ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Σε νευρική κρίση η αγορά από το «άνοιξε - κλείσε»

Δοκιμάζεται η υπομονή των επαγγελματιών - Σταγόνα στον ωκεανό τα έσοδα από το click away - Λιανεμπόριο και εστίαση δεινοπαθούν - Τα έξοδα δεν σταματούν ακόμα και με κλειστές επιχειρήσεις - Τι λένε στη «ΜτΚ» οικονομικοί παράγοντες

 18/01/2021 07:30

Σε νευρική κρίση η αγορά  από το «άνοιξε - κλείσε»

Στέφανος Μαχτσίρας

Η νέα χρονιά μπήκε εδώ και περίπου 20 μέρες, οι εμβολιασμοί άρχισαν, η πραγματική οικονομία όμως συνεχίζει να δοκιμάζεται σκληρά από την πανδημική κρίση. Το συνεχιζόμενο lockdown, με άγνωστη την ημερομηνία λήξης του, διαμορφώνει έναν ασφυκτικό κλοιό που εμποδίζει το μικρομεσαίο επιχειρείν να πάρει ανάσα. Οι επιχειρήσεις παλεύουν με τα κύματα δίνοντας έναν άνισο αγώνα επιβίωσης, που όλοι ελπίζουν να έχει ευτυχή κατάληξη, με όσο το δυνατόν λιγότερα «θύματα».

Με την αγορά να ανοιγοκλείνει ανάλογα με τα επιδημιολογικά δεδομένα και την εγκαθίδρυση ενός ιδιότυπου καθεστώτος αβεβαιότητας και ανασφάλειας που επέβαλε ο COVID-19, μόνο σταθερότητα και ηρεμία δεν διασφαλίζεται, προϋποθέσεις απαραίτητες για να λειτουργήσει στοιχειωδώς ο παραγωγικός ιστός.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα αντιμετωπίζουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, κύριοι στυλοβάτες της οικονομικής δραστηριότητας, οι οποίες δεν έχουν αναπτύξει σε ικανοποιητικό βαθμό τα e-shop για να ανταποκριθούν επαρκώς στις νέες συνθήκες. Λιανεμπόριο και εστίαση καταγράφουν τη μεγαλύτερη πτώση τζίρου που μαζί με τον τουριστικό τομέα αποτελούν τους κλάδους οι οποίοι προσδοκάται να τραβήξουν το κάρο της πραγματικής οικονομίας έξω από τον υφεσιακό βάλτο.

Η λειτουργία της αγοράς με το σύστημα του ακορντεόν προκαλεί αρρυθμίες στα κρατικά έσοδα αφού δεν εισπράττονται φόροι καθώς δεν πραγματοποιούνται οι συναλλαγές που θα γίνονταν σε μία περίοδο κανονικότητας. Κατά συνέπεια, η ύφεση θα σκαρφαλώσει σε δυσθεώρητα μεγέθη, η ανεργία θα αυξηθεί και είναι βέβαιο πως θα χρειαστούν πρόσθετα μέτρα στήριξης για να μην υποστεί ανεπανόρθωτο πλήγμα η κοινωνική συνοχή.

Η ιδιότυπη συνθήκη που έχει επιβάλλει ο κορονοϊός με την αγορά… έρμαιο των διαθέσεων του, εκτιμάται ότι από τον τζίρο των εορτών «εξαφάνισε» πάνω από 2 δισ. ευρώ. Το click away έδωσε μία μικρή ανάσα στο λιανεμπόριο αν λάβουμε υπόψιν ότι αν δεν υπήρχε και αυτό τα έσοδα των επιχειρήσεων θα ήταν μηδενικά. Η συνολική χασούρα του 2020, με το lockdown ακόμα σε εφαρμογή, μπορεί να προσεγγίσει και τα ιλιγγιώδη μεγέθη των 50 δισ. ευρώ(!), δυσθεώρητη απώλεια που φανερώνει το μέγεθος της κρίσης που σαρώνει την χειμαζόμενη αγορά.

Το διάστημα που θα διαρκέσουν τα νέα αυστηρά περιοριστικά μέτρα αλλά και οι αντισταθμιστικές παρεμβάσεις θα κρίνουν το αν θα κρατηθεί όρθια η κοινωνία με διαχειρίσιμες απώλειες ή αν θα βυθιστεί σε ένα σπιράλ ύφεσης και λουκέτων.

Κλειστές οι επιχειρήσεις, τρέχουν τα έξοδα

Η δοκιμασία για τις μικρές επιχειρήσεις είναι σκληρή με το δρόμο που οδηγεί στην επόμενη μέρα να είναι δύσβατος, γεμάτος νάρκες και παγίδες. Κάθε ημέρα με κλειστά καταστήματα, συνεπάγεται τη συσσώρευση περισσότερων οφειλών (οι οποίες για να πληρωθούν θα χρειάζονται περισσότερες δόσεις) και τη μείωση των χρηματικών αποθεμάτων, εφόσον υπάρχουν.

Και στις δύο καραντίνες το μικρομεσαίο επιχειρείν πληρώνει το μάρμαρο, με κίνδυνο να αποδεκατιστεί. Το υποχρεωτικό «κλείσιμο» μίας επιχείρησης δεν μηδενίζει και τα έξοδά της. Και τα μέτρα στήριξης -το «κούρεμα» των ενοικίων, η αναστολή των συμβάσεων εργασίας, η μετάθεση της προθεσμίας πληρωμών φόρων και εισφορών αλλά και η επιστρεπτέα προκαταβολή- μετριάζουν τις σαρωτικές παρενέργειες του lockdown αλλά δεν τις εξαφανίζουν.

Η έρευνα (διεξήχθη τον Νοέμβριο) που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών της ΕΣΕΕ (INEMY - ΕΣΕΕ) αποτυπώνει ευκρινώς την αποκαρδιωτική εικόνα που σχηματίζεται: Ένα πολύ μικρό κατάστημα με λίγες υποχρεώσεις (ατομική επιχείρηση), φορτώθηκε δαπάνες τουλάχιστον 1.575 ευρώ μέσα στον Νοέμβριο, παρά το γεγονός ότι παρέμεινε κλειστό για το μεγαλύτερο διάστημα του μήνα. Για μία λίγο μεγαλύτερη επιχείρηση, με μόλις έναν εργαζόμενο, το αντίστοιχο ποσό έφτασε τις 2.670 ευρώ, ενώ μία τρίτη ατομική επιχείρηση με δύο εργαζομένους πλήρους απασχόλησης και έναν μερικής, είδε το κοστολόγιο του Νοεμβρίου να φτάνει τις 4.856 ευρώ.

Και για τις τρεις περιπτώσεις δεν έγινε καμία πρόβλεψη για το κόστος που επιφέρει η απόκτηση των προμηθειών, ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό για μία εμπορική επιχείρηση η οποία στην πραγματικότητα δεν υφίσταται αν δεν πληρωθούν οι προμηθευτές της. Ούτε ελήφθη υπόψη το γεγονός ότι μία ατομική επιχείρηση στην πραγματικότητα είναι ένα φυσικό πρόσωπο που πρέπει να καλύψει ατομικές και οικογενειακές ανάγκες.

Τα παραδείγματα που παραθέτει το ΙΝΕΜΥ δείχνουν ότι χωρίς τα μέτρα στήριξης ο «θάνατος του εμποράκου» θα ήταν σχεδόν αναπόφευκτος, απόρροια της συσσώρευσης υποχρεώσεων η οποία θα ήταν τεράστια για να μπορέσει να αντεπεξέλθει σε αυτήν ένα μαγαζί έστω και σε βάθος χρόνου.

Καθίσταται παράλληλα σαφές ότι παρά τα μέτρα στήριξης, δεν εξαφανίζεται η χασούρα ούτε εγγυάται κάποιος την επιβίωση του ίδιου του εμπόρου ο οποίος μένει πρακτικά χωρίς εισόδημα.

Το μικρό εμπορικό κατάστημα (στο οποίο απασχολείται μόνο ο ιδιοκτήτης του), με το ενοίκιο των 1.000 ευρώ, θα πρέπει να πληρώσει τα 600 ευρώ, καθώς «ψαλίδι» πέφτει αλλά αυτό αφορά στο 40%. Ακόμα, τα ανελαστικά έξοδα παραμένουν σταθερά, πιέζοντας περαιτέρω τις κλειστές επιχειρήσεις. Οι λογαριασμοί ρεύματος, ύδρευσης, Ιnternet και τα κοινόχρηστα δεν μετατίθενται. Προστίθεται έτσι ένα ποσό που φτάνει τα 120 ευρώ.

Οι δόσεις για τον φόρο εισοδήματος της περσινής χρονιάς δεν έχουν ανασταλεί. Έτσι, ακόμη και για κέρδη μόλις 7.000 ευρώ, θα έπρεπε να πληρωθεί μέσα στον Νοέμβριο μία δόση 274 ευρώ αν συνυπολογιστεί και το τέλος επιτηδεύματος που βεβαιώνεται μαζί με το φόρο εισοδήματος. Πέραν αυτού, ο επιχειρηματίας καταβάλει ΕΝΦΙΑ για την οικία του, με το ποσό να είναι πολύ πιθανό να διαμορφώνεται στα 130 ευρώ μηνιαίως. Ακόμη και αν ο ενδιαφερόμενος έχει επιλέξει την κατώτατη ασφαλιστική κλάση, οι ασφαλιστικές εισφορές του Νοεμβρίου έπρεπε να πληρωθούν μέχρι τις 7/12. Άρα, επιπλέον 220 ευρώ.

Στην περίπτωση που υπάρχουν και ρυθμίσεις για οφειλές σε εφορίες και ασφαλιστικά ταμεία από το παρελθόν... κυνηγάνε τις επιχειρήσεις και αυτές. Συνεπώς, η λυπητερή ανέρχεται σε 1.424 ευρώ χωρίς να συμπεριλαμβάνεται το κόστος των προμηθειών. Ακόμη και αν αυτή η εμπορική επιχείρηση έχει πάρει 2.000 ευρώ μέσω της επιστρεπτέας προκαταβολής (εκ των οποίων τα 1.000 ευρώ πρέπει να επιστραφούν σε βάθος χρόνου), όλο το ποσό κατευθύνεται στην κάλυψη τωρινών υποχρεώσεων, κάτι απολύτως αναγκαίο αλλά δεν αρκεί για να αναπτυχθούν οι επιχειρήσεις. Δεν μένει σχεδόν τίποτα για τις ατομικές ανάγκες του και συσσωρεύονται και οφειλές για το μέλλον.

Αν επιχειρήσουμε να εξετάσουμε και τα οικονομικά στοιχεία μίας ατομικής επιχείρησης η οποία έχει δύο εργαζομένους, έναν με πλήρη απασχόληση και έναν με μερική απασχόληση, θα διαπιστώσουμε πως και εκεί τα έξοδα είναι... αμείλικτα. Με μηνιαίο ενοίκιο 3.500 ευρώ, η επιχείρηση καλείται να πληρώσει τις 2.100 ευρώ. Οι εργαζόμενοι, για τις λίγες ημέρες που απασχολήθηκαν από την 1η έως τις 6 Νοεμβρίου, έχουν κόστος 671 ευρώ για τα μεροκάματα και τις εισφορές, ενώ η δόση της εφορίας φτάνει στα 781 ευρώ μαζί με την εισφορά αλληλεγγύης αν υποτεθεί ότι η εμπορική επιχείρηση εμφάνισε κέρδη 23,000 ευρώ στη χρήση του 2019. Αν ο ιδιοκτήτης του καταστήματος έχει επιλέξει (πριν ξεσπάσει η πανδημία) την 3η ασφαλιστική κλάση, πρέπει να πληρώσει εισφορές 312 ευρώ, ενώ στα 220 ευρώ ανέρχονται τα πάγια έξοδα για φως, νερό τηλέφωνο. Σύνολο επιβάρυνσης: 4.224 ευρώ, ποσό που επίσης έχει καλυφθεί εν μέρει από την επιστρεπτέα προκαταβολή.

Οι δύο επαγγελματίες είναι πιθανό να έχουν εκδώσει κάποιες επιταγές. Μπορεί να έχουν τη δυνατότητα να αναστείλουν την πληρωμή τους αλλά απλώς αυτή η υποχρέωση εξαλείφεται προσωρινά, δεν σβήνει.

Στόχος του οικονομικού επιτελείου είναι να καλύψει μεγάλο μέρος της ζημιάς μέσω των διαφόρων χρηματοδοτικών εργαλείων που έχει ανακοινώσει (ΤΕΠΙΧ, ταμείο εγγυοδοσίας, επιστρεπτέα προκαταβολή) και των διευκολύνσεων που παρέχει μέσω της αναστολής των χρεών της πανδημίας μέχρι τον Απρίλιο. Για να δοθεί όμως ουσιαστικό σήμα αναπτυξιακής επανεκκίνησης στην αγορά οι παρεμβάσεις που θα επιλεγούν απαιτείται να είναι πιο τολμηρές, δίνοντας ουσιαστική προοπτική στην παραγωγική δραστηριότητα.

Η «ΜτΚ» δίνει τον λόγο στους ανθρώπους της πραγματικής οικονομίας οι οποίοι εκφράζουν τους προβληματισμούς και τις προσδοκίες τους από τη νέα χρονιά.

«Απειλούνται με χρεοκοπία 3 στις 10 επιχειρήσεις»

«Δεν ξέρουν πελάτες και μαγαζάτορες τι ακριβώς ισχύει μέσα σε όλη αυτή την αβεβαιότητα, δεν μπορείς να κάνεις στοιχειώδη προγραμματισμό, οι επιχειρηματίες δεν θέλουν να κάνουν παραγγελίες για τον χειμώνα του 2021», επισημαίνει η α’ αντιπρόεδρος του ΕΕΘ, Χρύσα Γεωργιάδου Γρανούζη.

«Καλύτερα να μας έκλειναν για ένα μήνα παρά αυτό το συνεχές άνοιξε - κλείσε, τα πάντα είναι στον αέρα», συμπληρώνει. Ταυτόχρονα, θέτει και το φλέγον θέμα των επιταγών που επηρεάζει όλο το οικονομικό κύκλωμα (προμηθευτές και επιχειρηματίες), «πως θα πληρωθούν;», αναρωτιέται.

Στέκεται ιδιαίτερα και στη μετα-πανδημική εποχή. «Η κυβέρνηση πρέπει να εστιάσει στην επόμενη μέρα, στο πώς θα επανεκκινήσει η οικονομική δραστηριότητα, όσα μέτρα έχει λάβει μέχρι τώρα βοηθούν αλλά δεν είναι αρκετά», σημειώνει.

«Το άνοιξε - κλείσε έχει ολέθριες συνέπειες για την πραγματική οικονομία και το λιανεμπόριο, ιδιαίτερα σε μία περίοδο εκπτώσεων, λιανεμπόριο και εστίαση πληρώνουν πλήττονται βαρύτατα», επισημαίνει ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ, Γιώργος Καββαθάς.

«Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις μας, 3 στις 10 επιχειρήσεις βρίσκονται αντιμέτωπες με το φάσμα του λουκέτου όταν ανοίξει η αγορά, τα μέτρα στήριξης είναι σε θετική κατεύθυνση αν και αποσπασματικά αλλά δεν είναι ικανά από μόνα τους να ανατάξουν την αγορά», αναφέρει. «Η επιστρεπτέα προκαταβολή είναι θετικό μέτρο αν και πολλές φορές οι επιχειρήσεις αργούν να λάβουν τα χρήματα και είναι ασαφείς οι όροι της επιχορήγησης, η μη καταβολή ενοικίων για κλειστές επιχειρήσεις είναι θετική παρέμβαση αλλά δεν αρκεί από μόνη της», λέει.

Δίνει έμφαση στην ανάγκη για ενίσχυση της ρευστότητας (ο κυριότερος βραχνάς των επιχειρήσεων) και στην επιδότηση του μη μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων για τη διατήρηση των υφιστάμενων θέσεων εργασίας. Παράλληλα, εκτιμά ότι η ύφεση για το 2020 «θα κυμανθεί μεταξύ 10-12%, αν και δεν αποκλείεται η έκπληξη καθώς το click away βοήθησε να σωθεί ένα μέρος του τζίρου τον Δεκέμβριο, ζεσταίνοντας λίγο την αγορά».

«Το ανοιγοκλείσιμο των μαγαζιών είναι ό,τι χειρότερο για την οικονομία, βυθίζει την αγορά, δημιουργεί ένα κλίμα φόβου», σημειώνει ο πρόεδρος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Κεντρικής Μακεδονίας, Βασίλης Γεωργιάδης. Ειδικά για την εστίαση προβλέπει πως το 25% των επιχειρήσεων του κλάδου θα κατεβάσουν οριστικά ρολά.

«Θα ήταν προτιμότερο να υπήρχε ένα σαφές σχέδιο, ένα οργανόγραμμα, βάσει των επιδημιολογικών δεδομένων, για το πότε θα άνοιγε η αγορά παρά αυτή η αβεβαιότητα», υποστηρίζει. «Οι παρεμβάσεις στήριξης (επιστρεπτέα, μείωση ενοικίων) δίνουν ανάσες και αυτό αποδεικνύεται από τη συμμετοχή των επιχειρήσεων αλλά δεν φτάνουν από μόνες τους», δηλώνει. Θεωρεί πως το μεγαλύτερο αγκάθι για την αγορά είναι η έλλειψη ρευστότητας γιατί «όλα τα υπόλοιπα διευθετούνται μέσω δόσεων αλλά η ρευστότητα καίει τις ΜμΕ. Ας μη ξεχνάμε πως μιλάμε για επιχειρήσεις που έχουν μηδενικά έσοδα τους μισούς μήνες του 2020».

estiasi.jpg

Δράμα διαρκείας για την εστίαση

Βασανιστήρια διαρκείας, δίχως ορατό τέλος, βιώνει ο κλάδος της εστίασης καθώς η απρόβλεπτη εξέλιξη της πανδημίας τον φέρνει αντιμέτωπο με μαζικά λουκέτα όταν λειτουργήσει ξανά η αγορά, κορονοϊού επιτρέποντος. Με τον κλάδο να έχει κατεβάσει ρολά εδώ και σχεδόν τρεις μήνες, οι επιχειρηματίες βρίσκονται στα όρια της απόγνωσης.

Η σαρωτική επέλαση του COVID-19 και οι καταβαραθρωμένοι τζίροι τους προβληματίζουν έντονα, θέτοντας τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων σε κίνδυνο με τους εργαζόμενους να βρίσκονται επί ξύλου κρεμάμενοι.

Το «βουνό» ασφαλιστικών και φορολογικών υποχρεώσεων που έχει δημιουργηθεί και η ρευστότητα που ρέει με το σταγονόμετρο σφίγγει τη θηλιά στον κλάδο με πολλούς να μην μπορούν να ανταποκριθούν σε αυτές τις δυσμενείς συνθήκες. Το μόνο βέβαιο είναι πως όταν ξεπεραστεί ο υγειονομικός εφιάλτης, πολλά μαγαζιά δε θα καταφέρουν να επαναλειτουργήσουν καθώς θα έχουν λυγίσει κάτω από την πίεση που ασκεί η πανδημία.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΓΣΕΒΕΕ, οι απώλειες εσόδων για το 2020 θα είναι της τάξης των 2 δισ. με ανοιχτό το ενδεχόμενο να ξεπεράσουν και αυτό το μέγεθος, με 4 στις 10 επιχειρήσεις να κινδυνεύουν με οριστικό… lockdown. Η εστίαση έχει πληρώσει βαρύτατο τίμημα σε αυτή την πρωτόγνωρη κρίση. Είναι ενδεικτικό πως τον Δεκέμβρη του 2019 ο τζίρος των επιχειρήσεων του κλάδου πανελλαδικά προσέγγισε τα 400 εκατ. ευρώ, φέτος αυτό το ποσό απλά… εξαφανίστηκε.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 17 Ιανουαρίου 2021

Η νέα χρονιά μπήκε εδώ και περίπου 20 μέρες, οι εμβολιασμοί άρχισαν, η πραγματική οικονομία όμως συνεχίζει να δοκιμάζεται σκληρά από την πανδημική κρίση. Το συνεχιζόμενο lockdown, με άγνωστη την ημερομηνία λήξης του, διαμορφώνει έναν ασφυκτικό κλοιό που εμποδίζει το μικρομεσαίο επιχειρείν να πάρει ανάσα. Οι επιχειρήσεις παλεύουν με τα κύματα δίνοντας έναν άνισο αγώνα επιβίωσης, που όλοι ελπίζουν να έχει ευτυχή κατάληξη, με όσο το δυνατόν λιγότερα «θύματα».

Με την αγορά να ανοιγοκλείνει ανάλογα με τα επιδημιολογικά δεδομένα και την εγκαθίδρυση ενός ιδιότυπου καθεστώτος αβεβαιότητας και ανασφάλειας που επέβαλε ο COVID-19, μόνο σταθερότητα και ηρεμία δεν διασφαλίζεται, προϋποθέσεις απαραίτητες για να λειτουργήσει στοιχειωδώς ο παραγωγικός ιστός.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα αντιμετωπίζουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, κύριοι στυλοβάτες της οικονομικής δραστηριότητας, οι οποίες δεν έχουν αναπτύξει σε ικανοποιητικό βαθμό τα e-shop για να ανταποκριθούν επαρκώς στις νέες συνθήκες. Λιανεμπόριο και εστίαση καταγράφουν τη μεγαλύτερη πτώση τζίρου που μαζί με τον τουριστικό τομέα αποτελούν τους κλάδους οι οποίοι προσδοκάται να τραβήξουν το κάρο της πραγματικής οικονομίας έξω από τον υφεσιακό βάλτο.

Η λειτουργία της αγοράς με το σύστημα του ακορντεόν προκαλεί αρρυθμίες στα κρατικά έσοδα αφού δεν εισπράττονται φόροι καθώς δεν πραγματοποιούνται οι συναλλαγές που θα γίνονταν σε μία περίοδο κανονικότητας. Κατά συνέπεια, η ύφεση θα σκαρφαλώσει σε δυσθεώρητα μεγέθη, η ανεργία θα αυξηθεί και είναι βέβαιο πως θα χρειαστούν πρόσθετα μέτρα στήριξης για να μην υποστεί ανεπανόρθωτο πλήγμα η κοινωνική συνοχή.

Η ιδιότυπη συνθήκη που έχει επιβάλλει ο κορονοϊός με την αγορά… έρμαιο των διαθέσεων του, εκτιμάται ότι από τον τζίρο των εορτών «εξαφάνισε» πάνω από 2 δισ. ευρώ. Το click away έδωσε μία μικρή ανάσα στο λιανεμπόριο αν λάβουμε υπόψιν ότι αν δεν υπήρχε και αυτό τα έσοδα των επιχειρήσεων θα ήταν μηδενικά. Η συνολική χασούρα του 2020, με το lockdown ακόμα σε εφαρμογή, μπορεί να προσεγγίσει και τα ιλιγγιώδη μεγέθη των 50 δισ. ευρώ(!), δυσθεώρητη απώλεια που φανερώνει το μέγεθος της κρίσης που σαρώνει την χειμαζόμενη αγορά.

Το διάστημα που θα διαρκέσουν τα νέα αυστηρά περιοριστικά μέτρα αλλά και οι αντισταθμιστικές παρεμβάσεις θα κρίνουν το αν θα κρατηθεί όρθια η κοινωνία με διαχειρίσιμες απώλειες ή αν θα βυθιστεί σε ένα σπιράλ ύφεσης και λουκέτων.

Κλειστές οι επιχειρήσεις, τρέχουν τα έξοδα

Η δοκιμασία για τις μικρές επιχειρήσεις είναι σκληρή με το δρόμο που οδηγεί στην επόμενη μέρα να είναι δύσβατος, γεμάτος νάρκες και παγίδες. Κάθε ημέρα με κλειστά καταστήματα, συνεπάγεται τη συσσώρευση περισσότερων οφειλών (οι οποίες για να πληρωθούν θα χρειάζονται περισσότερες δόσεις) και τη μείωση των χρηματικών αποθεμάτων, εφόσον υπάρχουν.

Και στις δύο καραντίνες το μικρομεσαίο επιχειρείν πληρώνει το μάρμαρο, με κίνδυνο να αποδεκατιστεί. Το υποχρεωτικό «κλείσιμο» μίας επιχείρησης δεν μηδενίζει και τα έξοδά της. Και τα μέτρα στήριξης -το «κούρεμα» των ενοικίων, η αναστολή των συμβάσεων εργασίας, η μετάθεση της προθεσμίας πληρωμών φόρων και εισφορών αλλά και η επιστρεπτέα προκαταβολή- μετριάζουν τις σαρωτικές παρενέργειες του lockdown αλλά δεν τις εξαφανίζουν.

Η έρευνα (διεξήχθη τον Νοέμβριο) που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών της ΕΣΕΕ (INEMY - ΕΣΕΕ) αποτυπώνει ευκρινώς την αποκαρδιωτική εικόνα που σχηματίζεται: Ένα πολύ μικρό κατάστημα με λίγες υποχρεώσεις (ατομική επιχείρηση), φορτώθηκε δαπάνες τουλάχιστον 1.575 ευρώ μέσα στον Νοέμβριο, παρά το γεγονός ότι παρέμεινε κλειστό για το μεγαλύτερο διάστημα του μήνα. Για μία λίγο μεγαλύτερη επιχείρηση, με μόλις έναν εργαζόμενο, το αντίστοιχο ποσό έφτασε τις 2.670 ευρώ, ενώ μία τρίτη ατομική επιχείρηση με δύο εργαζομένους πλήρους απασχόλησης και έναν μερικής, είδε το κοστολόγιο του Νοεμβρίου να φτάνει τις 4.856 ευρώ.

Και για τις τρεις περιπτώσεις δεν έγινε καμία πρόβλεψη για το κόστος που επιφέρει η απόκτηση των προμηθειών, ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό για μία εμπορική επιχείρηση η οποία στην πραγματικότητα δεν υφίσταται αν δεν πληρωθούν οι προμηθευτές της. Ούτε ελήφθη υπόψη το γεγονός ότι μία ατομική επιχείρηση στην πραγματικότητα είναι ένα φυσικό πρόσωπο που πρέπει να καλύψει ατομικές και οικογενειακές ανάγκες.

Τα παραδείγματα που παραθέτει το ΙΝΕΜΥ δείχνουν ότι χωρίς τα μέτρα στήριξης ο «θάνατος του εμποράκου» θα ήταν σχεδόν αναπόφευκτος, απόρροια της συσσώρευσης υποχρεώσεων η οποία θα ήταν τεράστια για να μπορέσει να αντεπεξέλθει σε αυτήν ένα μαγαζί έστω και σε βάθος χρόνου.

Καθίσταται παράλληλα σαφές ότι παρά τα μέτρα στήριξης, δεν εξαφανίζεται η χασούρα ούτε εγγυάται κάποιος την επιβίωση του ίδιου του εμπόρου ο οποίος μένει πρακτικά χωρίς εισόδημα.

Το μικρό εμπορικό κατάστημα (στο οποίο απασχολείται μόνο ο ιδιοκτήτης του), με το ενοίκιο των 1.000 ευρώ, θα πρέπει να πληρώσει τα 600 ευρώ, καθώς «ψαλίδι» πέφτει αλλά αυτό αφορά στο 40%. Ακόμα, τα ανελαστικά έξοδα παραμένουν σταθερά, πιέζοντας περαιτέρω τις κλειστές επιχειρήσεις. Οι λογαριασμοί ρεύματος, ύδρευσης, Ιnternet και τα κοινόχρηστα δεν μετατίθενται. Προστίθεται έτσι ένα ποσό που φτάνει τα 120 ευρώ.

Οι δόσεις για τον φόρο εισοδήματος της περσινής χρονιάς δεν έχουν ανασταλεί. Έτσι, ακόμη και για κέρδη μόλις 7.000 ευρώ, θα έπρεπε να πληρωθεί μέσα στον Νοέμβριο μία δόση 274 ευρώ αν συνυπολογιστεί και το τέλος επιτηδεύματος που βεβαιώνεται μαζί με το φόρο εισοδήματος. Πέραν αυτού, ο επιχειρηματίας καταβάλει ΕΝΦΙΑ για την οικία του, με το ποσό να είναι πολύ πιθανό να διαμορφώνεται στα 130 ευρώ μηνιαίως. Ακόμη και αν ο ενδιαφερόμενος έχει επιλέξει την κατώτατη ασφαλιστική κλάση, οι ασφαλιστικές εισφορές του Νοεμβρίου έπρεπε να πληρωθούν μέχρι τις 7/12. Άρα, επιπλέον 220 ευρώ.

Στην περίπτωση που υπάρχουν και ρυθμίσεις για οφειλές σε εφορίες και ασφαλιστικά ταμεία από το παρελθόν... κυνηγάνε τις επιχειρήσεις και αυτές. Συνεπώς, η λυπητερή ανέρχεται σε 1.424 ευρώ χωρίς να συμπεριλαμβάνεται το κόστος των προμηθειών. Ακόμη και αν αυτή η εμπορική επιχείρηση έχει πάρει 2.000 ευρώ μέσω της επιστρεπτέας προκαταβολής (εκ των οποίων τα 1.000 ευρώ πρέπει να επιστραφούν σε βάθος χρόνου), όλο το ποσό κατευθύνεται στην κάλυψη τωρινών υποχρεώσεων, κάτι απολύτως αναγκαίο αλλά δεν αρκεί για να αναπτυχθούν οι επιχειρήσεις. Δεν μένει σχεδόν τίποτα για τις ατομικές ανάγκες του και συσσωρεύονται και οφειλές για το μέλλον.

Αν επιχειρήσουμε να εξετάσουμε και τα οικονομικά στοιχεία μίας ατομικής επιχείρησης η οποία έχει δύο εργαζομένους, έναν με πλήρη απασχόληση και έναν με μερική απασχόληση, θα διαπιστώσουμε πως και εκεί τα έξοδα είναι... αμείλικτα. Με μηνιαίο ενοίκιο 3.500 ευρώ, η επιχείρηση καλείται να πληρώσει τις 2.100 ευρώ. Οι εργαζόμενοι, για τις λίγες ημέρες που απασχολήθηκαν από την 1η έως τις 6 Νοεμβρίου, έχουν κόστος 671 ευρώ για τα μεροκάματα και τις εισφορές, ενώ η δόση της εφορίας φτάνει στα 781 ευρώ μαζί με την εισφορά αλληλεγγύης αν υποτεθεί ότι η εμπορική επιχείρηση εμφάνισε κέρδη 23,000 ευρώ στη χρήση του 2019. Αν ο ιδιοκτήτης του καταστήματος έχει επιλέξει (πριν ξεσπάσει η πανδημία) την 3η ασφαλιστική κλάση, πρέπει να πληρώσει εισφορές 312 ευρώ, ενώ στα 220 ευρώ ανέρχονται τα πάγια έξοδα για φως, νερό τηλέφωνο. Σύνολο επιβάρυνσης: 4.224 ευρώ, ποσό που επίσης έχει καλυφθεί εν μέρει από την επιστρεπτέα προκαταβολή.

Οι δύο επαγγελματίες είναι πιθανό να έχουν εκδώσει κάποιες επιταγές. Μπορεί να έχουν τη δυνατότητα να αναστείλουν την πληρωμή τους αλλά απλώς αυτή η υποχρέωση εξαλείφεται προσωρινά, δεν σβήνει.

Στόχος του οικονομικού επιτελείου είναι να καλύψει μεγάλο μέρος της ζημιάς μέσω των διαφόρων χρηματοδοτικών εργαλείων που έχει ανακοινώσει (ΤΕΠΙΧ, ταμείο εγγυοδοσίας, επιστρεπτέα προκαταβολή) και των διευκολύνσεων που παρέχει μέσω της αναστολής των χρεών της πανδημίας μέχρι τον Απρίλιο. Για να δοθεί όμως ουσιαστικό σήμα αναπτυξιακής επανεκκίνησης στην αγορά οι παρεμβάσεις που θα επιλεγούν απαιτείται να είναι πιο τολμηρές, δίνοντας ουσιαστική προοπτική στην παραγωγική δραστηριότητα.

Η «ΜτΚ» δίνει τον λόγο στους ανθρώπους της πραγματικής οικονομίας οι οποίοι εκφράζουν τους προβληματισμούς και τις προσδοκίες τους από τη νέα χρονιά.

«Απειλούνται με χρεοκοπία 3 στις 10 επιχειρήσεις»

«Δεν ξέρουν πελάτες και μαγαζάτορες τι ακριβώς ισχύει μέσα σε όλη αυτή την αβεβαιότητα, δεν μπορείς να κάνεις στοιχειώδη προγραμματισμό, οι επιχειρηματίες δεν θέλουν να κάνουν παραγγελίες για τον χειμώνα του 2021», επισημαίνει η α’ αντιπρόεδρος του ΕΕΘ, Χρύσα Γεωργιάδου Γρανούζη.

«Καλύτερα να μας έκλειναν για ένα μήνα παρά αυτό το συνεχές άνοιξε - κλείσε, τα πάντα είναι στον αέρα», συμπληρώνει. Ταυτόχρονα, θέτει και το φλέγον θέμα των επιταγών που επηρεάζει όλο το οικονομικό κύκλωμα (προμηθευτές και επιχειρηματίες), «πως θα πληρωθούν;», αναρωτιέται.

Στέκεται ιδιαίτερα και στη μετα-πανδημική εποχή. «Η κυβέρνηση πρέπει να εστιάσει στην επόμενη μέρα, στο πώς θα επανεκκινήσει η οικονομική δραστηριότητα, όσα μέτρα έχει λάβει μέχρι τώρα βοηθούν αλλά δεν είναι αρκετά», σημειώνει.

«Το άνοιξε - κλείσε έχει ολέθριες συνέπειες για την πραγματική οικονομία και το λιανεμπόριο, ιδιαίτερα σε μία περίοδο εκπτώσεων, λιανεμπόριο και εστίαση πληρώνουν πλήττονται βαρύτατα», επισημαίνει ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ, Γιώργος Καββαθάς.

«Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις μας, 3 στις 10 επιχειρήσεις βρίσκονται αντιμέτωπες με το φάσμα του λουκέτου όταν ανοίξει η αγορά, τα μέτρα στήριξης είναι σε θετική κατεύθυνση αν και αποσπασματικά αλλά δεν είναι ικανά από μόνα τους να ανατάξουν την αγορά», αναφέρει. «Η επιστρεπτέα προκαταβολή είναι θετικό μέτρο αν και πολλές φορές οι επιχειρήσεις αργούν να λάβουν τα χρήματα και είναι ασαφείς οι όροι της επιχορήγησης, η μη καταβολή ενοικίων για κλειστές επιχειρήσεις είναι θετική παρέμβαση αλλά δεν αρκεί από μόνη της», λέει.

Δίνει έμφαση στην ανάγκη για ενίσχυση της ρευστότητας (ο κυριότερος βραχνάς των επιχειρήσεων) και στην επιδότηση του μη μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων για τη διατήρηση των υφιστάμενων θέσεων εργασίας. Παράλληλα, εκτιμά ότι η ύφεση για το 2020 «θα κυμανθεί μεταξύ 10-12%, αν και δεν αποκλείεται η έκπληξη καθώς το click away βοήθησε να σωθεί ένα μέρος του τζίρου τον Δεκέμβριο, ζεσταίνοντας λίγο την αγορά».

«Το ανοιγοκλείσιμο των μαγαζιών είναι ό,τι χειρότερο για την οικονομία, βυθίζει την αγορά, δημιουργεί ένα κλίμα φόβου», σημειώνει ο πρόεδρος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Κεντρικής Μακεδονίας, Βασίλης Γεωργιάδης. Ειδικά για την εστίαση προβλέπει πως το 25% των επιχειρήσεων του κλάδου θα κατεβάσουν οριστικά ρολά.

«Θα ήταν προτιμότερο να υπήρχε ένα σαφές σχέδιο, ένα οργανόγραμμα, βάσει των επιδημιολογικών δεδομένων, για το πότε θα άνοιγε η αγορά παρά αυτή η αβεβαιότητα», υποστηρίζει. «Οι παρεμβάσεις στήριξης (επιστρεπτέα, μείωση ενοικίων) δίνουν ανάσες και αυτό αποδεικνύεται από τη συμμετοχή των επιχειρήσεων αλλά δεν φτάνουν από μόνες τους», δηλώνει. Θεωρεί πως το μεγαλύτερο αγκάθι για την αγορά είναι η έλλειψη ρευστότητας γιατί «όλα τα υπόλοιπα διευθετούνται μέσω δόσεων αλλά η ρευστότητα καίει τις ΜμΕ. Ας μη ξεχνάμε πως μιλάμε για επιχειρήσεις που έχουν μηδενικά έσοδα τους μισούς μήνες του 2020».

estiasi.jpg

Δράμα διαρκείας για την εστίαση

Βασανιστήρια διαρκείας, δίχως ορατό τέλος, βιώνει ο κλάδος της εστίασης καθώς η απρόβλεπτη εξέλιξη της πανδημίας τον φέρνει αντιμέτωπο με μαζικά λουκέτα όταν λειτουργήσει ξανά η αγορά, κορονοϊού επιτρέποντος. Με τον κλάδο να έχει κατεβάσει ρολά εδώ και σχεδόν τρεις μήνες, οι επιχειρηματίες βρίσκονται στα όρια της απόγνωσης.

Η σαρωτική επέλαση του COVID-19 και οι καταβαραθρωμένοι τζίροι τους προβληματίζουν έντονα, θέτοντας τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων σε κίνδυνο με τους εργαζόμενους να βρίσκονται επί ξύλου κρεμάμενοι.

Το «βουνό» ασφαλιστικών και φορολογικών υποχρεώσεων που έχει δημιουργηθεί και η ρευστότητα που ρέει με το σταγονόμετρο σφίγγει τη θηλιά στον κλάδο με πολλούς να μην μπορούν να ανταποκριθούν σε αυτές τις δυσμενείς συνθήκες. Το μόνο βέβαιο είναι πως όταν ξεπεραστεί ο υγειονομικός εφιάλτης, πολλά μαγαζιά δε θα καταφέρουν να επαναλειτουργήσουν καθώς θα έχουν λυγίσει κάτω από την πίεση που ασκεί η πανδημία.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΓΣΕΒΕΕ, οι απώλειες εσόδων για το 2020 θα είναι της τάξης των 2 δισ. με ανοιχτό το ενδεχόμενο να ξεπεράσουν και αυτό το μέγεθος, με 4 στις 10 επιχειρήσεις να κινδυνεύουν με οριστικό… lockdown. Η εστίαση έχει πληρώσει βαρύτατο τίμημα σε αυτή την πρωτόγνωρη κρίση. Είναι ενδεικτικό πως τον Δεκέμβρη του 2019 ο τζίρος των επιχειρήσεων του κλάδου πανελλαδικά προσέγγισε τα 400 εκατ. ευρώ, φέτος αυτό το ποσό απλά… εξαφανίστηκε.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 17 Ιανουαρίου 2021

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία