των εξαρτήσεων κ.ά.

Ως αναπληρωτής γενικός γραμματέας του υπουργείου Υγείας (2016-2019) είχατε υπό την ευθύνη σας την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας. Ήταν τελικά πετυχημένο το πρόγραμμα με τις Τοπικές Μονάδες Υγείας; Πως το βλέπετε να προχωράει μετά την αλλαγή κυβέρνησης;

Η μεταρρύθμιση στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας εισήγαγε ένα νέο παράδειγμα στο σύστημα υγείας και μάλιστα σε ένα ιδιαίτερα δυσχερές οικονομικό περιβάλλον. Οι 127 ΤΟΜΥ, με τους οικογενειακούς γιατρούς, την ομάδα υγείας, την ενεργοποίηση των πρώτων ατομικών ηλεκτρονικών φακέλων υγείας και των χιλιάδων δράσεων πρόληψης και προαγωγής υγείας στην κοινότητα είναι ένα πρώτο σημαντικό βήμα στην προσπάθεια που κάναμε το Εθνικό Σύστημα Υγείας να αποκτήσει ολιστικό χαρακτήρα αναπτύσσοντας Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας.

Η μεταρρύθμιση θυμίζω ότι είχε την στήριξη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, χρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση, με προοπτική να περάσει σταδιακά η ευθύνη χρηματοδότησης στον κρατικό προϋπολογισμό και είχε την έγκριση και των θεσμών σε κάθε βήμα ανάπτυξής της. Το κρίσιμο στοιχείο ωστόσο είναι ότι αυτή η παρέμβαση ανταποκρίνεται σε πραγματικές κοινωνικές ανάγκες, ανακαταλαμβάνει χώρο υπέρ του δημόσιου τομέα και έχει συναντήσει την αποδοχή και την εκτίμηση των πολιτών που κάνουν χρήση των υπηρεσιών υγείας. Φυσικά υπάρχει και η άλλη πλευρά, αυτή των ιδιωτικών συμφερόντων στον χώρο της υγείας, μικρών ή μεγαλύτερων, που από την πρώτη στιγμή είδαν την όλη παρέμβαση ως μία κίνηση απόλυτα επιθετική προς αυτούς. Στη Θεσσαλονίκη που τον Δεκέμβρη του 2017 λειτούργησαν οι πρώτες ΤΟΜΥ έχουμε γνωρίσει και τις δύο όψεις, και την απόλυτη αποδοχή και στήριξη που έφτασε στις δυτική Θεσσαλονίκη μέχρι και στη δημιουργία συλλόγου φίλων ΤΟΜΥ, μέχρι την απόλυτη αντίδραση, όπως εκφράζεται παραδοσιακά και ποικιλοτρόπως από την ηγεσία του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης.

Το ευτύχημα είναι ότι παρά την δηλωμένη πρόθεση της κυβέρνησης να βάλει Χ σε αυτές τις δομές, η κοινωνική αποδοχή και το συνακόλουθο πολιτικό κόστος, αλλά και η προστασία που παρέχει η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση έχουν για την ώρα προστατέψει όχι μόνο μία μεταρρυθμιστική τομή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και έναν εθνικό στόχο.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 22 Μαρτίου 2020

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία